Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Η Γερμανία ξαναπαίρνει τα όπλα της (Nexus, Απρίλιος 2014)


Από πρώτη ματιά η αλλαγή που έγινε στην σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού στην Γερμανία, με αφορμή τις πρόσφατες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013, έπρεπε να στρέψει το κέντρο βάρος της γερμανικής πολιτικής προς τα αριστερά. Η αντικατάσταση των Φιλελεύθερων (FDP) από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) ως συμμάχους της Γερμανικής Δεξιάς (CDU/SDU), μπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι θα μετρίαζε την γερμανική επιθετικότητα τόσο εντός της Γερμανίας, με την εγκατάλειψη των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών προς όφελος μέτρων στήριξης του λαϊκού εισοδήματος και του κράτους πρόνοιας, όσο και στο εξωτερικό, ανακόπτοντας την γερμανική επιθετικότητα σε αναζήτηση πιο συναινετικών λύσεων. Η προσδοκία αυτής της στροφής, όσο κι αν «δουλεύτηκε» εκ του πονηρού από τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να ανακαλύψουν λίγο φως στην άκρη του τούνελ αποσιωπώντας για παράδειγμα την πλήρη ταύτιση των γερμανών σοσιαλδημοκρατών με την Μέρκελ στο θέμα της Ελλάδας, περιελάμβανε μια ορθολογική προσδοκία. Δεν ήταν δηλαδή αυθαίρετη η αναμονή… 

του Λεωνίδα Βατικιώτη 

Δυστυχώς όμως, για μια ακόμη φορά, η πραγματικότητα ανέτρεψε τις προσδοκίες προς το …χειρότερο, καθώς στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και ειδικά στο ιδιαίτερα λεπτό θέμα της παρουσίας του γερμανικού στρατού, της Μπούντεσβερ, στο εξωτερικό, πράγματι αυτήν την ακριβώς την περίοδο είναι σε εξέλιξη μιας μείζονος σημασίας αλλαγή. Μόνο που η αλλαγή δεν αφορά την ακύρωση της αυξημένης παρουσίας της Μπούντεσβερ στο εξωτερικό και την επιστροφή στο δόγμα απαγόρευσης εξόδου από τα γερμανικά σύνορα έστω κι ενός στρατιώτη που κυριαρχούσε μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η ανατροπή που συντελείται θέλει την εγκατάλειψη του «δόγματος της συγκράτησης» που με συνέπεια όχι μόνο εξέφραζε αλλά συνεχίζει να υπηρετεί η γερμανίδα καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, σε όφελος μιας πιο ενεργητικής παρουσίας της Μπούντεσβερ στο εξωτερικό. Η νέα επεκτατική στρατιωτική πολιτική της Γερμανίας εκφράζεται επιθετικά από τρία πρόσωπα που βρίσκονται τους πιο κρίσιμους τομείς χάραξης κι εφαρμογής της γερμανικής πολιτικής: τον πρόεδρο της Γερμανίας, Χοακίμ Γκάουγκ, τη νέα υπουργό Άμυνας που προαλείφεται για διάδοχος της Μέρκελ στην καγκελαρία, Ούρσουλα φον ντερ Λέγιεν, και τον νέο υπουργό Εξωτερικών, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, προερχόμενο από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και στενό συνεργάτη του τελευταίου σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο Στάινμαγιερ μάλιστα έχει διατελέσει ξανά υπουργός Εξωτερικών στον προηγούμενο «μεγάλο συνασπισμό» την περίοδο 2005-2009. 

