*
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Α.
Η πολιτική θεωρία που κυριάρχησε στην Ελλάδα την οκταετία 1996-2004 στηριζόταν στην έννοια του «εκσυγχρονισμού»[1]. Το περιεχόμενο της έννοιας αυτής τη συγκεκριμένη περίοδο συνίστατο στο να επέλθουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας με στόχο αυτή να πλησιάσει και τελικά να καταστεί ισάξια των υπολοίπων ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Στόχος του εκσυγχρονισμού ήταν η σύγκλιση με το φαντασιακό μοντέρνο που αντιπροσωπεύει η Δύση. Κατά συνέπεια η όλη προσπάθεια θα έπρεπε να λειτουργεί εντός του νεωτερικού-μοντερνιστικού πλαισίου, το οποίο κυριάρχησε για μια μεγάλη χρονική περίοδο στη Δύση με την επικράτηση της αστικής τάξης και με κύριο χαρακτηριστικό την επιβολή του εναρμονιστικού-συνθετικού σχήματος σκέψης.[2]
Ο εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μια μάχη της προόδου κατά της υστέρησης, του ορθολογισμού κατά του λαϊκισμού, του Διαφωτισμού κατά του σκοταδισμού, της ανεκτικότητας κατά της μισαλλοδοξίας, μέχρι την επίτευξη του «οικουμενικού οράματος»[3] του Διαφωτισμού.[4]
Οι ντόπιοι «εκσυγχρονιστές»[5] θεωρούν ότι η παραπάνω άποψη συνάδει στην πράξη, με την ολοκλήρωση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, δεδομένου ότι ο μετασχηματισμός αυτός έχει παραμείνει ανολοκλήρωτος και ό,τι έχει συμβεί στην ελληνική κοινωνία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια νόθα κατάσταση[6] η οποία χρειάζεται πάση θυσία να ξεπερασθεί.
Με το να θέτουν ως πρωταρχικό καθήκον την αστική ολοκλήρωση στην ελληνική κοινωνία, ενάμιση αιώνα από τότε που η αστική ολοκλήρωση έχει πραγματοποιηθεί στις δυτικές κοινωνίες, αρνούνται να κατανοήσουν το νόημα του ιστορικού χρόνου και το καθοριστικό του ρόλο στην εξέλιξη και στην πραγμάτωση των κοινωνικών γεγονότων. Αρνούνται να αντιληφθούν ότι το μοντέρνο σήμερα βρίσκεται σε αποδρομή και σε εξαφάνιση, δεν είναι παρά
«ένα εκβλάστημα του μεταμοντέρνου και η όποια λειτουργία ή χρησιμότητα του είναι να υποβοηθήσει την αποτελεσματικότερη λειτουργία της μεταμοντέρνας κοινωνίας […] η ιδεολογικοποιημένη διαμάχη μοντέρνου και μεταμοντέρνου, καθώς και οι διατριβές και διενέξεις διεξάγονται στο έδαφος της μεταμοντέρνας, μετανεωτερικής πραγματικότητας που έχει απόλυτα επικρατήσει. Ως εκ τούτου όλες οι μορφές υπεράσπισης του μοντέρνου, ως ανολοκλήρωτου εισέτι εκσυγχρονιστικού σχεδίου, αποτελούν σε τελική ανάλυση λειτουργικά βοηθήματα για τη σταθερότερή εμπέδωση της μετανεωτερικής, μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας και του πολιτισμού που της προσιδιάζει».[7]
Η ελληνική κοινωνία ζει, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος την εποχή της μετανεωτερικότητας, του μεταμοντέρνου, της μεταπολιτικής, της μεταδημοκρατίας κτλ, με το δικό της ιδιότυπο τρόπο και με βάση τις εγγενείς ιδιαιτερότητες και ιδιορρυθμίες του νέου ελληνικού κράτους.[8] Όλες οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν προκειμένου να δημιουργηθεί το περιπόθητη αστική-μοντέρνα κοινωνία απέτυχαν εν τοις πράγμασι. Για του λόγου το αληθές απτό επιχείρημα είναι το ακόλουθο: οι πολυπόθητες μεταρρυθμίσεις που θα διόρθωναν τα κακώς κείμενα, όχι μόνο δεν επιτεύχθηκαν αλλά επανήλθαν με δριμύτητα σε όλα τα προγράμματα που υιοθετήθηκαν την περίοδο των μνημονίων, αλλά ακόμη ενυπάρχουν και στο σημερινό κυβερνητικό πρόγραμμα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα της συγκεκριμένης περιόδου όχι μόνο δεν οδήγησε στην προσδοκώμενη αστική ολοκλήρωση αλλά ουσιαστικά στον αντίποδα αυτής. Η Ελλάδα εισήλθε στη μετανεωτερική εποχή (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά) και στη κυριαρχία του μεταμοντέρνου[9] (πολιτιστικής έκφρασης της πρώτης), χωρίς ποτέ να «ολοκληρώσει την αστικοδημοκρατική της επανάσταση παρά τις ψευδαισθήσεις των εγχώριων εκσυγχρονιστών. Ο οποιοσδήποτε εκσυγχρονισμός συντελείται στη σημερινή εποχή λαμβάνει τη μορφή και το περιεχόμενο της μετανεωτερικής εποχής. Τουτέστιν της εργαλειακής ορθολογικότητας με την μορφή της καθολικής εκτεχνίκευσης και του πλήρως εκχρηματισμένου σύμπαντος του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Β.
