Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΛΑΟΥ



«Ανα–ζητείται… λαός!»

Του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου 

(Ένα παλαιότερό μου  άρθρο -από το 2015- στον ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟ. Το αναρτώ πάλι σήμερα,  με την ευκαιρία της 25ης Μαρτίου 2024, και της πρόσφατης συναυλίας του Χρήστου ΛΕΟΝΤΗ στο Ηράκλειο,  με το ορατόριο 
«ΦΥΛΑΤΤΕΙΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΑΣ» , σε ποίησητου Γιάννη ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ. )

____________________________________

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ  

 ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΛΑΟΥ ! (Ανα) Ζητείται… λαός!


Αναγνωρίζεται «απ’ το ανάστημά του – το αναντίρρητον τούτο ωραιότατον καύχημα»! Τον αναζητούν οι Ποιητές του, για να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων…

Αγαπημένε μου, συμπολίτη…

Ο Χρήστος Λεοντής, την Κυριακή, 11 Οκτωβρίου (2015), παρουσίασε στο Μέγαρο, (στο πλαίσιο των εορτασμών για την απελευθέρωση της Αθήνας) το συμφωνικό του έργο «Φυλάττειν Θερμοπύλας», ένα ορατόριο βασισμένο στο ομώνυμο ποίημα του Γιάννη Νεγρεπόντη.

Είχα την τύχη να συμμετέχω ενεργά σ’ αυτήν την πρώτη παρουσίαση του έργου του – μιας και μου έκανε την μεγάλη τιμή να μου αναθέσει τον ρόλο του «Αναγνώστη»… Και συνάμα να μου κάνει ένα μεγάλο δώρο! Απ’ την μια, το να είμαι κοντά του, κατά την διάρκεια της προετοιμασίας -να είμαι κοντά, δηλαδή, σ’ έναν άνθρωπο (ΑΝΘΡΩΠΟ – με όλη την σημασία της λέξης!) ο οποίος ακόμα δονείται από τα κοινά, και είναι πάντα ΠΑΡΩΝ στο κάλεσμα του καιρού μας, και γι’ αυτό μέγα παράδειγμα μαχητικότητας, ευγένειας και ανθρωπιάς (επιτέλους, και ένας ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ άνθρωπος!)- κι απ’ την άλλη, να έρθω σε επαφή με το ποίημα του Γιάννη Νεγρεπόντη, να διαβάσω και να γνωρίσω καλύτερα το έργο του…*1

Το έργο γράφτηκε το 1968 στο Παρθένι της Λέρου, όπου ο Νεγρεπόντης βρισκόταν εξόριστος στη διάρκεια της δικτατορίας. Φυγαδεύτηκε από το στρατόπεδο γραμμένο σε μικρά τσιγαρόχαρτα, κρυμμένα στην κορνίζα ενός αυτοσχέδια συναρμολογημένου πίνακα που έστειλε σε φίλους του. Μετά την αντιγραφή του, το ποίημα κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ως την έκδοσή του, το 1971.

[Δεν θα σχολιάσω την ποιητική αξία του έργου… Και δεν είμαι αρμόδιος γι’ αυτό, αλλά και δεν είναι της παρούσης, δεν είναι αυτό το θέμα μας. Άλλωστε, όταν διαβάζω τα ποιήματα των ποιητών εκείνης της εποχής και εκείνων των συνθηκών, μου έρχονται πάντα στον νου οι στίχοι του Γ. Ρίτσου: «Μόνες /περγαμηνές μας : τρεις λέξεις : Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος./ Κι αν αδέξιοι/ μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν/κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με την λόγχη πάντα στο πλευρό/μας.» (Επαναλήψεις, Ο Ηρακλής κ’ εμείς)]

Θα παραθέσω μόνον αποσπασματικά κάποιους στίχους, για να περιγράψω εν συντομία την διαδρομή του ήρωα τού ποιήματος (αναμφίβολα… ο ίδιος ο ποιητής) ο οποίος βρίσκεται εξόριστος. Κι ο οποίος, αν και αποδυναμωμένος και απελπισμένος, αναζητά νόημα ζωής και ελευθερίας. Αναρωτιέται στην αρχή εάν όντως υπήρξε στο παρελθόν αυτή η μεγάλη, σπουδαία εποχή στην Ελλάδα, αναμετριέται μετά με την κούραση, την ερημιά και την «παραίτηση», με το σκοτεινό παρόν των ημερών του –γύρω του όλα είναι στάχτη- και, εν τέλει, βρίσκει την δίοδο… Εμπνέεται από τον ίδιο τον Λαό, αντλεί δυνάμεις από την ιστορία του Λαού του, του Ελληνικού Λαού. Και εμφορείται και διασώζεται έχοντας την ιδέα, να θέσει τον εαυτόν του στην υπηρεσία αυτού του λαού : «μοίρα μου η μοίρα του Λαού μου – φυλάττειν Θερμοπύλας» !

