1.Η στερεοτυπική και η αντί-στερεοτυπική αντίληψη: Υπάρχει μια άποψη που αποδίδει στη γερμανική διαχρονική νοοτροπία και ψυχοσύνθεση την συμπεριφορά της Γερμανίας καθ’ όλη την διάρκεια της -σχετικά σύντομης- ιστορικής διαδρομής της, από την σύσταση του γερμανικού κράτους (1871) μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα την άποψη αυτή οι Γερμανοί έχουν ως πρωταρχικό μέλημα και οδηγό μια προσαρμοσμένη σε συλλογικά επίπεδα παραλλαγή της θεωρίας περί «βούλησης της δύναμης».
Κατά την ίδια, αρνητική και επικριτική για την Γερμανία, άποψη το στερεοτυπικό τους προφίλ, εν συντομία και σε αδρές γραμμές, είναι το εξής:
Οι Γερμανοί ανέκαθεν είχαν και έχουν ηγεμονικές βλέψεις και κυριαρχικές τάσεις. Διακατέχονται από αίσθημα υπεροχής, που τους επιβάλλει όχι μόνο να είναι, αλλά και να δείχνουν ισχυροί. Δεν ενδιαφέρονται αν οι άλλοι τους συμπαθούν. Αυτό που στην πραγματικότητα θέλουν είναι να τους υπολογίζουν και ει δυνατόν να τους φοβούνται, γιατί ο φόβος συνεπάγεται όχι μόνο σεβασμό αλλά και υποταγή. Διακρίνονται από αλαζονεία, αδιαλλαξία, αυταρχικότητα και σκληρότητα, ιδιότητες και χαρακτηριστικά, που αρέσκονται να χρησιμοποιούν ως μέσα επιβολής, πειθαναγκασμού και παραδειγματισμού. Ουδέποτε ανάμεσα στις βασικές τους προτεραιότητες περιλαμβάνονταν η απόλυτη προσήλωση στις ουμανιστικές αξίες ή ο απαρέγκλιτος σεβασμός του συνόλου των παραδοσιακά αναγνωρισμένων στις δημοκρατίες δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Για πολλούς μια τέτοια στερεοτυπική προσέγγιση, εκτός από αντιεπιστημονική είναι ρατσιστική και γελοία. Κατά την άποψη τους δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερο, που να καθιστά την γερμανική συμπεριφορά ξεχωριστή, πόσο μάλλον επικίνδυνη ή έστω ανησυχητική. Δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ κάτι μεμπτό στην Γερμανία, με εξαίρεση την περίοδο του Hitler και μερικών ναζιστών, που αντιμετωπίζονται ως μια τελείως ιδιάζουσα παρένθεση στην γερμανική ιστορική διαδρομή. Κατά τους ίδιους εάν αφαιρεθεί η εν λόγω παρένθεση δεν υπήρξε ούτε υπάρχει κάτι άλλο, που να σκιάζει την Γερμανία.
Βέβαια όσοι κατακρίνουν ως προκατειλημμένη και αβάσιμη την αρνητική στερεοτυπική προσέγγιση της Γερμανίας θα ήταν περισσότερο πειστικοί εάν την ίδια ώρα δεν υιοθετούσαν (στη μεγάλη τους πλειοψηφία) με μεγάλη ευκολία και προθυμία, την επίσης απόλυτα στερεοτυπική -και μάλιστα πολύ πιο υπερβολική και ατεκμηρίωτη- προσέγγιση των Γερμανών κυρίως για τους Έλληνες, αλλά και γενικότερα για τους λαούς των χωρών της Ευρώπης, που βρέχονται από την Μεσόγειο.
Είναι όμως πράγματι όλα αυτά που χαρακτηρίζονται υποτιμητικά «στερεότυπα» εντελώς για «πέταμα», τουλάχιστον στην περίπτωση της Γερμανίας; Μήπως έχουν μια δόση βασιμότητας ;
Θα αναφερθούμε παραδειγματικά σε συγκεκριμένα πρόσωπα και επιβεβαιωμένες από την ιστορία και την πραγματικότητα περιπτώσεις και καταστάσεις κλπ που αφορούν την Γερμανία κλπ. Σκόπιμα θα αφήσουμε την ναζιστική περίοδο απέξω. Θα αναφερθούμε σε αυτήν ελάχιστα, καθόλου άμεσα και μόνο κατά συνδετικό και παρεμπίπτοντα τρόπο. Θα αποφύγουμε να χρησιμοποιήσουμε τα «εύκολα», βολικά και χιλιοειπωμένα επιχειρήματα, που αναφέρονται σε αυτό καθεαυτό το ναζιστικό καθεστώς και στα εγκλήματα του.
2. Μιλώντας συγκεκριμένα και εξαιρώντας την περίοδο της ναζιστικής εξουσίας: Είναι γνωστό, από την ιστορική πορεία της Γερμανίας, πως, προτού η Γερμανία αποκτήσει κρατική υπόσταση, ήδη υπήρχαν ορισμένες «γερμανικές» ιδέες και αναζητήσεις, επηρεασμένες από διάφορες ιδιάζουσες μεταφυσικές, εθνικιστικές και επεκτατικές αντιλήψεις, αλλά και συγκεκριμένες πολιτισμικές αξίες και ηθικολογικές πρακτικές.
