Τα αποτελέσματα της Α' Σταυροφορίας για τους Βυζαντινούς
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Η επιτυχία της Α’ Σταυροφορίας, παρ’ όλες τις κακουχίες και τις πολλές φορές που έφθασε στο χείλος της καταστροφής, προκάλεσε τεράστιο ενθουσιασμό στη Δύση. Μετά τη μάχη της Ασκαλώνος οι περισσότεροι σταυροφόροι θεώρησαν πως το προσκύνημα τους είχε εκπληρωθεί και επέστρεψαν στην Ευρώπη, αμέσως όμως τα νέα της καταλήψεως των Αγίων Τόπων προκάλεσαν την εισροή ακόμη περισσοτέρων ιπποτών, με αποστολή την υπεράσπιση των νέων χριστιανικών κρατιδίων. Ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης επέστρεψε στην Ευρώπη και οργάνωσε μία νέα Σταυροφορία για την ενίσχυση των φραγκικών θέσεων στην Ανατολή. Η εκστρατεία του 1101 όμως κατέληξε σε πανωλεθρία, αφού οι Σελτζούκοι συνέτριψαν τους σταυροφόρους στην Αμάσεια του Πόντου. Άλλες απόπειρες από το Γουλιέλμο της Βαυαρίας και το Γουλιέλμο του Πουατιέ επίσης οδηγήθηκαν σε σφαγή από τους μουσουλμάνους. Ο Ραϋμόνδος όμως επέμεινε και οργάνωσε μία τρίτη αποστολή, η οποία έφθασε στο Λίβανο δια θαλάσσης. Με τη βοήθεια των Βυζαντινών οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Τρίπολη (1105), ιδρύοντας την ομώνυμη κομητεία και τελευταίο από τα Σταυροφορικά Κράτη.
Ο κόμης της Τουλούζης όμως δεν έζησε να δει τη δικαίωση του, καθώς πέθανε λίγο πριν την πτώση της πόλεως. Τέλος, περισσότερο επιτυχημένο από τα περισσότερα σταυροφορικά κινήματα ενισχύσεως υπήρξε αυτό των Νορβηγών, οι οποίοι υπό την ηγεσία του βασιλιά Σιγούρδου έπλευσαν ως την Παλαιστίνη, νίκησαν τους Φατιμίδες, εγκαθίδρυσαν την Αρχοντία της Σιδώνος και επέστρεψαν στην πατρίδα τους (1107-1110). Στην επιστροφή οι Νορβηγοί πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη, όπου έτυχαν θερμής υποδοχής και παρέδωσαν το στόλο τους στον Αλέξιο, γυρνώντας ύστερα από ξηράς.
Το νέο καθεστώς της Μέσης Ανατολής, όσον αφορά τις σχέσεις Βυζαντίου και Σταυροφορικών Κρατών, ήδη πριν την κατάληψη της Ιερουσαλήμ φαινόταν πως θα χαρακτηρίζεται από κρίσεις και τριβές αναμεταξύ των χριστιανικών δυνάμεων. Η φραγκική διέλευση από τα Βαλκάνια και τα γεγονότα της Νικαίας και της Αντιοχείας είχαν επιδεινώσει πολύ το διμερές κλίμα και είχαν εξανεμίσει την όποια εμπιστοσύνη και αίσθηση κοινού σκοπού που ίσως υπήρχαν. Βασική εστία αναταραχής και αψηφίσεως της βυζαντινής ηγεμονίας ήταν το Πριγκιπάτο της Αντιοχείας, από όπου ο Βοημούνδος όχι μόνο αρνείτο πεισματικώς να αναγνωρίσει τον Αλέξιο ως κύριο του, αλλά λεηλατούσε διαρκώς τα εδάφη της νοτίου Μικράς Ασίας (Κιλικία κ.α.) όπου είχαν εν τω μεταξύ προωθηθεί βυζαντινές δυνάμεις. Ο Βοημούνδος τελικά αιχμαλωτίστηκε σε μία επίθεση κατά των Τούρκων (1100). Τρία χρόνια αργότερα απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Αντιόχεια, όπου εν τω μεταξύ διοικούσε εξ ονόματος του ο Ταγκρέδος, συνεχίζοντας τον πόλεμο κατά των Βυζαντινών. Το 1104 οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στην Κιλικία, ενώ παράλληλα βοήθησαν τον άσπονδο αντίπαλο του Βοημούνδου, Ραϋμόνδο, να καταλάβει την Τρίπολη. Ο Βοημούνδος αντέδρασε ταξιδεύοντας στην Ευρώπη και ξεκινώντας μία μεγάλη περιοδεία ανά τις βασιλικές αυλές, ζητώντας βοήθεια. Διαλαλώντας τα κατορθώματα του κατά των μουσουλμάνων και τη φερόμενη ως δολιότητα και προδοσία των Βυζαντινών, ο Νορμανδός πρίγκηπας κέρδισε τη συμπάθεια πολλών βασιλέων και συγκέντρωσε ένα στράτευμα 34.000 ανδρών για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Παρ’ όλα αυτά η εκστρατεία του δεν έλαβε καθεστώς Σταυροφορίας από τον πάπα Πασχάλη (ο Ουρβανός είχε πεθάνει το 1099).
