14 Φεβρουαρίου 2013

Μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη και μερικές ερωτήσεις – μέρος πρώτο



του Λευτέρη Ριζά


 Η συνέντευξη που παραχώρησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κ. Αλέξης Τσίπρας στον Γιώργο Αυτιά (τηλεόραση του ΣΚΑΪ 9/2/13), είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Γιατί επεκτάθηκε σε πολλά θέματα. Θα ήθελα να σταματήσω σε μερικές απαντήσεις που νομίζω ότι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Αρχικά ο κ. Γ. Αυτιάς ρώτησε αυτό που η επικαιρότητα επέβαλε. Για την παρουσία και τα «επιτεύγματα» του κ. Α. Σαμαρά στην Σύνοδο Κορυφής, από την οποία επέστρεψε πανηγυρίζοντας για τα 18,5 δις € που απέσπασε. Εδώ ο κ. Τσίπρας παρατήρησε ότι ο πρωθυπουργός «Δεν διεκδίκησε, όμως, ούτε ένα ευρώ παραπάνω για το λόγο ότι η χώρα έχει λεηλατηθεί τα τελευταία 3 χρόνια. Δεν διεκδίκησε ούτε ένα ευρώ παραπάνω για τη χώρα μας ή για την Πορτογαλία που βρίσκεται σε μνημόνιο». Για να συνεχίσει λέγοντας ότι αυτός – η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ – «Θα είχαμε γυρίσει τα πάνω, κάτω. Και θα εξηγούσαμε στους ευρωπαίους εταίρους μας που έχουν τον παραλογισμό να μειώνουν τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και έχουν οδηγήσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση και θα διεκδικούσαμε ειδικά κονδύλια, ειδικούς αναπτυξιακούς προϋπολογισμούς και στοχευμένες δράσεις για τις χώρες που βρίσκονται σε μνημόνιο και θα διεκδικούσαμε στοχευμένα κονδύλια για την αγροτική ανάπτυξη και την αγροτική παραγωγή».  

Βέβαια ποτέ δεν «φέρνεις τα πάνω κάτω» εξηγώντας στους ευρωπαίους εταίρους ότι κάνουν χοντρά λάθη και αδικίες. Στο παρελθόν ο Ανδρέας Παπανδρέου σε μια ανάλογη σύνοδο κορυφής είχε αποσπάσει τα λεγόμενα ΜΟΠ. Και τα παρουσίασε ως μεγάλη επιτυχία στον ελληνικό λαό. Συγκρινόμενα με αυτά που γίνονται τώρα, ήταν πραγματικά μια «επιτυχία». Που τελικά δεν απέφερε τίποτα ουσιαστικό στην Ελλάδα και το λαό της. Όχι μόνο επειδή σπαταλήθηκαν η «φαγώθηκαν» από τους επιτήδειους αλλά γιατί δεν άλλαξε η ευρωπαϊκή ρότα, όπως την χάραξαν οι κυρίαρχες οικονομικές και κρατικο-πολιτικές δυνάμεις.

Η διεκδίκηση ειδικών κονδυλίων, στοχευμένων δράσεων και κονδυλίων για την αγροτική ανάπτυξη δεν φέρνουν τα πάνω κάτω. Και προπαντός δεν ακυρώνουν τις συμφωνίες που η Ελλάδα έχει υπογράψει και πρέπει να εφαρμόζει. Δηλαδή όλες τις κοινές πολιτικές: αγροτική, βιομηχανική κλπ κλπ. οι οποίες δεν επιτρέπουν στη χώρα να κάνει ό,τι την συμφέρει. Ούτε επισκευές πολεμικών πλοίων της στον Σκαραμαγκά. Ούτε ένα στρέμμα παραπάνω καλαμπόκι δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε. Σε αντίθετη περίπτωση πέφτουν πρόστιμα. Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κ. Ν. Χουντής κάθε τόσο εισπράττει και μια αρνητική απάντηση σε αιτήματα του από τους αξιωματούχους της ΕΕ (Όλι Ρεν κ.α). Οι οποίοι του λένε ότι σύμφωνα με τις αποφάσεις της ΕΕ και τις υπάρχουσες συμφωνίες, δεν μπορούμε να κάνουμε εκείνο και το άλλο. 

