Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Ο Nτέιβιντ Χάρβεϋ και η πολιτική οικονομία του δημόσιου χώρου της Αθήνας



του Γιώργου Βελεγράκη

Ρόι Λίχτενστάιν, «Οφθαλμαπάτη με κεφάλι Λεζέ και πινέλο», 1973
Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πολύ σημαντικά κατά τη γνώμη μου «χωρικά έργα» του Χάρβεϋ είναι το κείμενο Η πολιτική οικονομία του δημόσιου χώρου (The political economy of public space) που εκδόθηκε το 2006 στις ΗΠΑ ως μέρος του συλλογικού έργου Οι πολιτικές του δημόσιου χώρου (The politics of public space) υπό την επιμέλεια των Neil Smith και Setha Low.1 Το κείμενο διερευνά τη σχέση μεταξύ της φυσικής υπόστασης του αστικού δημόσιου χώρου και των πολιτικών αυτού που νοείται ως δημόσια σφαίρα. Η δημόσια σφαίρα για τον Χάρβεϋ, όπως και για το σύνολο των ριζοσπαστών γεωγράφων, δεν είναι καθολική και αχωρική, ώστε στο πλαίσιό της να τελείται απρόσκοπτα ο δημόσιος δημοκρατικός διάλογος της αστικής δημοκρατίας, αλλά, αντίθετα, υπόκειται στις συγκεκριμένες γεωγραφικές και ιστορικές δεσμεύσεις του φυσικού χώρου. Γι’ αυτό ο σχεδιασμός και η φυσική υλικότητα της χωρικής οργάνωσης δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα ή εκτός θέματος. Οι διάφορες γεωγραφίες του χώρου (και ειδικά στην πόλη ο σχεδιασμένος και οργανωμένος δημόσιος χώρος) είναι αυτές που επιβεβαιώνουν, αναιρούν ή αλλάζουν τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις της δημόσιας σφαίρας. Συνεπώς, είναι εύλογα τα ερωτήματα πώς ο φυσικός σχεδιασμός του δημόσιου χώρου της πόλης αντιστοιχεί σε πιο αυταρχικές ή πιο δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης2 και πώς σχετίζεται με τη δυνατότητα πολιτικής κινητοποίησης.

Ο Χάρβεϋ, μελετώντας την εμβληματική προσπάθεια αναδόμησης του Παρισιού από τον Οσμάν τις δεκαετίες του 1850 και του 1860, αναδεικνύει τη σχέση της οργάνωσης του δημόσιου χώρου με τις μεγάλες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές εκείνης της περιόδου. Οι νέες τεράστιες λεωφόροι και τα εμπορικά κέντρα που τότε ξεφυτρώνουν, συνδέονται και υπηρετούν την ανάδειξη της μεσαίας τάξης, τον ευρύτερο χωρικό διαμοιρασμό του πληθυσμού με ταξικά κριτήρια και τη διακυβέρνηση μέσω της εικόνας του μεγαλείου και της νέας καπιταλιστικής αφθονίας.


To Παρίσι εισέρχεται στην κατά Χομπσμπάουμ «εποχή του κεφαλαίου». Τα έργα ανοικοδόμησής του ήταν μεγάλες δημόσιες δαπάνες, σχεδιασμένες για να αναζωογονήσουν την οικονομία και, μέσω κυρίως της εξασφάλισης του ιδιωτικού κέρδους και την εκμετάλλευση της αστικής γης. Δημιουργείται μια νέα φαντασιακή αναπαράσταση για την πόλη: η πόλη του θεάματος (νέα μπαρ, καφέ, καμπαρέ και θέατρα), του ιμπεριαλιστικού μεγαλείου της Γαλλίας (στις μεγάλες λεωφόρους πραγματοποιούνται δημοτικές τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις, «αριστοκρατικοί» γάμοι) και του κατά Μπένγιαμιν «προσκυνήματος του φετιχισμού του εμπορεύματος»3 (νέα μεγάλα εμπορικά κέντρα).