Ο Ταγκρέδος, ανεψιός του Βοημούνδου,υπήρξε θρυλική προωπικότητα των Σταυροφοριών
Το 1107 ο στρατός του Βοημούνδου αποβιβάστηκε στις αλβανικές ακτές, όμως οι Βυζαντινοί με τη βοήθεια των Βενετών τους επέβαλαν θαλάσσιο αποκλεισμό, κλείνοντας παράλληλα τα ορεινά περάσματα πως το εσωτερικό των Βαλκανίων. Καταβεβλημένοι από την πείνα οι Δυτικοί αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η σύγκρουση έληξε με τη συνθήκη της Δεαβόλεως (1108), κατά την οποία ο Βοημούνδος αναγνώρισε τη βυζαντινή επικυριαρχία (εντασσόμενος στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία υπό τους τίτλους του σεβαστού και του δουκός), κρατώντας τη διοίκηση της Αντιοχείας αλλά επιστρέφοντας την Κιλικία. Το 1111 ο Βοημούνδος πέθανε και τον διεδέχθη ο Ταγκρέδος, που εκμεταλλευόμενος τον πόλεμο των Βυζαντινών με τους Τούρκους αρνήθηκε ξανά τα δικαιώματα του Αλεξίου. Το ζήτημα της Αντιοχείας θα απασχολούσε το Βυζάντιο για έναν αιώνα ακόμη.
Εν ολίγοις, τέσσερα Σταυροφορικά Κράτη είχαν ιδρυθεί στην ανατολή. Κορυφαίο όλων ίστατο το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Σύντομα μετά την άλωση της πόλεως ο Γοδεφρείδος πέθανε και την εξουσία ανέλαβε ο αδελφός του, ανακηρυσσόμενος επισήμως βασιλεύς. Κατά το φεουδαρχικό σύστημα το βασίλειο είχε σχέση ηγεμόνος-υποτελούς με τις κομητείες της Τριπόλεως και την Εδέσσης και τη πριγκιπάτο της Αντιοχείας. Με τη σειρά του κάθε κράτος χωριζόταν περεταίρω σε φέουδα. Οι σταυροφόροι μετέφεραν το δυτικό πολιτισμό και πολιτικό σύστημα στη Μέση Ανατολή. Γέμισαν την περιοχή με κάστρα, εγκατέστησαν ιππότες και ίδρυσαν τάγματα μοναχών-πολεμιστών, κατά το πρότυπο της δυτικής θεολογίας του πολέμου και με αποστολή την υπεράσπιση των προσκυνητών. Τα σημαντικότερα από αυτά τα τάγματα ήταν των Ιπποτών του Ναού (Ναΐτες), του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννου (Οσπιτάλιοι-Ιωαννίτες) και του λεπροκομείου του Αγίου Λαζάρου (Λαζαρίτες). Το εκκλησιαστικό καθεστώς των νέων κρατών δημιούργησε περιπλοκές με το Βυζάντιο, αφού και στην Αντιόχεια και στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν ελληνικά, αρμενικά και συριακά πατριαρχεία, τα οποία όμως παραγκωνίστηκαν για να ιδρυθούν νέα, λατινικά. Το ελληνικό πατριαρχείο Αντιοχείας ανασυστάθηκε ως όρος της συνθήκης της Δεαβόλεως, όμως ο πατριάρχης Ιεροσολύμων αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη και ως το 1187 η ορθόδοξη έδρα βρισκόταν σε εξορία. Οι κατά καιρούς αποκλειστική οικειοποίηση της Εκκλησίας του Παναγίου Τάφου (αναστηλωθείσης με τεράστια βυζαντινά έξοδα μετά το 1026) από τους Λατίνους αποξένωσε τον εντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Αλλά και το φεουδαρχικό σύστημα ήταν ιδιόμορφο, αφού τα τρία μικρά κράτη ήταν ταυτοχρόνως υποτελή στο Βυζαντινό αυτοκράτορα και το βασιλέα της Ιερουσαλήμ. Εάν η Αντιόχεια αποτελούσε αγκάθι στα πλευρά του Βυζαντίου, η κομητεία της Τριπόλεως παρέμενε πιστή, ενώ η Έδεσσα έκοβε νόμισμα με ελληνική επιγραφή, ως έμμεση αναγνώριση της υποτελείας της. Οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να χειριστούν τους Φράγκους με ένα μείγμα διπλωματίας και απειλών, με συνηθέστερη και αποτελεσματικότερη αυτήν της διακοπής του εφοδιασμού με σιτηρά μέσω της Κύπρου.
