Νίκος Καζαντζάκης-"Ασκητική"
Οι πρόγονοι
Η κραυγή που γροικάς δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ. Μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ. Πεθυμούν αρίφνητες γενιές απόγονοι με την καρδιά σου.
Οι νεκροί σου δεν κοίτουνται στο χώμα. Γενήκαν πούλια, δέντρα, αέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές στο χνώτο τους. Γενήκαν ιδέες και πάθη και ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.
Οι μελλούμενες γενιές δε σαλεύουνε μέσα στον αβέβαιο καιρό, αλάργα από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουνε μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι στην εφήμερη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπόρεσης να ζήσης την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου. [...]
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο.
Εσύ είσαι ήσκιος, αυτή κρέας.
Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνης, ένας πρόπαπος αφρίζει στο στόμα του, όταν αγαπάς, ένας προγονός απηλιώτης μουγκαλιέται, όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομίζει φαντάσματα η κεφαλή σου!
Σαν ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου και μαζώνουνται κοπαδιαστά οι ψυχές των πεθαμένων και σε πίνουν και ζωντανεύουν.
"Μην πεθάνης, για να μην πεθάνομε! φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί.
[...] Δεν προφτάσαμε να κάνομε έργα τις ιδέες μας. Κάμε τις έργα εσύ.
Δεν προφτάσαμε να συλλάβομε και να στερεώσομε το πρόσωπο της ελπίδας
μας. Στερέωσέ το εσύ!
Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνομε στο κορμί σου και φωνάζομε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα απ' τα σωθικά σου πιαστήκαμε και ξακολουθούμε τον αγώνα. Λύτρωσέ μας!"
Δε φτάνει να γροικάς μέσα σου τη βουή των προγονών. Δε φτάνει να
τους νιώθεις να παλαίβουν και να σκοτώνονται μπροστά στο κατώφλι του
νου σου.
Όλοι χύνονται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν' ανέβουν πάλι
στο φως της μέρας. [...]
Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννιέται μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμάει την τεραστία, ζοφερή καρδιά της ράτσας.
Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Πρόστεσέ τον. Μια νέα επιθυμία, μια νέα ιδέα, μια θλίψη καινούργια.
Κατά πού θα κινήσης; Πώς θ' αντικρίσης τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η ράτσα καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσμένει με αγωνία.
Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή, ασήμαντη ύπαρξή σου. Είσαι μια ζαριά, όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.
Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε αρίφνητες μοίρες. Ως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργάς την κοίτη, όπου θα μπη και θα οδέψη ο ποταμός της ράτσας.
Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε χιλιάδες γενιές κι εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου.
Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, όλη η ράτσα σου αντριεύει κι αναπνέει.
"Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!" Το όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίη.
Δεν είσαι ένα άθλιο στιγμιαίο κορμί· πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιάδων χρόνων ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι ιδέες σου είναι πιο παλιά απ' την καρδιά κι από το μυαλό σου.
Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι προγονοί κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου το ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδία που ζουν, της δικής σου ράτσας. [...]
Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι, σκορπισμένος ως τα πέρατα της γης, μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.
Όπως μάχεσαι για το μικρό σου σώμα, πολέμα και για το μεγάλο.
Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε γέρα, λιτά, πρόθυμα. Ο νους τους να φωτιστή, η καρδιά τους να χτυπάη θερμή, γενναία, ανήσυχη.
Πώς μπορείς να 'σαι γερός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές ετούτες δεν τρικυμούν ολάκερό σου το μέγα σώμα; Πώς μπορείς να σωθής, αν δε σωθή ολάκερό σου το αίμα; Ένας να χαθή, σε σέρνει στο χαμό σου. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου χάνεται.
Να ζης βαθιά, όχι σαν ιδέα, μα σα σώμα, την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθης το χώμα ν'ανεβαίνη από τις σκοτεινές ρίζες και ν' απλοκαμιέται στα κλαδιά και στα φύλλα.
Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι, να πιαστής στέρεα από το κλαδί κι είτε σα φύλλο, είτε σαν ανθός, είτε σαν καρπός, να σαλέβη μέσα σου, ν' αναπνέη όλο το δέντρο.
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσης μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσης την ορμή τους και να συνεχίσης το έργο τους.
Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσης στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε περάση. [...]
Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερή σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί και το νου σου και φωνάζει: "Παίξε το τωρινό, το σίγουρο, μην το λυπάσαι, παίξε το για χάρη του αβέβαιου και μεγαλύτερού σου.
Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να
χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κιντύνου τον κόσμο όλο!
Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας μου και φωνάζω!
---
Ο Κωστής Παλαμάς λέει τα ίδια, με δύο στίχους:
Ήρθαν, πέρασαν, θα έρθουν, θα περάσουν,
κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Ανάρτηση από:
geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.