Σχετικά με τις ευχές για καλή χρονιά και τα σχετικά, σου απαντώ με επιστολή -γραμμένη κλασικά- δλδ. σε χαρτί με στυλό bic. Αποφεύγω την τεχνολογία «της καρδιάς μας» στις προσωπικές αλληλογραφίες.
Αυτή η συνήθεια μου, δέχεται τον χλευασμό των περισσοτέρων, όπως είναι φυσικό, ή μάλλον όπως είναι αφύσικο.
Έχω μια σπουδαία πρόταση στο μυαλό μου που σε αφορά, και για να εισπράξω την θετική σου απάντηση, θα αναλύσω τα πράγματα περιφερειακά -όπως κάνουν οι περισσότεροι- και θα καταλήξω στο επίμαχο.
Με την βοήθεια του ήχου της πένας πάνω στην ράχη του χάρτου, το μυαλό φλασάρει σε ένα μεγάλο αριθμό λέξεων, και ταυτόχρονα το προφυλάσσω από τον αλγόριθμο – χαφιέ. Αυτόν, που ρουφιάνεψε τα δις και βάλε, των προσωπικών μας δεδομένων, στις «δημοκρατικές» πλατφόρμες των social media. Οι νονοί, κατέχοντες το σώψυχό μας, ετοιμάζουν το biggest colpo grosso.
Σκέψου, στο ράφι του super market, οι συνειδήσεις μας με bar code και τιμολογημένες, θα περιφέρονται κουνώντας για μαντήλι ξενιτεμού την ετικέτα της τιμής πώλησης… Εμείς άδειοι και ανέστιοι από το κέντρο μας, μάλλον θα προσπαθούμε να αντιληφθούμε τί ακριβώς έχει συμβεί.
Όμως χωρίς συνείδηση η φάση είναι τραγική. Η αντίληψη θα έχει καταποντισθεί και ως ταξιδιώτες που παθαίνουν ξαφνική αμνησία στην αποβίβαση μιάς αεροπορικής πτήσης και χάνουν την περιφερόμενη βαλίτσα στο καρουζέλ, θα γκουγκλάρουν να τους δοθεί η εντολή στο ερώτημα «Πες -μου -ποιά είναι- η δική μου- βαλίτσα»
Εκδότη μου, σου θυμίζω, με όσο ρομαντισμό διαθέτω και κρατώ ως πολύτιμο υλικό: Θυμήσου, ότι πριν ανοίξεις την εφημερίδα στην ωραιότερη κεντρική αρτηρία της Πόλης μας, ανέβηκες σε μια ταράτσα των Πατησίων, κατασκευής του 50. Μανταλάκια κρεμασμένα σ’ ένα ατσαλόσυρμα κοπανιούνταν, ο καιρός ραγδαία βούρκωνε και εσύ βυθίστηκες στην θέα ενός παρηκμασμένου τοπίου, λεηλατημένου, εγκαταλειμμένου, που όμως φανέρωνε την λαμπρότητα που έκρυβε βαθιά στα σπλάχνα του. Πού οφειλόταν η λαμπρότητα;;; Πολλές φορές αναρωτηθήκαμε και άλλες τόσες άκρη δε βρίσκαμε.
Τώρα που σου γράφω γιά ευχές της νέας χρονιάς έχω μέσα μου βαθιά την πίστη ότι η αποθησαυρισμένη οξειδωμένη λάμψη οφειλόταν στους ανθρώπους που έκτισαν, κατοίκησαν, και κυρίως ονειρεύτηκαν τον βίο τους εδώ ακριβώς.
Το δίχως άλλο, θα ήταν ωραίοι, αγαθοί αρκετοί από αυτούς, με όνειρα πλυμένα και κάτασπρα.
Αυτό ήταν. Εσύ με το τοπίο μαγεύτηκες!
Έτσι εσύ ξεκίνησες, κι εγώ συμμάχησα, γράφοντας ένα ιδιόρρυθμο, ομολογουμένως κείμενο, σε μία από τις σελίδες σου, αναμετρώντας μέσα μου, κάτι σαν στοίχημα το εξής: Αν αναβίωναν κάποιοι τύποι κλασσικοί παλιοί, στο σημερινό χρόνο, τί ακριβώς θα έκαναν για να αντιμετωπίσουν την σε εξέλιξη λαίλαπα;;
Εσύ ερωτευμένος με το τοπίο και το στυλό σου να βουτιέται αντί σε μελάνι, αλλά σε ένα όραμα που να το διατρέχει όλη η πόλη, με αγωνία κάθε μήνα αντιμετώπιζες τους χαρακτήρες που είχαν σ’ αυτή εφημερίδα, επανέλθει.