Από την άλλη τα Σταυροφορικά Κράτη ήταν αναποφεύκτως τρωτά. Γεωγραφικά, συνιστούσαν μία στενή, επιμήκη λωρίδα γης από τον Άνω Ευφράτη ως τη χερσόνησο του Σινά. Αυτό τα καθιστούσε πολύ ευάλωτα, καθώς η απόλυτη έλλειψη στρατηγικού βάθους έφερνε κάθε φορά τους μουσουλμανικούς στρατούς έξω από τα σημαντικά τους κέντρα, αφήνοντας μικρό περιθώριο ελιγμών και διαδοχικών γραμμών ανασχέσεως. Κατοικημένα από ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών επί των οποίων κυριαρχούσε ένας μικρός αριθμός Δυτικών, είχαν χαμηλή κοινωνική συνοχή. Για την επιβίωση τους χρειαζόταν σταθερή ροή τροφίμων μέσω του Βυζαντίου και διαρκής έλευση νέων πολεμιστών από την Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, η πολιτική σκηνή των κρατών χαρακτηρίστηκε από διαρκείς δολοπλοκίες, εσωτερικές συγκρούσεις και ταραχές μεταξύ φατριών, εμποδίζοντας την εδραίωση κλίματος σταθερότητος. Παρ’ όλην την καταφανή νίκη της, η Α’ Σταυροφορία είχε δημιουργήσει ένα μη βιώσιμο και δύσκολα υπερασπίσιμο εδαφικό καθεστώς. Όπως θα φανεί παρακάτω, η Outremer δεν άνθισε για πολύ.
Μετά τις σταυροφορίες ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στη Μικρά Ασία και στον αγώνα κατά των Τούρκων. Οι Σελτζούκοι έκαναν διαρκείς επιδρομές προσπαθώντας να ανακόψουν την αυτοκρατορική ανάκτηση, όμως οι προσπάθειες τους ανατράπηκαν από την αποτελεσματική βυζαντινή άμυνα και αντεπιθέσεις του προώθησαν το μέτωπο ως τη Φρυγία και τη Γαλατία. Το 1116, παρ’ ότι βαριά άρρωστος από ποδάγρα, ο Αλέξιος ηγήθηκε εκστρατείας εναντίον του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ, που απειλούσε τα βυζαντινά μικρασιατικά εδάφη. Στη μάχη του Φιλομηλίου οι Σελτζούκοι συνετρίβησαν. Η νίκη αυτή σταθεροποίησε το ανατολικό μέτωπο, με όλες τις κατά καιρούς οπισθοχωρήσεις και προελάσεις, για τα επόμενα 200 περίπου χρόνια. Οι Βυζαντινοί είχαν απελευθερώσει τα παράλια και το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, όμως το Σουλτανάτο του Ρουμ (με νέα έδρα το Ικόνιο) και το εμιράτο των Δανισμενδιδών είχαν σταθεροποιηθεί στα κεντρικά και ανατολικά ορεινά τμήματα, από όπου εξαπέλυαν αδιάκοπες επιδρομές. Το 1118 ο Αλέξιος πέθανε, αφήνοντας μία αυτοκρατορία σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το χάος που παρέλαβε.
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Η επιτυχία της Α’ Σταυροφορίας, παρ’ όλες τις κακουχίες και τις πολλές φορές που έφθασε στο χείλος της καταστροφής, προκάλεσε τεράστιο ενθουσιασμό στη Δύση. Μετά τη μάχη της Ασκαλώνος οι περισσότεροι σταυροφόροι θεώρησαν πως το προσκύνημα τους είχε εκπληρωθεί και επέστρεψαν στην Ευρώπη, αμέσως όμως τα νέα της καταλήψεως των Αγίων Τόπων προκάλεσαν την εισροή ακόμη περισσοτέρων ιπποτών, με αποστολή την υπεράσπιση των νέων χριστιανικών κρατιδίων. Ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης επέστρεψε στην Ευρώπη και οργάνωσε μία νέα Σταυροφορία για την ενίσχυση των φραγκικών θέσεων στην Ανατολή. Η εκστρατεία του 1101 όμως κατέληξε σε πανωλεθρία, αφού οι Σελτζούκοι συνέτριψαν τους σταυροφόρους στην Αμάσεια του Πόντου. Άλλες απόπειρες από το Γουλιέλμο της Βαυαρίας και το Γουλιέλμο του Πουατιέ επίσης οδηγήθηκαν σε σφαγή από τους μουσουλμάνους. Ο Ραϋμόνδος όμως επέμεινε και οργάνωσε μία τρίτη αποστολή, η οποία έφθασε στο Λίβανο δια θαλάσσης. Με τη βοήθεια των Βυζαντινών οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Τρίπολη (1105), ιδρύοντας την ομώνυμη κομητεία και τελευταίο από τα Σταυροφορικά Κράτη.
