Της Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα*
Τις ώρες που γράφονται αυτές οι αράδες οδεύουμε προς το Πάσχα, ένα Πάσχα που θα το βιώσουμε διαφορετικά από κάθε άλλη φορά, καθώς η πανδημία του κορωνοϊού έχει μεταβάλει βασικές ορίζουσες του βίου, ιδίως στο πεδίο των κοινωνικών μας σχέσεων. Έχει εξάλλου οδηγήσει τον σύγχρονο άνθρωπο σε μια βιωματικά πρωτόγνωρη μνήμη θανάτου και μέσω αυτής σε μια συνειδητή κατάφαση της ζωής, που απειλείται, δεν είναι δεδομένη, και δοξολογείται. Τούτη την ώρα δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα μας, ήδη όμως είναι ορατά τα όρια των δυνατοτήτων των υπηρεσιών υγείας, καθημαγμένων σε βάθος δεκαετίας. Παρά ταύτα, η άνοδος της καμπύλης μεταδοτικότητας είναι σχετικά ομαλή, και τα έγκαιρα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μοιάζουν να αποτρέπουν τα χειρότερα. Στο πλαίσιο αυτών των μέτρων, και η κυβερνητική απόφαση για τη μη τέλεση ιεροπραξιών και τη δυνατότητα «ατομικής προσευχής» και μόνο στους ναούς είναι σε πλήρη εφαρμογή, ενώ δεν προβλέπεται καν δυνατότητα μετάβασης στον ναό μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, μήτε γνωρίζει κανείς πότε τυχόν θα μεταβληθεί αυτή η κατάσταση προς μια θετικότερη εξέλιξη – ασφαλώς μετά το Πάσχα.
Στο πλαίσιο της ζοφερής ατμόσφαιρας των ημερών έλαβε χώρα στη δημοσιότητα και μια εκτεταμένη συζήτηση για τη λειτουργία της Εκκλησίας, την κοινή προσευχή στους ναούς και ακόμα την ίδια τη θεία Λειτουργία και Κοινωνία. Το χριστεπώνυμο πλήρωμα κατηγορήθηκε από πολύ νωρίς και με σφοδρότητα ως παράγων διάδοσης του ιού, παράγων μολυσματικός, που χαρακτηρίζεται από ιδεοληψία και κοινωνική ανευθυνότητα, καθώς αδιαφορεί για την έκθεση του πλησίον σε κίνδυνο. Εκφράστηκε η απαίτηση να απαγορευτεί η λατρεία, που είναι βλαπτική ακόμα και για όσους δεν μετέχουν σε αυτή, εξαιτίας του κινδύνου διάδοσης του ιού, και βέβαια λοιδορήθηκε ιδίως η συμμετοχή των πιστών στη θεία Κοινωνία μέσα από την κοινή λαβίδα.
Είναι προφανής η πολλαπλότητα των κινήτρων όσων έθεταν τέτοια ζητήματα, ενώ η πολυπλοκότητα της κοινωνικής αντίδρασης συσχετίζεται επίσης και με τους χρόνους και την ένταση με την οποία διατυπώθηκαν κάθε λογής επιφυλάξεις. Δεν μπορεί να μη σημειώσει κανείς την ηχηρή εμφάνιση ενός ρατσιστικού λόγου, που μαζί με χαρακτηρισμούς και ρητορικά σχήματα υπερβολής ζητούσε και την άρση της ελευθερίας της λατρείας από τους χριστιανούς, μαζί και με την εγγραφή τους στο πεδίο της ανηλικιότητας και ανευθυνότητας – συνθήκης που θα έπρεπε να τύχει κοινωνικής επιτήρησης από τους ενήλικες θιασώτες του «ορθολογισμού». Ας σημειωθεί πάντως ότι στο ίδιο πεδίο ανηλικιότητας έχει από χρόνους πολλούς κατατάξει το ποίμνιο και μέρος της ποιμένουσας εκκλησίας, που ενθαρρύνει την κηδεμόνευση και τον πατερναλισμό, και με ιδιαίτερη έμφαση εμμένει εξίσου στην αέναη σιωπή των λογικών της προβάτων. Αυτό είναι όμως μια συζήτηση λίγο διαφορετική, αν και όχι ασύνδετη.
Πολλοί συνάνθρωποι εξάλλου είχαν απλώς μια υγιή ανησυχία και περίσκεψη ή έστω μια κάπως οξυμένη αίσθηση φόβου ή ακόμα και πανικού.
