Όταν είμαστε νέοι, έχουμε την αυταπάτη ότι κατά τη διάρκεια της ζωής μας τα σημαντικά γεγονότα και οι σοβαροί άνθρωποι θα εμφανίζονται μπροστά μας με νταούλια και βιολιά: όταν όμως γερνάμε και κοιτάζουμε αναδρομικά τη ζωή μας, συνειδητοποιούμε ότι καθετί το σημαντικό μπήκε σ’ αυτήν απαρατήρητο κι απ’ την πίσω πόρτα.
Μπορεί επίσης, απ’ όσα έχουμε δει μέχρι τώρα, να συγκρίνουμε τη ζωή μ’ ένα κεντημένο ύφασμα. Στο πρώτο μισό της ζωής μας βλέπουμε την καλή του πλευρά, στο δεύτερο μισό βλέπουμε την πίσω όψη του: κι αυτή δεν είναι πολύ όμορφη, είναι όμως πολύ πιο διδακτική, γιατί εκεί βλέπουμε το πώς συσχετίζονται μεταξύ τους τα νήματα. [...]
Κάθε προικισμένος άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που δεν ανήκει στα θλιβερά 5/6 της ανθρωπότητας που είναι εκ φύσεως μειονεκτικά, όταν περάσει τα σαράντα είναι δύσκολο να μη δείξει κάποια στοιχεία μισανθρωπισμού. Γιατί κρίνοντας απ’ τον εαυτό του, έχει καταλήξει στα συμπεράσματά του σχετικά με τους άλλους κι έχει ανακαλύψει, πως σε ότι αφορά το κεφάλι αλλά και την καρδιά, πολλές φορές μάλιστα και τα δύο, έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο που οι άλλοι αδυνατούν να φτάσουν γι’ αυτό και αποφεύγει την οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Για τον ίδιο λόγο, ο καθένας αγαπάει ή μισεί τη μοναξιά του, με άλλα λόγια την παρέα με τον εαυτό του, ανάλογα με το πόσο αξίζει ο ίδιος. [...]
Όταν είμαστε νέοι, ό,τι και να μας λένε οι άλλοι θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε το χρόνο μας απερίσκεπτα. Όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία. Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.
Από τη σκοπιά της νιότης, η ζωή φαίνεται να εκτείνεται στο άπειρο μέλλον. Απ’ τη σκοπιά των γηρατειών όμως, φαίνεται ότι δεν είναι παρά ένα σύντομο παρελθόν. Άρα στην αρχή η ζωή μάς δίνει την εντύπωση ότι τα πράγματα είναι πολύ μακριά, σαν να κοιτάζουμε τον κόσμο ανάποδα μέσα από τον αντικειμενικό φακό του τηλεσκοπίου, ενώ προς το τέλος της ζωής είναι σαν να την κοιτάζουμε απ’ τον προσοφθάλμιο. Για να καταλάβουμε πόσο μικρή είναι η ζωή, πρέπει να έχουμε χρόνια στην πλάτη μας, πρέπει δηλαδή να έχουμε ζήσει πολύ. Όταν είμαστε νέοι, ο ίδιος ο χρόνος φαίνεται να κυλάει πολύ πιο αργά, γι’ αυτό και το πρώτο τέταρτο της ζωής μας δεν είναι μόνο το ευτυχέστερο αλλά και το πιο παρατεταμένο. Αφήνει πίσω του πιο πολλές αναμνήσεις. Κάθε άνθρωπος έχει να σου πει πολύ περισσότερα πράγματα για το πρώτο τέταρτο της ζωής του παρά για τις δύο επόμενες περιόδους μαζί. Μάλιστα, όπως συμβαίνει στην άνοιξη του έτους, έτσι και στην άνοιξη της ζωής, οι μέρες είναι κουραστικά μεγάλες. Το φθινόπωρο όμως, είτε του έτους είτε της ζωής, αν και οι μέρες είναι μικρές, είναι πιο χαρούμενες και πιο ομοιόμορφες. Όταν η ζωή φτάσει στο τέλος της, δεν ξέρουμε καν πού έχουμε μείνει. [...]
Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο λιγότερα γεγονότα μάς φαίνονται σημαντικά, ή αρκετά σπουδαία, για να θέλουμε να τα θυμόμαστε αργότερα, να τα κρατήσουμε δηλαδή σταθερά στη μνήμη μας: γι’ αυτό και μόλις περάσουν, τα ξεχνάμε. Περνάει λοιπόν ο χρόνος έτσι, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη. [...]
Όσα πράγματα κάναμε στο παρελθόν, τα γεγονότα που συνέβησαν πριν από χρόνια, μοιάζουν με αντικείμενα στην ακτή, που για τον ναυτικό που απομακρύνεται γίνονται κάθε λεπτό που περνάει όλο και μικρότερα, λιγότερο αναγνωρίσιμα και λιγότερο ευδιάκριτα. Απ’ την άλλη μεριά, συμβαίνει καμιά φορά η μνήμη και η φαντασία να φέρνουν στο μυαλό μας κάποια παλιά ξεχασμένη σκηνή τόσο ζωντανά, σαν να συνέβη μόλις χτες. Μας φαίνεται έτσι πολύ κοντινή. [...]
Όσο μεγαλώνουμε ζούμε με όλο και λιγότερη συνείδηση. Τα πράγματα έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μας κάνουν εντύπωση. Σαν ένα έργο τέχνης που το έχουμε δει χιλιάδες φορές: κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε και μετά δεν ξέρουμε αν το έχουμε κάνει ή όχι. Και καθώς η ζωή γίνεται όλο και πιο ασυναίσθητη, επιταχύνεται και η γενικότερη ασυνειδησία, οπότε η ζωή περνάει όλο και πιο γρήγορα. [...]
Οι ώρες του παιδιού διαρκούν περισσότερο απ’ τις μέρες του ηλικιωμένου. Γι’ αυτό και ο χρόνος της ζωής μας κινείται κι ο ίδιος επιταχυντικά, σαν μια μπίλια που κυλάει σε κεκλιμένο επίπεδο. Κι όπως σ’ έναν περιστρεφόμενο δίσκο η ταχύτητα κάθε σημείου εξαρτάται απ’ την απόστασή του απ’ το κέντρο, το ίδιο συμβαίνει και με το χρόνο των ανθρώπων: όσο πιο πολύ απέχει από την αρχή της ζωής, τόσο πιο γρήγορα κινείται. [...]
Ο χρόνος μάς φαίνεται πάντα πολύ λίγος και οι μέρες περνάνε σαν αστραπή. Μιλάω βέβαια για ανθρώπους και όχι για γερασμένα ζώα. Απ’ αυτή την επιτάχυνση της ροής του χρόνου, στις μεγάλες ηλικίες εξαφανίζεται η ανία, ενώ απ’ την άλλη μεριά αμβλύνονται τα πάθη και οι συνέπειές τους, γι’ αυτό και σε γενικές γραμμές, το άχθος της ζωής είναι μικρότερο απ’ ότι στα νεανικά χρόνια, υπό την προϋπόθεση της καλής υγείας: γι’ αυτό και τη χρονική περίοδο που προηγείται της αδυναμίας και των δυσκολιών της προχωρημένης ηλικίας την ονομάζουν «τα καλύτερα χρόνια». Απ’ την άποψη της άνεσης αυτό μπορεί να είναι αλήθεια: η νεανική ηλικία ωστόσο έχει το πλεονέκτημα ότι τα πάντα προκαλούν εντύπωση και το καθετί γράφεται στη συνείδηση ζωντανά και έντονα, ότι είναι τα πιο παραγωγικά χρόνια για το πνεύμα, αφού αποτελούν την ανθισμένη του άνοιξη. [...]