Ο κόμης της Τουλούζης όμως δεν έζησε να δει τη δικαίωση του, καθώς πέθανε λίγο πριν την πτώση της πόλεως. Τέλος, περισσότερο επιτυχημένο από τα περισσότερα σταυροφορικά κινήματα ενισχύσεως υπήρξε αυτό των Νορβηγών, οι οποίοι υπό την ηγεσία του βασιλιά Σιγούρδου έπλευσαν ως την Παλαιστίνη, νίκησαν τους Φατιμίδες, εγκαθίδρυσαν την Αρχοντία της Σιδώνος και επέστρεψαν στην πατρίδα τους (1107-1110). Στην επιστροφή οι Νορβηγοί πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη, όπου έτυχαν θερμής υποδοχής και παρέδωσαν το στόλο τους στον Αλέξιο, γυρνώντας ύστερα από ξηράς.
Το νέο καθεστώς της Μέσης Ανατολής, όσον αφορά τις σχέσεις Βυζαντίου και Σταυροφορικών Κρατών, ήδη πριν την κατάληψη της Ιερουσαλήμ φαινόταν πως θα χαρακτηρίζεται από κρίσεις και τριβές αναμεταξύ των χριστιανικών δυνάμεων. Η φραγκική διέλευση από τα Βαλκάνια και τα γεγονότα της Νικαίας και της Αντιοχείας είχαν επιδεινώσει πολύ το διμερές κλίμα και είχαν εξανεμίσει την όποια εμπιστοσύνη και αίσθηση κοινού σκοπού που ίσως υπήρχαν. Βασική εστία αναταραχής και αψηφίσεως της βυζαντινής ηγεμονίας ήταν το Πριγκιπάτο της Αντιοχείας, από όπου ο Βοημούνδος όχι μόνο αρνείτο πεισματικώς να αναγνωρίσει τον Αλέξιο ως κύριο του, αλλά λεηλατούσε διαρκώς τα εδάφη της νοτίου Μικράς Ασίας (Κιλικία κ.α.) όπου είχαν εν τω μεταξύ προωθηθεί βυζαντινές δυνάμεις. Ο Βοημούνδος τελικά αιχμαλωτίστηκε σε μία επίθεση κατά των Τούρκων (1100). Τρία χρόνια αργότερα απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Αντιόχεια, όπου εν τω μεταξύ διοικούσε εξ ονόματος του ο Ταγκρέδος, συνεχίζοντας τον πόλεμο κατά των Βυζαντινών. Το 1104 οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στην Κιλικία, ενώ παράλληλα βοήθησαν τον άσπονδο αντίπαλο του Βοημούνδου, Ραϋμόνδο, να καταλάβει την Τρίπολη. Ο Βοημούνδος αντέδρασε ταξιδεύοντας στην Ευρώπη και ξεκινώντας μία μεγάλη περιοδεία ανά τις βασιλικές αυλές, ζητώντας βοήθεια. Διαλαλώντας τα κατορθώματα του κατά των μουσουλμάνων και τη φερόμενη ως δολιότητα και προδοσία των Βυζαντινών, ο Νορμανδός πρίγκηπας κέρδισε τη συμπάθεια πολλών βασιλέων και συγκέντρωσε ένα στράτευμα 34.000 ανδρών για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Παρ’ όλα αυτά η εκστρατεία του δεν έλαβε καθεστώς Σταυροφορίας από τον πάπα Πασχάλη (ο Ουρβανός είχε πεθάνει το 1099).