Πριν έρθουν οι δειλές και αμήχανες, ανεπαρκείς όσο και προσχηματικές αποφάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, για κατάργηση των καθημερινών ακολουθιών και λιτή θεία Λειτουργία, κατά τις 7-8 το πρωί δίχως άλλους περιορισμούς, δείγμα μιας δραματικής κακοφωνίας εντός της Συνόδου (ΔΙΣ, έκτακτη συνεδρία 16/3/20), ήδη το αίσθημα της απαξίωσης της Εκκλησίας είχε κορυφωθεί. Πριν ἀλέκτωρ λαλῆσαι ακολούθησε το κυβερνητικό ΦΕΚ (872 τεύχος Β΄, 16/3/20) με την ολική απαγόρευση κάθε ιεροπραξίας.
Μερίδα των θεολόγων συνέβαλαν ή και ηγήθηκαν σε έναν δημόσιο διάλογο, που επικεντρώθηκε ιδίως στη θεία Κοινωνία. Η σκοπιμότητα αυτού του δημόσιου διαλόγου δεν εξετάστηκε συνειδητά και μεθοδικά, επί της αρχής, από όσους έδωσαν το σχετικό έναυσμα, αλλά ακολούθησε ανεπίγνωστα και αυτοματικά τις τάσεις της εποχής, μιας εποχής όπου η δημοσιολογία του ιδιωτικού και η τυραννία της οικειότητας, είναι πολλαπλά εμπεδωμένη. Όμως, το έθος και ο αυτοματισμός δεν αναιρούν την ύπαρξη επιφυλάξεων για μια τέτοια δημόσια συζήτηση, όπως αυτή εκτυλίχθηκε, καθώς:
1. Η ώρα του πανικού δεν είναι η ώρα για θεωρητικές συζητήσεις, μήτε είναι ο φόβος ο κατάλληλος σύμβουλος του θεολογείν. Οι περιστάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε κατ’ οικονομίαν λύσεις ανάγκης, εντούτοις το θεολογικώς ζητούμενο είναι η ελευθερία των τέκνων του Θεού.
2. Η συζήτηση ήταν εν όλω παρελκυστική: πριν φτάσει κανείς να συζητά για τη θεία Μετάληψη, όφειλε να αντιμετωπίσει το ίδιο το ζήτημα της συνάθροισης. Σε τι θα άλλαζε άραγε τις συνθήκες μια αλλαγή στο τυπικό της θείας Μετάληψης, που με τόση σπουδή ευκαιριακώς και πολυτρόπως προτάθηκε, εάν και εφόσον η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι ικανός και επαρκής παράγων μετάδοσης του ιού;
3. Ο δημόσιος χαρακτήρας της συζήτησης φανέρωσε αρκετή αδιακρισία και αποκάλυψε επίσης πόσο ο αρχαίος κανόνας του «ανεκλάλητου» των μυστηρίων είχε νόημα, προς αποφυγή ενός περίγελου γύρω από το ίδιο το σώμα του Χριστού.
4. Κάνει εντύπωση η σχάση της ακαδημαϊκής θεολογίας από τη ζωή της Εκκλησίας, καθώς ο τρόπος του περιεργάζεσθαι το μυστήριο από λαϊκούς θεολόγους ή θεολογούντες διανοητές κάποιες φορές έμοιαζε να αγνοεί και να παραγνωρίζει τα πρόσωπα των ιερέων ή την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Η άνεση με την οποία εξέφραζε κανείς φόβους και αναλυτικές σκέψεις γύρω από το μυστήριο, επέβαλε την αμφιβολία στη δημόσια συζήτηση, ενστάλαξε τον φόβο ακόμα και σε ιερείς ως προς την κατάλυση της θείας Κοινωνίας. Ενώ ο λαϊκός θα μπορούσε απλώς διακριτικά να απέχει από τη θεία Κοινωνία για ένα διάστημα, αυτό δεν ισχύει για τους ιερείς, καθόσον οι ιερείς είναι ταγμένοι να ιερουργούν και δεν μπορούν να δραπετεύσουν από τις υποχρεώσεις τους, μεταξύ των οποίων και η κατάλυση της θείας Ευχαριστίας από το κοινό Ποτήριο, κάθε φορά. Είναι συχνό φαινόμενο να καταγράφονται μεγαλορρήμονες θεολογικές αναλύσεις, που όμως αναπαράγουν μια λάθος κατανόηση της Εκκλησίας, με βάση την οποία το ιερατείο είναι «άλλοι», και δεν είμαστε όλοι οργανικά συνδεδεμένοι στο ένα Σώμα του Χριστού. Αν συχνά ισχύει ότι η διοίκηση της Εκκλησίας δείχνει κατεξοχήν ή και μόνο τον εαυτό της παραθεωρώντας το εκκλησιαστικό σώμα, δεν είναι σπάνιο και το αντίστροφο: να ξεδιπλώνεται ένας κοσμικός θεολογικός λόγος που εξίσου θεωρεί την κεφαλή «ξένη», ή εν προκειμένω να αδιαφορεί για τη θέση των ιερέων μέσω μιας ακαδημαϊκής συζήτησης δίχως αγάπη ή ανθρώπινη μέριμνα και για τον κλήρο.