Ας περιδιαβούμε λίγο, αποσπασματικώς, το ποίημα…

Που μοιάζει να ’ναι σαν επίκληση, σαν προσευχή και σαν δοξολογία στον «Κύριο, τον Λαό μας»…

«Ναι, ναι, υπήρξε μια εποχή…
που […]
τον Λαό μου εδόξαζα
τον αθάνατο τούτο
της γης Μέγα Φοίνικα !

[…]

Πώς μπορεί να ’ναι όνειρο
πώς μπορεί να ’ναι ψέμα,
[…] αυτό που, πέρα κι’ από μένα,

του ίδιου του Λαού μου
είναι ιστορία…

[…]

Mοίρα μου η μοίρα του Λαού μου
«φυλάττειν Θερμοπύλας»

[…]

Ω ναι, υπήρξε εκείνη η εποχή,
που ο κόσμος ήταν φως,
θούριο, φωτιά, εμβατήριο !

[…]

Tώρα εδώ
ακίνητος,
άπραγος,
παγωμένος…
Παντού γύρω μου
πρόσωπα κουρασμένα…
Αίσθηση στάχτης.

[…]

Μια μάζα όλοι μας…
Κάποτε υγρή,
και κάποτε στεγνή…
Μα, πάντα, από στάχτη…

[…]

Τι θα μπορούσε πια
αυτήν την άγρια
μοναξιά μου να μερώσει;…
Τι άλλο… απ’ την παραίτηση…
Όμως, ακόμα δεν μπορώ…
Έχω ακόμα μνήμη.

[…]

Και να παραιτηθώ
δεν το μπορώ!
Ακόμα αμφιβάλλω…
Θυμάμαι ακόμα…
Μου απομένει
ακόμα η πίστη…
Όπως και να ’χει,
έτσι κι αλλιώς, υπάρχω.
Κι’ υπάρχω
σ’ αυτόν τον τόπο,
ένθα ο πόνος επερίσσευσεν
ως επερίσσευσεν
ο έρως
διά την ελευθερίαν.

[…]

Πάνω απ’ τα πρόσκαιρα ερείπια,
του καιρού σου τη στάχτη,
ανορθώσου ψυχή μου
στου Λαού σου τ’ ανάστημα,
το αναντίρρητον τούτο
ωραιότατον καύχημα.
Ενθυμού του Λαού σου τα Τέκνα,

[…]

κι’ αν η τέφρα για λίγο τα μάτια τυφλώσει
κι’ αν η τέφρα για λίγο το νου σου θολώσει
επικαλέσου Κύριο τον Λαό σου
Λαό σου τον αγωνιστή
τον αθλοφόρο
τον πανδαμάτορα.

[…]

Λαέ μου και Κύριε…
Βοήθησόν με, Λαέ μου,
Ανταίε και Σίσυφε…
Λαέ μου Οδυσσέα,
Τυρρανοκτόνε Λαέ μου…
Βοήθησόν με – βοήθησόν με,
Λαέ Προμηθέα…
Φώτισόν μου το νου!

[…]

Λαέ μου και Κύριε
βοήθησόν με, βοήθησόν με
Κύριε και λαέ μου. »

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το ποίημα, και ερχόμενος πια στο σήμερα και στο τώρα, ομολογώ… την αμηχανία μου! «Ανορθώσου ψυχή μου στου Λαού σου τ’ ανάστημα, το αναντίρρητον τούτο ωραιότατον καύχημα»; «Τ’ ανάστημα»; Σε ποιόν «Λαό» αναφέρεται; Πού είναι αυτός ο «Λαός» τώρα; «Βοήθησόν με, Λαέ μου» – μα, από ποιον λαό ζητάει βοήθεια; Από ποιόν λαό να ζητήσουμε εμείς βοήθεια… σήμερα;

Είναι ο Ελληνικός Λαός τη σήμερον «το αναντίρρητον τούτο ωραιότατον καύχημα»; Είναι ο Ελληνικός Λαός ο Λαός του ποιήματος; Ναι, είναι… αλλά… Αλλά δεν θα ’λεγες πως είναι και ο Ελληνικός Λαός ο λαός που κατοικεί αυτήν την χώρα! Δεν μπορεί να είναι… Δεν αναγνωρίζεται… Όχι, μάλλον δεν είναι!