Ο Ταγκρέδος, ανεψιός του Βοημούνδου,υπήρξε θρυλική προωπικότητα των Σταυροφοριών |
Το 1107 ο στρατός του Βοημούνδου αποβιβάστηκε στις αλβανικές ακτές, όμως οι Βυζαντινοί με τη βοήθεια των Βενετών τους επέβαλαν θαλάσσιο αποκλεισμό, κλείνοντας παράλληλα τα ορεινά περάσματα πως το εσωτερικό των Βαλκανίων. Καταβεβλημένοι από την πείνα οι Δυτικοί αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η σύγκρουση έληξε με τη συνθήκη της Δεαβόλεως (1108), κατά την οποία ο Βοημούνδος αναγνώρισε τη βυζαντινή επικυριαρχία (εντασσόμενος στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία υπό τους τίτλους του σεβαστού και του δουκός), κρατώντας τη διοίκηση της Αντιοχείας αλλά επιστρέφοντας την Κιλικία. Το 1111 ο Βοημούνδος πέθανε και τον διεδέχθη ο Ταγκρέδος, που εκμεταλλευόμενος τον πόλεμο των Βυζαντινών με τους Τούρκους αρνήθηκε ξανά τα δικαιώματα του Αλεξίου. Το ζήτημα της Αντιοχείας θα απασχολούσε το Βυζάντιο για έναν αιώνα ακόμη.
Εν ολίγοις, τέσσερα Σταυροφορικά Κράτη είχαν ιδρυθεί στην ανατολή. Κορυφαίο όλων ίστατο το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Σύντομα μετά την άλωση της πόλεως ο Γοδεφρείδος πέθανε και την εξουσία ανέλαβε ο αδελφός του, ανακηρυσσόμενος επισήμως βασιλεύς. Κατά το φεουδαρχικό σύστημα το βασίλειο είχε σχέση ηγεμόνος-υποτελούς με τις κομητείες της Τριπόλεως και την Εδέσσης και τη πριγκιπάτο της Αντιοχείας. Με τη σειρά του κάθε κράτος χωριζόταν περεταίρω σε φέουδα. Οι σταυροφόροι μετέφεραν το δυτικό πολιτισμό και πολιτικό σύστημα στη Μέση Ανατολή. Γέμισαν την περιοχή με κάστρα, εγκατέστησαν ιππότες και ίδρυσαν τάγματα μοναχών-πολεμιστών, κατά το πρότυπο της δυτικής θεολογίας του πολέμου και με αποστολή την υπεράσπιση των προσκυνητών. Τα σημαντικότερα από αυτά τα τάγματα ήταν των Ιπποτών του Ναού (Ναΐτες), του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννου (Οσπιτάλιοι-Ιωαννίτες) και του λεπροκομείου του Αγίου Λαζάρου (Λαζαρίτες). Το εκκλησιαστικό καθεστώς των νέων κρατών δημιούργησε περιπλοκές με το Βυζάντιο, αφού και στην Αντιόχεια και στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν ελληνικά, αρμενικά και συριακά πατριαρχεία, τα οποία όμως παραγκωνίστηκαν για να ιδρυθούν νέα, λατινικά. Το ελληνικό πατριαρχείο Αντιοχείας ανασυστάθηκε ως όρος της συνθήκης της Δεαβόλεως, όμως ο πατριάρχης Ιεροσολύμων αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη και ως το 1187 η ορθόδοξη έδρα βρισκόταν σε εξορία. Οι κατά καιρούς αποκλειστική οικειοποίηση της Εκκλησίας του Παναγίου Τάφου (αναστηλωθείσης με τεράστια βυζαντινά έξοδα μετά το 1026) από τους Λατίνους αποξένωσε τον εντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Αλλά και το φεουδαρχικό σύστημα ήταν ιδιόμορφο, αφού τα τρία μικρά κράτη ήταν ταυτοχρόνως υποτελή στο Βυζαντινό αυτοκράτορα και το βασιλέα της Ιερουσαλήμ. Εάν η Αντιόχεια αποτελούσε αγκάθι στα πλευρά του Βυζαντίου, η κομητεία της Τριπόλεως παρέμενε πιστή, ενώ η Έδεσσα έκοβε νόμισμα με ελληνική επιγραφή, ως έμμεση αναγνώριση της υποτελείας της. Οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να χειριστούν τους Φράγκους με ένα μείγμα διπλωματίας και απειλών, με συνηθέστερη και αποτελεσματικότερη αυτήν της διακοπής του εφοδιασμού με σιτηρά μέσω της Κύπρου.