Τα «πάνω-κάτω» λοιπόν δεν μπορούν να έρθουν. Γιατί και τα «πάνω» και τα «κάτω» και τα «δεξιά» και τα «αριστερά» είναι καθορισμένα από τις γενικές συμφωνίες. Που ουσιαστικά επιβάλλουν  και θωρακίζουν τα συμφέροντα των κυρίαρχων χωρών και των μονοπωλιακών γιγάντων.

Ούτε βέβαια τα «πάνω-κάτω» θα μπορούσαν να έρθουν επειδή θα «τολμούσε» - αλήθεια πώς – να εξηγήσει στους ευρωπαίους εταίρους  «τον παραλογισμό να μειώνουν τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό». Δεν εξηγείς τον παραλογισμό σε αυτούς που «παραλογίζονται». Άλλωστε για τον εαυτό τους δεν πιστεύουν ότι  παραλογίζονται. Όταν π.χ. ο  μακαρίτης Κάρολος έγραφε «Το Κεφάλαιο» δεν εξηγούσε τον «παραλογισμό» του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Που στο κάτω-κάτω δημιουργούσε και το νεκροθάφτη του – το σύγχρονο προλεταριάτο, όπως ο ίδιος πίστευε.

Παρά τη διάθεση και προσπάθεια του να παρουσιαστεί ως αδιάλλακτος υπερασπιστής των συμφερόντων της Ελλάδας και του λαού της, λέγοντας αυτά, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ παραμένει όμηρος των παλαιών ιδεολογημάτων και αυταπατών του ευρωκομμουνισμού – που στενοί συνεργάτες και σύμβουλοι του υπηρέτησαν και συνεχίζουν ακόμα να πιστεύουν. Είναι αυτοί που πεισματικά αρνούνται να πάρουν υπόψη τους ότι ακριβώς ζούμε – από πάρα πολλά χρόνια – την εποχή του ιμπεριαλισμού. Ενός ιμπεριαλισμού μάλιστα που
«…αφού έχει γίνει πλέον συλλογικός, ακολουθεί μια ενιαία και κοινή πολιτική έναντι του Νότου – η πολιτική της τριάδας – μια πολιτική συνεχούς επιθετικότητας εναντίον των λαών και κρατών που τολμούν να αμφισβητήσουν το συγκεκριμένο σύστημα παγκοσμιοποίησης. Ο συλλογικός ιμπεριαλισμός έχει ένα στρατιωτικό ηγέτη, αν όχι ηγεμόνα: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει πια «εξωτερική πολιτική» της ΕΕ, αλλά ούτε και των κρατών της.
Ως αντεπιχείρημα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχουν τα μέσα για να διορθώσουν τις ενδο-ευρωπαϊκές ανισότητες μέσω της κατάλληλης χρηματοδοτικής στήριξης στις χώρες με καθυστερημένη ανάπτυξη. Και αυτή είναι η επικρατούσα άποψη στην κοινή γνώμη. Στην πραγματικότητα, η στήριξη αυτή (η οποία εκτός από τη γεωργία, ένα θέμα που είναι εκτός συζήτησης εδώ, διοχετεύεται κυρίως στην κατασκευή σύγχρονων υποδομών) είναι πολύ ανεπαρκής για να επιτρέψει την «κάλυψη της καθυστέρησης στην ανάπτυξη», αλλά ακόμα χειρότερα, διευκολύνει τη διείσδυση των γενικευμένων μονοπωλίων ενισχύοντας έτσι την τάση για άνιση ανάπτυξη μέσω ενός μεγαλύτερου ανοίγματος των εν λόγω οικονομιών. Επιπλέον, η βοήθεια αυτή έχει ως στόχο την ενίσχυση ορισμένων υπο-εθνικών περιοχών (για παράδειγμα Βαυαρία, Λομβαρδία, και Καταλονία) και ως εκ τούτου αποδυναμώνει την ικανότητα των εθνικών κρατών να αντισταθούν στις προσταγές των μονοπωλίων.
Η ευρωζώνη σχεδιάστηκε για να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο αυτή την κατάσταση. Η θεμελιώδης φύση της ορίζεται από το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία δεν επιτρέπεται να δανείζει σε κράτη (ακόμη και σε ένα υπερεθνικό ευρωπαϊκό κράτος, εάν υπήρχε), αλλά μπορεί να δανείζει αποκλειστικά σε τράπεζες – με ένα εξωφρενικά χαμηλό επιτόκιο – που, με τη σειρά τους, αντλούν εισόδημα υπό τη μορφή ενός ποσοστού/μερίσματος από τις επενδύσεις τους σε εθνικά ομόλογα και έτσι ενισχύουν την κυριαρχία των γενικευμένων μονοπωλίων.» [1]
        