Άρα, τι; 
Ο Ελληνικός λαός… έσβησε από τον χάρτη; Χάθηκε; Συρρικνώθηκε; Ηττήθηκε; Μαράθηκε; Εξαφανίστηκε; Κρύβεται; Κοιμάται; Είναι κλεισμένος σπίτι του; Ανακτά μήπως κάπου κρυφά δυνάμεις; Μακάρι! Και θα επανέλθει; Μακάρι! Για την ώρα πάντως είναι… άφαντος! «Μια μάζα όλοι μας… Κάποτε υγρή, και κάποτε στεγνή… Μα, πάντα, από στάχτη…»

Μάλλον, ανα–ζητείται… αυτός ο Λαός! Γενικώς… «ζητείται λαός»! Επειγόντως… Ένας λαός Ελληνικός, αντάξιος αυτών των στίχων… Ένας λαός που θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων… Ένας λαός που θα αναγνωρίζεται απ’ «τ’ ανάστημά του, το αναντίρρητον τούτο ωραιότατον καύχημα»!

Και τα λέω αυτά ορμώμενος απ’ τα γεγονότα…

Συγχώρεσέ με, αγαπημένε μου συμπολίτη… αλλά στην τελευταία μεγάλη γενική απεργία, στις 12 του Νοέμβρη (2015), πάλι τρεις και ο κούκος είμασταν… Και στο Πολυτεχνείο, 17 Νοέμβρη, πάλι τρεις… ήμασταν, οι ίδιοι! Ο κούκος… εγκατέλειψε! Να δεις που το πιο πιθανόν είναι να κάνει αυτός την έκπληξη –σε πείσμα της λαϊκής ρήσης– και να μας φέρει, ένας αυτός, την Άνοιξη… παρά εμείς, να κάνουμε ένα βήμα και να πούμε «ΠΑΡΩΝ» στην Ιστορία… Και ήμασταν όντως τρεις… Ας είμαστε ειλικρινείς, και ας πούμε την αλήθεια… Οι ίδιοι και οι ίδιοι! Δηλαδή, τόσοι όσοι…

Εάν, όμως, οι αριθμοί μάς λένε την αλήθεια, πού είναι οι άνεργοι; Πού είναι οι φτωχοί; Πού είναι οι αδικημένοι; Αυτοί που κινδυνεύουν τα σπίτια τους; Πού είναι ο «Λαός»; Και μόνον αυτοί που οι αριθμοί και μόνον μας δείχνουν πως έχουν πληγεί να είχαν κατέβει στους δρόμους, Επανάσταση δεν θα γινότανε, βεβαίως, ίσως (ακόμα…) αλλά μια κάποια πίεση σοβαρή και με κύρος θα είχε ασκηθεί… Τώρα κινδυνεύουμε από… γραφικότητα!

Είναι και τ’ άλλο…

Αγαπημένε μου, συμπολίτη… Θα σου εκμυστηρευτώ κάτι, και εάν θέλεις το πιστεύεις… 

Τα τελευταία 20 χρόνια βρίσκομαι σε κάποιες τάξεις κάνοντας το μάθημα της «Υποκριτικής», Υποκριτική δηλαδή σε νέους ηθοποιούς, και κάθε χρόνο έρχομαι σε επαφή, λίγο έως πολύ, με 100 περίπου παιδιά. Κάθε ηλικίας. Από 18 και άνω. 

Πάντοτε στις τάξεις ακούγονται μαργαριτάρια… Ανέκαθεν… Σύμφωνοι… Αλλά, τα τελευταία χρόνια η κατάσταση είναι απελπιστική. Λαίλαπα! 