Όλες οι σχετικές αντιλήψεις –οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές– λειτούργησαν εντός ενός κυρίαρχου πλαισίου πολιτικής ερμηνείας η οποία ονομάστηκε Δημοκρατία του Κέντρου. Πρόκειται για την ελληνική έκφραση αυτού που στα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης ονομάστηκε ιδεοτυπικά «Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Αγοράς».
Η επικράτησή της προϋπόθετε το κλείσιμο της προηγούμενης εποχής στην οποία το Πολιτικόν ενσωμάτωνε, έστω και μερικώς, τα λαϊκά αιτήματα, δεδομένου ότι ο Λαός, με τα χαρακτηριστικά που του είχαν αποδοθεί στη μεταπολίτευση, αποτελούσε το υποκείμενο αναφοράς όλων των εκκλήσεων στη χάραξη και στην άσκηση της πολιτικής διεργασίας. Η περίοδος της δημοκρατίας των μαζών μέσω της «δημοκρατίας των κομμάτων» έπρεπε να κλείσει και έκλεισε. Έχει μεγάλη σημασία να αναλυθούν οι τρόποι του παραπάνω κλεισίματος σε μια άλλη ανεξάρτητη μελέτη δεδομένου ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει εδώ.
Η νέα πολιτική εποχή είναι συνδεδεμένη με κοσμοεικόνες με νέα συλλογικά υποκείμενα. Η αποδρομή και των τελευταίων εκπροσώπων της όποιας ελληνικής εθνικής αστικής τάξης υπήρξε στην χώρα, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, ανέδειξε σιγά- σιγά αλλά σταθερά νέες οικονομικές αρχηγεσίες των οποίων οι δραστηριότητες ουδεμία σχέση είχαν με την σουμπετεριανή έννοια του «επιχειρηματία». Παράλληλα οι μεγάλες αλλαγές λόγω των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών οδηγούν στην υπόθεση της ύπαρξης ενός «καινούργιου λαού» στο όνομα του οποίου θα αναφέρονται από εδώ και στο εξής οι όποιες πολιτικές επιλογές και θα λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις. Ο «καινούργιος λαός» δεν είναι άλλος από τα νέα μεσαία στρώματα, που αποτελούνται από τους παλαιούς υπηρέτες της αστικής τάξης, διάφορα «στελέχη», διαχειριστές της γραφειοκρατικής δομής, διανοητικοί εργάτες στο τομέα των νέων υπηρεσιών και της νέας τεχνοδομής που εισέρχονται στη πολιτική σκηνή ωθούμενα από τα κύματα της παγκοσμιοποίησης και την απορρύθμιση των αγορών.
