του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 148
Πώς αγαπιούνται οι άνθρωποι; Έως θανάτου! Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Ακόμα κι αν καμιά φορά δεν μπορούν να ζήσουν μαζί. «Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου, κλωστή στο μπράτσο σου, γιατί σαν τον θάνατο είναι δυνατή η αγάπη, άδης σκληρός η ζήλεια· τα βέλη της φλεγόμενα, φωτιά και λαύρα». (Άσμα 8:6) Οτιδήποτε λιγότερο αγάπη δεν είναι. Ο Πάβελ Παβλικόφσκιεπανέρχεται μετά την Ida (2013), με μια ταινία αγάπης αφιερωμένη στους γονείς του. Ξαναβουτάει σ’ αυτό που οι απ’ εδώ, στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, το λέγαμε «Σιδηρούν Παραπέτασμα», και βγάζει απ’ εκεί δυο πουλιά ερωτευμένα.
Ο Βίκτορ είναι μουσικός, πιανίστας, και οργώνει με ένα συνεργείο ηχογραφήσεων τη χιονισμένη, βουτηγμένη στη χειμωνιάτικη ερημιά Πολωνία, για να βρει ταλέντα του λαού που τραγουδούν, παίζουν όργανα, χορεύουν. Αίφνης μια λαϊκή τοιχογραφία ξεδιπλώνεται στην οθόνη, ανοίγοντας το έργο. Σκοπός είναι να δημιουργηθεί ένα φολκορικό συγκρότημα: η σοσιαλιστική ανασυγκρότηση χρειάζεται τους λαϊκούς της βάρδους. Μερικά από αυτά τα συγκροτήματα ταξίδευαν τότε και σ’ εμάς. Ο Βίκτωρ λοιπόν, σε μια από τις ακροάσεις γνωρίζει τη Ζούλα, ένα πηγαίο λαϊκό ταλέντο, έναν ατίθασο ξανθωπό άγγελο, που η φήμη της φυλάκισής της είχε φτάσει κιόλας στ’ αυτιά του, μαζί με το υπέροχο τραγούδι και τον χορό της. Μποέμικη ψυχή ο Βίκτορ, τολμηρή και πηγαία η Ζούλα, με την ίδια μποέμικη καρδιά, δεν γινόταν παρά να αγαπηθούν. Σαν κλωστή μπλεγμένη στο βέλος της Ιστορίας, αντίθετα στο ρεύμα των καιρών, η αγάπη τους διαπερνά τους δύο κόσμους. Το μουσικοχορευτικό τους συγκρότημα «Μαζούρεκ» –που εν τω μεταξύ έχει, με άνωθεν εντολή, περιλάβει στο ρεπερτόριό του και «λαϊκούς ύμνους» στον Στάλιν και τη σοσιαλιστική πατρίδα– περιοδεύει στο Ανατολικό Βερολίνο, που ακόμα δεν έχει τειχιστεί, και ο Βίκτορ αποφασίζει να περάσει στην άλλη πλευρά. Σχεδιάζει να βρεθεί στο γοητευτικό Παρίσι. Η Ζούλα την τελευταία στιγμή διστάζει. Ο σκληρός χωρισμός, μαζί και η μεγάλη περιπέτειά τους, ξεκινά: «Εγώ δεν θα έφευγα χωρίς εσένα», θα του πει η Ζούλα, εν τω μεταξύ κεντρικό πρόσωπο στη μαρκίζα, όταν μετά από καιρό βρεθούν, σε μια περιοδεία του συγκροτήματος στη Δύση.