Στα χρόνια της νιότης αυτό που μας καθηλώνει είναι η εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων, ενώ στα ώριμα χρόνια είναι ο στοχασμός: γι’ αυτό και τα νιάτα είναι η εποχή της ποίησης, ενώ η μεγάλη ηλικία είναι η εποχή της φιλοσοφίας. Στα πρακτικά ζητήματα συμβαίνει το ίδιο: όταν ο άνθρωπος είναι νέος, παίρνει τις αποφάσεις του βασισμένος περισσότερο στις εντυπώσεις που του προξενούν όσα βλέπει, ενώ σε προχωρημένη ηλικία βασίζεται μόνο στη σκέψη. […]
Η μεγαλύτερη ενέργεια κι η μεγαλύτερη ένταση των πνευματικών δυνάμεων παρατηρείται αναμφίβολα στα νιάτα, το αργότερο μέχρι τα 35. Από κει και πέρα αρχίζουν να φθίνουν, αν και με πολύ αργό ρυθμό. Ωστόσο, τα ώριμα χρόνια, αικόμα και τα γηρατειά, δεν είναι λιγότερο αποδοτικά. Για την ακρίβεια, η εμπειρία και η γνώση τώρα κορυφώνονται: ο άνθρωπος είχε το χρόνο και τις ευκαιρίες να δει τα πράγματα απ’ όλες τους τις πλευρές και ν’ ανακαλύψει τι ταιριάζει με τι, να βρει τα ευαίσθητα σημεία τους και τα σημεία επαφής τους. Γι’ αυτό και μόνο σ’ αυτή την ηλικία μπορεί ο άνθρωπος να αντιληφθεί τους συσχετισμούς των πραγμάτων. Όλα έχουν πια ξεκαθαρίσει. […]
Μόνο όποιος έχει πολλά χρόνια πίσω του μπορεί να έχει πλήρη και επαρκή αντίληψη της ζωής, γιατί μόνο ο ηλικιωμένος έχει ει τη ζωή ολόκληρη και γνωρίζει τη φυσική της πορεία. Μόνο αυτός είναι εξοικειωμένος -κι αυτό είναι το πιο σημαντικό- όχι με την είσοδό της, όπως οι περισσότεροι άλλοι, αλλά και με την έξοδό της. Γι’ αυτό και μόνο αυτός μπορεί να έχει απόλυτη αίσθηση της ματαιότητάς της, ενώ οι άλλοι εξακολουθούν να αυταπατώνται ότι τα καλύτερα είναι ακόμα μπροστά τους […]
Η ρίζα του δέντρου της γνώσης δεν παύει να είναι η νεολαία, παρόλο που το δέντρο, για να παράγει καρπούς, πρέπει να μεγαλώσει. Κάθε γενιά, ακόμα και η πιο άθλια, θεωρεί ότι είναι σοφότερη από την προηγούμενη, πόσο μάλλον απ’ τις ακόμα παλαιότερες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις περιόδους της ζωής του ανθρώπου, άδικα τις περισσότερες φορές. Στα χρόνια της σωματικής ανάπτυξης, όταν οι πνευματικές δυνάμεις και οι γνώσεις αυξάνονται καθημερινά, συνηθίζουν οι άνθρωποι να κοιτάζουν το παρελθόν με κάποια περιφρόνηση. Η συνήθεια αυτή ριζώνει και παραμένει στη θέση της κι όταν ακόμη οι πνευματικές δυνάμεις αρχίζουν να παρακμάζουν και το σήμερα θα έπρεπε να κοιτάζει το παρελθόν με περισσότερο παρελθόν. Αυτός είναι ο λόγος που πολλές φορές άδικα υποτιμούμε τα επιτεύγματα αλλά και τις απόψεις της νιότης μας. […]
Γενικά μπορεί κανείς να πει ότι τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο, τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις αναφορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κειμένου.
Προς τα τέλη της ζωής, συμβαίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται στο τέλος ενός χορού μεταμφιεσμένων: πέφτουν οι μάσκες. Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακριβώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου. Γιατί τότε βγαίνουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων πραγματικά στο φως, οι πράξεις έχουν επιτέλους καρποφορήσει, τα επιτεύγματα έχουν σωστά εκτιμηθεί και καθετί το ψεύτικο έχει γκρεμιστεί. Για όλα αυτά βέβαια χρειαζόταν πρώτα απ’ όλα χρόνος. [...]