Τα κοινωνικά αυτά στρώματα κατά την πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης, όπου υπερισχύουν οι οικονομικές διεργασίες, γίνονται οι βασικοί φορείς του «σύγχρονου» εκθειάζοντας τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες προσδίδοντάς τους χαρακτήρα ενός «φυσικού νόμου» με απόλυτη προοδευτική κατεύθυνση. Επομένως καθίστανται το πρότυπο κοινωνικό υποκείμενο στη συμπεριφορά του οποίου θα πρέπει να προσαρμοσθεί και η συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων. Ο εγγενής ειρηνικός και συναινετικός χαρακτήρας των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών και η πεποίθηση της συνεχούς αυξητικής διαδικασίας του οικονομικού παιγνίου (όλοι κερδίζουν), όπως περιγράφεται από την νεοκλασική οικονομική σκέψη, λειτουργεί αποτρεπτικά στη συγκρουσιακή συγκρότηση του κοινωνικού αποδυναμώνοντας το Πολιτικόν. Η πρόταξη των μεσαίων στρωμάτων ως βασικών κοινωνικών παραγόντων στη συγκεκριμένη συγκυρία απέκρυψε εντέχνως την επιχειρούμενη διαμόρφωση της πραγματικότητας οδηγώντας ευθέως σε αυτό που ονομάζεται Νατουραλιστική Δημοκρατία της Αντιπολιτικής ή, με άλλα λόγια, Δημοκρατία του Κέντρου.
Στο πλαίσιο αυτό το σύνολο των βασικών πολιτικών μηχανισμών της χώρας αναγορεύονται ως Κεντρώοι. Σπρώχνονται στο να τοποθετηθούν στο Κέντρο του πολιτικού συστήματος και να καταλάβουν τον Μεσαίο Χώρο. Επιχειρούν με κάθε μέσο να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι όχι μόνο είναι στο Κέντρο αλλά και ότι το Κέντρο αποτελεί το Πολιτικό Παρόν και Μέλλον της Χώρας. Είναι όμως πασίδηλο ότι ο πυρήνας του Κέντρου είναι μόνο Φιλελεύθερος με διαφορετικές αποχρώσεις στις αποφάνσεις του. Φιλελεύθερος εμπλουτισμένος με έντονη ρητορεία που αποπροσανατολίζει με μαθηματική ακρίβεια ως προς τις προθέσεις του.
Είναι η Δημοκρατία της διάλυσης των ιδεολογικών πόλων, της απουσίας αξιολογικών ερωτημάτων, η κυριαρχία της αχρωμάτιστης κοινότητας «Όλων», η επικράτηση της Αντιπολιτικής. Είναι η Δημοκρατία ενός φαντασιακού, θολού και απροσδιόριστου χώρου, υποθετικά αποενοχοποιημένη από όποιες ιδεολογικές επιδράσεις και συμβολικά ανήκουσα σε ένα έλλογο, αλλά μη υπαρκτό, κοινωνικό Κέντρο, το οποίο όμως συγχρόνως στο πραγματικό πεδίο της ασκούμενης πολιτικής είναι υπεύθυνο και ύποπτο για κάθε τι βρώμικο που γίνεται ή που σχεδιάζεται μελλοντικά να γίνει.
Τη Δημοκρατία του Κέντρου επικαλούνταν τόσο το ΠΑΣΟΚ των Σημίτη-Παπανδρέου όσο και η Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή, οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ και οι Σοσιαλδημοκράτες του Σραίντερ (συγκάτοικοι στη διακυβέρνηση της Γερμανίας), οι Νέοι Εργατικοί του Μπλαιρ και οι Συντηρητικοί του Κάμερον στη Μεγάλη Βρετανία, ο συνασπισμός της Ελιάς του Πρόντι και ο Οίκος των Ελευθεριών του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία.
Γ.
Παράλληλα στη θέση της αστικής έννοιας της προόδου εγκαθίσταται η εξέλιξη «ως φυσική διαδικασία», ως φυσικό μέγεθος, ως γενική εξελικτική φορά και φυσική δύναμη των πραγμάτων, η οποία απαιτεί μόνο παρακολούθηση από μια αποτελεσματική Πολιτική Ηγεσία. Το σήμερα είναι καλύτερο από το χθες απλά και μόνο γιατί είναι το σήμερα. Η κυρίαρχη πολιτική επωδός της περιόδου είναι η Προσαρμογή διότι έτσι επιτυγχάνεται ο συγχρωτισμός με την εξέλιξη ως φυσική διαδικασία. Ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της δυναμικής δεν απασχολούν. Αρκεί μόνο η δυναμική. Μάλιστα η δυναμική της αλλαγής χωρίς υποκείμενο. Βρισκόμαστε στο καθεστώς της μη ερώτησης, στο καθεστώς της εξέλιξης του «ταυτού» στην κολακεία του συμβάντος. Το οποίο αρκεί να συμβαίνει, φθάνει να συμβαίνει. Στην αέναη επανάληψη του ταυτού. Στο εκθετικό στοίβαγμα του αυτονόητου.