Όλες αυτές καλλιεργήθηκαν πολύ περισσότερο και εντονότερα μετά από την ίδρυση του γερμανικού κράτους. Μάλιστα κατά πολλούς πίσω από την εκ μέρους του Heidegger αναζήτηση και διερεύνηση του μεταφυσικού στοιχείου της σκέψης του Nietzsche, κρυβόταν η επιθυμία δικαιολόγησης της ανώτερης και υπερβατικής μεταφυσικής διάστασης των αντιλήψεων και οραμάτων, που κληροδοτήθηκαν στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Ο τελευταίος φρόντισε, με ιδιαίτερο ζήλο, για την καλλιέργεια και ανάπτυξη του πνεύματος και της ουσίας τους.
Απόρροια της επίδρασης αυτών των αντιλήψεων υπήρξε η δημιουργία, χρήση και επικράτηση, σε παγκόσμιο επίπεδο, λεκτικών εννοιών, όρων, εκφράσεων και αναφορών, που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα- και μάλιστα πολλές φορές επίσημα- για να εκφράσουν αποκλειστικά και μόνο τους Γερμανούς, συμβολίζοντας ή αντιπροσωπεύοντας μια ιδιόμορφη, καθαρά γερμανική διάσταση, που δύσκολα, αντίστοιχη της, μπορεί να βρεθεί στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Τι να πρωτοθυμηθεί και να πρωτοαναφέρει κανείς ; «Vaterland» , «Lebensraum», «Unseren Platz an der Sonne», «Das Abendland» ;
Πώς έφτασε ένας γενικός και ουδέτερος όρος, όπως η «πατρώα γη», να γίνει τόσο ξεχωριστός και να κουβαλά τέτοιο περιεχόμενο ώστε να ταυτιστεί μόνο ή κυρίως με την Γερμανία ; Γιατί άραγε ειδικά οι Γερμανοί είχαν απόλυτη ανάγκη από ένα «Ζωτικό Χώρο» επέκτασης ; Γιατί θα έπρεπε να απαιτούν και να έχουν , ειδικά αυτοί, μια ξεχωριστή «δική τους Θέση στον Ήλιο της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής» ; Γιατί όφειλαν αυτοί, από όλους τους Ευρωπαίους, να ηγηθούν της «Εσπερίας», δηλαδή της κατ’ ουσία «Γερμανικής Ευρώπης» ;
Οι γερμανικός ρομαντισμός και η ιδεολογική του κληρονομιά ανάδειξαν την ανάγκη της γερμανικής πρωτοκαθεδρίας, της θείας αποστολής, του υψηλού πολιτισμικού και ηθικολογικού καθήκοντος, που έπρεπε να μεταλαμπαδευτεί και να κυριαρχήσει αρχικά σε όλη την Ευρώπη και στη συνέχεια σε όλη την οικουμένη. Πολλοί συγγραφείς και πνευματικοί άνθρωποι στην Γερμανία πίστεψαν σε αυτήν την παγκόσμια αποστολή των Γερμανών και την υποστήριξαν με θέρμη.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα ο λόγος των ιδεαλιστών Arndt και Fichte είχε μεγάλη απήχηση στην Γερμανία. Ήταν ένας τόσο εθνικιστικός, ρατσιστικός (και ιδίως αντισημιτικός) λόγος, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον ναζισμό. Μάλιστα ο Fichte είχε φτάσει στο σημείο να δηλώσει πως μόνο αν αποκεφαλιζόντουσαν όλοι οι Εβραίοι και καθίστατο δυνατό να αντικατασταθούν προσεκτικά τα κεφάλια τους θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει πως σε αυτά δεν θα φώλιαζαν οι γνωστές ιδέες του σημιτισμού.
Η παρουσία πολλών στοιχείων, που είχαν αναδειχθεί στην την παλιά κλασσική προσέγγιση του Γερμανού κοινωνιολόγου Weber, διατηρήθηκε και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να επηρεάζει την γερμανική πραγματικότητα : η προτεσταντική επίδραση στον καπιταλισμό, το εθνικιστικό πνεύμα, η σημασία της οικοδόμησης γοήτρου, ο ρόλος της αναγκαίας παρουσία γραφειοκρατίας.
Οι Γερμανοί αισθάνθηκαν την υποχρέωση εξάπλωσης των γερμανικών ιδεωδών σε Αφρική και Ασία, αμέσως μετά την ίδρυση του γερμανικού κράτους. Έτσι η Γερμανία από τα τέλη του 19ου αιώνα δηλαδή μέσα σε χρόνο-ρεκόρ, είχε κατορθώσει να γίνει μεγάλη αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική δύναμη. Η κίνηση αυτή είχε θεωρηθεί τότε περίπου πανάκεια και είχε υποστηριχθεί, όχι απλώς με θέρμη, αλλά κυριολεκτικά με υστερία, από την γερμανική κοινή γνώμη, αλλά και από το σύνολο σχεδόν κάθε είδους ελίτ της Γερμανικής κοινωνίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο τραχύς αρχι-συντηρητικός μιλιταριστής Bismarck υπήρξε ο μόνος επιφυλακτικός απέναντι στα σχέδια για μια αποικιοκρατική επέκταση της Γερμανίας. Η διστακτικότητα του όμως κάμφθηκε μπροστά στην καθολική απαίτηση των Γερμανών, που θεωρούσαν την ιμπεριαλιστική επέκταση της Γερμανίας εκτός Ευρώπης ως ζήτημα «ζωής ή θανάτου» (!).