Από την άλλη, μετά την εξέγερση του Ιουνίου του 1848 και τον σφαγιασμό των εξεγερμένων, η νέα κρατική διακυβέρνηση σχεδιάζει τη πόλη έτσι ώστε να διευκολύνεται η καταστολή των μελλοντικών εξεγέρσεων, να αποκλείονται εύκολα όσοι εν δυνάμει διαταράσσουν την αστική νομιμότητα και να προστατεύεται η ιδιωτική περιουσία των αστών. Οι νέες τεράστιες λεωφόροι επιτρέπουν την εύκολη είσοδο του στρατού στην πόλη, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο στην προγενέστερη εποχή με τα στενά και δαιδαλώδη σοκάκια. Βέβαια, αυτή η συνθήκη δεν εξασφαλίζεται πλήρως. Καθώς οι παραγωγικές δραστηριότητες και η εργατική τάξη εξωθούνται στα προάστια, δημιουργούνται και οι συνθήκες για την ταξική πόλωση μεταξύ των συνοικιών των πλουσίων και αυτών των λαϊκών τάξεων και οδηγούν στο ξέσπασμα της Κομμούνας το 1871. Σε αυτή τη διαδικασία, ο δημόσιος χώρος των λαϊκών συνοικιών ως χώρος κοινωνικοποίησης και αμφισβήτησης της εξουσίας παίζει καταλυτικό ρόλο.

Είναι αλήθεια ότι η σημερινή Αθήνα της «μνημονιακής συνθήκης» απέχει αρκετά από την εικόνα του μεγαλείου και της καπιταλιστικής αφθονίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο σχεδιασμός του δημόσιου χώρου της, από πλευράς κρατικής εξουσίας, σταμάτησε να εξυπηρετεί –ή τουλάχιστον αυτό επιδιώκει– τη διαμόρφωση μια πόλης της «ασφάλειας», του διαρκούς ελέγχου και του περιορισμού της πολιτικής αμφισβήτησης. Η νεόκοπη κυβέρνησή μας φρόντισε να μας το υπενθυμίσει ξαναονομάζοντας το σχετικό υπουργείο «Δημόσιας Τάξης». Ο δε δεξιός συνέταιρος του κυβερνητικού σχήματος καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο μιλούσε για «ανακατάληψη των γειτονιών της Αθήνας από τους νόμιμους (;) κατοίκους της και καθαρισμό της πόλης από τους μετανάστες».4 Διαβάζοντας μέσα από τις λέξεις και τα μεγαλόπνοα σχήματα, δεν μπορούμε παρά να δούμε τη θέληση για ένα δημόσιο χώρο και ένα κέντρο της Αθήνας που εξυπηρετεί ένα μοντέλο διακυβέρνησης της κρίσης ως συνθήκη χωρικής και χρονικής εξαίρεσης. Ένα χώρο όπου η καταστολή έχει κάθε δικαίωμα να γενικεύεται συνεχώς, να παγιώνεται και να «νομιμοποιείται» ακόμα περισσότερο, καθώς απαντά σε έκτακτες συνθήκες, ενώ έχει «δίκαιη προέλευση και στόχο».


Την ίδια στιγμή, βέβαια, επανέρχεται συνεχώς, ακόμα και σε περίοδο κρίσης, η συζήτηση και η θέση για τον «εξωραϊσμό» του αθηναϊκού κέντρου. Η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου και ο εξευγενισμός του Μεταξουργείου με τη διαμόρφωση νέων χρήσεων γης εντάσσεται στη θέληση της κρατικής εξουσίας, και κυρίαρχα του ιδιωτικού κεφαλαίου, για μια πόλη-ατραξιόν που θα προσελκύει πριν από όλα τουρίστες και νέες εμπορικές χρήσεις, μια πόλη που ο δημόσιος χώρος της θα είναι κυρίως ένας χώρος κατανάλωσης. Ο κάτοικός της θα μπορεί να υπάρχει στη δημόσια σφαίρα, εφόσον ικανοποιεί μια πιστοποιήσιμη συλλογική ταυτότητα μη σύγκρουσης με την εξουσία και αδιάκοπης χρήσης των καταναλωτικών αγαθών.