Η Δημοκρατία του Κέντρου πόρρω απέχει από το να ενσαρκώνει το κοινό καλό, το «ευ ζειν» της αρχαίας ελληνικής πόλεως. Για να είναι καλή η κοινωνία πρέπει να είναι πολιτική κοινωνία, μια κοινωνία όπου υπάρχει κυβέρνηση ανθρώπων και όχι απλώς και μόνο διαχείριση πραγμάτων. Η συναίνεση με αυτούς τους όρους είναι προφανώς απάτη. Άλλωστε η συναίνεση είναι έννοια χωρίς βάθος, αν και του συρμού. Το ουσιώδες είναι να καταλάβουμε πώς επιτυγχάνεται η συναίνεση. Η διάκριση ανάμεσα σε κατάκτηση και χειραγώγηση της κοινής γνώμης είναι στην πραγματικότητα πολύ αμυδρή, αποτελεί κυρίως ζήτημα οπτικής γωνίας. Η μη συγκρουσιακή κοινωνία γέρνει αποφασιστικά υπέρ Κάποιου. Ο περιορισμός στη διαχειριστική λογική είναι ένας ψεύτικος περιορισμός. Πρόκειται για κάτι χειρότερο. Πρόκειται για την ταξική επικράτηση του Ολιγαρχικού Πλούτου και της απόλυτης νίκης των κυρίαρχων κοινωνικών ελίτ. Πρόκειται για αυτό που συμβαίνει σήμερα στη δεύτερη φάση της Παγκοσμιοποίησης όπου έχουν πέσει οι μάσκες και η Κυριαρχία εκδηλώνεται με την πραγματική της μορφή.
Η «κοινή συναίνεση» της Δημοκρατίας του Κέντρου» οδήγησε αναπόδραστα στην αποδόμηση της λαϊκής Υποκειμενικότητας, του ενός πόλου της σύγκρουσης αναδεικνύοντας την απόλυτη κυριαρχία του έτερου πόλου. Στη θέση του αποδομηθέντος πόλου και στο κενό που δημιουργεί η απουσία του αναδύεται ο λαϊκισμός ως απαραίτητος μηχανισμός κάλυψης των αναγκών νομιμοποίησης της συναινετικής Δημοκρατίας του Κέντρου που στην ουσία σημαίνει ιδεολογική επικάλυψη της απόλυτης επικυριαρχίας των πολιτικών ελίτ.
Δ.
Σ’ αυτό το αποϊδεολογικοποιημένο περιβάλλον η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο, δηλαδή ως άσκηση της εξουσίας και «διαχείριση» της κυριαρχίας από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ αδυνατεί να προκαλέσει την όποια ανάπτυξη και εκδίπλωση συγκρουσιακών καταστάσεων όπως αυτές υπήρχαν στο παρελθόν, μετατρεπόμενη σε διαχειριστικό μηχανισμό συναλλαγών μεταξύ εκπροσώπων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ποικίλων εταιρειών και επιχειρήσεων. Η Δημοκρατία της Αγοράς, επιβάλλοντας τους κανόνες του παιχνιδιού στον τρόπο της υλικής παραγωγής, καθιστά τους εκπροσώπους της δυτικότροπης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, απλούς διεκπεραιωτές, επ ‘αμοιβή,των βουλήσεων των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των οικονομικών συμφερόντων τους.
