Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Το κυπριακό το πασαπόρτι…

Ή τα διαβατήρια ως καθρέφτης

Του Χρίστου Πέτρου
Σαν τους συγγενείς, στον Γιάννη τον Φονιά του Γκάτσου, που βγήκαν, ενοχικά και συνωμοτικά, απ’ τη σάλα χωρίς να βγάλουν άχνα… Έτσι, στα μουλωχτά και με την ευθύνη (όχι τη συνείδηση) βαριά, προσπαθεί να τη σκαπουλάρει και η κυπριακή μας κοινωνία, με μπροστάρη τον πολιτικό κόσμο, απ’ το μείζον ζήτημα των διαβατηρίων, που ο δημόσιος διάλογος το περιόρισε στο επίπεδο της οικονομικής στατιστικής (πόσα δώσαμε πόσα βγάλαμε) και της επί μέρους πολιτικής παράλειψης. Λοιπόν, το ζήτημα αυτό αποτελεί αντανάκλαση αφενός των βαθύτατων παθογενειών του κολοβού μας κράτους και αφετέρου της κουλτούρας ξεπουλήματος που χαρακτηρίζει το νεοκυπριακό υποκείμενο πέραν και πάνω απ’ τους θεσμούς, τον πυρήνα του συλλογικού μας τρόπου σκέψης δηλαδή.
Έσπευσαν οι πολιτικοί φωστήρες, μετά το κούρεμα, να θέσουν σε εφαρμογή ένα οικονομικό σχέδιο προκειμένου να αποκατασταθεί η ζημιά, να πετύχουμε την έξοδό μας από τα μνημόνια και την κρίση και να επανέλθουμε, το γρηγορότερο δυνατό, στην υπέροχη κανονικότητά μας και στο ζηλευτό βιοτικό μας επίπεδο. Με κυρίαρχη τη σκέψη ότι η κρίση που μας βρήκε είχε ξεκάθαρα και αμιγώς οικονομικό χαρακτήρα, ο κεντρικός άξονας του εν λόγω σχεδίου απαντάται στην άμεση εφαρμογή πλάνου με μόνο γνώμονα την επανεκκίνηση της μηχανής εισροής χρημάτων στα ταμεία. Και τότε, μαζί με τους γερανούς που σκέπασαν τον κυπριακό μας ορίζοντα και τους ουρανοξύστες που φύτρωναν στην εύφορη λόγω νομικής ασάφειας κυπριακή γη, πήραν μπρος και τα εκδοτήρια ταυτοτήτων και διαβατηρίων. Δεν απαντήθηκε –και μάλλον ούτε θα απαντηθεί– πόσα λεφτά ακριβώς μπήκαν στα δημόσια ταμεία απ’ την μπίζνα της πολιτογράφησης ξένων επενδυτών. Εδώ δεν ξέρουν ποιοι και πόσοι πολιτογραφήθηκαν! Αρκείται και ευχαριστείται ο πολιτικός κόσμος και η κοινωνία μας στη σκέψη ότι τα εκατομμύρια από τον κύκλο εργασιών των πολιτογραφήσεων, που άμεσα τσέπωσαν μεγάλα δικηγορικά γραφεία, με κάποιον έμμεσο τρόπο θα φτάσουν και στην υπόλοιπη κοινωνία κατά πώς θέλει η αλυσίδα του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής. Με απλά λόγια, κυριάρχησε η αντίληψη ότι το ξεπούλημα των ταυτοτήτων γινόταν για το καλό του τόπου (φευ!), το οποίο ερμηνεύεται πως όλοι θα φάμε, άλλοι πολύ και άλλοι λίγο. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο «ούτ’ ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη», μέχρι που εμφανίστηκαν οι συμπατριώτες από την Καμπότζη και τη Μαλαισία…
Το ζήτημα των πολιτογραφήσεων είναι δείγμα της κρατικής και κοινωνικής μας σήψης και παθογένειας που απαντάται αφενός στην έλξη μας από τον παρασιτισμό και την ευκολία και αφετέρου στην ανικανότητά μας να αντιληφθούμε το βάθος και τα επίπεδα της ζημιάς που ξεπερνούν κατά πολύ το ασθενές πολιτικό και οικονομικό μας σύστημα. Και συνιστά παθογένεια ακριβώς επειδή επαναλαμβάνεται ιστορικά. Η ίδια τακτική υιοθετήθηκε και στο πρώτο «κυπριακό οικονομικό θαύμα» που ακολούθησε τον όλεθρο της εισβολής των Τούρκων το ’74.* Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικοί δείκτες από την ισοπέδωση του ’74 αποκαταστάθηκαν εν πολλοίς ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 (εδώ συνίσταται και το «κυπριακό θαύμα»), μείναμε άκριτα και άσκεφτα προσκολλημένοι, πλέον σε βαθμό εξάρτησης, στο μοντέλο του γρήγορου πλουτισμού, των υπηρεσιών και του παρασιτισμού που με απλά μαθηματικά θα μας οδηγεί (όπως ακριβώς συμβαίνει) στις κατά τα άλλα «συστημικές κρίσεις». Κυρίως όμως θα διαμορφώνει τον τύπο εκείνον που, προκειμένου να τα ’κονομήσει, θα πουλά ταυτότητες, θα χτίζει και θα πουλά κενούς ουρανοξύστες, θα πουλά μούρη, θα πουλά την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος του τόπου του και την όμορφη αισθητική της παράδοσής του που του είναι μακρινή και ξένη…

Εν τέλει, το ξεπούλημα των ταυτοτήτων και η ελαφρότητα με την οποίαν το προσεγγίσαμε και το προσεγγίζουμε ακόμη, κυρίως οι πολιτικοί ταγοί, καθιστά καθ’ όλα ανερμάτιστη, δίχως ιστορική σημασία και ηθικό βάρος, την ιδιότητα του πολίτη αυτού του κράτους και κατ’ επέκταση καθιστά εντελώς ανυπόληπτη και ξεπουλημένη την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία.
* Η προσπάθεια ανάκαμψης από την ισοπεδωτική κρίση που επέφερε η τουρκική εισβολή και κατοχή από το ’74 χαρακτηρίζεται από την εμμονή στον τουρισμό, στις υπηρεσίες και γενικότερα στον τριτογενή τομέα ως στρατηγικές μορφές οικονομικού-παραγωγικού μοντέλου. Η επιτακτική ανάγκη στέγασης των προσφύγων, η μείωση της ανεργίας, η επανεκκίνηση της παραγωγής που απώλεσε το 70% των πόρων της από την εισβολή των Τούρκων, αποτελούσαν πραγματική δικαιολογία για υιοθέτηση άμεσων τακτικών οικονομικών μέτρων ανάκαμψης.

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.