Του Αλέκου Μιχαηλίδη
Τρεις μέρες νηστικός
Ούτε τρελός ήταν ούτε του αξίζει να τραγουδιέται στα μπουζούκια των Αθηνών.
Σήκωσε στην πλάτη του έναν ολόκληρο λαό και έτρεξε να κατεβάσει τις σημαίες που τον βασανίζουν. Είδε, πέρα από το άπειρο, συμμετέχοντας στον χορό του Τάσου, που είχε ξεκινήσει τρεις μέρες πριν. Δεν καταλάβαινε τις νουθεσίες των κυανόκρανων που του έδειχναν την αντίθετη πλευρά της Αμμοχώστου, δεν τον σταματούσε τίποτε. Ούτε οι εξυπνάδες των αρχόντων, οι χάρτες με τα τουρκικά τεθωρακισμένα ή οι φλυαρίες για μια «νέα Κύπρο» χωρίς αντικατοχικά ξεσπάσματα, χωρίς Κερύνεια και Καρπασία, χωρίς ελευθερία.
Αυτός, μαυροφορεμένος μάγκας μετά την κηδεία, ήθελε να καταθέσει το στεφάνι του. Άλλον τρόπο δεν βρήκε, γεννημένος ελάχιστα έτη πριν την εισβολή. Έτρεξε στις σημαίες που περιβάλλονταν από συρματοπλέγματα -οι βάρβαροι φοβήθηκαν έναν λαό που δεν βγήκε ποτέ από τον τόπο του για να κατακτήσει κάτι άλλο. Όμως αυτός, που δεν του πρέπουν οι φτιαχτοί «ύμνοι» μιας δήθεν λαϊκής νύχτας, πάτησε καλά το χώμα του τόπου του και ανέβηκε. Κι έκτοτε δεν κατέβηκε στη γη ούτε για τη δική του κηδεία. Ούτε για να δώσει δύο πάτσους στον μακαρίτη κομματάρχη που τον συκοφάντησε, δευτερόλεπτα μετά την εκτέλεση.
Τρεις μέρες νηστικός κι έφτασε αποφασισμένος για να μείνει στον αέρα. Έβαλε μια μαύρη μπλούζα, άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε για την καλή αντάμωση με τον Τάσο.
Και νόμισαν πως τον σκότωσαν.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.