Παράλληλα από πολύ νωρίς είχαν ξεκινήσει η προετοιμασία για την γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη. Όπως γράφει ο Mommsen από το 1910 και μετά το σύνολο των μελών των γερμανικών στρατιωτικών επιτελείων είχε ταχθεί υπέρ της ανάγκης ενός προληπτικού πολέμου στην Ευρώπη.
Το 1912 δηλαδή πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ηγέτης της δημοφιλούς ακραίας οργάνωσης «Παγγερμανική Ομοσπονδία» Class, σε κείμενα του, που ξεπερνούσαν σε φανατισμό τα μεταγενέστερα ναζιστικά κηρύγματα, ζητούσε επιτακτικά την καταπιεστική εκμετάλλευση και τους απηνείς διωγμούς όλων όσων εργάζονταν στην χώρα (ακόμη και Ευρωπαίων μεταναστών στην Γερμανία όπως Δανών, Πολωνών κλπ). Ο ίδιος αξίωνε από τον γερμανικό τύπο να μην είναι αντικειμενικός. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε: «ο τύπος πρέπει να είναι όχι απλώς και μόνο τύπος της Γερμανίας, αλλά και τύπος για την Γερμανία».
Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι Γερμανοί, υπό την ιδιότητα τους ως επίσημων συμβούλων των Τούρκων, συνιστούσαν αναφανδόν μαζικές πολιτικές εθνοκάθαρσης σε βάρος εθνικών πληθυσμών, που ζούσαν μέσα στα όρια της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Μικρασιατική καταστροφή και η γενοκτονία των Αρμενίων, που επακολούθησαν, αποτελούν κλασσικές περιπτώσεις υιοθέτησης και εφαρμογής από τους Νεότουρκους παρόμοιων γερμανικών συμβουλών και κατευθύνσεων.
Η γενοκτονία εκατοντάδων χιλιάδων ιθαγενών Herreros και Nama στη Νοτιοδυτική Αφρική στο χρονικό διάστημα 1904-1907 υπήρξε γερμανικό έργο, που αποτέλεσε την πρώτη μαζική φυλετική εξόντωση του 20ου αιώνα.
Πρώτοι οι Γερμανοί επιχειρηματίες (Hagenbeck κ.α.) ξεκίνησαν, από το 1874, τις εξευτελιστικές περιφορές και επιδείξεις (τουρ) σε πολλές γερμανικές πόλεις ιθαγενών (Samoa κλπ) κλεισμένων μέσα σε κλουβιά, ως αξιοπερίεργων ζώων, εκθεμάτων ζωολογικών κήπων.
Από όλη την Ευρώπη στην Γερμανία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 (ή και νωρίτερα) η συστηματική θεωρητική υποστήριξη και προπαγάνδα όχι μόνο για την δικαιολόγηση, αλλά και την νομιμοποίηση της εξόντωσης κάθε ανθρώπινης ζωής, που δεν είχε αξία (κάθε «άδειας ανθρώπινης φλούδας» όπως χαρακτηριστικά αποκαλείτο). Πρωτεργάτες επιστήμονες ιατροί όπως ο Hoche και νομικοί όπως ο Binding.
Ευγονική και ευθανασία έγιναν από τότε όχι μόνο αποδεκτές, αλλά και δημοφιλείς έννοιες σε σημαντικό κομμάτι της γερμανικής επιστημονικής κοινότητας.
Αλλά και γενικότερα η οπτική του κοινωνικού δαρβινισμού βρήκε από νωρίς γόνιμο έδαφος καλλιέργειας στην Γερμανία, ακόμη και όταν αφορούσε υγιείς, πλην όμως «περιττούς» Γερμανούς πολίτες.
Έτσι τον Δεκέμβριο του 1911 σε ένα δημοτικό άσυλο του Βερολίνου εκατοντάδες Γερμανοί πολίτες δηλητηριάστηκαν μαζικά από σάπια τρόφιμα, με αποτέλεσμα δεκάδες από αυτούς να πεθάνουν. Ο λόγος που δεν αποδόθηκαν οι δέουσες ευθύνες και δεν επιβλήθηκαν οι δέουσες κυρώσεις, κατ’ ουσία , είχε να κάνει με το γεγονός ότι τα θύματα ανήκαν στις τάξεις των ανέργων και αστέγων. Με άλλα λόγια επρόκειτο για ανίσχυρους και συνεπώς ανάξιους, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα..
Στη Γερμανία πρωτοξεκίνησε και επίσημα η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας, με πειράματα πάνω σε ανθρώπους. Το 1900 προβλέφθηκε μια σειρά όρων, προκειμένου να επιτραπεί η διεξαγωγή ανθρώπινων πειραμάτων. Η αρχή είχε γίνει. Η δυνατότητα διεξαγωγής τέτοιων πειραμάτων, έστω και υπό όρους, είχε, καταρχήν, θεσπιστεί. Αργότερα το 1931 έγινε ένα νέο, μεγαλύτερο βήμα. Ψηφίστηκε νομοθεσία, που προέβλεπε ρητά την διεξαγωγή πειραμάτων πάνω σε ανθρώπους, αφού, όμως, προηγουμένως θα έπρεπε να είχε εξεταστεί, εξαντληθεί ή κριθεί αδύνατη ή απρόσφορη η δυνατότητα διεξαγωγής πειραμάτων πάνω σε ζώα.