Ας περάσουμε όμως στην ουσία αυτής της συζήτησης, της οποίας ο πυρήνας της αγγίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της ίδιας της θεολογίας. Διότι μπορεί η θεολογία να έχει μερικώς και ακαδημαϊκό, επιστημονικό χαρακτήρα, να μεταχειρίζεται επιστημονικές μεθοδολογίες στην ανάλυση των επιμέρους, η βάση όμως και η καρδιά της θεολογίας εν εκκλησιαστική εννοία είναι η εμπειρία, η κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, η κατανόηση και διατύπωση αυτής της εμπειρίας. Θεολογούμε εμπειρικώς και όχι με φιλοσοφικά οικοδομήματα, καθόσον ο ανθρώπινος λόγος φωτίζεται από τον αποκαλυφθέντα Θεό Λόγο.
Ο εξορθολογισμός και επιπροσθέτως η τεχνολόγηση και μικροβιολόγηση της θείας Ευχαριστίας, μέχρι και η τόσο όψιμη ανάπτυξη μιας περί «αφθαρτοδοκητισμού» θεωρίας, τώρα, κατά την τρίτη χιλιετία, δεν απηχούν την εκκλησιαστική και θεολογική παράδοση στην Ανατολή, μια Ανατολή που αρκέστηκε να μιλήσει για μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, δίχως να αναλύσει περαιτέρω και δίχως να κάνει χρήση του όρου μετουσίωση. Εντούτοις, είναι σαφές ότι και η διατήρηση των φυσικών στοιχείων στη φυσική τους κατάσταση, η συμβολική παρουσία του φυσικού βασιλείου, του ζωικού βασιλείου (μέσω της ζύμωσης, βλ. Τζ. Θεόκριτοφ 2010) και της ελεύθερης συνεισφοράς και εργασίας του ανθρώπου για τη δημιουργία του ψωμιού και του κρασιού, δεν σημαίνει ότι κοινωνούμε τη φθαρτότητα της φύσης, αλλά την αφθαρσία της, καθώς κοινωνούμε με βάση την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας το σώμα και το αίμα του αναστάντος Χριστού. Είναι σημαντική αυτή η ζωντανή ανάμνηση, που παραπέμπει στην εσχατολογική μας βεβαιότητα, μελλοντική και ήδη παρούσα, ότι ὁ τρώγων [Του] τὸ Σῶμα καὶ πίνων [Του] τὸ αἷμα δεν κοινωνεί απλώς τον σαρκωθέντα και σταυρωθέντα Θεό, αλλά τον αναστάντα, εἰς φάρμακον ἀθανασίας καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Ένα δεύτερο θέμα που τέθηκε είναι η, σε πρώτη επίπεδο ορθή, διάκριση μορφής και περιεχομένου. Είναι προφανές ότι το περιέχον, το άγιο δισκοπότηρο, η λαβίδα και γενικότερα τα σκεύη δεν ταυτίζονται με το περιεχόμενο, το σώμα του Χριστού. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η ιστορία της λατρείας και της ζωής της Εκκλησίας έχει να μας δείξει μια πολλαπλότητα τρόπων, με τους οποίους η Εκκλησία, κλήρος και λαός, κοινωνεί του σώματος και του αίματος του Χριστού. Όποιος όμως επιθυμεί να κάνει μια ιστορική ανάλυση της Ευχαριστίας και της εξέλιξης του τυπικού, οφείλει επίσης να παραδεχτεί ότι λύσεις που σταδιακά επικράτησαν στη λατρεία, είναι κατά τεκμήριο –όχι απόλυτα– αυτές που η κοινή συνείδηση έχει επιλέξει ως πιο πρόσφορες, φιλτράροντας πρακτικές και πληροφορίες μέσα από μακραίωνα και πλατιά ιστορικά φίλτρα. Δεν ισχυρίζομαι μια παγίωση και ακινητοποίηση του υπάρχοντος, και ασφαλώς η ιστορική εξέλιξη είναι ανοιχτή. Μια εξέλιξη και του τυπικού συνιστά πάντα θεμιτή και επιθυμητή πραγματικότητα εντός της ιστορίας, αρκεί το κριτήριο να είναι μια εσωτερική ανάγκη και ελεύθερη επιλογή, όχι όμως ένας εκκοσμικευμένος νεωτερισμός, μια συμπλεγματική διάθεση να υποταχθούμε στο πνεύμα του κόσμου ή τις μόδες των καιρών. Συζητώντας μεθοδολογικά, διαπιστώνει κανείς σήμερα στις εκκλησίες μας μια διάθεση γενικότερης εκζήτησης στην περιοχή του τυπικού, της οποίας τα κίνητρα είναι κάποιες φορές εξωθεολογικά και εξωεκκλησιαστικά, και όχι σπάνια συνδέονται με μια υπερβολική και αμφιβόλων κινήτρων σπουδή του ενεργούντος [ιερέα] να εισάγει στοιχεία πρωτοτυπίας και εντυπωσιασμού, μετατρέποντας τη λατρεία σε θέαμα ή εισάγοντας κάποια attraction που αυξάνει την απήχηση και την επισκεψιμότητα του ναού, προσελκύοντας ένα ευρύτερο φιλοθεάμον κοινό, όχι όμως απαραίτητα οικοδομώντας τη ζωή της κοινότητας. Όσοι λοιπόν ενθυμούνται και θέλουν απότομα να ανασυστήσουν αρχαία τυπικά, καλό είναι επίσης να θυμούνται ότι το τυπικό δεν είναι μια συνταγή μαγική, ξεκομμένη από τη ζωή της κοινότητας, και ότι στην αρχαία Εκκλησία, κατά τον ασπασμό της ειρήνης, οι χριστιανοί φιλιόνταν στο στόμα, δίχως να εκπειράζονται και δίχως σιχασιά, συμβολίζοντας μέσω του τυπικού τις πραγματικές σχέσεις αγάπης που καλλιεργούνταν μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα.