Από την άλλη τα Σταυροφορικά Κράτη ήταν αναποφεύκτως τρωτά. Γεωγραφικά, συνιστούσαν μία στενή, επιμήκη λωρίδα γης από τον Άνω Ευφράτη ως τη χερσόνησο του Σινά. Αυτό τα καθιστούσε πολύ ευάλωτα, καθώς η απόλυτη έλλειψη στρατηγικού βάθους έφερνε κάθε φορά τους μουσουλμανικούς στρατούς έξω από τα σημαντικά τους κέντρα, αφήνοντας μικρό περιθώριο ελιγμών και διαδοχικών γραμμών ανασχέσεως. Κατοικημένα από ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών επί των οποίων κυριαρχούσε ένας μικρός αριθμός Δυτικών, είχαν χαμηλή κοινωνική συνοχή. Για την επιβίωση τους χρειαζόταν σταθερή ροή τροφίμων μέσω του Βυζαντίου και διαρκής έλευση νέων πολεμιστών από την Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, η πολιτική σκηνή των κρατών χαρακτηρίστηκε από διαρκείς δολοπλοκίες, εσωτερικές συγκρούσεις και ταραχές μεταξύ φατριών, εμποδίζοντας την εδραίωση κλίματος σταθερότητος. Παρ’ όλην την καταφανή νίκη της, η Α’ Σταυροφορία είχε δημιουργήσει ένα μη βιώσιμο και δύσκολα υπερασπίσιμο εδαφικό καθεστώς. Όπως θα φανεί παρακάτω, η Outremer δεν άνθισε για πολύ.
Μετά τις σταυροφορίες ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στη Μικρά Ασία και στον αγώνα κατά των Τούρκων. Οι Σελτζούκοι έκαναν διαρκείς επιδρομές προσπαθώντας να ανακόψουν την αυτοκρατορική ανάκτηση, όμως οι προσπάθειες τους ανατράπηκαν από την αποτελεσματική βυζαντινή άμυνα και αντεπιθέσεις του προώθησαν το μέτωπο ως τη Φρυγία και τη Γαλατία. Το 1116, παρ’ ότι βαριά άρρωστος από ποδάγρα, ο Αλέξιος ηγήθηκε εκστρατείας εναντίον του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ, που απειλούσε τα βυζαντινά μικρασιατικά εδάφη. Στη μάχη του Φιλομηλίου οι Σελτζούκοι συνετρίβησαν. Η νίκη αυτή σταθεροποίησε το ανατολικό μέτωπο, με όλες τις κατά καιρούς οπισθοχωρήσεις και προελάσεις, για τα επόμενα 200 περίπου χρόνια. Οι Βυζαντινοί είχαν απελευθερώσει τα παράλια και το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, όμως το Σουλτανάτο του Ρουμ (με νέα έδρα το Ικόνιο) και το εμιράτο των Δανισμενδιδών είχαν σταθεροποιηθεί στα κεντρικά και ανατολικά ορεινά τμήματα, από όπου εξαπέλυαν αδιάκοπες επιδρομές. Το 1118 ο Αλέξιος πέθανε, αφήνοντας μία αυτοκρατορία σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το χάος που παρέλαβε.
Η πανωλεθρία της Β' Σταυροφορίας
Η κομητεία της Εδέσσης ήταν το πρωτότοκο από τα Σταυροφορικά Κράτη και έμελε να είναι και το πρώτο θύμα της μουσουλμανικής αντεπιθέσεως. Το 1144 ο Εμαδεντίν Ζεγκί, εμίρης της Μοσούλης και της Συρίας, κατέλαβε την πόλη και προχώρησε στη σφαγή των Λατίνων χριστιανών κατοίκων της. Η είδηση προκάλεσε τρόμο και αγανάκτηση στην Ευρώπη, με τον πάπα Ευγένιο Γ’ να κηρύττει την έναρξη μίας νέας Σταυροφορίας. Πνευματικός πατέρας της αναδείχθηκε ο (μετέπειτα άγιος) Βερνάρδος του Κλαιρβώ, του οποίου οι πύρινοι λόγοι συγκινούσαν χιλιάδες, από τους πλέον ασήμους ως τους ισχυροτέρους. Στην κλήση του ανταποκρίθηκαν οι δύο επιφανέστεροι και ισχυρότεροι βασιλείς της Ευρώπης, ο Κορράδος Γ’ της Γερμανίας και ο Λουδοβίκος Ζ’ της Γαλλίας. Την υπόθεση της Εδέσσης έκανε πιο επείγουσα η δεύτερη άλωση της από τον Νουρεντίν, γιο του Ζεγκί, καθώς οι σταυροφόροι την είχαν πρόσκαιρα ανακτήσει. Ο εμίρης ισοπέδωσε την πόλη και εξολόθρευσε ολόκληρο το χριστιανικό πληθυσμό της, Έλληνες, Συρίους και Αρμενίους (1146). Το Μάιο του 1147 ο γερμανικός στρατός ξεκίνησε την πορεία του, ακολουθούμενος λίγο αργότερα από τον γαλλικό.