Ο νόμος αυτός διατηρήθηκε από τους ναζί όταν αργότερα ήλθαν στην εξουσία. Βάσει αυτού του νόμου, πολύ από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεκάδες έως εκατοντάδες χιλιάδες φρενοβλαβείς, ανάπηροι, κλπ πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. ομοφυλόφιλοι) θεωρούμενες από το ναζιστικό καθεστώς ως εντελώς άχρηστες, αποτέλεσαν στη Γερμανία, αντικείμενα τέτοιων πειραμάτων, που σκοπό είχαν να μετρήσουν όρια ανθρώπινης αντοχής και τους τρόπους της ανθρώπινης αντίδρασης. Ως χρόνος έναρξης εφαρμογής των πειραμάτων τοποθετείται κατ’ άλλους το 1933 και κατ’ άλλους το 1934.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των πειραμάτων είχε ολοκληρωθεί πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και παρά τις χιλιάδες των ανθρώπινων πειραματόζωων δεν υπήρξε αξιόλογη αντίδραση εκ μέρους της γερμανικής κοινωνίας. Τα πειράματα αυτά, βέβαια, παρέμεναν κρυφά, αλλά ο αριθμός των θυμάτων ήταν τόσο μεγάλος, που, κανονικά, δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η μυστικότητα. Αν μη τι άλλο τα θύματα είχαν συγγενείς, που θα έπρεπε να αντιδράσουν.
Τα προαναφερόμενα γεγονότα δεν είναι άσχετα με την πολύ μεταγενέστερη ταχύτατη εξέλιξη ειδικά της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας σε πρώτη αθλητική δύναμη στον κόσμο, χάρις την εφαρμογή των σχετικά πιο συστηματικών και εκτεταμένων μεθοδολογιών και διαδικασιών ντόπινγκ, που έχουν γίνει μέχρι τώρα σε διεθνές επίπεδο, χωρίς όμως να αποδοθούν ποτέ ευθύνες στους υπεύθυνους αυτού του φαινομένου.
Δεν πρέπει επίσης να αγνοηθεί πως ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche είχε ρίξει τον σπόρο του από νωρίς, πολύ πριν από την άνοδο του ναζισμού.
Η σκέψη του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους γερμανούς ναζιστές κατ’ ουσία για ένα απλό λόγο: επειδή περιφρονούσε τις παραδοσιακές δημοκρατικές και πανανθρώπινες αξίες. Επειδή σιχαινόταν αυτό στο οποίο απέδιδε τόση σημασία ο Dostoyevski: την ανθρώπινη συμπόνια και τις ηθικές αναστολές και αδυναμίες. Ο Nietzsche αξίωνε από τους ανθρώπους- και φυσικά πρώτα από όλους από τους συμπατριώτες του- να υπερβούν τις ηθικές αλυσίδες τους και να μετατραπούν σε αδίστακτους υπεράνθρωπους. Αυτό ήταν άλλωστε, που θαύμαζε και επεδίωκε και ο ίδιος ο Hitler.
Για τον ίδιο λόγο άλλωστε η σκέψη και η λογική του Nietzsche επηρέασαν ακόμη και τον Hayek και τους λοιπούς νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους της Σχολής της Βιέννης, όπως επισημαίνει ο C. Robin. Γι αυτόν τον λόγο οι ναζιστικές πολιτικές οικονομικής λιτότητας που εφαρμόστηκαν από την ναζιστική κυβέρνηση στην γερμανική κοινωνία επαινούνται, αναδεικνύονται και ακολουθούνται από τους παλιότερους αλλά και τους σημερινούς νεοφιλελεύθερους (Γερμανούς και μη). Ναζιστές και νεοφιλελεύθεροι, παρά τις άλλες τους διαφορές, συμπίπτουν σε ένα σημείο, στην σκληρότητα και αναισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο.
Επί πλέον ειδικά οι νεοφιλελεύθεροι Γερμανοί προπαγανδίζουν τις επιταγές της «ηθικής του χρέους», που, σημειωτέον, κατ’ επιλεκτικό τρόπο, αποτέλεσε βασικό αντικείμενο ανάδειξης από τον Nietzsche.
Η εξέλιξη της κατάστασης στην Γερμανία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα είχε προκάλεσε και κάποιες ασυνήθιστες αντιδράσεις. Από πολύ νωρίς (1895) ο Einstein προτίμησε απορρίψει την γερμανική υπηκοότητα. Από το 1916, δηλαδή πολύ πριν από την εξέλιξη του ναζισμού, δύο μεγάλοι Γερμανοί εικαστικοί καλλιτέχνες Grosz και Herzfeld, σε ένδειξη αποδοκιμασίας της πολιτικής κατάστασης της χώρας τους, αλλά και της γερμανικής κοινωνίας συνολικότερα, άλλαξαν τα γερμανικά ονόματα τους σε αγγλοαμερικανικά, δηλαδή σε ονόματα προερχόμενα από τον χώρο των εχθρών της Γερμανίας. Ο πρώτος μετέτρεψε το μικρό του όνομα από Georg σε George και ο δεύτερος το πλήρες ονοματεπώνυμο του από Helmut Herzfeld σε John Heartfield.