Αυτό που συνέβη την εξεταζόμενη περίοδο στην Ελλάδα είναι η μετάλλαξη της πολιτικής δράσης σε εργαλείο εξυπηρέτησης κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων υπερεθνικών επιχειρήσεων και ισχυρότατων ομάδων πελατειακών διασυνδέσεων. Εντός του πλαισίου αυτού γίνεται απολύτως κατανοητό το ότι τα ελληνικά κόμματα εξουσίας δεν θέλουν και δεν μπορούν να παράγουν πολιτική. Βρίσκονται απολύτως ενσωματωμένα στη λογική της διαχείρισης και της διαπλοκής.[10] Παράλληλα έχοντας «καρτελοποιήσει» την πολιτική, μπλοκάρουν με τη βοήθεια των ΜΜΕ και άλλων χειραγωγητικών μηχανισμών οποιαδήποτε δυνητική διέξοδο του πολιτικού συστήματος, αναπαράγοντας διαρκώς τις συνθήκες αναπαραγωγής του. Τα κόμματα εξουσίας έχουν αλωθεί σε απόλυτο βαθμό από θεσμοποιημένες ή άτυπες ομάδες συμφερόντων. Η εκλογική επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος αποτελεί αυτοσκοπό που αφορά μόνο στην υλική αποκατάσταση ολίγων εκατοντάδων στελεχών τα οποία θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση των εντολών των οικονομικών ελίτ. Έχοντας απωλέσει την ικανότητά τους να προασπίζουν συλλογικά αιτήματα μεταλλάχθηκαν σε οργανισμούς προσοδοφόρων οικονομικών επιχειρήσεων. Δημιουργώντας «θεατρικότητα στην επικοινωνία»[11], αναπτύσσουν μια ακατάσχετη ρητορεία που επί της ουσίας πάντοτε ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που συμβαίνουν ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν.[12]
Καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού στα μέτρα τους διαπληκτιζόμενα «θεατρικά» για ζητήματα που αυτά έχουν επιλέξει και προτείνουν «λύσεις» το ένα έναντι του άλλου, που ουσιαστικά διαφοροποιούνται στο «φαίνεσθαι» και καθόλου στην ουσία. Αδιαφορούν παντελώς για το τι πραγματικά χρειάζεται ο τόπος, αντιμαχόμενα ρητορικά για παραλήψεις του ενός ή του άλλου όταν ήταν στην κυβέρνηση. Αδυνατούν να χαράξουν εθνική στρατηγική και με βάση αυτήν να αντιμετωπίσουν κρίσεις χαμηλής ή υψηλής έντασης[13]. Στελεχώνονται από πρόσωπα δίχως κοινωνική καταξίωση δεδομένου ότι η απόλυτη πλειοψηφία τους αποτελείται από άτομα χωρίς στοιχειώδη εργασιακή εμπειρία γαλουχημένα στα κομματικά θερμοκήπια όπου ανθούν μόνον οι δολοπλοκίες και οι βυζαντινισμοί. Η έννοια της πολιτικής συρρικνώνεται στο πως θα εξασφαλίσουν την εκλογή τους ή το προσωπικό τους συμφέρον.
Η κατάργηση του δημόσιου χώρου και ο ευτελισμός του καθετί που απλά αναφέρεται ως δημόσιο, συμπαρασύρει ένα δικαιϊκό και πολιτικό πολιτισμό που παρά τις ελλείψεις και τα προβλήματά του αποτελούσε ένα πρόχωμα στη κατακλυσμιαία επίθεση του αδηφάγου κεφαλαίου. Μόνο η ανασύνθεση της λαϊκής υποκειμενικότητας στον ελληνικό χώρο μπορεί να αποτελέσει την προϋπόθεση για μια καινούργια πορεία. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν τα προβλήματα του αντιμετωπισθούν ως προβλήματα που γεννιούνται από τον ύστερο πολυεθνικό διεθνοποιημένο καπιταλισμό. Στην ουσία χρειάζεται να αντιμετωπίσει τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα που γεννά η μετανεωτερικότητα και το εκτεχνικευμένο, εμπορευματοποιημένο σύμπαν του παγκόσμιου καπιταλισμού. Δηλαδή με τις βουλήσεις των της Δύσης με επικεφαλής τις ΗΠΑ και των πολυεθνικών επιχειρήσεων που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους φορείς της παγκοσμιοποίησης και αποτελούν τους νέοι φεουδάρχες μαζί με τις συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος.
~.~
[1] Κ. Σημίτης, Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας, Γνώση,1989.
[2] Π. Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, 1992.
[3] Με δύο λόγια πρόκειται για το υπερβατολογικό σχέδιο, σύντονο με ένα εμμενές στην Ιστορία, που παραμένει ανολοκλήρωτο: την πρόοδο προς την ιστορική εμπραγμάτωση της ελευθερίας και της ισονομίας.