Δεν θα σταθώ στα θέματα της Ελληνικής γλώσσας –γι’ αυτά σου έχω «γκρινιάξει» σε προηγούμενη κουβέντα μας– αλλά σε αυτά που θα λέγαμε «στοιχεία»… Παλαιότερα ήτανε και βρισιά, λέγαμε: α, τον «αστοιχείωτο»! Αυτόν που δεν ήξερε, δηλαδή, ούτε τα στοιχεία, τα βασικά. 

Σε ενημερώνω, λοιπόν, συμπολίτη μου ότι τα παιδιά μας, τα ελληνόπουλα, είναι μάλλον (και πλέον)… «αστοιχείωτα»! Και, ας μην βιαστείς να κάνεις ένσταση… Σαφώς και δεν είναι όλα – είναι όμως τα περισσότερα, είναι η πλειοψηφία!!! 

Τελευταίως, διαπίστωσα έντρομος, πως στα 100 παιδιά με τα βίας τα 3 γνώριζαν (τα άλλα δεν είχαν ακούσει καν!) τι είναι, τι ήταν η… ΕΠΟΝ!!! 

Στα 100 παιδιά τα 98 δεν ήξεραν και δεν είχαν ακούσει καν τι είναι, τι ήταν η… Οκτωβριανή Επανάσταση! 

Στα 100 παιδιά κανένα δεν είχε ακούσει ποτέ έως τώρα την φράση-στίχο «ακόμα τούτη η Άνοιξη, ραγιάδες , ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι»! 

Στα 100 παιδιά το όνομα «Επίκουρος» τους είναι παντελώς άγνωστο! 

Και στο άκουσμα του ονόματος «Σωκράτης» μου ζητήθηκε να πω και το επίθετο γιατί… «δεν πήγαινε πουθενά το μυαλό τους»!!! 

Και, υπ’ όψιν: τα μισά από αυτά τα παιδιά φοιτούν ή είναι ήδη απόφοιτοι των Ελληνικών Πανεπιστημίων! 

Και σίγουρα ΨΗΦΙΖΟΥΝ! 

Επίσης, το τρομακτικό ποσοστό των 90% ομολόγησαν ότι δεν βλέπουν και δεν ακούν ειδήσεις!!! 

Και… ας επαναλάβω! 
ΔΕΝ ΧΡΕΩΝΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!!! 
Έτσι κι αλλιώς έχουν την μικρότερη ευθύνη… 

Εμείς, εμείς οι μεγαλύτεροι οφείλουμε να αναρωτηθούμε… Τι τους λέμε, τι τους κουβεντιάζουμε… Γιατί τα έχουμε αφήσει έρμαια στα δίχτυα της αράχνης; Μπλεγμένα και χαμένα, «στοιχειωμένα» απ’ τους ιστούς τού παγκόσμιου ιστότοπου… 

Καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε όλοι μας για την κατάσταση αυτή, γιατί είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι!!! 

Ας το παραδεχτούμε : ηττηθήκαμε κατά κράτος!!! Γι’ αυτό, σου λέω, συμπολίτη μου, επειγόντως: ζητείται «Λαός»!

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι τα παιδιά, οι νέοι μας… δεν έχουν το προνόμιο να κρατηθούν και να εμπνευστούν από το κλέος του παρελθόντος, διότι απλώς δεν το ξέρουν! 

(Μιας και το ανέφερα : κανένα δεν ήξερε τι σημαίνει «κλεινόν άστυ» – θα μου πεις : μικρό το κακό…) 

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, το πόσο «ασύνδετα» είναι με το παρελθόν και την ιστορία… Πόσο έτοιμα, ως εκ τούτου, είναι να αποδεχθούν με ιδιαίτερη ευκολία και απλοϊκότητα την «ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (γιατί αφού το λέει: Δημοκρατία – άρα και θα είναι! Και μάλιστα «Νέα»!) την «ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» (γιατί κάτι καλό θα μας «ξημερώσει» και μάλιστα «χρυσό») τους «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ» (γιατί αυτοί είναι και Έλληνες και ανεξάρτητοι – άρα: σίγουρα κάτι πολύ επαναστατικό) τον «ΣΥΡΙΖΑ» (γιατί ένιωθες πως θα καθαρίσει για σένα, και θα του κόψει «σύριζα» του εχθρού τα…) και τώρα τελευταίως να αποδεχθούν, βεβαίως, επίσης το άκρως δημαγωγικό, ύποπτο και ύπουλο σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό κερδίζουμε το αύριο» !!!