Τα αποκαλυπτήρια της νέας πολιτικής της Γερμανίας που εν ολίγοις προβλέπει ενεργότερη εμπλοκή της Μπούντεσβερ στις διεθνείς συγκρούσεις έγιναν από τον πρόεδρο της χώρας, Χοακίμ Γκάουγκ, κατά την ομιλία του στο ετήσιο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, που αποτελεί την σημαντικότερη ετήσια συγκέντρωση υπουργών Άμυνας και πολιτικών απ’ όλο τον κόσμο. Παραδοσιακά μάλιστα τα θέματα που εξετάζονταν στην σύνοδο που πραγματοποιείται στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας αφορούσαν το ρόλο του ΝΑΤΟ ή τις εξελίξεις στα καυτά μέτωπα του πλανήτη, πχ στο Αφγανιστάν. Φέτος οι διοργανωτές εκμεταλλεύτηκαν το βήμα του διεθνούς συνεδρίου για να κάνουν γνωστή κι επίσημα την αλλαγή του στρατιωτικού τους δόγματος. «Η Γερμανία δεν μπορεί να συνεχίσει όπως στο παρελθόν» τόνισε στην ομιλία του που κράτησε μισή ώρα κι ήταν επικεντρωμένη στις «δραματικές νέες απειλές» απέναντι στην παγκόσμια τάξη για να καταλήξει με τα εξής: «Όταν η τελευταία επιλογή – η αποστολή της Μπούντεσβερ – έρχεται προς συζήτηση, η Γερμανία δεν θα πρέπει να λέει όχι για λόγους αρχής»! 

Βεβαρυμμένο πρόσφατο παρελθόν 

Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ακόμη και σήμερα γύρω στους 5.000 γερμανούς στρατιώτες υπηρετούν σε διάφορες αποστολές στο εξωτερικό από το Μαλί (99) και τον Λίβανο (148), μέχρι το Αφγανιστάν (3.135) και το Κόσοβο (784). Στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλιστα ήταν η πρώτη φορά που ο γερμανικός στρατός (μετά την ήττα και την παράδοσή του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) βγήκε εκτός συνόρων. Ο σκοπός της αποστολής του στα σημαντικότερα πολεμικά μέτωπα του κόσμου, μόνο κατ’ ευφημισμό μπορεί να χαρακτηριστεί ειρηνευτικός. Σε επίρρωση οι φρικιαστικές φωτογραφίες γερμανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν που έπαιζαν με …νεκροκεφαλές τις οποίες επιδείκνυαν γελώντας. Όταν είδαν αυτές οι φωτογραφίες το φως της δημοσιότητας στα γερμανικά πρωτοσέλιδα τον Δεκέμβριο του 2006 το λιγότερο που προκάλεσαν ήταν σοκ… Δεν ήταν όμως κι η τελευταία φορά που η κοινή γνώμη κι η πολιτική ζωή της Γερμανίας συγκλονίστηκαν από τα κατορθώματα της Μπούντεσβερ. Η επόμενη ήταν τον Σεπτέμβριο του 2009 όταν αποκαλύφθηκε ότι οι οδηγίες που έδωσε για στόχους γερμανός αξιωματικός στα βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν οδήγησαν στο θάνατο εκατοντάδες άμαχους. Οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν ακύρωσαν την προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος και οδήγησαν τον υπουργό Άμυνας, τον επιθεωρητή του στρατού και τον αναπληρωτή υπουργό Άμυνας σε παραίτηση καθώς έγινε σαφές ότι σκόπιμα παραπληροφούσαν την γερμανική κοινωνία υποστηρίζοντας ότι τα θύματα ήταν μόνο Ταλιμπάν. 