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι γενικά, και ανεξάρτητα από τις επιμέρους συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες, η νιότη χαρακτηρίζεται από μια κάποια μελαγχολία και θλίψη, ενώ τα γηρατειά αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια σχετική ευθυμία: και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι άλλος απ’ το γεγονός ότι ο νέος υπηρετεί δουλικά τον δαίμονα εκείνο, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή ήσυχο. Στο ίδιο αίτιο μπορεί να αποδοθεί σχεδόν κάθε δυστυχία που καταδυναστεύει ή απειλεί τον άνθρωπο. Ο ηλικιωμένος όμως είναι χαρούμενος και γαλήνιος, μοιάζει με κάποιον που μετά από πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του, και κινείται πια ελεύθερα. Από την άλλη μεριά ωστόσο πρέπει να ειπωθεί ότι, όταν σβήνει το σεξουαλικό ένστικτο, χάνεται ο πραγματικός πυρήνας της ζωής, και το μόνο που μένει είναι το κέλυφος. Η ζωή δηλαδή μοιάζει με μια κωμωδία, που ξεκινάει με κανονικούς ηθοποιούς, και μετά συνεχίζει να παίζεται μέχρι το τέλος από κούκλες που έχουν φορέσει τα ρούχα των ανθρώπων.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, η νιότη είναι η εποχή της ανησυχίας, τα γηρατειά η εποχή της γαλήνη: απ’ αυτό και μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε τον σχετικό βαθμό ικανοποίησης της κάθε εποχής. Το παιδί απλώνει τα χέρια του επιθυμώντας ν’ αγγίξει όλα τα ωραία πράγματα που αντικρίζει το βλέμμα του, μαγεμένο απ’ τον κόσμο, γιατί όλες του οι αισθήσεις είναι ακόμα φρέσκες και νέες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, με μεγαλύτερη ενεργητικότητα, και με τον νέο. Και αυτός γοητεύεται από όλα τα όμορφα πράγματα και την πολυμορφία τους: αμέσως η φαντασία του δημιουργεί πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα μπορεί να του χαρίσει ο κόσμος. Κατακλύζεται έτσι από μεγάλη επιθυμία για κάτι απροσδιόριστο: αυτό του κλέβει τη γαλήνη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία. Και ενώ ο νέος πιστεύει στο θαύμα, αλλά δεν ξέρει που ακριβώς θα μπορέσει να το βρει, ο ηλικιωμένος έχει χωνέψει πια για τα καλά το βιβλικό «τα πάντα ματαιότης» και γνωρίζει ότι όλα τα καρύδια είναι τζούφια, όσο επιχρυσωμένα και να ‘ναι. Γιατί σε μεγάλη ηλικία, όλα αυτά έχουν παρέλθει, θες γιατί υπάρχει μεγαλύτερη ψυχραιμία και οι αισθήσεις δεν δελεάζονται τόσο εύκολα, θες γιατί η εμπειρία έχει αποδείξει την αληθινή αξία των πραγμάτων και τη ματαιότητα της ηδονής. Παράλληλα, βέβαια, οι αυταπάτες, οι χίμαιρες και οι προκαταλήψεις, οι οποίες έκρυβαν στο παρελθόν την ανοιχτή και καθαρή όψη των πραγμάτων, έχουν διαλυθεί. Τώρα ο άνθρωπος τα βλέπει όλα πιο σωστά και πιο καθαρά και παίρνει το κάθε πράγμα όπως ακριβώς είναι συνειδητοποιώντας όλο και περισσότερο τη ματαιότητα των γήινων πραγμάτων. Αυτό δίνει σχεδόν σε όλους τους ηλικιωμένους, ακόμα και σ’ αυτούς που δεν έχουν ιδιαίτερες ικανότητες, ένα κάποιο επίχρισμα σοφίας, το οποίο τους ξεχωρίζει από τους νέους. Όμως το βασικό αποτέλεσμα όλης αυτής της αλλαγής είναι η ψυχική ηρεμία που προκύπτει: η ηρεμία αυτή είναι βασικό συστατικό της ευτυχίας. Για την ακρίβεια αποτελεί την προϋπόθεση και την ουσία της ευτυχίας. […]
Είναι αλήθεια πως όταν μεγαλώνουμε, οι πνευματικές δυνάμεις μειώνονται. Εκεί όμως που υπήρχαν πολλές, θα παραμείνουν κάμποσες για να καταπολεμήσουν την επέλαση της βαρεμάρας. Επιπλέον, όπως είπα και πριν, η εμπειρία, η γνώση, η άσκηση και η αναλυτική σκέψη δίνουν στον ηλικιωμένο τη δυνατότητα να βλέπει τα πράγματα όλο και πιο καθαρά. Η κριτική του ικανότητα οξύνεται και οι σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα γίνονται πιο καθαρές. Αποκτά την ικανότητα να βλέπει εποπτικά το σύνολο των πραγμάτων: βρίσκοντας συνεχώς καινούριους συνδυασμούς των συσσωρευμένων γνώσεών του και εμπλουτίζοντάς τες με κάθε ευκαιρία, η διαδικασία της αυτομόρφωσής του δε σταματάει ποτέ εξασφαλίζοντας απασχόληση, ικανοποίηση αλλά και επιβράβευση για το μυαλό. Όλα αυτά αντισταθμίζουν ως ένα βαθμό τη μειωμένη πνευματική δύναμη.