Θα πρέπει να έχουμε αδιαλείπτως τον νου μας στα θεολογικά μας κριτήρια. Διότι ενώ είναι πολύ σημαντική η ζωντανή λατρεία, και κατ’ επέκταση η λειτουργική και λατρευτική αναγέννηση, ο γνώμονας για όλα αυτά δεν μπορεί να είναι παρά βαθύτατα θεολογικός και άρα κοινωνικός. Η θεολογική οικονομία έχει θέση σε αυτή τη συζήτηση, μαζί με τη θεολογική ακρίβεια, αλλά και η σιωπή, η για ένα διάστημα αποχή, η τέλεση του μυστηρίου με λίγους πιστούς είναι ίσως λύσεις προτιμότερες από μια εμμονική «συμμετοχή» με τρόπους που γελοιοποιούν και εξατομικεύουν τη λατρεία, με πρόχειρες επινοήσεις και εφευρήματα.
[Αφήνω εδώ εντελώς ασχολίαστες τις απόψεις κάποιων πιστών που θεωρούν όλη αυτή την υπόθεση μια τεράστια συνωμοσία και μονιστικά επιμένουν στην αδιατάρακτη τήρηση της λατρείας όπως πάντα, υπονοώντας μια μαγική κατανόηση, αδιαφορώντας για τον λογικό χαρακτήρα της λατρείας, έχοντας σοβαρό πρόβλημα ως προς την πρόσληψη της ίδιας της πραγματικότητας. Και ενώ ο λόγος πολλών, ιδίως ποιμένων, από τους καλύτερους μάλιστα που διαθέτουμε, απευθύνεται συχνά σε ένα τέτοιο ακροατήριο, επιδιώκοντας να κατευνάσει, να πειθαρχήσει, να παρηγορήσει και να δώσει διαφορετικές διεξόδους πνευματικής ζωής και άσκησης, προσωπικά θεωρώ ακραίες φονταμενταλιστικές ή δεισιδαιμονικές τοποθετήσεις μερίδας ενός κόσμου πέραν του πεδίου συζήτησης που θα ήθελα να οικοδομήσω εδώ. Για την ακρίβεια, θλίβομαι όταν διαπιστώνεται ποιο είναι πράγματι το κοινωνιολογικό υπόστρωμα ή η πνευματική κατάσταση μέρους του ποιμνίου, όπως αυτό χρονίως εκπαιδεύτηκε να υπακούει άκριτα, να σκέφτεται μονοδιάστατα, να πάρει διαζύγιο από τη λογική. Στην περίπτωση αυτή δεν μιλώ προφανώς για τη λαϊκή θρησκευτικότητα, στην πολυεπίπεδη γνησιότητά της, την οποία επιμένω να σέβομαι και να τιμώ, σε αντιδιαστολή προς μια κάποια ελιτίστικη θεολογία που κατά καιρούς αναδύεται, σχεδόν ολιγοπωλιακά από μεσοαστικά στρώματα. Μιλώ αυστηρά και μόνο για φαινόμενα πνευματικής εξάρτησης και ψυχολογικής νοσηρότητας, για φαινόμενα μαγικής και φονταμενταλιστικής χάλκευσης της πίστης και της θεολογίας. Ευτυχώς όμως, λειτουργούμε ως σώμα, και συνεπώς και η απεύθυνση σε ένα τέτοιο κοινό, με την εξουσία μάλιστα της ποιμαντορικής ράβδου, στη γλώσσα με την οποία έχει εθιστεί, είναι μια αναγκαία ψηφίδα σε ένα πολύτροπο και πολύχρωμο σύνολο λόγου σε ποικίλες γλωσσικές εκφορές, στο πεδίο τόσο της ακρίβειας και της οικονομίας].