Τέτοια φαινόμενα επαναλήφθηκαν για τον ίδιο λόγο και πολύ αργότερα, δεκαετίες έπειτα από την λήξη του Πολέμου και την κατάρρευση του ναζισμού, όταν το 1967 ο επιφανής Γερμανός φιλόσοφος Jaspers παρέδωσε το γερμανικό του διαβατήριο και δήλωσε πως ήθελε να διαγραφεί από τα ληξιαρχικά μητρώα της χώρας του και να μην θεωρείται Γερμανός πολίτης. Πιο πρόσφατα (2009) η Γερμανίδα συγγραφέας J. Zeh δήλωσε πως η κατάσταση στη σύγχρονη Γερμανία, σε ορισμένους τομείς, είναι πολύ χειρότερη από την κατάσταση της «Ωκεανίας», που περιγράφει ο Orwell στο κλασσικό έργο του «1984».
Βέβαια η αποκορύφωση συντελέσθηκε στις εκλογές του 1933, όταν τον Hitler και τον ναζισμό ευλόγησε μια τεράστια εκλογική πλειοψηφία (πάνω από 45%) των Γερμανών, ενώ η μερίδα του Γερμανικού λαού, που τον στήριξε καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Άλλωστε η πλειοψηφία του γερμανικού λαού, ανεξάρτητα και πριν από την άνοδο στην εξουσία του Hitler, δεν έβλεπε με κακό μάτι τον πόλεμο, θεωρώντας τον απόλυτα δικαιολογημένο μετά από την ταπεινωτική συνθήκη των Βερσαλλιών.
Στο πλευρό του Hitler στάθηκαν όχι μόνο οι παρασυρμένοι (;) εργαζόμενοι, η μεσαία τάξη, οι αστοί και οι πλούσιοι μεγαλοαστοί, αλλά και πολλοί εκπρόσωποι του γερμανικού πνεύματος, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον κορυφαίο Γερμανό φιλόσοφο, τον «πολύ» Heidegger .
Από αυτό το τεράστιο πλήθος κόσμου, που υποστήριξε τον Hitler και το ναζιστικό κόμμα, πόσοι άραγε τιμωρήθηκαν μετά την λήξη του πολέμου ; Ελάχιστοι, κατ’ ουσία κανένας. Βλέπετε, σύμφωνα με την θεωρία που αναπτύχθηκε, όλες οι εκατοντάδες χιλιάδες, για να μην πούμε εκατομμύρια, ένοχων Γερμανών είχαν προλάβει να μεταναστεύσουν μαζικά στην Νότια Αμερική. Δεν είχε μείνει κανείς στην Γερμανία, παρά μόνον οι αθώοι. Την ίδια εποχή στην ασύγκριτα μικρότερη Ολλανδία 34000 άτομα φυλακίστηκαν ως συνεργάτες των ναζί. Η σύγκριση των μεγεθών, από κάθε πλευρά, μιλά από μόνη της.
Αλλά και πρόσφατα πόσοι συνεργάτες της περίφημης Stasi και του ολοκληρωτικού καθεστώτος της τέως Ανατολικής Γερμανίας διώχθηκαν ή τιμωρήθηκαν από την Γερμανία για τις απάνθρωπες πράξεις και συμπεριφορές τους ; Και εδώ η ίδια απάντηση: Κανένας.
Όλες οι γερμανικές επιχειρήσεις (όχι μόνο η περίφημη Siemens) που στήριξαν τον ναζισμό, κερδοσκόπησαν, αντλώντας ανέξοδο πολυπληθές (πολλές δεκάδες χιλιάδες) εργατικό δυναμικό από τους διωκόμενους του Χιτλερικού καθεστώτος χωρίς να υποστούν καμία ουσιαστική κύρωση. Οι εκπρόσωποι τους δεν παραπέμφθηκαν ποτέ και κάποιοι ελάχιστοι που κατηγορήθηκαν απηλλάγησαν γρήγορα. Αντί να υποστούν κυρώσεις οι εν λόγω επιχειρήσεις ανταμείφθηκαν, όχι μόνο από τα κέρδη τους κατά την διάρκεια του πολέμου, αλλά και την προνομιακή εύνοια τους μετά από αυτόν, κατά την φάση ανασυγκρότησης της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό πως καμία εταιρεία δεν αισθάνθηκε την ανάγκη ότι έπρεπε τουλάχιστον να αλλάξει επωνυμία, για λόγους στοιχειώδους ευαισθησίας.
Στο μυαλό έρχεται μοιραία ο λόγος του Jaspers για την ύπαρξη ευρύτερης συλλογικής γερμανικής ευθύνης για τον ναζιστικό φαινόμενο, αλλά και ο σχεδόν προφητικός λόγος του ιδίου για το μέλλον της Γερμανίας. Η θεωρία του Jaspers ενόχλησε και ενοχλεί τους Γερμανούς, επειδή αποτελεί αφορμή για μια δυσάρεστη υπόμνηση, ενώ θα έπρεπε να επαινείται, επειδή θα έπρεπε να αποτελεί αφορμή για μια γόνιμη αυτοκριτική.