Επίσης, όπως έχουμε ήδη πει, ο χρόνος κυλάει στη μεγάλη ηλικία πολύ πιο γρήγορα. Κι αυτό μειώνει την επίδραση της βαρεμάρας. Το γεγονός ότι μειώνονται οι σωματικές δυνάμεις σε μεγάλη ηλικία δεν είναι μεγάλο πρόβλημα, εκτός αν τις χρειάζεται για τον επιούσιο. Ενώ η φτώχεια σε μεγάλη ηλικία είναι πραγματική κατάρα. Αν ο άνθρωπος έχει θωρακιστεί απέναντι σ’ αυτή και ταυτόχρονα διατηρεί την υγεία του, τα γηρατειά μπορούν να γίνουν κάτι παραπάνω από ανεκτά. Η υλική και οικονομική άνεση είναι οι βασικές προϋποθέσεις: άρα τα χρήματα αποκτούν τότε μεγαλύτερη αξία, γιατί υποκαθιστούν τις μειωμένες δυνάμεις. Όταν μας εγκαταλείπει η Αφροδίτη, για να ευθυμήσουμε αναζητούμε συνήθως παρηγοριά στον Βάκχο. Εκεί που κάποτε θέλαμε να βλέπουμε πράγματα, να ταξιδεύουμε και να μαθαίνουμε, τώρα το μόνο που θέλουμε είναι να μιλάμε και να διδάσκουμε. Και είναι πολύ τυχερός ο ηλικιωμένος που έχει καταφέρει να διατηρήσει την αγάπη του για τη μελέτη ή για τη μουσική ή για το θέατρο, και γενικά αν εξακολουθεί να είναι δεκτικός σε όσα τον περιβάλλουν. Κι αυτό είναι κάτι που πολύ συχνά παρατηρείται σε άτομα μεγάλης ηλικίας.
Μόνο σε προχωρημένη ηλικία μπορεί ο άνθρωπος να εκτιμήσει την αποστροφή του Οράτιου: Να μη σε εκπλήσσει τίποτε. Έχει πεισθεί άμεσα και ειλικρινά για τη ματαιότητα των πάντων και για την κενότητα κάθε επίγειας δόξας: οι χίμαιρες έχουν εξαφανιστεί. Δεν κυριαρχείται πια από την ιδέα ότι κάπου, σε κάποιο παλάτι ή σε κάποια καλύβα, τον περιμένει η ευτυχία. Αυτό που τον απασχολεί περισσότερο είναι να μην υποφέρει ο ίδιος σωματικά και πνευματικά. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν πια οι κοσμικές διακρίσεις ανάμεσα στο μεγάλο και στο μικρό, στο υψηλό και στο ταπεινό. Και μέσα απ' αυτή τη μακαριότητα, ο ηλικιωμένος μπορεί να έχει την πολυτέλεια να χαμογελάει όταν βλέπει αφ’ υψηλού τις απάτες του κόσμου. Είναι απογοητευμένος και γνωρίζει ότι όσο και να προσπαθήσει κανείς να στολίσει και να φτιασιδώσει την ανθρώπινη ζωή, η φτώχεια και η χλομάδα της δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω απ’ την ψεύτική λάμψη. Στην ουσία της παραμένει η ίδια, μια ύπαρξη που η πραγματική της αξία βρίσκεται στην απουσία πόνου, και όχι στην παρουσία των απολαύσεων, κι ακόμα λιγότερο της χλιδής.