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή της συμβολής είναι λίγο διαφορετικό. Στο πλαίσιο μιας σύγχρονης επιστημολογίας, σε όλο το πλαίσιο του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, ιδίως μετά τον Βίτγκενσταϊν, η διάκριση μεταξύ μορφής και περιεχομένου διαπιστώνεται ανεπαρκής και καταδεικνύεται ως κατάλειμμα μιας παρωχημένης, τυπικής λογικής μιας αφελούς πρωτονεωτερικότητας. Διότι σήμερα είναι εγνωσμένο ότι η μορφή είναι περιεχόμενο, και αυτό ισχύει ιδίως στην τέχνη και τη λογοτεχνία, αλλά και σε όλες τις επιστήμες του ανθρώπου, κατεξοχήν λοιπόν και στη λατρεία. Παρόμοια, ο θεωρητικός της επικοινωνίας Μάρσαλ Μακ Λούαν, ανέδειξε με όρους του καιρού μας πως το μέσο είναι το μήνυμα, δηλαδή ότι το περιεχόμενο καθορίζεται από το μέσο με το οποίο μεταδίδεται και διαδίδεται. Όσο και να αμφισβητήσει κανείς αυτές τις θέσεις, οι οποίες έχουν γεννήσει μεγάλη συζήτηση, διατυπωμένες στην απολυτότητά τους, δεν μπορεί πια να παραγνωρίσει σήμερα τη σημασία μορφής ή μέσου για την ίδια την ουσία του περιεχομένου.
Είναι εξάλλου θλιβερά ψευδοεπιστημονικές οι προτάσεις που επιχειρούν να εισαγάγουν έναν εξελικτικό ντετερμινισμό, και οι οποίες κατατάσσουν τον καθιερωμένο τρόπο της θείας Κοινωνίας σε «επίπεδο υγιεινής προγενέστερων πολιτισμών». Αυτοί οι διανοητές «μεταγενέστερων πολιτισμών» εν μέσω μιας πανδημικής δυστοπίας, μοιάζουν να ισχυρίζονται ότι το μέλλον της ανθρωπότητας αναδεικνύεται λαμπρό, και εξελικτικά λαμπρότερο, ενώ παρά τις κατά καιρούς περί αυτού αναλύσεις τους, δεν μοιάζει τελικώς να γνωρίζουν κάτι από την τραγωδία του ανθρώπου του 20ού αι., από την πεσιμιστική ή και μηδενιστική στροφή της φιλοσοφίας, αλλά ακόμα συμμερίζονται με τρόπο αντιφατικό την χαρωπή αφέλεια των πρώτων αιώνων της νεωτερικότητας. Τέτοιες φωνές δεν διαβλέπουν τη δυστοπία του μέλλοντός μας, μήτε προβλέπουν αλλά και μήτε διατυπώνουν προτάσεις που να προλαμβάνουν ή να θεραπεύουν. Σε σφαίρα διαρκούς επιτάχυνσης ενός μεταρρυθμιστικού οίστρου, απαξιώνουν εντελώς την έννοια της εμπειρίας ή της παράδοσης, ομνύουν σε μια στενή λογοκρατία, πολλαπλά ήδη απαξιωμένη στη μετανεωτερικότητα, και διέπονται από μια ανάγκη να φτάσουν, ιδρωμένοι, σε αυτή την εξέλιξη που θεωρούν αναμφίβολα και ντετερμινιστικά θετική. Δεν θα επικαλεστώ εν προκειμένω την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά την πρόσφατη κοινή μας και πάνδημη στη χώρα εμπειρία της μνημονιακής περιόδου, όπου με το πρόσχημα των μεταρρυθμίσεων επιβλήθηκαν σωρεία απορρυθμίσεων στην αγορά και ιδίως την αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα όχι τη διόρθωση αλλά την πλήρη διάλυση και καταστροφή της οικονομίας, όπως καταδεικνύεται από όλους τους οικονομικούς δείκτες, ποιοτικούς και ποσοτικούς – σαν σε καιρό πολέμου.
Αν λοιπόν η μορφή είναι περιεχόμενο, το μέσο είναι το μήνυμα, η θεία Ευχαριστία δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον τρόπο του κοινωνείν. Το ζήτημα προφανώς δεν είναι αυστηρά δογματικής τάξης, και η συζήτηση επ’ αυτού είναι θεμιτή – αλλά με σοβαρές θεολογικές και πνευματικές προϋποθέσεις, που να μην καταλύουν την ουσία και το νόημα του μυστηρίου.