Ο Αλ. Τσίπρας όσο βρίσκεται μέσα σε αυτό το ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα, που  το μόνο που πετυχαίνει είναι να αυτοδιαψεύδεται και φυσικά, αυτό μας ενδιαφέρει πρώτιστα, να προκαλεί ζημιά στο λαϊκό κίνημα, κι ας πιστεύει ακράδαντα και ειλικρινά ότι το υπηρετεί. Γιατί θα εξακολουθεί να πιστεύει, όπως και «η πλειοψηφία  των αριστερών που επικρίνουν την παρούσα κατάσταση των θεσμικών οργάνων…(ότι) «Μια Άλλη Ευρώπη Είναι Εφικτή».» [2]
        
Όχι μόνο φαίνεται ότι εξακολουθεί να το πιστεύει αλλά δεν χάνει την ευκαιρία να το διακηρύσσει με σχετική βεβαιότητα και υπερηφάνεια, όπως έκανε μιλώντας στο Ινστιτούτο Brookings.  Εκεί επανέλαβε την αφελή άποψη του  «ότι πιστεύουμε ότι η Ευρώπη έχει χάσει το δρόμο της, και ότι επιβάλλει απάνθρωπες πολιτικές στους ίδιους τους λαούς της, δε μπορεί να θεωρηθεί αντι-ευρωπαϊκό». Η Ευρώπη δεν έχει χάσει κανένα δρόμο – αυτός είναι ο δρόμος του ιμπεριαλισμού, απάνθρωπος, σπαρμένος με ερείπια, νεκρούς, γεμάτος με αίμα, πόνο και δυστυχία. Δεν «λογικεύεται» και δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει πολιτική και συμπεριφορές. Όσο κι αν εκλιπαρεί στα διάφορα ινστιτούτα ο κ. Τσίπρας, όσο κι αν καμαρώνει γιατί υποδέχονται αυτόν και το κόμμα του ως την αυριανή κυβέρνηση της χώρας. Το καθήκον του ως αριστερού και μάλιστα ριζοσπάστη πολιτικού ηγέτη δεν είναι να κατακρίνει τον «παραλογισμό» της Ευρώπης, αλλά να εξηγεί τη «λογική» του καπιταλισμού / ιμπεριαλισμού που καταδικάζει λαούς και τάξεις σε καταστροφή, ότι χωρίς τον παραμερισμό τους και την αντικατάσταση τους με ένα άλλο σύστημα παραγωγής και διανομής του πλούτου, με άλλες δηλαδή παραγωγικές σχέσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να απαλλαγούμε από τα δεινά που καθημερινά συσσωρεύονται σε βάρος μας. Εθνικά, κοινωνικά, πολιτικά, υγείας κλπ κλπ.

        Άλλωστε, σε μια συνέντευξη του ο Σαμίρ Αμιν, πολύ σωστά – κατά τη γνώμη μου – υπενθύμισε ότι  «Αρχικά, η απάντηση στην κρίση του 1929 ήταν ακριβώς η ίδια όπως σήμερα: πολιτικές λιτότητας, με καθοδική σπειροειδή πορεία. Ο οικονομολόγος Keynes έλεγε ότι ήταν παράλογο και ότι ήταν απαραίτητο να κάνουμε το αντίθετο. Αλλά μόνο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατάφερε να εισακουστεί. Όχι γιατί η αστική τάξη πείστηκε από τις ιδέες του, αλλά επειδή επιβλήθηκε από την εργατική τάξη. Με τη νίκη του Κόκκινου Στρατού κατά του ναζισμού και τη συμπάθεια για την κομμουνιστική αντίσταση, ο φόβος για ενδεχόμενη νίκη του κομμουνισμού ήταν πολύ έντονος» για να συμπληρώσει «Σήμερα, ορισμένοι - όχι πάρα πολλοί - έξυπνοι αστοί οικονομολόγοι μπορεί να λένε ότι τα μέτρα λιτότητας είναι παράλογα. Και λοιπόν; Όσο το κεφάλαιο δεν υποχρεώνεται από τους αντιπάλους του να ρίξει νερό στο κρασί του, αυτό θα συνεχιστεί».[3]
        
