08 Οκτωβρίου 2025

Η εικόνα του μικρού παιδιού δεν συγκινεί. Διαπομπεύει. Δεν γεννά οίκτο. Γεννά ντροπή.

Του Μάνου Λαμπράκη 

Η Ελλάδα του 2025 ποζάρει –πολυτονικά κι ας γράφουμε μονοτονικά– ως κράτος ευρωπαϊκής κανονικότητας, την ώρα που τα παιδιά της στέκονται σκυμμένα μπροστά σε μαυρόασπρους μαρμάρινους σταυρούς, εκεί όπου όφειλε να υπάρχει κράτος δικαίου, κοινωνία φροντίδας και πολιτεία μνήμης. 


Μα τι λέξεις είναι αυτές, θα μου πείτε, για μια χώρα που ούτε στο παρόν δεν ζει, πόσο μάλλον στο μέλλον. Που διαχειρίζεται τον θάνατο με ημερολόγια επιδομάτων και τον χρόνο με τις ατζέντες της επικοινωνίας. 

Η εικόνα του μικρού παιδιού δεν συγκινεί. 
Διαπομπεύει. 
Δεν γεννά οίκτο. 
Γεννά ντροπή. 

Γιατί το ερώτημα εδώ δεν είναι «ποιος φταίει». Το ερώτημα είναι «ποιος συνεχίζει να κυβερνά αφού απέτυχε με τόση ακρίβεια».

Απέναντι σε αυτό το παιδί –και στα δεκάδες άλλα παιδιά που έχασαν γονείς στα Τέμπη και αλλού– ο πολιτικός λόγος μοιάζει ηχηρά ανήθικος. Είναι ακριβώς αυτό το είδος μετα-τραγικής γελοιότητας της κοινωνίας της παρηγορητικής λήθης: μιας κοινωνίας που, ανίκανη να διαχειριστεί την ενοχή της, την ιδιωτικοποιεί. 

Έτσι κι εδώ. Ο θάνατος της μητέρας γίνεται «προσωπικό δράμα», όχι δημόσιο έγκλημα. Το παιδί γίνεται φιγούρα συμπόνιας στα κοινωνικά δίκτυα, όχι πολιτική μονάδα διεκδίκησης δικαιοσύνης. 

Η μνήμη της Αθηνάς Κατσαρά-Ζήση, 34 ετών, καθίσταται «συγκινητική», αλλά όχι πολιτικά ένοχη για κανέναν από τους διαχειριστές της τραγωδίας.

Η Εκκλησία, βεβαίως, ως πάντοτε «παρούσα» με τα μνημόσυνα και τα τρισάγια, παραμένει θεαματικά απούσα από κάθε θεολογική πράξη δημόσιας υπεράσπισης της δικαιοσύνης. Είναι, φαίνεται, πιο εύκολο να τελέσεις επιμνημόσυνη δέηση παρά να καταγγείλεις την απουσία θεσμικής μετάνοιας. Είναι πιο ασφαλές να ευλογείς τους συγγενείς παρά να καταριέσαι –ευαγγελικά– εκείνους που σπέρνουν τον θάνατο με τις αποφάσεις τους. 

Αλλά μην ανησυχείτε. 

Και του χρόνου τον Αύγουστο, στην Πάρο και τη Μύκονο, θα τελεστούν λειτουργίες υπέρ των ψυχών των θυμάτων των Τεμπών, παρουσία αξιωματούχων με βλέμμα ειλικρινούς συγκίνησης και φράκα απογευματινής επισημότητας. Διότι, ως γνωστόν, ουδέν θύμα χάνεται όταν υπάρχει ΕΡΤ, drone και Αρχιεπίσκοπος.

Το βλέμμα του παιδιού, πάντως, τους διαψεύδει όλους. Στον πυρήνα της εικόνας αυτής δεν κατοικεί ο πόνος. Κατοικεί η ενοχή. Κι η ενοχή αυτή, όταν δεν αναλαμβάνεται συλλογικά, όταν δεν αρθρώνεται σε θεσμικό πένθος, όταν δεν διαμορφώνεται σε πολιτική αποκατάσταση, μετατρέπεται σε ειρωνεία: η κοινωνία που αφήνει τους πολίτες της να πεθαίνουν σε τρένα χωρίς τηλεδιοίκηση, επιδοτεί μετά τις οικογένειές τους με 100.000 ευρώ. Ίσα-ίσα για να μη φωνάξουν. Ίσα-ίσα για να σιωπήσουν. Ίσα-ίσα για να ποστάρουν λουλούδια στο μνήμα και να πάνε παρακάτω.

Δεν πάμε όμως παρακάτω.

Γιατί αυτό το παιδί, αυτό το σώμα που ακόμη δεν ξέρει να διαβάζει αλλά έχει ήδη χαραγμένο πάνω του το τέλος της παιδικότητας, μας επιστρέφει στο μόνο πραγματικό ερώτημα:
Πόσοι ακόμα πρέπει να πεθάνουν, ώστε να πάψει η χώρα να θάβει την αλήθεια κάτω από μάρμαρο και συγνώμες που κανείς δεν εννοεί;

Αυτός είναι ο πολιτικός πολιτισμός μας. Ένα νεκροταφείο. Με λάθος διεύθυνση. Και με σωστή λίστα θυμάτων.


ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/1CbQEHAVei/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.