Η έναρξη της σταυροφορίας βρήκε στο βυζαντινό θρόνο τον Μανουήλ Α' (1143-1180), τον μικρότερο γιο του εκλιπόντος Ιωάννου Β'. Τα προηγούμενα χρόνια οι προσπάθειες του τελευταίου να συνεργαστεί με τα σταυροφορικά κράτη της ανατολής υπήρξαν μάταιες, λόγω του ότι οι Φράγκοι ηγεμονίσκοι δε δέχονταν τη συμπεφωνημένη βυζαντινή ηγεμονία, παρά μόνο υπό την απειλή των όπλων. Η άνοδος του Μανουήλ όμως εγκαινίασε μία νέα, πιο αισιόδοξη εποχή στενής επαφής της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης με το δυτικό κόσμο και τα μεσανατολικά του παραρτήματα. Ο Μανουήλ εμπνεόταν απολύτως από το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό ιδεώδες, φιλοδοξώντας να αποκαταστήσει το Βυζάντιο ως κυρίαρχη δύναμη σε όλην τη χριστιανική οικουμένη και να άρει τους φραγμούς με τη Δύση. Η φιλόδοξη αντίληψη του εαυτού του ως κοσμοκράτορος συνοδευόταν από θαυμασμό για το δυτικό πολιτισμό, τον οποίο ήθελε να ενσωματώσει στο βυζαντινό. Νυμφεύθηκε δύο δυτικές πριγκίπισσες και γέμισε την ανακτορική αυλή με Φράγκους ευγενείς, ενώ διοργάνωνε και συμμετείχε ενθουσιωδώς σε ιπποτικούς αγώνες. Αυτή η «λατινομανία» ήταν ολοένα και λιγότερο δημοφιλής στους υπηκόους του, καθώς οι πολιτικές σχέσεις της αυτοκρατορίας με τα δυτικά κράτη θα δοκιμάζονταν ξανά επί της βασιλείας του, η οποία παρά τις προθέσεις του Μανουήλ σηματοδότησε την οριστική πολιτική ρήξη Δυτικής και Ανατολικής Χριστιανοσύνης.
Μόλις τα νέα της καινούριας σταυροφορίας διαδόθηκαν ο Μανουήλ, τότε εκστρατεύων στη Συρία για τα γνωστά προβλήματα με τη φραγκική Αντιόχεια, ετεπέστρεψε εν τάχει στην Κωνσταντινούπολη, καθώς όχι μόνο δύο μεγάλοι δυτικοί στρατοί άρχισαν να διασχίζουν την επικράτεια του, αλλά και ο Νορμανδός βασιλεύς της Σικελίας, Ρογήρος Β’, εκμεταλλεύτηκε αυτόν τον αντιπερισπασμό για να εξαπολύσει επιδρομές στη νότια Ελλάδα. Οι νορμανδικές επιθέσεις κατέστρεψαν πολλές πόλεις, με μεγαλύτερη συμφορά την απαγωγή των μεταξουργών των Θηβών και της Κορίνθου, εξέλιξη που έβαλε τέλος στο βυζαντινό μονοπώλιο του μεταξιού. Τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν μάλλον απείθαρχα τα βυζαντινά εδάφη και οι λεηλασίες τους απαντήθηκαν με ευθείες επιθέσεις από αυτοκρατορικές δυνάμεις. Σε ένα από αυτά τα επεισόδια, στην Αδριανούπολη, πολέμησε εναντίον των Βυζαντινών ο μέλλων Γερμανός αυτοκράτορας, Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα. Ο Μανουήλ ήλπιζε να συνεννοηθεί με τον Κορράδο κοινή δράση εναντίον των Νορμανδών επιδρομέων (ο Ρογήρος Β’ ήταν εχθρός αμφοτέρων), είχε δε ετοιμάσει αγορές για την παροχή προμηθειών στο γερμανικό στρατό. Οι συγκρούσεις όμως, μαζί με την προκλητικότητα του Κορράδου να αποκαλέσει το Μανουήλ «βασιλέα των Ελλήνων» αντί των Ρωμαίων, έδειξαν πως κάθε προοπτική συνεργασίας είχε χαθεί, και οι Βυζαντινοί ζήτησαν από τους Γερμανούς να περάσουν από άλλο λιμάνι, και όχι την Κωνσταντινούπολη, προς την Ασία. Οι Γερμανοί αρνήθηκαν και έτσι ο αυτοκράτορας ενίσχυσε τις οχυρώσεις της Κωνσταντινουπόλεως και ετοιμάστηκε για πολιορκία. Η άφιξη των Γερμανών (10 Σεπτεμβρίου) συνοδεύθηκε από νέες λεηλασίες, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί να παρατάξουν στρατεύματα έξω από τα τείχη. Η απόπειρα των σταυροφόρων να τους απωθήσουν απέτυχε, οδηγώντας αντιθέτως στη σφαγή τμήματος του στρατού τους. Ο ταπεινωμένος Κορράδος πέρασε γρήγορα στην Ασία και ακολούθησε τη διαδρομή της Α’ Σταυροφορίας προς το Δορύλαιο. Εκεί όμως ο γερμανικός στρατός καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τους Τούρκους (25 Οκτωβρίου), με τον Κορράδο να αποσύρεται πληγωμένος στη Νίκαια.