Το «λάθος» στην θεραπεία της οικονομικής ύφεσης στο οποίο πέφτουν οι αστοί, οι κυβερνήσεις και τα διεθνή θεσμικά τους όργανα, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου «παραλογισμού» - το σύστημα βέβαια  είναι «παράλογο» με την έννοια ότι καταδικάζει στη φτώχεια, την ανέχεια την τεράστια πλειοψηφία των λαών – αλλά των συμφερόντων τους και της ιδεολογικής έκφρασης τους. Όπως έγραψαν οι Μαρξ-Ένγκελς «η τάξη των εχόντων και η τάξη του προλεταριάτου παρουσιάζουν την ίδια ανθρώπινη αυτοαλλοτρίωση. Η πρώτη όμως τάξη νιώθει άνετα και επαληθευόμενη μέσα σ’ αυτήν την αυτοαλλοτρίωση. Ξέρει την αλλοτρίωση σαν τη δική της δύναμη και σ’ αυτήν κατέχει την απόδειξη μιας ανθρώπινης ύπαρξης. Η δεύτερη τάξη νιώθει αφανισμένη μέσα στην αλλοτρίωση, σ’  αυτήν βλέπει την αδυναμία της και την πραγματικότητα μιας απάνθρωπης ύπαρξης». Οι κυρίαρχες τάξεις και οι διάφοροι υποστηρικτές τους  - ακριβώς λόγο αυτής της αυτοαλλοτρίωσης – «συμμερίζονται την ψευδαίσθηση αυτής της εποχής» [5]

        Συνεπώς κάνει μεγάλο λάθος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ όταν λέει ότι θα τα έφερνε πάνω-κάτω δείχνοντας τους τον «παραλογισμό» τους. Αυτό αποτελεί τεράστια σπατάλη δυνάμεων για την αριστερά. Ένας δικός τους άνθρωπος – όπως καλή ώρα ο Κέϋνς – σήμερα έχει κάποιες ελπίδες να τους επηρεάσει. Κι αυτό γίνεται. Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι τους, αυτοί που ανησυχούν και αγωνίζονται για την επιβίωση του συστήματος, που προσπαθούν να τους εξηγήσουν ότι παίρνουν λάθος μέτρα – που στρέφονται σε βάρος τους γιατί μπορεί, εκτός των άλλων, να κινητοποιήσουν τις πλατειές λαϊκές μάζες ενάντια στο «σύστημα». Αυτούς πρέπει να τους αξιοποιήσει η αριστερά. Αλλά δεν πρέπει να καταναλώσει τις γνώσεις, την ευφυΐα της, τις δυνάμεις της για να τους δείξει τον παραλογισμό της. Αυτή η τακτική απορρέει κατευθείαν από την επιρροή της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας μέσα στην αριστερά – αποτέλεσμα και της κοινωνικής της σύνθεσης. Η αριστερά πρέπει να στραφεί στις λαϊκές τάξεις, στην εργατική τάξη, τους αγρότες, τα άλλα στρώματα που σήμερα υποφέρουν, στη νεολαία που δεν έχει μέλλον και να δείξουν ποια είναι μια άλλη προοπτική, ποιες δυνατότητες υπάρχουν και πως θα τις αξιοποιήσουν. Έτσι κερδίζονται και τα μικροαστικά στρώματα και ομάδες σταθερά προς την υπόθεση του σοσιαλισμού και όχι καλλιεργώντας τους αυταπάτες πώς μόλις απαλλαγούν από τον «παραλογισμό» τους τα μονοπώλια, οι κυβερνήσεις τους, οι οικονομολόγοι τους τα πράγματα θα βελτιωθούν.

        Στη συνέχεια ο κ. Αλ. Τσίπρας επαναλαμβάνει την τραγική κατάσταση που βρίσκονται οι λαοί σήμερα σε Ελλάδα και Ευρώπη: ανεργία κλπ κλπ. Δηλαδή επαναλαμβάνει αυτά που καθημερινά λέγονται από τηνTV, τις εφημερίδες και που τα ξέρει ο κόσμος από πρώτο χέρι. Τα κουβεντιάζει όπου βρεθεί και όπου σταθεί: στα μπακάλικα, τις συγκοινωνίες, στα νοσοκομεία. Πρέπει λέει «.. να γυρίσουμε τα πάνω, κάτω και να εφαρμόσουμε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για τη χώρα, για την ανασυγκρότησή της και για την κοινωνική σωτηρία.» Αλλά ο κόσμος  αυτό που δεν ξέρει – και δεν του απαντάει ούτε ο πρόεδρος του και ούτε όλος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ – είναι τι σημαίνει αυτό, πώς θα γίνει. Τι σημαίνει π.χ. κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και πως θα ανασυγκροτηθεί η χώρα. Εύκολα λέγεται. Κανένας σχεδόν δεν λέει κάτι αντίθετο. Ακόμα και οι εγχώριοι «τροϊκανοί». Τα λέει και ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης ακόμα και ο Σαμαράς. Τι δεν λέγεται; Ποιός θα αναλάβει να οργανώσει και να «οδηγήσει» τη χώρα και το λαό της – με ποιες κοινωνικές συμμαχίες – και προς τα πού. Με ποιο κόστος και προοπτικές.