Σε αυτή τη διαδικασία, το ιδιωτικό κεφάλαιο, αν δεν διευρύνει τον χώρο του, σίγουρα παίζει καταλυτικό ρόλο. Το fast track, τουλάχιστον σε επίπεδο σχεδιασμού, καλά κρατεί στην περιφέρεια ενώ νέα περιαστικά φιλέτα γης εντάσσονται στη λογική της άμεσης εκποίησης. Ο ίδιος ο σχεδιασμός της ανάπλασης του κέντρου της Αθήνας καθορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, από τη δυνατότητα εμπορικής εκμετάλλευσης μεγάλων εκτάσεων και δημιουργίας νέων χώρων συλλογικής κατανάλωσης αγαθών (mall). Οι επιδιωκόμενες νέες χρήσεις γης προσβλέπουν κυρίως στην εξασφάλιση των επιδιώξεων του ιδιωτικού κεφαλαίου και στην εκδίωξη κοινωνικών ομάδων που δεν μπορούν να καταναλώσουν ή «προσβάλλουν» τη νέα αισθητική της πόλης, όπως οι μετανάστες ή οι τοξικοεξαρτημένοι του κέντρου.


Για να επιστρέψουμε στον Χάρβεϋ και την ανάλυσή του για το Παρίσι του 19ου αιώνα, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι η συζήτηση για την οργάνωση του δημόσιου χώρου της Αθήνας σήμερα δεν γίνεται σε κενό χρόνου. Ο σχεδιασμός αναφέρεται στην Αθήνα των μεγάλων πολιτικών κινητοποιήσεων, την Αθήνα της «αγανακτισμένης» πλατείας Συντάγματος και των δεκάδων μικρών αλλά σημαντικών χώρων άμεσης αμφισβήτησης της κρατικής επιβολής στην καθημερινότητα της πόλης. Ο κρατικός σχεδιασμός γίνεται και στη βάση «επαναφοράς» μιας νόμιμης χρήσης» του δημόσιου χώρου όπου η κατανάλωση εκθειάζεται και η πολιτική ανυπακοή (βλ. Σύνταγμα 2011) καταστέλλεται. Αν ισχύει η άποψη του Χάρβεϋ ότι «οι παρεμβάσεις για την αλλαγή του χαρακτήρα του δημόσιου χώρου έχουν πολύ μικρή πολιτική σημασία αν δεν συνδέονται με ισχυρές αναδομήσεις τόσο στον ιδιωτικό χώρο όσο και με θεσμικές αλλαγές», τότε, σε αυτή τη λεπτή γραμμή δημόσιου-ιδιωτικού, πρέπει ένα κίνημα αμφισβήτησης να συνεχίσει να κινείται. Το σύγχρονο δικαίωμα στην πόλη από τη μία σημαίνει την αντίδραση ενάντια σε μια πόλη του διαρκούς ελέγχου και ενάντια στον συνεχή περιορισμό του δικαιώματος χρήσης του δημόσιου χώρου της και από την άλλη μια συνολικότερη πολιτική αμφισβήτηση και μια νέα κοινωνική παραγωγή του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου που προκύπτει από την εμπειρία των ίδιων των εξεγερμένων.


Ο Γιώργος Βελεγράκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ

Σημειώσεις


[1] Low, S., & Smith, N. (2006). The Politics of Public Space. New York, London: Routledge.


[2] Βλ. την εισαγωγή στη μετάφραση του κειμένου του Harvey στα Ελληνικά από τον Κώστα Βουρεκά,http://akea2011.wordpress.com/2011/04/01/thepoliticaleconomyofpublicspace/


[3] Διατύπωση του ίδιου του Χάρβεϋ, στο παραπάνω κείμενο


[4] Βλ. πρόγραμμα Νέας Δημοκρατίας http://www.ekloges.nd.gr/themata

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.