Και «ξεμπερδεύεις με το παλιό», σημαίνει γι’ αυτούς (τους πολιτικούς εννοώ, τους φορείς αυτού του μηνύματος) απλώς, πως το γράφεις –το παρελθόν– στα… παλιά σου τα υποδήματα! Εύγε! «Ξεμπερδεύουμε με το παλιό!» ένα σύνθημα με άρωμα εξουσίας του εξωτερικού… Κεντρικό σύνθημα της Μεγάλης Εξουσίας… Ο νοών νοήτω… Θα το πάρει τώρα ο αγέρας και σε λίγο θα πνέει, ως άλλο φάντασμα, πάνω απ’ την Ευρώπη, και όχι μόνον… Αλήθεια, από τι ακριβώς θέλουν να «ξεμπερδέψουν»; Μα… ποιον-ποιους κοροϊδεύετε; Τέλος πάντων… Ζητείται «λαός»!

Τις προάλλες διάβαζα κάτι που είχε πει ο Χρήστος Μαλεβίτσης. Έλεγε κάτι σχετικά με τον «λαό», με τον… λαϊκό πολιτισμό. Μια σκέψη του που θα ήθελα να την μοιραστώ μαζί σου, αγαπημένε μου συμπολίτη, και εσύ θα βγάλεις τα συμπεράσματά σου. Λέει, λοιπόν, ότι : 

«Χαρακτηριστικό του λαϊκού πολιτισμού είναι ότι εδράζεται στο ομαδικό υποσυνείδητο και στα αρχέτυπα αυτού του ομαδικού υποσυνειδήτου. Αυτό του δίνει μια βαρύτητα, τον κάνει εδραίο και τον κάνει να είναι αήττητος. Γι’ αυτό στην ιστορία, μέχρι τώρα, όποτε ξεκινούσε ο πολιτισμός απ’ την επαρχία πήγαινε για να ανθίσει οργανικά στις πόλεις.[…] 

Ο πολιτισμός, λοιπόν, όταν πήγαινε στα άστεα άνθιζε με τα άτομα, γιατί εκεί πέρα πια γίνονταν ατομικό το έργο το δημιουργικό. Γι’ αυτό εκεί αναπτύχθηκαν και τα πρόσωπα, και η συνείδηση η προσωπική – άνθισαν με ανάλωση των αποθεμάτων του υπαίθριου πολιτισμού. Και γι’ αυτό φούντωναν και μέσα σε δυο-τρεις-τέσσερεις-πέντε αιώνες έσβηναν! 

Ενώ ο λαϊκός πολιτισμός έμεινε εκεί δια μέσου των χιλιετιών! Έμεινε αιώνιος! 

Έσβησε η Αθήνα, έσβησε η Ρώμη, έσβησε η Ιερουσαλήμ, έσβησε η Βαβυλώνα, έσβησαν τόσες πόλεις, όπου είχε πάει εκεί ο πολιτισμός και εξατομικεύτηκε, αναπτύχθηκε αλλά και γρήγορα εξαντλήθηκε. Και έμενε ως ο διαιώνιος κορμός του λαϊκού πολιτισμού, σ’ όλες τις χώρες.

Τώρα, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο πολιτισμός του άστεως αναλίσκει όλα τα αποθέματα του λαϊκού πολιτισμού και δεν μένει στο τέλος τίποτα. Εξαντλεί όλα τα αποθέματα κι όλες τις δυνατότητες που είχε ο λαϊκός πολιτισμός, ο οποίος πάντοτε τροφοδοτούσε τις πόλεις με δυνάμεις ηθικές, ψυχικές και πνευματικές. Ο οποίος πάντοτε τροφοδοτούσε τις πόλεις με πρόσωπα (με δυνατότητες, δηλαδή, προσώπων) και τώρα εξαντλείται. 

Διότι, ο αστικός τρόπος ζωής, οι αστικές αξίες έχουν μεταφερθεί και σε όλην την επαρχία. Η επαρχία έγινε πλέον πόλις. Έγινε μια πόλις όλη η χώρα. 