Κι όμως αν ο λόγος του Jaspers κυριαρχούσε στη συνείδηση των Γερμανών δεν θα γινόταν ποτέ ανεκτό το εξής ασύλληπτο φαινόμενο: ένα κλασσικό μνημείο-σύμβολο της ναζιστικής εικαστικής τέχνης, το προπύργιο του καταδικασθέντος εγκληματία πολέμου Goring, το Υπουργείο Αεροπορίας του Χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού, εδώ και χρόνια, αλλά και σήμερα, να χρησιμοποιείται για να στεγάζει το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών. Ποιος ο λόγος για κάτι τέτοιο ; Δεν υπήρχαν άραγε άλλα κτίρια σε ολόκληρη την Γερμανία ;
Ποιος ο λόγος που έχει παραμείνει μέχρι σήμερα αμετάβλητη η μουσική του Γερμανικού εθνικού ύμνου, δηλαδή το πιο σημαντικό και χαρακτηριστικό του στοιχείο, εκείνο που ήταν το πιο απαραίτητο στους Γερμανούς όταν ήθελαν να υμνήσουν, με τεράστια εθνικιστική υπερηφάνεια την παγκόσμια υπεροχή και ανωτερότητα τους ;
Η επελθούσα τροποποίηση στην χρήση των στίχων δεν είναι αρκετή, αφού είναι κάτι που δεν ελέγχεται. Ο καθένας τραγουδά εκείνο που θέλει, γεγονός που κατ’ επανάληψη έχει συμβεί με τους Γερμανούς φιλάθλους κατά την ανάκρουση εθνικών ύμνων πριν από διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις και αγώνες. Αυτό συνέβη και πρόσφατα (στο παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου στην Βραζιλία) όπου οι Γερμανοί φίλαθλοι υπενθύμισαν τραγουδιστά πως είναι «πάνω από όλους» στον κόσμο («uber alles in der welt») όπως ακριβώς διατράνωναν οι ναζιστές συμπατριώτες τους.
Δεν θα μπορούσε άραγε εύκολα να καταργηθεί η μουσική, που συμβολικά τόσα πολλά θυμίζει ; Κι όμως κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν έγινε, αλλά αντίθετα, μετά την δεκαετία του 1960, κατ’ επανάληψη, έχουν υπάρξει απόπειρες για την πλήρη και ακέραιη παλινόρθωση και των στίχων.
Με την ίδια αυταρέσκεια οι Γερμανοί ακούν εδώ και χρόνια να αποκαλούν διεθνώς τους ποδοσφαιριστές της εθνικής τους ομάδας «Panzer». Όχι μόνο δεν δυσφορούν με τον στρατιωτικό όρο αυτό, που τόσο ταυτισμένος είναι με την ναζιστική Γερμανία, αλλά επί πλέον συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του, επειδή θεωρούν πως εμπεριέχει συμβολισμό της παραδοσιακής γερμανικής δύναμης.
Είναι σαφές ότι η Γερμανία πλέον απέναντι στους συμβολισμούς του ναζισμού δεν τηρεί ούτε καν μια γνήσια απολογητική, πόσο μάλλον μια ξεκάθαρη καταδικαστική στάση. Αντίθετα συχνά τους χρησιμοποιεί για να μεταδώσει ηθελημένα και σκόπιμα τους νεότερους δικούς της συμβολισμούς επί του θέματος.
Ειδικότερα η στέγαση του σημερινού Υπουργείου Οικονομικών συμβολίζει πως για τους Γερμανούς δεν υπάρχουν πλέον ναζιστικά σύμβολα, πως οι ίδιοι θεωρούν ότι «καθάρισαν» αμετάκλητα με το ναζιστικό παρελθόν, πως εξόφλησαν τις όποιες υποχρεώσεις είχαν και δεν θέλουν να ξανακούσουν από κανένα να μιλά για αυτές. Θεωρούν τους εαυτούς τους πλήρως ελεύθερους να κυριαρχήσουν εκ νέου, σε διεθνές επίπεδο, χωρίς βάρη, αναστολές και ενοχές από το παρελθόν.
Η στάση αυτή είναι διαμετρικά αντίθετη με την άποψη του Jaspers πως στη Γερμανία τίποτε και ποτέ δεν πρέπει να ξεχαστεί, έτσι ώστε να μην ξανασυμβεί. Η άποψη αυτή είχε ταχθεί υπέρ μια αιώνιας μνήμης, η οποία θα λειτουργούσε ως παντοτινή προειδοποίηση και θα απέτρεπε αυτό που συνέβη, το οποίο θα μπορούσε να συμβεί εκ νέου οποτεδήποτε. Ο Jaspers, άλλωστε, από τότε που διατύπωσε την άποψη αυτή πολεμήθηκε ανελέητα στην Γερμανία.