Εν τω μεταξύ εμείς εδώ -στο κέντρο της Αθήνας- μεταβληθήκαμε σ’ ένα προκεχωρημένο φυλάκιο συνειδησιακής αντίστασης.
Τριγύρω, μας περικύκλωναν σαν αγκάθια μπηγμένα στο σώμα της πόλης οι μίζες και οι αρπαχτές και η εφημερίδα έφτιαχνε αφιερώματα με θέμα…
«Η Αντίσταση στην Πατησίων κατά την διάρκεια της Κατοχής» και θυμοσοφώντας «Το νέο άνοιγμα του Λυσσιατρείου».
Στο τότε, λογοτεχνικό κείμενο του νέου Λυσσιατρείου οι γιατροί γιάτρευαν εμάς τους πολίτες, που είχαμε νοσήσει από λύσσα λόγω λυσσασμένου δήγματος από τους τοκογλύφους. Εσύ στην ιστορία προσεκλήθεις στα εγκαίνια και με χαρά πολλή αγκαλιάσαμε την επαναλειτουργία της αντιλυσσικής θεραπείας, λες και βρήκαμε ένα χαμένο συγγενή.
Τελευταία όμως τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς
Προλαβαίνω την διαφαινόμενη αντίδρασή σου με απάντηση ότι «ουδέποτε τα πράγματα ήταν καλά σε μας πλην του Περικλή και των κλασσικών φιλοσόφων» και «έκτοτε τα εδάφη μας και τα ζητήματα μας ήταν πάντα, κάτι σαν το βράχο του Σισύφου»
Θα συμφωνήσω απολύτως. Όμως, τελευταία επωλήθη ο σισύφειος βράχος, εκπλειστηριάστηκε και ο ίδιος ο Σίσυφος, και το άπιαστο παράδειγμα του παρελθόντος μας επωλήθη και αυτό.
Το χειρότερο είναι πως στη θέση του Κιουταχή που κατοικοέδρευε στην Πατησίων για να παρακολουθεί την καταστροφή της Ακρόπολης, θυμάσαι;; έχουν πλακώσει περίεργοι ξένοι, ποικίλης προέλευσης, δυτικής αλλά και απω-ανατολικής και ο δρόμος μάλλον επωλήθη σ’ αυτούς.
Μας ανήκουν προς το παρόν τα στυλό μας κι αυτά προσωρινά.
Τι θα πω και τι θα απαντήσω εκδότη μου στην Μάρθα την δασκάλα που δεν εγκατέλειψε, στον μηχανικό τον Θουκυδίδη που δεν μετακινήθηκε ούτε στον παραπάνω δρόμο αφιερώνοντας τον εαυτό του στο κοινό;; Στην Ζηνοβία από την Παλμύρα που είχε εφεύρη την επιχείρηση νεράντζια στα απριλιανά τανκς και έσωσε από την μαύρη επέλαση τον δρόμο;;
Δεν έχω ούτε μια απάντηση
Η μόνη λέξη είναι -ήττα-
Όμως εγώ δεν την παραδέχομαι.
Σκέφτηκα λοιπόν να σου προτείνω.
Να καταφύγουμε στο Λυσσιατρείο μας.
Είναι άρτια εξοπλισμένο, με τους γιατρούς στρατιώτες εναντίον τοκογλύφων και αλγόριθμων χαφιέδων.
Να φτιάχνεις εκεί τυλιγμένος με κουβέρτα ως παλιός φυματικός, στη βεράντα την εφημερίδα. Να καταγραφούμε στην λίστα ως λυσσόδηκτοι.
Να αιτηθούμε ότι η νόσος είναι μεταδοτική οπότε να μην αγοραστούμε.
Ίσως μείνουμε ανέπαφοι.
Θα γράφουμε κείμενο περί της επικίνδυνης κατάστασής μας, θα συμπεριλάβουμε ως επικίνδυνους λυσσασμένους όλους τους συνεργάτες σου.
Κάθε πρωί θα αφουγκραζόμαστε τον ερχομό της «σιδερόφρακτης εξίσωσης» στην Πόλη (που θα έλεγε και ο Ε. Κακναβάτος)
Εμείς παρονομαστές, κλάσματα, πολλαπλασιαστές και διαιρέτες στο ποδοβολητό θα ορμήσουμε πρώτοι.
Εσύ την γραφίδα σου κι οι υπόλοιποι τα ελάχιστα bic στυλό της τσέπης.
Άλλη πρόταση βιώσιμη για καλή νέα χρονιά δεν έχω!
Θα σε δω λοιπόν, στο Λυσσιατρείο εκδότη μου!
Όπως και να χει, Καλή Χρονιά!
ΠΗΓΗ:
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.