Ενώ πριν η επαρχία έμενε ξεχωριστή από την πόλη, τώρα η πόλις απλώθηκε, και ο λαϊκός πολιτισμός μαραίνεται παντού. Αυτό είναι το πλέον δυσοίωνο ιστορικό περιστατικό.»*2

Άρα… όταν η πόλις, τώρα πια που ήρθε η ώρα, θα ζητήσει ιστορικά και νομοτελειακά την βοήθεια από τον λαό, από τον λαϊκό πολιτισμό, από την πηγή δηλαδή, από την μεγάλη αφετηρία… τώρα πλέον, -τουλάχιστον εγώ έτσι το κατανοώ- αυτό θα σταθεί μάλλον αδύνατον, μιας και η ύπαιθρος, η επαρχία, η περιφέρεια «εστέρεψε», έγινε όλη μια «πόλις»… 

Και, είναι κάτι περισσότερο από σίγουρο πως ο λαός, ο λαϊκός πολιτισμός δεν θα μπορεί να παρέχει πλέον καμμία βοήθεια, διότι και αυτή η «πόλις εάλω», εδώ και πολλές δεκαετίες! Οι πνευματικοί άνθρωποι μάς ειδοποιούσαν. 

«Τώρα, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο πολιτισμός του άστεως αναλίσκει όλα τα αποθέματα του λαϊκού πολιτισμού και δεν μένει στο τέλος τίποτα.» 

Ο Μαλεβίτσης αυτά τα έχει πει εδώ και τριάντα χρόνια! 

«Ο λαϊκός πολιτισμός μαραίνεται παντού. Αυτό είναι το πλέον δυσοίωνο ιστορικό περιστατικό.» 

Αλλά μάλλον εμείς «αγρόν αγοράζαμε»… Κι όχι δια να έρθουμε κοντά στον λαϊκό μας πολιτισμό, το οποίον τόσο βιαστικά και βάναυσα απαξιώσαμε, αλλά μόνο και μόνο δια να «παραστήσουμε» τους άρχοντες (άρχων : ό έχων άρα, άρα= γη)…

Τι εύκολα πλέον που θα «ξεμπερδέψουμε με το παλιό»… Μα, έχουμε κιόλας από χρόνια ξεμπερδέψει… Φρόντισαν για αυτό άλλοι, εδώ και πολλές δεκαετίες… 

Τα νέα ελληνόπουλα δεν ξέρουν την Ακρόπολη, τους Δελφούς, την Ολυμπία… Τα νέα ελληνόπουλα δεν ξέρουν ούτε έναν από τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας… Δεν ξέρουν ιστορία! Δεν ξέρουν ούτε τους ήρωες, ούτε τους ποιητές τους… Τα νέα ελληνόπουλα δεν ξέρουν καν ελληνικά…

Τελειώνοντας η πορεία του Πολυτεχνείου, κι ανηφορίζοντας με την φίλη μου την Μαρία ένα στενό πάνω απ’ την Αμερικανική πρεσβεία, , διασταυρωθήκαμε τυχαίως με ένα νέο κορίτσι, το οποίο προφανώς δεν ήταν στην πορεία («ποια πορεία;!» θα σου απαντούσε εάν την ρωτούσες…) και η οποία κατεβαίνοντας μιλούσε στο κινητό με κάποιον, ο οποίος μάλλον της έλεγε κάτι «δυσάρεστο» για κείνην, κι αυτή αναφώνησε (πλήρης «ελληνικού λαϊκού πολιτισμού» μες τα αυτιά μας – θεωρώντας προφανώς πως δεν υπάρχει, δεν περπατάει κανείς δίπλα της) :

«ouaou, fuck!»…

Αγαπημένε μου, συμπολίτη… Δεν συναντηθήκαμε στις πορείες και στις διαδηλώσεις, αλλά δεν πειράζει… Θα τα λέμε από εδώ… 

Θα μου επιτρέψεις να σε αφήσω θυμίζοντάς σου ένα ποιηματάκι, του Ιωάννη Πολέμη, κλασσικό στο είδος του – εύχομαι εσύ, τουλάχιστον, να το θυμάσαι – το θυμάσαι; 

Γιατί, όταν κάποια στιγμή το ανέφερα στις τάξεις κανένα από τα παιδιά δεν το ήξερε…(αλλά είπαμε, δεν φταίνε αυτά…)*3

Τι είναι η πατρίδα μας;

————————————————–

Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι;
Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ’ άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
Κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι, τάχατε, τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή,
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που ‘χουμε μες την καρδιά,
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα,
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!

