Η περιουσία των ιδιωτών στον πλανήτη εκτοξεύθηκε στα 210,9 τρις $, επεξηγώντας πολύ καλά σε ποιούς οφείλουν τα τεράστια χρέη τους τα κράτη και όλοι οι υπόλοιποι – ενώ έχει αποδειχθεί πως ο καπιταλισμός μπορεί μεν να επιβιώσει τόσο με μεγαλύτερο, όσο και με μικρότερο κράτος, αλλά πολύ δύσκολα με κραυγαλέες εισοδηματικές ανισότητες.
.
Ανάλυση
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, οι εισοδηματικές ανισότητες αυξάνονται χρόνο με το χρόνο – πως οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Υπάρχουν βέβαια περισσότεροι πλούσιοι, αλλά το μερίδιο του πλούτου μίας συνεχώς μειούμενης «αριστοκρατίας» κλιμακώνεται με ισχυρότερο ρυθμό – πολύ συχνά χωρίς καν να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά, αφού τα χρήματα τους εργάζονται μόνα τους στις αγορές, μέσω «εταιριών γραμματοκιβωτίων» σε φορολογικούς παραδείσους, καθώς επίσης με τη χρησιμοποίηση πρακτικών στα όρια της νομιμότητας.
Η «πώληση» τώρα της αυξανόμενης ανισότητας στους λαούς που κυβερνώνται πλέον από όλο και περισσότερους πολιτικούς μισθοφόρους των ελίτ, φαίνεται να έχει επιτυχία – με τη βοήθεια της ιδεολογίας του «Trickle Down Effect» που προέρχεται από τον Adam Smith και το βιβλίο του «Ο πλούτος των Εθνών». Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, η οποία δεν επαληθεύθηκε σχεδόν ποτέ, τα εξής:
«Η μεγέθυνση και ο πολλαπλασιασμός της παραγωγής σε όλους τους οικονομικούς τομείς, ως αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας, έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο του πλούτου – ο οποίος, σε μία καλά κυβερνώμενη χώρα, εξαπλώνεται από τα υψηλότερα στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού».
Ειδικότερα, το 2017 τα προσωπικά (ιδιωτικά) περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν κατά 12% σε σχέση με το 2016 – περισσότερο από τα προηγούμενα χρόνια, καθώς επίσης κατά πολύ περισσότερο από τους μισθούς των εργαζομένων, πόσο μάλλον από τις κοινωνικές παροχές. Σύμφωνα δε με την Boston Consulting Group, μόνο η περιουσία των ιδιωτών εκτοξεύθηκε στα 210,9 τρις $, επεξηγώντας πολύ καλά σε ποιούς οφείλουν τα τεράστια χρέη τους τα κράτη – τα 72,6 τρις $ των δημοσίων χρεών (πηγή) και τα 91,4 τρις $ των ιδιωτικών, συνολικά δηλαδή τα 164 τρις $ που ανέρχονται στο 225% του παγκοσμίου ΑΕΠ (πηγή).
Ενώ τώρα οι εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι το 2012 κατείχαν «μόλις» το 45% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων, έχουν υπερβεί πλέον το 50% ή τα 105 τρις $ – με τον αριθμό τους να γίνεται μικρότερος. Δημοσιεύονται δε ελεύθερα οι πίνακες, στους οποίους κατατάσσονται με κριτήριο τα περιουσιακά τους στοιχεία, χωρίς να τους προβληματίζει καθόλου – αφού γνωρίζουν πως οι άνθρωποι ονειρεύονται να ανήκουν στη δική τους ομάδα, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατόν να συμβεί, αρκεί να το προσπαθήσουν αρκετά.
Ιστορική αναδρομή
Περαιτέρω υπενθυμίζουμε ότι, πριν από το οικονομικό κραχ και τη Μεγάλη Ύφεση του 1930, το ύψος του ΑΕΠ των Η.Π.Α. ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, εντυπωσιακό στο συνολικό όγκο του. Εάν παρακολουθούσε όμως κανείς την πορεία του και τα εκατομμύρια μικρούς «παραποτάμους» του, θα συνειδητοποιούσε ότι, η χώρα ωφελούταν με πολύ άνισο τρόπο από τη ροή του. Περίπου 24.000 οικογένειες στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας αποκόμιζαν τριπλάσιο εισόδημα από τις 6.000.00 οικογένειες στη βάση της πυραμίδας – ενώ το μέσο εισόδημα των ευκατάστατων οικογενειών στην κορυφή ήταν 630 φορές μεγαλύτερο, από το εισόδημα των οικογενειών στη βάση.