[4] Οι εγχώριοι εκσυγχρονιστές ασπάζονται μια εκδοχή του Διαφωτισμού ιστορικά ανύπαρκτη. Ο Διαφωτισμός ουδέποτε υπήρξε μονόπλευρα «νοησιαρχικός﮲ υπήρξε και υλιστικός και άθεος και ντεϊστικός και μηδενιστικός (Π. Κονδύλης, Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Θεμέλιο, 1987). Ούτε το χαρακτηριστικό του είναι η αναγνώριση του έλλογου χαρακτήρα του ανθρωπίνου όντος και του ορθολογικού επιχειρήματος που καμία από τις μεγάλες πνευματικές παραδόσεις δεν είχε ποτέ αρνηθεί. «Το σημείο τομής για τη μετάβαση στη νεωτερικότητα είναι η ορθολογική αναγνώριση αν όχι του πρωτείου, τουλάχιστον της νομιμότητας του ανορθολογικού βουλητικού, ως συμπύκνωση της προσωπικής ελευθερίας… Η νεωτερική υποκειμενικότητα αναγνωρίζει τον άλογο χαρακτήρα της και αυτόν προστατεύει με το πλέγμα των «αρνητικών ελευθεριών» – αυτόν εξαντικειμενικεύει ο Smith με την αόρατη χείρα ή ο Mandeville με τα ιδιωτικά βίτσια που μεταρσιώνονται σε δημόσιες αρετές» (Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Α. Α. Λιβάνης, 2005, σ. 318.
[5] Αναφέρω μεταξύ άλλων: Κώστα Σημίτη, Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα, Πόλις 2005, και Η κρίση,Πόλις 2005. Επίσης βιβλία στενών συνεργατών του, όπως Νίκου Χριστοδουλάκη, Το εκκρεμές της σύγκλισης, Πόλις, 2006, Αλέκου Παπαδόπουλου, Τα βήματα του Έστερναχ, Εστία, 2009, Θεόδωρου Καρατζά (που εκδόθηκε μετά θάνατον με την επιμέλεια του Αντώνη Καμάρα), Ξανά στο χάρτη, Ποταμός, 2009, Γιάννη Βούλγαρη (επιμ.), Η προοπτική του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, Καστανιώτης 2002.
[6] Α. Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, Θεμέλιο, 1979, Β. Φίλιας, Κοινωνία και Εξουσία στην Ελλάδα. Η νόθα αστικοποίηση 1800-1864, Σύγχρονα Κείμενα, 1996.
[7] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Α. Α. Λιβάνης, 2005, σ. 333 και 327.
[8] Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ, Το ανυπόφορο βουητό του κενού, Αγγελάκης, 2017 και Κ. Μελάς, Μικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία, Πατάκης, 2013.
[9] F. Jameson, Το Μεταμοντέρνο, Νεφέλη, 1999.
[10] «Η συνυφασμένη με το πελατειακό σύστημα διαμάχη για τη νομή της εξουσίας εντείνει την κομματική αντιπαλότητα. Τα κόμματα χρειάζονται την εξουσία για να συντηρούν τα πελατειακά τους δίκτυα και να ανασυγκροτούν τις δυνάμεις τους. Πολεμούν με κάθε τρόπο το ένα το άλλο. Κυριαρχεί η κουλτούρα της σύγκρουσης. Θύμα της είναι η θεσμική συνέχεια. Κάθε κυβερνητική αλλαγή συνεπάγεται τη λιγότερο ή περισσότερο ριζική ανατροπή της πολιτικής που είχε ακολουθήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, όπως και τη συνολική αλλαγή των υπευθύνων στα διάφορα επίπεδα της Διοίκησης. Η νέα κυβέρνηση εμφανίζεται ως τιμωρός της προηγούμενης». Τα παραπάνω αποτελούν διαπιστώσεις του Κ. Σημίτη («Ο εκσυγχρονισμός: Η ανάγκη μίας διαφορετικής πολιτικής», Δρόμοι ζωής, Πόλις, 2015). Το ζήτημα είναι ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν μας λέει τι επέτυχε αυτός στα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας 1996-2004, επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Καλές οι διαπιστώσεις και εύκολες αλλά για τους αναλυτές. Οι συγκεκριμένες αναφορές, του 2015, δηλώνουν με σαφήνεια την αποτυχία του δικού του εγχειρήματος.
[11] Γ. Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος, Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2000.
[12] Λ. Κάνφορα, Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας, Μεταίχμιο, 2005.
[13] Π. Κονδύλης, Επίμετρο στην Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Θεμέλιο, 1992.
~.
ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2023/11/16/eksygxronismos-1996-2004/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.