Αγαπημένε μου, συμπολίτη…

Έρρωσο!!!

Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος

Αθήνα, 21 Νοεμβρίου 2015

—————————————————-

*1 Γιάννης Νεγρεπόντης

Ο Γιάννης Νεγρεπόντης γεννήθηκε στη Λάρισα, το 1930. Σπούδασε Ιστορία-αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Υπήρξε αριστερός. Την 21η Απριλίου 1967, συλλαμβάνεται και εξορίζεται για τρία χρόνια, στη Γυάρο και τη Λέρο. Καταπιάστηκε και διακρίθηκε σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, τραγούδι, κριτική, δοκίμιο, χρονογράφημα, σάτιρα, ευθυμογράφημα, παιδικά, ραδιοφωνικό σχόλιο. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1949 δημοσιεύοντας διήγημά του στο περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, που εξέδιδε ο Σπύρος Μελάς, με το ψευδώνυμο Γ. Νικολάου. Τραγούδια του έχουν μελοποιήσει οι : Μίκης Θεοδωράκης, Χρήστος Λεοντής, Λίνος Κόκκοτος και άλλοι. Από τους πρωτοπόρους της «πολιτιστικής επανάστασης» της δεκαετίας του ’60, έγινε ευρύτερα γνωστός και αγαπητός με τα τραγούδια του «Το ακορντεόν» (που τελειώνει με το σύνθημα «δεν θα περάσει ο φασισμός») και «3ος παγκόσμιος» που μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος. Ο ίδιος μελοποίησε τα αντιρατσιστικά «Νέγρικα», που τραγούδησε η Μαρία Φαραντούρη. Ήταν τα τραγούδια που έγιναν αρχικά γνωστά από τις μπουάτ και πέρασαν και τραγουδήθηκαν -απαγορευμένα πια- από στόμα σε στόμα, στα χρόνια της δικτατορίας. Πέθανε το Σεπτέμβριο του 1991.

[iframe id=”https://www.youtube.com/embed/k7tg6J5JOjI”]

*2 Χρήστος Μαλεβίτσης,

απόσπασμα από την 4η ομιλία του κύκλου ομιλιών «Το Δημοτικό τραγούδι ως περιεχόμενο της Συνειδήσεως του Νέου Ελληνισμού» (Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν 4-2-1985)

Ο φιλόσοφος Χρήστος Μαλεβίτσης γεννήθηκε στην Καλοσκοπή Παρνασσίδος (1927). Σπούδασε οικονομία, κοινωνιολογία και φιλοσοφία στην Αθήνα, στη Χάγη και στη Γενεύη. Εργάστηκε στην οικονομική επιτροπή του ΟΗΕ, σε οικονομικά υπουργεία και στην Εθνική Στατιστική Υπηρεσία. Μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, του Εθνικού Θεάτρου, της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, τακτικός συνεργάτης των περιοδικών “Ευθύνη”, “Νέα Εστία”, “Νέα Σύνορα”, “Λωτός”, κ.α.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1964, με συνεργασία του στο περιοδικό “Εποχές”. Επηρεασμένος από τον υπαρξισμό, ασχολήθηκε κυρίως με το φιλοσοφικό δοκίμιο, ενώ συγχρόνως μετέφρασε ορισμένα απ’ τα σημαντικότερα φιλοσοφικά βιβλία του 20ου αιώνα: Berdiaeff, Heidegger, Jaspers, Tillich, Bochenski, Wahl, κ.α. Πέθανε στην Αθήνα το 1997.

*3 Ιωάννης Πολέμης

Ο Ιωάννης Πολέμης ήταν Έλληνας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1862. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα 13 χρόνια του. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και για δύο χρόνια αισθητική και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι. Τα πρώτα ποιήματά του, ακολουθώντας την συνήθεια της εποχής, τα έγραψε στην καθαρεύουσα. Διετέλεσε υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας και Γενικός Γραμματέας (1915) της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών συγγραφέων. Πέθανε τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα.

 
All Rights Reserved | Copyright © 2023 ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ
Developed by Joinweb

ΠΗΓΗ:

https://www.imerodromos.gr/zhteitai-laos/?fbclid=IwAR3BlS_TbslV9m_i31LZmkGMkXGDzOYZPmqSY3XKC_fXLxsY7DkcS5jI5J0
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.