Δυστυχώς όμως, αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα της εποχής. Ξεχασμένοι στο περιθώριο του ενθουσιασμού για την απεριόριστη ευημερία που θεωρούταν ότι θα προσέφερε ο καπιταλισμός («Όλοι θα πρέπει να γίνουν πλούσιοι», είχε πει ο τότε πρόεδρος των Δημοκρατικών), βρίσκονταν δύο εκατομμύρια άνεργοι Πολίτες ενώ, κρυμμένες πίσω από την κλασσική, μαρμάρινη τους πρόσοψη, οι τράπεζες χρεοκοπούσαν με ρυθμό δύο την ημέρα – επί έξι ολόκληρα έτη, πριν από το οικονομικό κραχ.
Ο μέσος Αμερικανός τότε, χρησιμοποιούσε την ευημερία του με αυτοκαταστροφικό τρόπο. Είχε συνάψει πάρα πολλά δάνεια, είχε εκτεθεί επικίνδυνα στις «σειρήνες» των αγορών, αγοράζοντας προϊόντα με δόσεις και είχε σφραγίσει τη μοίρα του με την αγορά μετοχών –τις οποίες αποκτούσε όχι με δικά του χρήματα, αλλά με δανεικά από τις τράπεζες. Η τραγική εξέλιξη όμως μπορεί να ήταν αναπόφευκτη, αλλά όχι προβλέψιμη, αφού σπάνια περνούσε ημέρα, χωρίς κάποια προσωπικότητα των ημερών, να διαβεβαιώνει το έθνος για την ευρωστία του – όπως διαπρεπείς οικονομολόγοι, πανεπιστημιακοί, επιχειρηματίες και πολιτικοί.
Μεταξύ των ετών 1930 και 1970, μετά δηλαδή τη Μεγάλη Ύφεση (η οποία κατέληξε δυστυχώς στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο), οι εισοδηματικές ανισότητες στις «δυτικές» οικονομίες περιορίσθηκαν σημαντικά – σε πλήρη αντίθεση με τις τελευταίες (μετά το 1970) δεκαετίες. Το 1928, οι υπερβολικά πλούσιοι των Η.Π.Α. απολάμβαναν το 5% των συνολικών εισοδημάτων της χώρας – σαράντα χρόνια αργότερα, το 1970, οι απολαβές τους δεν ξεπερνούσαν το 1% των συνολικών (σήμερα έχουν αυξηθεί ξανά, σαν αποτέλεσμα της «αντιστροφής» της πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών).
Τη χρονική αυτή περίοδο, η δύναμη των εργατικών συνδικάτων αυξανόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα την επίτευξη διαρκώς υψηλότερων μισθών για τους εργαζομένους – οι οποίοι έτσι συμμετείχαν στα επί πλέον έσοδα, στα κέρδη των επιχειρήσεων δηλαδή, τόσο από το ρυθμό ανάπτυξης, όσο και από την αύξηση της παραγωγικότητας τους. Σε μεγάλο βαθμό βέβαια «φρόντιζε» και το κράτος, το οποίο συμμετείχε ενεργητικά τόσο στην αναδιανομή των εισοδημάτων, όσο και στην καταπολέμηση της ανεργίας – δια μέσου κυρίως των δημοσίων επενδύσεων και της φορολογικής νομοθεσίας.
Οι κυβερνήσεις παρείχαν στους Πολίτες «γενναιόδωρα» αυξημένες κοινωνικές υπηρεσίες, αποσπώντας ένα μεγάλο μέρος των εσόδων από τους πλουσίους. Στη Μ. Βρετανία, ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής εισοδημάτων είχε πλησιάσει το 83% – ένα υπερδιπλάσιο ποσοστό από το σημερινό. Το κράτος πραγματοποιούσε μεγάλες επενδύσεις στην κοινωνική περίθαλψη και στην Παιδεία, ενώ χρηματοδοτούσε εξ ολοκλήρου τις πανεπιστημιακές σπουδές των παιδιών των εργαζομένων.
Αντίθετα, όσον αφορά τις χρηματαγορές, η κατάσταση ήταν εντελώς υποτονική – με μηδαμινές έως ανύπαρκτες ευκαιρίες κερδοφορίας. Η διεθνής ροή των Κεφαλαίων ήταν αυστηρά ελεγχόμενη, τα χρηματοπιστωτικά «προϊόντα» περιορισμένα, ενώ τα επενδυτικά στελέχη σπάνια κέρδιζαν περισσότερα, από αυτά που απασχολούνταν σε άλλες επιχειρήσεις. Παράλληλα, ούτε οι Πολίτες, αλλά ούτε και τα κράτη επιδίωκαν το δανεισμό – αφού δεν δαπανούσαν περισσότερα από όσα εισέπρατταν.