Το σημαντικότερο όμως και πέρα για πέρα αποκαλυπτικό γεγονός, εξελίχθηκε το 2010 κι είχε ως πρωταγωνιστή τον πρόεδρο της Γερμανίας, Χερστ Κέλερ, μέλος του δεξιού κυβερνώντος κόμματος (CDU) που μόλις έναν χρόνο πριν είχε επανεκλεγεί στο αξίωμά του. Πριν αναδειχθεί στην προεδρία ήταν επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και κατά την διάρκεια της πρώτης τους θητείας τις περισσότερες φορές που απασχολούσε την δημοσιότητα συνέβαινε με αφορμή δηλώσεις του για την ανάγκη εφαρμογής νεοφιλελεύθερων μέτρων στην οικονομία. Μιλώντας σε δημοσιογράφο κατά την διάρκεια ταξιδιού του προς το Αφγανιστάν ο τότε γερμανός πρόεδρος, με την …διπλωματική και όλο …υπαινιγμούς γλώσσα που συνηθίζεται σε αυτούς τους μισητούς οργανισμούς δήλωσε τα ακόλουθα που οδήγησαν στην ακαριαία παραίτησή του: «Μία χώρα του δικού μας μεγέθους, με τη σημασία που δίνει στις εξαγωγές και την εξάρτηση από το διεθνές εμπόριο πρέπει να έχει επίγνωση ότι οι στρατιωτικές αποστολές αποτελούν αναγκαιότητα για να προστατεύσουμε τα συμφέροντά μας, σε ό,τι για παράδειγμα αφορά εμπορικούς δρόμους ή όταν πρόκειται να αποτρέψουμε περιφερειακές αστάθειες που θα επηρεάσουν το εμπόριο, τις δουλειές και τα εισοδήματά μας»! Πιο κυνικά δεν μπορούσε να ειπωθεί! Ούτε φληναφήματα για «ανθρωπιστικούς λόγους», ούτε βερμπαλισμοί για «διεθνές δίκαιο και νομιμότητα», ούτε σπαραξικάρδιες κραυγές για «σφαγές ανηλίκων»… Τίποτε απ’ όλα αυτά. Η Γερμανία στέλνει στρατό στο εξωτερικό για να προασπίσει τα οικονομικά της συμφέροντα! 

Πίσω απ’ όλα η οικονομία! 

Οι οικονομικές φιλοδοξίες είναι που ωθούν την Γερμανία, οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και πέμπτη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη στον κόσμο, να διεκδικήσει έναν αναβαπτισμένο ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, σύμφωνα με τον πρόεδρο της. Ορίζονται δε από τις εντυπωσιακές εξαγωγικές της επιδόσεις που ξεπερνούν το 43% του ΑΕΠ για το 2012 (1,49 τρισ. δολ. σε ένα σύνολο παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών αξίας 3,43 τρισ. δολ.). (Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα οι εξαγωγές εμπορευμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2012 και 2013 αντίστοιχα – 27,5 και 27,6 δις. ευρώ – ήταν κάτω του 10% του ΑΕΠ!) Τα εξαγώγιμα προϊόντα της Γερμανίας δε κατά βάση είναι κεφαλαιουχικά αγαθά: εργαλειομηχανές, ηλεκτρολογικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός, οχήματα και μεταφορικά μέσα, φαρμακευτικά και χημικά προϊόντα, κοκ. Εν ολίγοις προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, που σημαίνει ότι η Γερμανία δεν αναγκάζεται να αρκείται σε οριακά κέρδη, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους εξαγωγείς που προσφεύγουν στις διεθνείς, πλήρως ανταγωνιστικές αγορές για να αντισταθμίσουν μέρος των απωλειών από την πτώση της ζήτησης στο εσωτερικό… Για την Γερμανία οι εξαγωγές αποτελούν δύναμη ζωής και όχι λύση ανάγκης. Περιττό δε να πούμε ότι ουδέποτε θα έφθαναν οι εξαγωγές της σε τέτοια επίπεδα αν δεν υπήρχε το ευρώ. Στην περίπτωση που η Γερμανία είχε δικό της εθνικό νόμισμα αυτό θα ήταν 30-40% πιο ανατιμημένο από το ευρώ, με αποτέλεσμα να εξασφάλιζε με πραγματικούς όρους μέρος μόνο από τα κέρδη παραγωγικότητας που έχει πετύχει. 