        Λέγοντας το χιλιοειπωμένο «είμαστε ένα κόμμα της Αριστεράς, της ριζοσπαστικής Αριστεράς που διεκδικούμε να αναλάβουμε την ιστορική ευθύνη, έτσι μας έλαχε η μοίρα να έχουμε μια μεγάλη ιστορική ευθύνη, να ανασυγκροτήσουμε αυτή τη μεγάλη, την πλατιά δημοκρατική παράταξη της αριστεράς η οποία θα διεκδικήσει να βγάλει τον τόπο απ’ αυτή την τραγωδία που βιώνει σήμερα εξ αιτίας των επιλογών της πολιτικής ηγεσίας της μεταπολίτευσης που μας οδήγησε εδώ ….. για να σώσουμε τις ελληνίδες και τους έλληνες και όλους όσους ζουν σε αυτή τη χώρα», καταφεύγει στην ανάγκη «Σωτήρων» του λαού και της χώρας. Ο Μπρέχτ το έβαζε πολύ ωραία στο έργο του ο «Γαλιλαίος» όταν σ’ ένα διάλογο των πρωταγωνιστών του λέει «Αλλοίμονο στη χώρα που χρειάζεται ήρωες και δεν έχει, για να απαντήσει ο άλλος «αλλοίμονο στη χώρα που χρειάζεται ήρωες». Βάλτε στη θέση των ηρώων τους σωτήρες. Ανήκει στην «αριστερή» παρλάτα ότι πρέπει να «αναλάβει τη μεγάλη ιστορική ευθύνη» για να σώσει την ανθρωπότητα, την Ελλάδα, το λαό κλπ κλπ. Δεν υπάρχει καμιά ιστορική ευθύνη – κι ούτε πουθενά ο Μαρξ είπε κάτι τέτοιο – για την αριστερά. Η αριστερά, οι κομμουνιστές όπως έγραφαν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» : δεν αποτελούν κανένα ιδιαίτερο κόμμα απέναντι στ' άλλα εργατικά κόμματα.
Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του.

Δεν διακηρύσσουν κάποιες ιδιαίτερες αρχές, που σύμφωνα μ' αυτές θα ήθελαν να πλάσουν το προλεταριακό κίνημα…. Οι θεωρητικές θέσεις των κομμουνιστών δεν στηρίζονται καθόλου σε ιδέες, σε αρχές, που εφευρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτον ή εκείνον τον αναμορφωτή του κόσμου». Απλά όπως έγραφαν θέλουν περισσότερο και βλέπουν μακρύτερα. Η αποδοχή της άποψης ότι στην αριστερά έχει ανατεθεί κάποια μεγάλη ιστορική αποστολή, βρίσκεται ακριβώς στη βάση και τη λογική του σταλινισμού – που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας καταδικάζει.      

[συνεχίζεται].  



Παραπομπές-σημειώσεις
1- Σαμίρ Αμίν: «Το ευρωπαϊκό σχέδιο θα καταρρεύσει…»  Εφημερίδα των Συντακτών 13/01/2013
2 - Σαμίρ Αμιν, στο ίδιο
3 - Ruben Ramboer « ΣΑΜΙΡ ΑΜΙΝ ΓΙΑ ΚΡΙΣΗ – έχει αναρτηθεί και στον ΟΙΣΤΡΟ.
4 - Μαρξ-Ένγκελς: «Η Αγία οικογένεια ή η κριτική της κριτικής κριτικής», εκδ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΑΘΗΝΑ χ.χ., σελ. 42.
5 – Μαρξ-Ένγκελς: «Η Γερμανική Ιδεολογία», εδκ. GUTENBERG, Αθήνα 1979, τόμος  1ος σελ. 89.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.