Δυστυχώς όμως, κάποια στιγμή η λογική χάθηκε εντελώς, οδηγώντας το τότε σύστημα στα όρια του. Η φορολογία αυξήθηκε υπερβολικά, ενώ τα συνδικάτα έχασαν το «μέτρο», απαιτώντας συνεχώς υψηλότερες αμοιβές, οι οποίες τελικά έθεσαν σε λειτουργία έναν σπειροειδή πληθωριστικό κύκλο – ενώ οι απεργίες εξουδετέρωσαν εντελώς την ομαλή οικονομική λειτουργία, «μονοδρομώντας» την Οικονομία σε τεράστια αδιέξοδα.
Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικές παροχές ξεπέρασαν τα όρια, σε σημείο που ήταν ασύμφορο πλέον να εργασθεί κανείς – αφού τα επιδόματα ανεργίας υπερέβαιναν κάποιες φορές ακόμη και τους μισθούς. Το διεθνές συναλλαγματικό σύστημα κατέρρευσε τελικά, με αποτέλεσμα να «εκκολαφθεί» η σχολή του Σικάγο – με τον οικονομολόγο R. Lucas, ο οποίος «απαίτησε» την πλήρη αλλαγή του τότε συστήματος.
«Η αναδιανομή των εισοδημάτων, οι αυστηροί κανόνες για τις αγορές και οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, είναι θάνατος για την ελεύθερη οικονομία», τεκμηρίωσε τη θέση του ο Robert Lucas, συνεχίζοντας:
«Όποιος υποχρεώνεται σε φορολόγηση ενός μεγάλου μέρους των εισοδημάτων του, καθώς επίσης όποιος μπορεί να στηριχθεί στη βοήθεια του κράτους, έχει ελάχιστα κίνητρα να εργασθεί, να επενδύσει ή να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του. Η ανισότητα είναι η βασική προϋπόθεση της ανάπτυξης και της δημιουργίας πλούτου, ενώ από μία δυναμικά αυξανόμενη οικονομία, κερδίζουν στο τέλος και οι φτωχοί. Η παλίρροια ανυψώνει όλες τις βάρκες» (=μία άλλη περιγραφή του Trickle Down Effect).
Η νέα εποχή
Στις θεωρίες αυτές βασίστηκαν τόσο ο R.Reagan, όσο και η M.Thatcher, στις προσπάθειες τους να μειώσουν το κράτος και να εξουδετερώσουν τα συνδικάτα. Όταν τελικά το κατάφεραν, ιδιωτικοποιώντας τις επιχειρήσεις και πουλώντας τη δημόσια περιουσία (στο βρετανικό δημόσιο ανήκει πλέον μία και μοναδική γέφυρα στον Τάμεση, αφού έχει ξεπουλήσει τα πάντα), η ανισότητα εκτοξεύτηκε στα ύψη – επειδή η αγορά δεν φροντίζει μόνη της ποτέ για ισότητα. Αυξήθηκαν επίσης γεωμετρικά τα δημόσια χρέη, όλων των χωρών, παρά τις αποκρατικοποιήσεις – όπως και τα ιδιωτικά, επειδή οι παγωμένοι ουσιαστικά μισθοί ανάγκαζαν τους ανθρώπους να δανειστούν για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Όπως αποδείχθηκε λοιπόν, οι αγορές ανταμείβουν δυσανάλογα τους εισοδηματικά ισχυρούς, βοηθώντας τους, μεταξύ άλλων, να χρεώνουν υψηλούς τόκους στα κεφάλαια τους. Επίσης, αμείβουν υπερβολικά αυτούς που διαθέτουν ιδιαίτερες ικανότητες, κληρονομικές ή επίκτητες, όπως και όσους έχουν την τύχη να εργάζονται σε αναπτυσσόμενους κλάδους. Ουσιαστικά λοιπόν «τιμωρούν» όλους τους άλλους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από περιορισμένες ικανότητες, φτωχούς προγόνους ή έχουν ατυχώς εκπαιδευθεί στο, λάθος για την εποχή, επάγγελμα.