Επομένως όσο μεγαλώνουν οι βλέψεις της Γερμανίας για τις διεθνείς αγορές, όσο περισσότερα συμφέροντα αποκτά στο εξωτερικό, τόσο πιο επίμονα θα ωθεί την Μπούντεσβερ να αναλαμβάνει νέες αποστολές εκτός συνόρων, κι η ίδια θα γίνεται μια ιμπεριαλιστική, μισητή δύναμη. Πίσω από αυτή την επιταγή στοιχίζεται κι η σοσιαλδημοκρατία που έχει αποδειχθεί ότι υπηρετεί πολύ πιο πιστά τις ανάγκες της γερμανικής οικονομικής ελίτ. Ο Σρέντερ άλλωστε με την περίφημη Ατζέντα 2010 ήταν αυτός που σάρωσε τις εργατικές κατακτήσεις της Γερμανίας και οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση το κράτος πρόνοιας. Και τώρα ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών της Μέρκελ από κοινού με την υπουργό Άμυνας έχουν αναλάβει εργολαβία να νομιμοποιήσουν στην συνείδηση της γερμανικής κοινωνίας και στον υπόλοιπο κόσμο την επιθετική στροφή του Τέταρτου Ράιχ. «Η νέα γερμανική κυβέρνηση» έγραφε το περιοδικό Σπίγκελ στις 27 Ιανουαρίου «σχεδιάζει μια καινούργια κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική. Το κεντρικό ερώτημα από τον προκάτοχο του Στάινμαγιερ, τον Γκουίντο Βεστερβέλε, που προερχόταν από τους Ελεύθερους Δημοκράτες, ήταν: “πώς θα μείνουμε έξω από ένοπλες συγκρούσεις;”. Ο Βεστερβέλε προέκρινε μια πολιτική στρατιωτικής συγκράτησης που σήμαινε να αφήνεις τις δυσάρεστες δουλειές για τους άλλους. Τώρα οι δύο υπουργοί από το νέο συνασπισμό της Μέρκελ έχουν συμφωνήσει να καταργήσουν την κληρονομιά του Βεστερβέλε. Ο Σταινμάγιερ και η Ούρσουλα φον ντερ Λέγιεν πιστεύουν ότι μια οικονομική υπερδύναμη όπως η Γερμανία δεν μπορεί να συνεχίσει να στέκεται στο περιθώριο. Θέλουν να δείξουν στους σύμμαχους της Γερμανίας ότι μπορούν να στηριχθούν επάνω της». 

Καχυποψία και χειρισμός της κοινής γνώμης 

Η Γερμανία ωστόσο οφείλει να διασκεδάσει τις οξύτατες αντιδράσεις που προκαλεί ο επανεξοπλισμός της, δεδομένου ότι κανείς τουλάχιστον στην Ευρώπη δεν ξεχνάει τόσο εύκολα την φρίκη που προκάλεσε αυτή η χώρα δύο φορές στον 20ο αιώνα, με τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και πάλι ο άρτια εξοπλισμένος στρατός της μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος μιας ακμάζουσας οικονομίας που ασφυκτιούσε στα εθνικά της σύνορα. Είναι σημάδι αισιοδοξίας υπ’ αυτή την έννοια τα αποτελέσματα δημοσκόπησης που διενεργήθηκε από την εταιρεία YouGovκαι δημοσιεύτηκαν στους Financial Timesτης 31ης Ιανουαρίου, βάσει των οποίων το 45% των Γερμανών που ρωτήθηκαν πιστεύουν ότι η Μπούντεσβερ έχει ήδη μια υπερβολική παρουσία εκτός συνόρων ενώ μόνο το 30% πιστεύει ότι το σημερινό επίπεδο παρέμβασης στη διεθνή σκηνή είναι το κατάλληλο. Πολύ πιθανά όσο η Γερμανία ξαναφοράει τα χακί της και παίρνει τα όπλα της η δυσφορία που υπάρχει στο εσωτερικό να μειώνεται κι ο μέσος Γερμανός να εξοικειώνεται με την ιδέα του μιλιταρισμού. 