Ο διάσημος Γερμανός συγγραφέας Grass, που προσπάθησε να διατηρήσει την ιστορική μνήμη ως φωνή ηθικής συνείδησης της Γερμανίας, πολεμήθηκε το ίδιο σκληρά στην πατρίδα του, ιδίως από τότε (2006) που, σε μια συνειδησιακή κρίση, αποκάλυψε την μικρή και σχετικά ασήμαντη- πλην όμως υπαρκτή- θητεία του στα σώματα που οργάνωναν οι ναζί.
Ο Grass θα μπορούσε να επαινεθεί για την γνήσια και θαρραλέα αυτοκριτική και αποκάλυψη του, που στο κάτω-κάτω δεν συνεπαγόταν ούτε επεδίωκε κάποιο προσωπικό όφελος. Από την στιγμή που η ειλικρίνεια του είχε αποδειχθεί έμπρακτα λόγω της κατοπινής αταλάντευτα προοδευτικής στάσης του θα μπορούσε κάλλιστα να μην είχε κάνει ποτέ την συγκεκριμένη ομολογία. Παρόλα αυτά επικρίθηκε και λοιδορήθηκε σφοδρά για την αποκάλυψη του, στην ίδια του των χώρα, με το πρόσχημα της μεγάλης καθυστέρησης της εν λόγω αποκάλυψης. Κατηγορήθηκε ως «υποκριτής», που είχε «κρυμμένους σκελετούς» στην ντουλάπα του, από τους κατ’ εξοχήν υποκριτές συμπατριώτες του, που δείχνουν να μην αισθάνονται πλέον ένοχοι για τίποτε. Αυτούς που θέλουν να επιβάλλουν την λήθη, ιδίως τώρα που η Γερμανία επιδιώκει να κυριαρχήσει σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην πραγματικότητα ο Grass επικρίθηκε ακριβώς επειδή τόλμησε να επαναφέρει στην επικαιρότητα το ναζιστικό παρελθόν της χώρας και θέμα της γερμανικής συλλογικής ευθύνης, υπενθυμίζοντας πώς ο εθνικοσοσιαλισμός υπήρξε τόσο ευρέως δημοφιλής και αποδεκτός από τους Γερμανούς, ώστε να περιλάβει σε κάποια φάση, για κάποιο χρόνο, έστω και σε νεαρά ηλικία, ακόμη και όσους στη συνέχεια εξελίχθηκαν στους μεγαλύτερους εχθρούς του ναζισμού (όχι μόνο τον Γκρας, αλλά ακόμη και τον φανατικό πολέμιο των ναζί Thomas Man για κάποιο μικρό διάστημα).
Αργότερα και μετά το ποίημα του Grass «Η ντροπή της Ευρώπης» (2012) που είναι αφιερωμένο στη χώρα μας και περιέχει υπαινιγμούς για την ευθύνη της γερμανικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα οι επικρίσεις εναντίον του στην Γερμανία αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο.
Όμως δεν είναι μόνο η ιστορία και τα γεγονότα. Όποιος θέλει να καταλάβει καλύτερα τους λόγους και κυρίως τις ρίζες της γερμανικής ιστορικής συμπεριφοράς και νοοτροπίας μπορεί να βοηθηθεί πολύ από την εύστοχη αναπαράσταση της παλαιότερης, αλλά και της σύγχρονης γερμανικής πραγματικότητας, που πραγματοποιείται μέσα από την τέχνη, την λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την μουσική κλπ.
Όλες αυτές οι ευαίσθητες πνευματικές επικοινωνιακές μορφές δεν είναι αποκομμένες από την πραγματικότητα. Αντιλαμβάνονται και εκφράζουν αυτά που συμβαίνουν στις ανθρώπινες κοινωνίες και μάλιστα συχνά πολύ καλύτερα από την ίδια την πολιτική.
Τα παλιά μηνύματα των έργων Brecht και του Fassbinder έχουν διαδεχτεί σήμερα μηνύματα, για παράδειγμα, από πρόσφατες εξαιρετικές ταινίες όπως: «Lore, τα παιδιά του πολέμου» (2012) «η Λευκή Κορδέλα» (2009), αλλά και «Oh Boy» (2012) που δείχνουν, πολύ πετυχημένα και διαχρονικά την γερμανική νοοτροπία, τα αίτια της, τα χαρακτηριστικά της, τις κοινωνικές της επιπτώσεις και συνεπαγωγές. Ο ρόλος της οικογένειας, της ανατροφής των παιδιών, των παραδόσεων, της θρησκείας, της εκπαίδευσης κλπ δεν μένουν έξω από το κάδρο.
3.Η διαιώνιση των στερεοτύπων μέχρι σήμερα: Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας πως για την οικοδόμηση και ανάπτυξη των στερεοτύπων πολλές φορές δεν απαιτείται μόνο η ενεργητική πρακτική μια ευρείας πληθυσμιακής μερίδας του πληθυσμού. Μπορεί για το εν λόγω φαινόμενο να ευθύνεται το ίδιο και η παθητική συμπεριφορά ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας, που στην περίπτωση της Γερμανίας φαίνεται πως είναι και το πλειοψηφικό.