Η πίστη είναι ο χώρος της ελευθερίας. Δεν είναι ο χώρος του καταναγκασμού. Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι μια πραγματικότητα αποδείξιμη με αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια, είναι όμως η βάση και η απόλυτη βεβαιότητα της ύπαρξής μας. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος, εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν (Α΄ Κορ. 15,17). Κατά όμοιο ακριβώς τρόπο με την Ανάσταση, μήτε εδώ αποδεικνύεται μια «μη μεταδοτικότητα» της θείας Ευχαριστίας – και θα ήταν άσκοπη και ανώφελη μια τέτοια απόπειρα, εξέτασης μοριοβιολογικού τύπου. Στο πεδίο όμως της διυποκειμενικότητας, της κοινής εμπειρίας, γνωρίζουμε ότι η θεία Κοινωνία είναι η κατεξοχήν υπέρβαση του θανάτου, και δεν το γνωρίζουμε μόνο θεωρητικά, αλλά και μέσα από την πρακτική των ταπεινών ιερέων που κοινωνούν όλο το εκκλησιαστικό σώμα, κοινωνούν τους λεπρούς, κοινωνούν τους αρρώστους στο Λοιμωδών, κοινωνούν κάθε ασθενή και ετοιμοθάνατο άνθρωπο.
Στη σύγχρονη εποχή, μια εποχή δημοκρατίας και πολυκεντρικότητας του κόσμου, γνωρίζουμε ότι και η πιο «αντικειμενική» επιστημολογική αρχή έχει ισχύ μόνο εντός ενός ορισμένου πεδίου του επιστητού. Ακόμα και οι νευτώνιοι νόμοι ανακαλούνται στο πεδίο της θεωρίας της σχετικότητας. Ό,τι γνωρίζουμε γενικότερα για τον κόσμο δεν ισχύει στον μικρόκοσμο ή τον μακρόκοσμο. Η προσπάθεια μιας νεωτερικής επιστημολογίας να διατυπώσει μια θεωρητική αρχή που να διέπει και να θεμελιώνει τη γνώση, έναν μικρό θεό της γνωσιακής θεωρίας, που να οδηγεί σε γενικά παραδεκτά δεδομένα, είναι αδιάκοπη όσο και αλυσιτελής: δεν οδηγεί παρά σε ποικίλες διαδρομές μιας απέραντης περιπέτειας και σε έναν διαρκή αναπροσανατολισμό της σκέψης. Η περιπέτεια όμως αυτή είναι μια περιπέτεια ελευθερίας, ενώ οι παρωχημένες περί Θεού ή περί γενικών αρχών αποδείξεις δεν είναι παρά ένα λογικό lapsus, μια λήψη του ζητουμένου. Η αλήθεια διακριβώνεται επιστημολογικά μόνο στο πεδίο της διυποκειμενικότητας – αυτό είναι η θεμελιώδης αρχή της νεωτερικότητας και εντεύθεν.
Οι πιστοί που πιστεύουν στην κοινωνία με τον αναστάντα Χριστό, δεν διατυπώνουν συνεπώς μια επιστημονικά γενικά παραδεκτή αρχή, εφόσον η διατύπωσή τους δεν υπερβαίνει τον φραγμό της γλώσσας, αντίθετα διατυπώνεται σε μια εσωτερική γλώσσα, τη γλώσσα της πίστης. Η πίστη δεν συνιστά προϋπόθεση της επιστήμης, μήτε μπορεί ποτέ να αποτελέσει μια επιστημονική αρχή. Είναι και παραμένει μια εκλογή ελευθερίας, με όλες τις διακινδυνεύσεις της. Εντούτοις, οι πιστοί δεν περιπίπτουν σε σολιψισμό και ακραίο υποκειμενισμό, καθόσον η εμπειρία τους τεκμαίρεται στο πεδίο της διυποκειμενικότητας και της κοινής εμπειρίας. Η συζήτηση συνεπώς αυτή, στο πεδίο της θεολογίας, είναι μια συζήτηση μυημένων. «Ἴσασιν οἱ μεμυημένοι τὰ λεγόμενα», λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (PG 49, 380A). Τίθεται συνεπώς αναπόδραστα το δίλημμα για τους θρησκευομένους και ιδίως τους θεολόγους αν κάποιος είναι στοχαστής του θανάτου του Θεού, ή πιστός, δηλαδή κήρυκας της Αναστάσεώς Του.
Ας αφήσουμε τα διάφορα προσχήματα που οδηγούν σήμερα σε μια θεολογία της εξατομίκευσης κατά το επικρατούν κλίμα της αγοράς, ή και σε μια θεολογία της σιχασιάς του αδελφού και απόλυτης ατομικής περιχαράκωσης, σε ένα ακραίο πλαίσιο συσχηματισμού με τη λογική του κόσμου ή μια υπερβολή και επιβολή του φόβου έναντι της αγάπης.
