από Σίσσυ Κόσσυβα
Πηγαίνει στο οικοτροφείο που διαμένει
η μητέρα της δύο φορές την εβδομάδα!
Το οικοτροφείο ήταν η μοναδική λύση για την ασθένεια της μητέρας της.
Δεν μπορούσε πια να μένει μόνη.
Η άνοια την έκανε να ξεχάσει τα πάντα!
Από τα πιο απλά να ντύνεται, να χτενίζεται να ετοιμάζει το φαγητό της, μέχρι και να νοικοκυρεύει το σπιτικό της!
Η άλλοτε δυναμική κ. Ελένη , που όριζε τα πάντα και δεν της ξέφευγε τίποτα, τώρα δεν γνωρίζει τίποτα, κάθεται ήσυχη σε μια γωνιά και χαζεύει έξω από το παράθυρο.
Ευτυχώς, μοιάζει να μην έχει αγωνία και λύπη. Δείχνει ήσυχη και ψάχνει αφορμές να γελά.
Η Αρσινόη πάλεψε σκληρά με τις τύψεις της και με τον εαυτό της όταν κλήθηκε να αποφασίσει για την νοσηλεία της μητέρας της σε οικοτροφείο. Δεν θα την συναντούσε ποτέ πια μέσα στο ζεστό, πατρικό της σπίτι γεμάτο από τα χρώματα και τα αρώματα που την ανέθρεψαν!
Έβαλε την λογική μπροστά και στηρίχτηκε στην χαρά της συνάντησης! Κάτι από τα μάτια της, κάτι από τα χέρια της, κάποια έκφραση θα της θύμιζε την μητέρα της.
Η κ. Ελένη χαμογελά ευγενικά όποτε την βλέπει αλλά δεν την γνωρίζει πλέον!!!
Ούτε το όνομα της, ούτε πως είναι κόρη της!!
- "Μαμά μου, τι κάνεις;"
Της λέει κάθε φορά και την αγκαλιάζει σφιχτά.
" Ααααααα το κοριτσάκι " απαντά η κ. Ελένη ευγενικά που μοιάζει να της θυμίζει κάτι οικείο και ταυτόχρονα ξένο. Δεν μπορεί να προσδιορίσει την συγγένεια. Ούτε μέσα της, ούτε με τα λόγια της.
Την παίρνει από το χέρι και πάνε βόλτες.
Πότε μακρινές με το αυτοκίνητο, πότε κοντά στο πάρκο. Η βόλτα με το αυτοκίνητο της αρέσει, χαζεύει έξω από το παράθυρο και μοιάζει να την εντυπωσιάζουν όλα.
Στο πάρκο χαίρεται πολύ όταν βλέπει παιδιά. Επαναλαμβάνει συνέχεια:
"Αχ τα παιδάκια, τι όμορφα που είναι τα παιδάκια."
Αν τύχει και περάσει κάποιο από κοντά της, του μιλάει με χαρά.
Η Αρσινόη κάθε φορά προσπαθεί:
"Μαμά, είμαι η Αρσινόη, η κόρη σου!
Ο αδελφός μου ο Παναγιώτης μένει στην Θεσσαλονίκη, θα έρθει τα Χριστούγεννα να μας δεί! Είναι ευτυχισμένος εκεί, έχει φτιάξει υπέροχη οικογένεια όπως έχεις φτιάξει κι εσύ."
Μα η κ. Ελένη την κοιτά και χαμογελά σαν να της μιλά Κινέζικα και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Σύντομα γυρνούν στα γνωστά. Τα παιδάκια που παίζουν στο πάρκο και στο κύπελλο με το παγωτό που κρατά στα χέρια της και προσπαθεί να φάει!
Μια μέρα την ώρα που περπατούσαν στο πάρκο η Αρσινόη με την κ. Ελένη, ακούν την καμπάνα του εσπερινού. Τότε η Αρσινόη σκέφτηκε να πάνε να ανάψουν ένα κεράκι. Πάντα αγαπούσε την εκκλησία η μητέρα της. Πάντα προσευχόταν, πάντα νήστευε!
Μπαίνουν στο ναό.
Της δίνει ένα κεράκι.
Το ανάβει. Σαν μια κίνηση γνωστή.
Δεξιά ένα προσκυνητάρι με μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας!
Αφήνει το χέρι της Αρσινόης,
στέκεται μπροστά στην μεγάλη εικόνα
και η λιγομίλητη πλέον κ. Ελένη μιλά:
"Παναγία μου!!! Σ ευχαριστώ!!!"
Την προσκυνά.
Η Αρσινόη εμβρόντητη μένει σαν στήλη άλατος. Δεν αναγνωρίζει τα παιδιά της,
δεν αναγνωρίζει τους συγγενείς της,
ούτε καν τον ίδιο της τον εαυτό.
Μα την Παναγιά, δεν την ξέχασε!
Δόξα τω Θεώ, δεν είναι τόσο μόνη όσο φοβόμουν, σκέφτηκε!
ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/kanenas-monos/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.