Βασικό χαρακτηριστικό της μεγάλης ηλικίας είναι η απογοήτευση. Γιατί με τα χρόνια έχουν εξαφανιστεί όλες οι αυταπάτες που προσέδιδαν στη ζωή τη γοητεία της και στις πράξεις τα κίνητρά τους. Ο άνθρωπος έχει πια καταλάβει τη ματαιότητα και την κενότητα του μεγαλείου, και ιδιαίτερα της χλιδής, της λαμπρότητας και της ψευδεπίγραφης κυριαρχίας. Έχει πια καταλάβει ότι πίσω απ’ όλα τα πράγματα που επιθυμεί και πίσω απ’ όλες τις απολαύσεις που νοσταλγεί κρύβονται ελάχιστα πράγματα, οπότε και φτάνει σιγά-σιγά να κατανοήσει τη μεγάλη φτώχεια και την κενότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας. Μόνο στα εβδομήντα του καταλαβαίνει τα εισαγωγικά λόγια του Εκκλησιαστή: Ματαιότης ματαιοτήτων! Τα πάντα ματαιότης! Αυτό επίσης εξηγεί μια κάποια κατήφεια στους ηλικιωμένους. Σ’ αυτή την περίοδο της ζωής του, «ό,τι έχει ο άνθρωπος μέσα του» τον ευνοεί πολύ περισσότερο απ’ ότι πριν.
Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι φορούσαν σ’ όλη τους τη ζωή παρωπίδες: γι’ αυτό και σε μεγάλη ηλικία μετατρέπονται σε άψυχες κούκλες. Σκέφτονται, λένε και πράττουν πάντα τα ίδια, και καμιά εξωτερική επίδραση δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη συμπεριφορά τους ή να βγάλει από μέσα τους κάτι διαφορετικό. Όταν μιλάς σε τέτοιους ανθρώπους, είναι σαν να γράφεις στην άμμο: το γραφτό σχεδόν αμέσως εξαφανίζεται. Τα γηρατειά εδώ δεν είναι παρά το νεκρό απολειφάδι της ζωής. Το ότι τα γηρατειά μοιάζουν με δεύτερη παιδική ηλικία, το δείχνει μερικές φορές η φύση -πολύ σπάνια είναι αλήθεια- με τη συμβολική εμφάνιση μιας τρίτης οδοντοστοιχίας.
Η μείωση όλων των δυνάμεων με την ηλικία, και μάλιστα με αυξανόμενο ρυθμό, είναι φυσικά θλιβερό φαινόμενο: όμως πρόκειται για μια απαραίτητη, για να μην πω επωφελή εξέλιξη, αφού αλλιώς ο θάνατος, για τον οποίο αποτελεί προετοιμασία, θα ήταν πολύ δύσκολος. Γι’ αυτό και το μεγαλύτερο κέρδος που φέρνει η μεγάλη ηλικία είναι η ευθανασία, δηλαδή ένας ανώδυνος θάνατος που δεν προκαλείται από αρρώστια και είναι απαλλαγμένος από πόνο και επιθανάτια αγωνία. […]
Η βασική διαφορά ανάμεσα στα νιάτα και στα γηρατειά είναι πάντα ότι η προοπτική των νιάτων είναι η ζωή, ενώ η προοπτική των γηρατειών είναι ο θάνατος. Επίσης, ενώ τα νιάτα έχουν μικρό παρελθόν και μεγάλο μέλλον, το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με τα γηρατειά. Τότε η ζωή μοιάζει με την Πέμπτη πράξη μιας τραγωδίας: ξέρουμε ότι το τέλος πλησιάζει, δεν ξέρουμε όμως ποιο θα είναι. Είναι αλήθεια ότι, όταν κάποιος είναι πολύ μεγάλος, το μόνο πράγμα που τον περιμένει είναι ο θάνατος, ενώ όταν είναι νέος, έχει μπροστά του τη ζωή ολόκληρη. Ανακύπτει τώρα το ερώτημα ποια απ’ τις δυο καταστάσεις είναι πιο επισφαλής, και μήπως είναι γενικά καλύτερο να έχει κανείς τη ζωή πίσω του παρά μπροστά του. Δεν λέει ο Εκκλησιαστής ότι η ημέρα του θανάτου είναι καλύτερη απ’ την ημέρα της γέννησης; Είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να επιθυμεί κανείς πολύχρονη ζωή.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί συρραφή αποσπασμάτων από το έργο του Άρθουρ Σοπενχάουερ «Πάρεργα και παραλειπόμενα», που εξέδωσε το 1851.
ΠΗΓΗ:https://sepolia.net/anakata/ta-niata-kai-ta-girateia-kata-ton-sopenxaouer
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.