Δεν ξέρω γιατί να μπει κανείς στον πειρασμό να συγκρίνει την Ida με τον Ψυχρό Πόλεμο. Ούτε συμμερίζομαι την απόφανση πως: «Ο Ψυχρός Πόλεμος υπολείπεται…» Ο Παβλικόφσκι εδώ κάνει κλασικό σινεμά, ακαδημαϊκό θα το πουν κάποιοι, πιθανόν παρασυρμένοι από το ακαδημαϊκό του κάδρο, το ελαφρά πεπλατυσμένο τετράγωνο (aspect ratio 1,2:1). Μα αυτή είναι η πρωταρχική ιδιοφυής μαγεία της ταινίας που σε παρασέρνει: ένα απόλυτα ζυγισμένο και μετρημένο κάδρο καταγράφει έναν κόσμο βυθισμένο στο πένθος και τον σπαραγμό –δεν μιλώ μόνο για τον ασπρόμαυρο πρώην «σοσιαλιστικό» κόσμο– ζυγίζει μέσα του τον σπαραγμό της αγάπης. «Πιστεύεις;» ρωτά κάποια στιγμή η Ζούλα τον Βίκτορ, «εγώ πιστεύω», και του δείχνει τον Σταυρό. Το πρώτο τους φιλί –και το στερνό– θα το δώσουν μέσα σε μια μισογκρεμισμένη εκκλησία. Ο κόσμος της αγάπης ριζώνει στην πίστη: «Πίστις, ελπίς, αγάπη», κατά τον χαρισμένο στους Κορίνθιους ύμνο. Κι αν η ελπίδα στερέψει; «Μείζων δε τούτων η αγάπη» (Α΄ Κορινθ. 13:13)· κουρσεύει το θάνατο, νικήτρια πάντα, σταυρωμένη δια παντός. Ναι, ο Παβλικόφσκι δίνει ένα έργο κλασικό. Αυτό είναι το χάρισμά του. Ένα έργο «παλαιών αρχών», κατά το πρότυπο του ανθρωπιστικού κινηματογράφου που έχει εκπνεύσει μέσα στην μπόχα της πολιτικής ορθότητας. Αυτό μας ξυνίζει τελικά.
Ομολογώ ότι απόλαυσα την ταινία, μαγεμένος και ζηλεύοντας, από το πρώτο της πλάνο, μια χιονισμένη ερημιά που την διασχίζει ένα αυτοκίνητο, έως το τελευταίο, το φύσημα του ανέμου πάνω στην ώριμη απ’ το θέρος αγριάδα. Σαν επικό ποίημα, στα ογδόντα οκτώ της λεπτά –ακόμα και η διάρκεια «ακαδημαϊκή»–, η ταινία μπλέκει τον έρωτα στην ιστορία και δε χαρίζεται στην απανθρωπία –άλλος ίσως ένας λόγος να νιώθεις άβολα– ούτε των Ανατολικών, ούτε των Δυτικών. Ο ένας κόσμος βουτηγμένος στα αίματα της «ευτυχίας» του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, ο άλλος στο σύνδρομο του ασεβούς Ερυσίχθονα, που καταβρόχθιζε τα πάντα, ώσπου άρχισε να γεύεται τα ίδια του τα κρέατα. Μόνο μια μεγάλη αγάπη μπορεί να ξεσκεπάσει τη φενάκη, να τραβήξει την κουρτίνα και να φανεί ο κόσμος πραγματικός, χωρίς τα μασκαρέματα της προπαγάνδας. Πείτε μου, ποιος τώρα να συμμεριστεί κάτι τέτοιο; Ποιος πιστεύει; Ποιος έχει το θάρρος αγαπώντας να διαβεί το σύνορο της ζωής και του θανάτου; Ο Παβλικόφσκι, ως πρώην Ανατολικός και ως αληθινός καλλιτέχνης, όμοια με τους ήρωές του το γνωρίζει: Άλλο έρωτας, άλλο ξεφάντωμα – «πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι», ως λέγει ο ποιητής, «Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας / και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα / με το δριμύ του μαύρου του θανάτου». (Ελύτης, «Μονόγραμμα»).