Ήδη το Βερολίνο καταβάλλει μια τεράστια προσπάθεια να μεταστρέψει την κοινή γνώμη, τόσο εντός όσο κι εκτός της Γερμανίας. Είναι πολύ ενδεικτικό, για παράδειγμα, άρθρο που δημοσιεύτηκε στο γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ τον Αύγουστο του 2013, με τίτλο «γιατί η Γερμανία αποφεύγει τον παγκόσμιο ρόλο της», όπου προετοιμαζόταν το έδαφος για την μετεκλογική φιλοπολεμική στροφή της κυβέρνησης. Ο αναλυτής που το υπογράφει, μεταφέροντας προφανώς την βούληση του «βαθέως» γερμανικού κράτους, εμφανίζει λίγο πολύ ως αίτημα των λαών όλου του κόσμου τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας για να καταλήξει: «Για μια χώρα τόσο σημαντική όπως η Γερμανία η εμπλοκή της είναι υποχρέωση, όχι επιλογή. Ο ρόλος του ενεργού παίκτη πέφτει επάνω μας, είτε το θέλουμε είτε όχι». 

Πολύτιμη και αναντικατάστατη βοήθεια προς το Βερολίνο στην προσπάθεια του να διασκεδάσει τις αλγεινές εντυπώσεις που δημιουργεί η φιλοδοξία του για αναβαθμισμένη στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό προσφέρει το Παρίσι. Οι συμβολισμοί είναι προφανείς: Οι κοινές γαλλογερμανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις ακυρώνουν εκ προοιμίου κάθε ανησυχία δεδομένου ότι επί αιώνες η μια χώρα πολεμούσε ενάντια στην άλλη. Τώρα, όμως είναι εμφανής από μακριά ο γάμος συμφέροντος: Η Γερμανία κρύβει τις επιθετικές της φιλοδοξίες πίσω από τις δάφνες της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του Πρώτου και Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν αντιστάθηκε στον Άξονα, κι η δε Γαλλία αναβαθμίζει τις δικές της επιθετικές φιλοδοξίες και μειώνει τους πιθανούς κινδύνους (αποφεύγοντας να υποστεί τη ζημιά των Αμερικάνων στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν) προσθέτοντας στο οπλοστάσιο της την τεράστια δύναμη πυρός της Γερμανίας. Δεν αποκλείεται μάλιστα η κάλυψη που παρέχει η Γαλλία στην Γερμανία να περιλαμβάνει ως μέρος του ντιλ και τα στραβά μάτια του Τέταρτου Ράιχ στα …φρενς στατίστικς, δηλαδή την πολύ άσχημη δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας που παραμένει ως φημολογία λόγω των στατιστικών αλχημειών. 

Γαλλία – Γερμανία συνεργασία 

Έτσι, σαν έτοιμες από καιρό Γαλλία και Γερμανία μετέτρεψαν την Αφρική σε πεδίο δοκιμής των επεκτατικών τους σχεδίων. Η επίσκεψη της γερμανίδας γαλαζοαίματης υπουργού στην Σενεγάλη και το Μαλί τον Φεβρουάριο (δύο μόλις εβδομάδες μετά την σύνοδο του Μονάχου) όπου εξήγγειλε την αύξηση της γερμανικής στρατιωτικής παρουσίας έπεισε τους πάντες ότι πίσω από τις εξαγγελίες υπήρχε από καιρό καταστρωμένο σχέδιο, έτοιμο να μπει σε κίνηση. Με βάση μάλιστα όσα δήλωσε από ένα γερμανικό στρατόπεδο στον ποταμό Νίγηρα τα χειρότερα είναι μπροστά μας. «Υπήρχαν περίοδοι που υπηρετούσαν στο εξωτερικό 11.000 άνδρες και γυναίκες στρατιώτες. Τώρα είναι 5.000 επειδή οι επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν οδηγούνται σε κλείσιμο», ήταν τα λόγια της! Στα σχέδια επομένως του Βερολίνου περιλαμβάνεται η σημαντική αύξηση των εκστρατευτικών του σωμάτων. 