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία στην Γερμανία υπάρχουν 12.500.000 φτωχοί. Όμως ο γερμανικός λαός δείχνει να αγνοεί ή να παραβλέπει το συγκλονιστικό αυτό γεγονός και τα αίτια του. Η γερμανική κοινωνία είναι μια κοινωνία, όπου εύκολα μπορεί να ευδοκιμήσουν «μυστικά και ψέματα», όπου το υπάρχον έλλειμμα πληροφόρησης συνοδεύεται από έντονη προπαγανδιστική παραπληροφόρηση. Ας μην λησμονούμε ότι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν δίστασε να ιδρύσει ρητά, επίσημα και κατηγορηματικά «Υπουργείο Προπαγάνδας» ήταν η (έστω ναζιστική) Γερμανία.
Γενικά οι Γερμανοί, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, δείχνουν μια διάθεση απώθησης μνήμης, μια δυσκολία στην αυτογνωσία και στην αυτοκριτική.
Η σημερινή κυβέρνηση, που εκπροσωπεί την συντριπτική πλειοψηφία του γερμανικού λαού, ανησυχώντας για το φαινόμενο της «τρομοκρατίας», προσπαθεί τώρα στο εσωτερικό, μέσα από μια δέσμη απαιτήσεων και όρων αμφίβολης δημοκρατικότητας, να επιβάλλει την πλήρη αφομοίωση των μεταναστών, που πρέπει πλέον να γίνουν κανονικοί Γερμανοί και να ενσωματωθούν ολοκληρωτικά στην γερμανική κουλτούρα.
Η ίδια κυβέρνηση στο εξωτερικό συμπεριφέρεται ουσιαστικά σαν να έχει υποκαταστήσει ή αντικαταστήσει άτυπα τους θεσμούς της Ε.Ε. Δεν διστάζει να υπαγορεύει, εμμέσως πλην όμως σαφώς, σε χώρες όπως η Ελλάδα τα παρακάτω αμιγώς αντιδημοκρατικά κελεύσματα: «Δεν υπάρχει δημοκρατία για μια χώρα που χρωστά. Δεν θα κάνετε εκλογές, αλλά ακόμη και αν κάνετε το αποτέλεσμα τους δεν θα έχει καμία σημασία. Δεν θα έχετε δική σας πολιτική. Θα εφαρμόσετε υποχρεωτικά την πολιτική που θα σας υπαγορεύσουμε εμείς. Όσο για τα βάσανα και τις επιθυμίες του λαού σας μας αφήνουν αδιάφορους. Πρέπει να τιμωρηθείτε όλοι σας για τα αμαρτήματα και την ανευθυνότητα σας».
Και βέβαια πάνω από όλα η κυβέρνηση απαιτεί λιτότητα και περιορισμό του κράτους πρόνοιας, τόσο για τον γερμανικό λαό όσο και για όλους τους λαούς της υπόλοιπης Ευρώπης. Η γερμανική κοινωνία, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο ποσοστό της, δεν δείχνει να διαφωνεί με τις κυβερνητικές επιλογές. Σε κάθε περίπτωση δεν δείχνει καμία αξιόλογη διάθεση ουσιαστικής αντίδρασης.
4. Αντί επιλόγου: Βλέπουμε λοιπόν πως υπήρξαν αρκετά «σημάδια» που αφορούν την Γερμανία και τους Γερμανούς, πολύ πριν και ανεξάρτητα από τον ναζισμό, όπως επίσης υπάρχουν κάποια ανάλογα σημάδια και πολύ μετά τον ναζισμό και ιδιαίτερα σήμερα. Τα σημάδια αυτά μπορεί να μην αποτελούν πλήρη αποδεικτικά στοιχεία, πλην όμως ενισχύουν πιο αντικειμενικά την υπάρχουσα στερεοτυπική αντίληψη, αυτήν που κάνει πολλούς να θεωρούν την Γερμανία αντιπαθή και επίφοβη.
Είναι γεγονός βέβαια πως η εν λόγω αντιπάθεια τις περισσότερες φορές δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά (ιστορικά, πολιτισμικά κλπ) στοιχεία, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν στο παρόν κείμενο. Δυστυχώς, κατά κανόνα, η στερεοτυπική αντιπάθεια δεν έχει ανάγκη τέτοια στοιχεία. Έχει μια δική της αυτάρκεια. Ξεκινά από μια εντελώς υποκειμενική και συνήθως ελλιπώς τεκμηριωμένη ή από μια σχεδόν μόνο διαισθητική αφετηρία.
Αυτός είναι άλλωστε και ο κύριος λόγος, που συχνά τα στερεότυπα κρίνονται - και μάλιστα δικαιολογημένα- αβάσιμα και κατακριτέα. Στην περίπτωση όμως της Γερμανίας τα στερεότυπα δεν απορρίπτονται με την ίδια ευκολία.
Όσο για την Γερμανία, αν ποτέ επιθυμούσε να εξαλείψει την στερεοτυπική αντίληψη που υπάρχει γι αυτήν τότε δεν θα είχε παρά να ακολουθήσει μια σχετικά εύκολη και απλή συνταγή: «περισσότερη δημοκρατία, λιγότερη αυστηρότητα, περισσότερος ανθρωπισμός, μεγαλύτερη, βαθύτερη και ειλικρινέστερη αυτοκριτική».
Θεολ. Μιχαηλίδης
Αναδημοσίευση από:http://www.alfavita.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.