Περιττό να πω ότι η Τζοάνα Κούλιγκ και ο Τόμας Κοτ ταιριάζουν τόσο στους ρόλους της Ζούλα και του Βίκτορ, όσο ταιριαστό είναι και το ζευγάρι του μύθου της ταινίας. Η Τζοάνα Κούλινγκ, ηθοποιός του θεάτρου στην Κρακοβία, ιδιαίτερα διακρίνεται για την επίδοσή της στα φωνητικά των λαϊκών τραγουδιών –ακόμα μια παλιομοδίτικη συνθήκη της ταινίας. Ο Τόμας Κοτ είναι γνωστός πρωταγωνιστής του πολωνικού σινεμά. Πατούν γερά στους ρόλους τους, υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Παβλικόφσκι. Ο Μπόρις Σικ, στο ρόλο του κομματικού κομισάριου Κασμάρεκ και η Αγκάτα Κουλέζα, που πρωταγωνιστούσε στην Ida, στο ρόλο της Ιρένα, συνεργάτιδας του Βίκτορ, πλαισιώνουν τους δύο πρωταγωνιστές. Άξιοι όλοι τους, όπως και ο φωτογράφος της ταινίας Λούκας Ζαλ και ο μοντέρ Γιαροσλάβ Καμίνσκι, που έρχονται κι αυτοί από την Ida. Ο Παβλικόφσκι χτίζει τον δικό του κόσμο, λιγάκι παλιομοδίτικο μα γοητευτικό, γιατί είναι ο αληθινός κόσμος των αισθημάτων, που τη βάσανό τους εξόρισεν ο κόσμος μας.
Για τον Δήμο Θέο και το χαμένο μας σινεμά
Συνέβη τις μέρες που πέρασαν, στις 28 Οκτωβρίου ανήμερα, να φύγει από τη ζωή ο εμβληματικότερος –πλην αδίκως, όχι ο γνωστότερος– σκηνοθέτης αυτού που ονομάστηκε «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος», ο δάσκαλός μας Δημοσθένης Θέος. Ήταν 1967 όταν ο Θέος γύρισε το Κιέριον, μια πολιτική παραβολή για τη σύγχρονη Ελλάδα: «Κιέριον· πόλη από τα γεωγραφικά του Στράβωνος, ρημαγμένη από τις λεηλασίες και την ξενοκρατία χώρα, που χάνει ακόμα και το όνομά της, για να ονομαστεί Κιέριον». Σίγουρα θυμίζουν κάτι όλα αυτά.
Η δικτατορία διέκοψε την πρόοδο της ταινίας και άλλαξε τον ρου του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που λίγο πριν είχε χαραχθεί από τον αριστουργηματικό Ουρανό (1962) του Κανελλόπουλου και εκείνη τη χρονιά –1966– από μια συστάδα ταινιών: Εκδρομή, του Κανελλόπουλου, Μέχρι το πλοίο, του Δαμιανού, Με τη λάμψη στα μάτια, του Γλυκοφρύδη, Πρόσωπο με πρόσωπο, του Μανθούλη, Ο θάνατος του Αλέξανδρου, του Κολλάτου κι ακόμα: Ο ζεστός μήνας Αύγουστος, του Καψάσκη,Τζίμης ο τίγρης, του Βούλγαρη, μαζί με επιτεύγματα του λαϊκού σινεμά: Ξεχασμένοι ήρωες, του Γαρδέλη, Ντάμα Σπαθί του Σκαλενάκη, Στεφανία, του Δαλιανίδη.
Τους έβαλα όλους μαζί για να δείξω το πλαίσιο, ό,τι πλαισιώνει την εποχή που ο Θέος γύριζε το Κιέριον. Δυστυχώς, η επάρατος 21η Απριλίου και η απύθμενη ιδεολογική-κομματική ιδιοτέλεια που προηγήθηκε και –δυστυχώς– ακολούθησε, οδήγησαν τη χώρα, μια πόλη Κιέριον, στον γύψο και τον Έλληνα να χάσει τον εαυτό του. Εκεί διακόπηκε και το νήμα του ελληνικού κινηματογράφου. Εδώ κι εγώ σταματώ. Για τον Θέο και το χαμένο μας σινεμά αξίζει να γραφτούν –ευκαιρίας δοθείσης– κι άλλα. Αιωνία η μνήμη και… οψόμεθα.
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/210096
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.