Το ενδιαφέρον που εκδηλώνουν Παρίσι και Βερολίνο για την Αφρική, με αφορμή την έκρυθμη κατάσταση στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Μαλί (που δημιουργήθηκε όταν η χώρα κατακλύστηκε από μισθοφόρους οι οποίοι εγκατέλειπαν την Λιβύη μετά την πτώση του Καντάφι) δεν απορρέει από τις ανθρωπιστικές τους ευαισθησίες. Η Αφρική μετατρέπεται με καταιγιστικούς ρυθμούς σε αποικία της Κίνας, η οποία γρήγορα εκμεταλλεύτηκε το μίσος των Αφρικανών για τις πρώην αποικιακές δυνάμεις, εξάγοντας, επενδύοντας κι αγοράζοντας ό,τι κινούταν. Έτσι εκ των υστέρων Αμερικάνοι κι Ευρωπαίοι σπεύδουν να διασώσουν και να επαυξήσουν ό,τι προσβάσεις ιστορικά διέθεταν. Τα θέλγητρα της μαύρης ηπείρου περιγράφηκαν σύντομα και περιεκτικά από τον εκπρόσωπο Τύπου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, Μάρτιν Σάφερ, όταν δήλωνε πρόσφατα: «Η Αφρική είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ήπειρο που παράγει κρίσεις. Υπάρχουν επίσης και πολλές ευκαιρίες. Πολλές αφρικάνικές χώρες επιδεικνύουν ποσοστά μεγέθυνσης που είναι σημαντικά υψηλότερα από αυτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης»! Πέρα από τα ποσοστά, καλύτερα πριν απ’ αυτά, υπάρχει και το υπέδαφος της περιοχής που η Γερμανία το γνωρίζει πάρα πολύ καλά, λόγω του ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η περιοχή που σήμερα είναι η Ναμίμπια, η Τανζανία, το Καμερούν και το Τόγκο αποτελούσαν αποικίες της. Η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, που εκτείνεται σε μια διπλάσια έκταση από την Γερμανία, διαθέτει τεράστιες και βεβαιωμένες ποσότητες χρυσού, διαμαντιών, ουρανίου και ξυλείας. 

Η κοινή γαλλο-γερμανική στρατιωτική επιχείρηση στην Αφρική που ως στόχο έχει τον έλεγχο των πρώτων υλών (κι όχι την αποτροπή των αιματηρών μαχών μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων) ενδεχομένως να εντάσσεται στην κοινή πολιτική ελέγχου των απαραίτητων για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία πρώτων υλών, όπως περιγράφεται σε ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ημερομηνία 24 Ιουλίου 2013 (COM (2013) 542 final). Πρόκειται για ένα κείμενο θεμελιώδους σημασίας που περιγράφει τις προτεραιότητες σε ό,τι αφορά την δημιουργία του ευρωστρατού. Ξεχωριστή προσοχή δίνεται στην υλική βάση του υπό δημιουργία στρατού, δηλαδή την αμυντική βιομηχανία που το 2012 κατέγραψε τζίρο ύψους 96 δις. ευρώ (με το 50% ή 47 δις. ευρώ να αφορούν τον τομέα της αεροναυπηγικής) απασχολώντας άμεσα 400.000 εργαζόμενους και έμμεσα 960.000. 

Πολεμική βιομηχανία αιχμή του δόρατος 

Το εμπόδιο που έχει να ξεπεράσει η ΕΕ είναι ιδιαίτερα σύνθετο. Πρόκειται για δύο συμπληγάδες πέτρες. Η μια αφορά την δημοσιονομική κρίση στην Ευρώπη που έχει οδηγήσει τις αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ να έχουν μειωθεί από 251 δις. ευρώ το 2001 στα 194 δις. το 2010. Ως αποτέλεσμα τα κονδύλια που κατευθύνονται στην Έρευνα και Ανάπτυξη μεταξύ 2005 και 2010 μειώθηκαν κατά 14% (στα 9 δις. ευρώ) όταν ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η αμερικάνικη, δαπανά 7 φορές περισσότερα απ’ όσο και τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ. Στον αντίποδα των προβλέψεων για μείωση κατά 12% των αμυντικών δαπανών από την αρχή της κρίσης μέχρι το 2017, οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες μέχρι το 2015 (από το 2011) αναμένεται να αυξηθούν κατά 6,8%. Ακόμη κι έτσι όμως αξίζει να αναφερθεί ότι οι αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών της ΕΕ το 2011 ως άθροισμα υπερέβαιναν το άθροισμα των αμυντικών δαπανών της Κίνας, της Ρωσίας και της Ιαπωνίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει κάθε χρόνο στην δημοσιότητα το ίδρυμα SIPRI. Να αναφερθεί επίσης ότι την μερίδα του λέοντος στις αμυντικές δαπάνες της ΕΕ (ακόμη και το 80% των προμηθειών) προέρχεται από 6 χώρες: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία και Αγγλία. 