Αναλυτικότερα, η χρονική περίοδος μετά την κατάργηση του κανόνα του χρυσού, αυτή δηλαδή που ξεκίνησε το 1971, ήταν αναμφίβολα εξαιρετικά αποδοτική για τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου – για όλους αυτούς που θεωρούνται πλούσιοι ή ικανοί. Τόσο τα εισοδήματα, όσο και τα «χαρτοφυλάκια» τους αυξάνονταν διαρκώς – γεγονός που διαπιστώνεται από το ότι, εάν ένας αμερικανός είχε συνολική περιουσία, τη δεκαετία του ’70, ύψους 75 εκ. $, ανήκε στους 400 πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας του, ενώ σήμερα απαιτούνται περισσότερα από 1 δις $.
Αντίθετα, η ίδια χρονική περίοδος ήταν μάλλον ουδέτερη για τους μισθωτούς, αφού το ετήσιο πραγματικό εισόδημα ενός μέσου αμερικανού εργαζομένου ήταν 45.879 $, παραμένοντας σχεδόν στάσιμο μέχρι πρόσφατα (45.113 $, με «αποπληθωρισμένα» στοιχεία). Στη Γερμανία, ακόμη και στην περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης μεταξύ των ετών 2004 και 2008, όπου τα κέρδη των επιχειρήσεων είχαν στην κυριολεξία «εκτοξευθεί», οι μέσες αμοιβές των εργαζομένων όχι μόνο δεν παρουσίασαν άνοδο, αλλά περιορίσθηκαν σημαντικά (γεγονός που συνέβαλλε, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, εις βάρος τόσο των Πολιτών της, όσο και των Ευρωπαίων-εταίρων της).
Στην Ελλάδα, οι αμοιβές διαφοροποιήθηκαν ελάχιστα μετά το 2000, παρά τον σχετικά μεγάλο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της – γεγονός που επεξηγεί την έντονη ύφεση που ακολούθησε την είσοδο του ΔΝΤ στη χώρα. Στη Μ. Βρετανία, οι ειδικές αμοιβές (Bonus) των στελεχών του χρηματοπιστωτικού κλάδου ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ενώ οι μισθοί των υπολοίπων εργαζομένων παρέμειναν στα ίδια επίπεδα των προηγουμένων ετών.
Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες υποχώρησε βέβαια η φτώχεια σε απόλυτα μεγέθη, αλλά οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις αυξήθηκαν δραματικά – ηττημένοι και εδώ οι απλοί εργαζόμενοι, «νικητές» όλοι όσοι στήριξαν τα εισοδήματα τους στις κεφαλαιακές «προμήθειες». Στην Κίνα, δέκα μόλις χρόνια πριν, το 50% του ΑΕΠ δαπανούνταν σε μισθούς και ημερομίσθια – πρόσφατα, είχε περιορισθεί στο 40%.
Στην Ινδία κέρδισαν κυρίως οι ανώτερες εισοδηματικές τάξεις από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90 – ενώ στη Βραζιλία, μετά την επιδρομή του «Ταμείου», οι πλούσιοι ζουν σε οχυρωμένες περιοχές και σε ασφαλή διαμερίσματα, για να προστατεύονται από τους πολυάριθμους φτωχούς. Σύμφωνα δε με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, «Οι ανισότητες αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση ίσως τα φτωχότερα κράτη του πλανήτη» – ενώ πάνω από 2 δις άνθρωποι σήμερα θεωρούνται εντελώς άχρηστοι για το σύστημα.
Κοινό «πολιτικό» χαρακτηριστικό αυτής της χρονικής περιόδου ήταν αναμφίβολα, όπως αναφέραμε στην αρχή, η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος της σχολής του Σικάγο – μέσα από τις μεταρρυθμίσεις του προέδρου R.Reagan στις Η.Π.Α. και της M.Thatcher στην («πάλαι ποτέ» Μεγάλη) Βρετανία.
Ολοκληρώνοντας, ο περιορισμός του κράτους, η αποκρατικοποίηση όλων των επιχειρήσεων του δημοσίου, καθώς επίσης η πώληση της κρατικής περιουσίας κυριάρχησαν – με τεκμηριωμένα (ιστορικά) αποτελέσματα, την υπερχρέωση κρατών και νοικοκυριών, την διατήρηση των μισθών σε σταθερά, χαμηλά επίπεδα, την εξουδετέρωση των συνδικαλιστικών κινημάτων, την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, την άνοδο των μονοπωλίων, τις επιθέσεις του «Ταμείου», καθώς επίσης την παντοδυναμία του αδρανούς, κερδοσκοπικού Κεφαλαίου – των πάσης φύσεως δηλαδή χρηματοπιστωτικών «αγορών».