Η πορεία των Γάλλων υπήρξε πιο ομαλή και συντεταγμένη, με τον Λουδοβίκο να γίνεται δεκτός πανηγυρικά στην Κωνσταντινούπολη και να ορκίζεται πως θα αποδώσει στον Μανουήλ όσα βυζαντινά εδάφη ανακτήσει. Οι Γάλλοι παρέλαβαν τον Κορράδο και τα υπολείμματα του στρατού του και ακολούθησαν την παραλιακή οδό για την ανατολή. Νέες λεηλασίες σε αυτοκρατορικά εδάφη εξόργισαν τους Βυζαντινούς, οι οποίοι παρ’ όλα ταύτα ειδοποίησαν τους σταυροφόρους για επερχόμενες τουρκικές επιθέσεις, με αποτέλεσμα ο Λουδοβίκος να νικήσει στην Έφεσο και το Μαίανδρο, συνεχίζοντας προς την Κιλικία. Ο Κορράδος όμως ασθένησε σοβαρά και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Μανουήλ τον περιποιήθηκε προσωπικά. Η χειρονομία αυτή, μαζί με τα πάγια βυζαντινά και γερμανικά συμφέροντα για ανάσχεση της νορμανδικής απειλής, βοήθησε σημαντικά στη συμφιλίωση των δύο αυτοκρατοριών και την αναθέρμανση της προτέρας συμμαχίας.
Στην ανατολή, μετά κόπων και απωλειών ο Λουδοβίκος έφθασε στην Αντιόχεια, ενώ αφού ανάρρωσε και ο Κορράδος δια θαλάσσης ταξίδευσε στην Άκκρα και την Ιερουσαλήμ. Το σταυροφορικό στρατόπεδο ταλαιπωρήθηκε από έντονες διχογνωμίες, πολιτικές μηχανορραφίες, ακόμη και από τη φερόμενη ως εξωσυζυγική σχέση της βασιλίσσης Ελεονόρας της Γαλλίας με το Ραϋμόνδο της Αντιοχείας. Με στόχο να πιέσουν τους μουσουλμάνους να παραδώσουν την Έδεσσα και εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο των γιων του Ζεγκί, οι σταυροφόροι πολιόρκησαν τη Δαμασκό (1148). Μαθαίνοντας πως μία τόσο μεγάλη και συμβολική για το Ισλάμ πόλη απειλείτο, ο Νουρεντίν συνήψε ανακωχή με τον αδελφό του Σαϊφαντίν και έσπευσε να λύσει την πολιορκία. Οι σταυροφόροι υπεχώρησαν άδοξα, ενώ νέες αποτυχίες για την κατάληψη της Ασκαλώνος στα νότια οδήγησαν στην αναχώρηση του Κορράδου για την Κωνσταντινούπολη. Τον Απρίλιο του 1149 ο Λουδοβίκος επέστρεψε στη Γαλλία, βάζοντας τέλος στη Β΄ Σταυροφορία.
Η Β’ Σταυροφορία, παρ’ ότι ξεκίνησε με τους καλυτέρους οιωνούς και υπό την καθοδήγηση των μεγαλυτέρων δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων, κατέληξε σε μία επώδυνη και πολυεπίπεδη αποτυχία. Οι απώλειες, και δη σε εμπειροπολέμους ιππότες, υπήρξαν πολύ μεγάλες. Γερμανοί και Γάλλοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους με ιστορίες προδοσίας του ενός κατά του άλλου και αμφότεροι κατά των Βυζαντινών. Η πολιτική αναταραχή αποδυνάμωσε σημαντικά τα ήδη εύθραυστα Σταυροφορικά Κράτη. Μολονότι εν τέλει ο Κορράδος αποκατέστησε τη συμμαχία με τον Μανουήλ, τα γεγονότα της Σταυροφορίας ενίσχυσαν τις υπάρχουσες προκαταλήψεις και την αμοιβαία καχυποψία, ενώ αναζωπυρώθηκε η παλαιά έριδα για το ποιος δικαιούται να φέρει τον τίτλο του αυτοκράτορος των Ρωμαίων. Η απόπειρα συναδέλφωσης με τη Δύση ναυάγησε πριν καν ξεκινήσει και τα επόμενα 30 χρόνια ο Μανουήλ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητος στα προβλήματα της Εσπερίας.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.