Από την άλλη, το κόστος παραγωγής του πολεμικού εξοπλισμού αυξάνει ως αποτέλεσμα όχι μόνο της αυξανόμενης έντασης τεχνολογίας που περιέχεται σε κάθε αμυντικό προϊόν αλλά επίσης και λόγω της μείωσης του όγκου παραγωγής εξ αιτίας της αναδιοργάνωσης και της συρρίκνωσης των ένοπλων δυνάμεων που συνεχίζεται αμείωτη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Έχει υπολογιστεί για παράδειγμα ότι κάθε 7,25 χρόνια διπλασιάζεται το κόστος των εξοπλισμών. Κι αυτό συμβαίνει ενώ οι δαπάνες προσωπικού μειώνονται σταθερά. Μεταξύ 2006 και 2010 μειώθηκαν κατά 17,5% ως αποτέλεσμα της μείωσης του συνολικού προσωπικού από 2,4 εκ. άτομα το 2006 σε 2 εκ. το 2010, εκ των οποίων τα 1,6 εκ. είναι στρατιωτικό προσωπικό (όταν οι ΗΠΑ έχουν 500.000 λιγότερους, δηλαδή 1,1 εκ.). 

Η λύση που έχει προκρίνει η ΕΕ για να βγει αλώβητη από αυτές τις συμπληγάδες πέτρες είναι η υπέρβαση του εθνικού κατακερματισμού που συνεχίζει ακόμη να δίνει τον τόνο στην εν λόγω αγορά, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι άνω του 80% των επενδύσεων σε αμυντικό εξοπλισμό δαπανάται εθνικά, προκαλώντας, πάντα με όρους αγοράς, αχρείαστες επικαλύψεις. Ο κατακερματισμός της αγοράς υπογραμμίζεται επίσης αν δούμε πως μεταξύ 2008-2010 μόνο το 3,3% των προκηρύξεων δημοσιεύονταν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ η αξία των διασυνοριακών συμβολαίων ανερχόταν σε 4,5 δις. ευρώ ή 1,7% των συνολικών εξοπλιστικών δαπανών. Το ζητούμενο δηλαδή για τις Βρυξέλλες είναι η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς που θα δώσει ώθηση στις οικονομίες κλίμακας και τον ανταγωνισμό. Το σχέδιο της συνδέεται με την δημιουργία διεθνών πρωταθλητών. Πρότυπο είναι οι ΗΠΑ όπου η μέση αμυντική βιομηχανία είναι 1,5 φορά μεγαλύτερη από την μέση ευρωπαϊκή. Σε αυτή την κατεύθυνση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύεται να προωθήσει τα υβριδικά στάνταρντ που θα κάνουν την στρατιωτική τεχνολογία περισσότερο επωφελή και για την υπόλοιπη βιομηχανία (ηλεκτρονική, αεροπλοΐα, εξερεύνηση των θαλασσών, κ.α.), να δημιουργήσει ένα κοινό σύστημα πιστοποίησης ώστε το πολεμικό υλικό να μπορεί να χρησιμοποιείται κατά ενιαίο τρόπο σε όλες τις χώρες, να καταγράψει κάθε μορφής κρατική βοήθεια ώστε να την καταργήσει ή να την αξιοποιήσει κατά το δοκούν, ακόμη και να υπάρξει μια πιο συγκεντρωτική διαχείριση της γης που κατέχουν οι ένοπλες δυνάμεις, δεδομένου ότι είναι ο μεγαλύτερος κάτοχος γης στην Ευρώπη που αντιστοιχεί στο 1% των εδαφών της και σε 200 εκ. τετ. μ. κτιρίων, ώστε με σχεδιασμένο τρόπο να μειωθούν οι ενεργειακές ανάγκες και μέρος αυτών να καλυφθεί από πηγές χαμηλών εκπομπών. 