Επίλογος
Η παγκόσμια οικονομία, παρά τη «θεραπεία», στην οποία υποβλήθηκε από τους Reagan-Thatcher, δεν αναπτύχθηκε γρηγορότερα, σε σχέση με την προηγούμενη χρονική περίοδο – δεν ωφελήθηκε δηλαδή από τις αποκρατικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
Σε πλήρη αντίθεση μάλιστα με τη «νέα τάξη πραγμάτων» της αγγλοσαξονικής σχολής, μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, οι Σκανδιναβικές, διατηρούν ακόμη υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, καθώς επίσης ένα μεγάλο κοινωνικό κράτος – με δημοσίους υπαλλήλους που πλησιάζουν το 30% των εργαζομένων (περί το 12% στην Ελλάδα). Πως αιτιολογείται λοιπόν κάτι τέτοιο;
Είναι αρκετοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι, οι άνθρωποι δεν εργάζονται μόνο για τα χρήματα – αλλά από ενδιαφέρον για τη δουλειά τους, καθώς επίσης με στόχο την «αναγνώριση», την εκτίμηση καλύτερα τόσο της προσωπικότητας, όσο και της εργασίας τους, από το κοινωνικό περιβάλλον. Κατά τους ίδιους, το αληθινό «κλειδί» για τον πλούτο είναι η πρόσβαση σε μία καλύτερη εκπαίδευση, η κοινωνική σταθερότητα και η ποιότητα των υποδομών – στοιχεία πολύ πιο σημαντικά από τα κίνητρα, τα οποία «πηγάζουν» από το «κυνήγι» του κέρδους και από τις μεγάλες εισοδηματικές διαφορές.
Πολύ συχνά ακούει κανείς επίσης ότι, η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος, καθώς επίσης η παγκοσμιοποίηση, δημιουργούν συνεχώς αυξανόμενες ανισότητες. Εν τούτοις, τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι πλέον τόσο αυτονόητα, όσο υποθέταμε πριν – αφού ειδικά στις χώρες με υψηλή τεχνολογία και ελεύθερα σύνορα, στις «ανοιχτές κοινωνίες» δηλαδή της Σουηδίας και της Φιλανδίας, για παράδειγμα, η ανισότητα είναι πολύ περιορισμένη.
Η χρήση των μηχανών, καθώς επίσης η ελεύθερη ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών, χωρίς δασμούς ή άλλα «κρατικά» εμπόδια, ασφαλώς συμβάλλουν την καταστροφή εργατικών θέσεων – δημιουργώντας όμως παράλληλα άλλες, σε «νέες» περιοχές. Αξιωματικά δε το κράτος μπορεί να φροντίζει έτσι ώστε, να μη γίνονται πλούσιοι μερικοί μόνο Πολίτες του, αλλά όλοι μαζί.
Περαιτέρω, οι αμερικανοί προσπάθησαν να καταπολεμήσουν το φαινόμενο της συγκέντρωσης πλούτου σε λίγους (το οποίο οι ίδιοι δημιούργησαν, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της κατανάλωσης, λόγω των αντίστοιχα χαμηλών μισθών της πλειοψηφίας των εργαζομένων), με τη βοήθεια των αυξημένων «καταναλωτικών» δανείων προς τις εισοδηματικά ασθενέστερες τάξεις (αντί της φορολόγησης της κληρονομιάς και των πλουσίων).
Όπως όμως γνωρίζουμε, οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν στην τεράστια παγκόσμια κρίση, η οποία ξεκίνησε με την αγορά ακινήτων επί πιστώσει, με στόχο τη μεταπώληση τους με κέρδος, έτσι ώστε να αυξάνεται η κατανάλωση – έως ότου οι τιμές των ακινήτων κατέρρευσαν, κάνοντας αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανείων στις τράπεζες.
Δεν μπορεί λοιπόν παρά να αναρωτιέται κανείς σήμερα, εάν η μαζική «επίθεση» εναντίον του κοινωνικού κράτους, ήταν από οικονομικής πλευράς αναγκαία – ή μήπως θα ήταν αρκετή μία απλή διόρθωση των υπερβολών του 1970, τις οποίες προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό τα εργατικά συνδικάτα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι ο καπιταλισμός, η ελεύθερη αγορά καλύτερα, μπορεί να επιβιώσει τόσο με μεγαλύτερο, όσο και με μικρότερο κράτος – πολύ δύσκολα όμως με κραυγαλέες εισοδηματικές ανισότητες. Η ερώτηση επομένως, το ζητούμενο καλύτερα της ιδανικής κατανομής των εισοδημάτων, δεν αφορά ουσιαστικά την Οικονομία, αλλά την Πολιτική – παρά το ότι οι σημερινοί πολιτικοί δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
ΠΗΓΗ:https://analyst.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.