Είναι σημαντικό, η όποια θεολόγηση περί την θεία Ευχαριστία να διατηρεί το κατεξοχήν οντολογικό και συμβολικό νόημά της, που είναι η Κοινωνία με τη θεία ζωή, αλλά και με τους αδελφούς μας. Στο πεδίο της οικονομίας, και μιας ανθρώπινης συγκατάβασης πολλά μπορούν να ειπωθούν, αρκεί να μην ανάγουμε την οικονομία σε ακρίβεια.
Το κυβερνητικό ΦΕΚ, σε προσυνεννόηση ή σε ανταπάντηση στην ανεπαρκή και αμήχανη αρχική απόφαση της Συνόδου, αδιάφορο, δεν είναι τόσο ανώδυνο θεολογικά όσο βολικά προφασιζόμαστε. Διότι ασφαλώς περιφρουρεί τη δημόσια υγεία, όπως οφείλει κάθε κυβέρνηση να κάνει, αλλά δυστυχώς υπεισέρχεται και στο πεδίο της θεολογίας. Η ίδια η ακραία δυσανεκτικότηκα και ολοσχερής απαγόρευση κάθε ιεροτελεστίας μοιάζει να τοποθετεί το γνώριμό μας και πολυδιατυπωμένο από κυβερνητικά χείλη πολιτικό δόγμα της «μηδενικής ανοχής» πάνω από το Τριαδικό δόγμα. Ας μην λέγεται μήτε λέξη επ’ αυτού, είναι σαφές πώς εξυπονοείται η θεώρηση της θείας Ευχαριστίας ως δημοσίου κινδύνου. Διαφορετικά μια πιο μετριοπαθής λύση, όπως θεία Λειτουργία με ελάχιστους πιστούς, και δυνατότητα των πιστών να προσέρχονται κατά μόνας ή σε οργανωμένη κυκλικά εναλλαγή, θα ήταν εφικτή. Επιπλέον, η διατύπωση περί «ατομικής λατρείας» είναι μια θεολογία της εξατομίκευσης που πλήττει και αλλοιώνει ευθέως τη χριστιανική θεολογία, και μεταβάλλει την Εκκλησία σε πάροχο θρησκευτικών υπηρεσιών, που εντέλει δεν είναι και τόσο απαραίτητες σε συνθήκες λοιμού – και όχι μόνο.
Οργανωσιακού τύπου θεολογίες περί ατομικής σωτηρίας έχουν λάβει σήμερα το φιλί της ζωής. Ενώ δεν προτείνω καμία ανταρσία προς τη Σύνοδο ή το κράτος στις παρούσες συνθήκες, και θλίβομαι για τις ελάχιστες τέτοιες περιπτώσεις που καταγράφονται, δεν μπορώ να μη διαμαρτυρηθώ για την ακύρωση και αυτοακύρωση του γεγονότος της Εκκλησίας.
Ο ιερέας δεν μπορεί να μεταβεί να κοινωνήσει τον άρρωστο, μήτε να τον εξομολογήσει. Εάν για τον περισσότερο κόσμο αυτό είναι μια παροδική κατάσταση εξαίρεσης που μπορεί ποικιλότροπα να παρηγορηθεί, για τον πάσχοντα και τον θνήσκοντα πιστό είναι μια ολική ανατροπή στη ζωή του. Αντ’ αυτού, προβλέπεται όλες οι ψυχικές ανάγκες να καλυφθούν από ψυχολόγους, επιστήμονες τους οποίους διόλου δεν επιθυμώ να απαξιώσω, μήτε προσωπικά μήτε την επιστήμη τους και τη συμβολή της στη ζωή του ανθρώπου, αλλά δεν νοείται να αναβαθμίζονται σε πανάκεια και συνταγή σωτηρίας, να αλώνουν όλο τον χώρο που αφορά (κατεξοχήν και) τη θρησκεία, με την υποστήριξη μιας κρατικής και βίαιης ολικής απάλειψης του θεμελιώδους δικαιώματος του θρησκεύειν.
Η ανάγκη για ένα δημόσιο σύστημα υγείας, που ξεθεμελιώθηκε με πολιτικές και ιδεοληψίες των τελευταίων χρόνων, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε μεγάλο βαθμό σε παγκόσμιο επίπεδο, κατέδειξε και τη χρεοκοπία των ακραίων νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων, που δεν έχουν τελικώς και πολύ συνάφεια με την έννοια της ελευθερίας. Η ελευθερία πραγματώνεται εν κοινωνία. Η δεινή αυτή δοκιμασία των ημερών μας, μπορεί να αποδειχτεί ένα ακόμα χτύπημα που θα επιταχύνει τυχόν μια πορεία προς τη δυστοπία του μέλλοντός μας, μπορεί όμως να αποτελέσει και ένα σημείο καμπής, που θα δώσει χώρο για μια νέα ανθρώπινη αυτοσυνειδησία.