Ανεργία και οικονομική κατοχή 

Ο σχεδιασμός της ΕΕ μπορεί να οδηγεί σε μια αμυντική βιομηχανία διεθνώς υπολογίσιμη και ανταγωνιστική, είναι εμφανές όμως ότι αυτή η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου περνάει πάνω από την διάλυση και την καταστροφή πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων που διαθέτει η ΕΕ κι η Ελλάδα, εξασφαλίζοντας εδώ και δεκαετίες την επάρκεια της σε αμυντικό υλικό. Η αναζήτηση οικονομιών κλίμακας στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία σημαίνει, με άλλα λόγια, την αποβιομηχάνιση της Ελλάδας. Αναφέρει για παράδειγμα άλλο έγγραφο εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Υπάρχουν πέντε βασικά ευρωπαϊκά ναυπηγεία (BAE Systemsστην Αγγλία, DCNS στην Γαλλία, TKMS στην Γερμανία, Φινκαντιέρι στην Ιταλία και Ναβάντια στην Ισπανία) με πολλούς άλλους μικρότερους παραγωγούς και υποστηρικτικές υπηρεσίες σε όλη την ΕΕ. Μια σύγκριση με τις ΗΠΑ υπογραμμίζει ωστόσο πως ο τομέας στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα λειτουργώντας σε σχετικά μικρή κλίμακα. Η ΕΕ έχει 12 μεγάλες ναυπηγικές εταιρείες έναντι 2 στις ΗΠΑ, και οι αμερικάνικες εταιρείες είναι 3,4 φορές μεγαλύτερες απ’ ότι οι ευρωπαϊκές». Σε αυτό το σχέδιο της ΕΕ, όπου το μέγεθος …μετράει, είναι εμφανές ότι δεν χωρούν ούτε τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ούτε της Ελευσίνας. Καταλαβαίνουμε μάλιστα καλύτερα ποιοί παράγοντες και προς όφελος τίνος τα οδήγησαν στο κλείσιμο, στέλνοντας τόσους χιλιάδες ειδικευμένους εργάτες στην ανεργία… 

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, εξ ίσου σημαντικό: Το σχέδιο του ευρωστρατού, που θα είναι η Μπούντεσβερ με καμουφλάζ, και θα αποτελείται από έναν μικρό κι ευέλικτο στρατό που ως αποστολή του θα έχει να εξασφαλίζει πρώτες ύλες στην ευρωπαϊκή βιομηχανία υποστηριζόμενο από μια αμυντική βιομηχανία που θα είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές δεν έχει καμία σχέση με τις αμυντικές ανάγκες της Ελλάδας. Ο κίνδυνος δηλαδή εδώ είναι πως όσο θα προχωράει η αμυντική ενοποίηση στην ΕΕ, με αποτέλεσμα το Τέταρτο Ράιχ να καταφέρνει να βάζει όλη την υπόλοιπη Ευρώπη να χρηματοδοτεί τα νεοαποικιακά του σχέδια, αμυντικοί σχεδιασμοί που βρίθουν ιδιαιτεροτήτων όπως για παράδειγμα της Ελλάδας και της Κύπρου να καταρρέουν και οι χώρες να γίνονται πιο ευάλωτες σε απειλές. Και τότε να αναδεικνύεται σε μονόδρομο η παράδοση της κυριαρχίας στην Μπούντεσβερ και η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο. Άλλωστε και με την Frontex κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει; 

Εν κατακλείδι ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας αυξάνει την γεωπολιτική αστάθεια, λειτουργώντας σαν λάδι στη φωτιά, ενώ ως απαραίτητο συμπλήρωμά του έχει την στρατιωτική αποδυνάμωση μικρότερων χωρών όπως η Ελλάδα. Η επανεμφάνιση των παλιών φαντασμάτων δημιουργεί μεγαλύτερες ανισορροπίες, περισσότερους κίνδυνους…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.