Σε αυτές τις κοινωνικές αναζητήσεις και η χριστιανική θεολογία έχει τη θέση της, επανατοποθετώντας την έννοια της αγάπης, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής ευθύνης –ακόμα και ως παροδικής κοινωνικής αποστασιοποίησης– στην καρδιά του προβληματισμού του σημερινού γίγνεσθαι.
Ανάμεσα σε μια θρησκοληψία του μαγικού και σε μια αποθέωση του ατομικού, η θεολογία του προσώπου και η σαρκωμένη αγάπη μπορεί να οδηγήσει σε νέους τρόπους βίωσης της πίστης και αναστάσιμης, μεταμορφωτικής επαγγελίας. Αυτό συνεπάγεται όμως και την ανάγκη για μια βαθύτατη αναδιαμόρφωση της λειτουργίας μας ως εκκλησιαστικού σώματος, στο πεδίο της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας, σε κάθε θυσιαστήριο, όπου η καθολική Εκκλησία. Εάν η ζωή της κοινότητας δεν εικονιστεί στο πεδίο του πραγματικού, στο πεδίο πραγματικών ανθρώπινων σχέσεων αλληλεπιδραστικών και όχι μονόδρομων, εμφραγματικών, περνάμε ανεπαισθήτως σε μια νέου επιπέδου αχρησία ενός οργανισμού, που δεν είναι ζων, αλλά γραφειοκρατικός και οιονεί νεκρός.
Η εικόνα της λατρείας κεκλεισμένων των θυρών, μια εικόνα θεατρικής σκηνής, πληγώνει βαθύτατα. Η απόλυτη απουσία κάθε γυναίκας αναδεικνύει στον απόλυτο και καθολικό βαθμό το apartheid σε βάρος των γυναικών στη ζωή και τις δομές της Εκκλησίας, απελπίζει καθώς μεταβάλλει το πρόσωπο σε προσωπείο, τη λατρεία σε θεατρική αναπαράσταση, τη συμμετοχή σε θέαμα, το μυστήριο της Κοινωνίας σε δραματική ακοινωνησία.
Μέσα σε όλα αυτά χρειάζεται επαναπροσδιορισμός της θεολογίας μας και με την πατερική σημασία του όρου, αλλά και με την ακαδημαϊκή. Δουλειά της επιστήμης είναι μεταξύ άλλων και να προβλέπει, διατυπώνοντας γενικευτικούς όρους και οδηγητικές διατυπώσεις, με βάση τη συστηματική καταγραφή της εμπειρίας και της γνώσης του παρελθόντος και του παρόντος. Και η πρόβλεψη για την εκκλησιαστική ζωή είναι ότι πρέπει όχι μόνο να αναστοχαστούμε αλλά και να εφαρμόσουμε την έννοια της κοινότητας, της κοινωνίας και ευχαριστιακής θεολογίας, της θεολογίας του σώματος, με υγιή αλληλεπιδραστικότητα των μελών του, γιατί διαφορετικά η διά διαταγμάτων κατάργηση της λατρείας δεν θα είναι κάτι που θα αφορά την ευρύτερη κοινωνία.
Επί του παρόντος, ας παραδοθούμε στη χάρη του ζώντος Θεού.
ΥΓ. Το κείμενο αυτό οφείλει πολλά σε διαδικτυακές συζητήσεις μεταξύ φίλων, και σε πιο μεθοδικές συζητήσεις με τους φοιτητές μου, προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς, ιδίως τους μετέχοντες στο επιλεγόμενο μάθημα «Χριστιανισμός και Σύγχρονος Κόσμος», όπου είχαμε τη δυνατότητα να διεξέλθουμε αναλυτικά την όλη θεματική. Σημειώνω εξεχόντως εν προκειμένω και την ιδιαίτερη συμβολή του φοιτητή Λουκά Ζιάρα.
Η αναφορά στο έργο του Τζορτζ Θεόκριτοφ αφορά το άρθρο του «Η Κοσμολογία της Ευχαριστίας: Ένας Γεωλόγος φωτίζει Άγνωστες Όψεις του Μυστηρίου των Μυστηρίων», Βημόθυρο, 2-3 (2010) 72-76.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Michael Triegel. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
ΠΗΓΗ (1η δημοσίευση): 05.04.2020, http://frear.gr/?p=27587&fbclid=IwAR2qVDxQCWO8fgpBTR6yORolII8hFHDvM6kjxrUhHfQZKoe6GI_wPMVwvIk
* Η Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα είναι Δρ. Θεολογίας, συγγραφέας και ΕΔΙΠ στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.