Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αποτύπωση των συνεπειών της στην Συνθήκη της Λωζάννης και την Ελληνοτουρκική Σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησαν, διαμόρφωσε μια νέα διαφορετική πραγματικότητα όσον αφορά τον χώρο της υπό ελληνική, πλέον, διοίκηση Μακεδονίας και Θράκης. Ας δούμε μέσα από ένα κείμενο εποχής που δημοσίευσε ο Α. Α. Πάλλης πώς αποτυπώνεται η πραγματικότητα αυτή.
«Ύστερα ήλθε η Ελληνο-Τουρκική Σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που κλείνει τη σειρά των μεγάλων ομαδικών μεταναστεύσεων της εποχής 1912-1924. Η Σύμβαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα ν’ αλλάξει πέρα πέρα την εθνολογική σύνθεση όλων των χωρών που βρίσκονται τριγύρω από το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα. Η Μακεδονία άδειασε πια οριστικά από Τούρκους και στη θέση τους μπήκε διπλάσιος αριθμός από Έλληνες της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι πήγαν και εγκατεστάθηκαν στην Ιωνία, στον Πόντο, στα περίχωρα της Πόλης και σ’ άλλα μέρη άλλοτε Ελληνικά.
»Η περίοδος αυτή είναι απ’ εκείνες που σημειώνουν το τέλος μιας πράξης στην ιστορία. Έπειτα απ’ αυτήν, η σκηνή παρουσιάζεται εντελώς διαφορετική. Τελειώνει ένας κύκλος στην ιστορία των τριών αυτών λαών, του Ελληνικού, του Τουρκικού και του Βουλγαρικού. Για μας τους Έλληνας, ο κύκλος αυτός αρχίζει στο δέκατο αιώνα π.Χ., όταν οι πρώτοι Ίωνες άποικοι, ακολουθώντας τον Άνδροκλο τον Κοδρίδη, βγήκαν στη Μικρά Ασία, και τελειώνει, ύστερα από τριάντα αιώνες, την ημέρα (17 Δεκεμβρίου 1924) που έφυγε η τελευταία καραβιά ανταλλάξιμους, με το ατμόπλοιο “Αμπάζια”, απ’ τη Μερσίνα.
»Για τους Τούρκους ο κύκλος είναι συντομότερος. Αρχίζει στο 1371, οπότε οι πρώτοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, μετά την νίκη του Σουλτάν Μουράτ του Α΄ στο Κερμένι της Θράκης, και τελειώνει την 26 Δεκεμβρίου 1924 (ύστερα από 553 χρόνια) την ημέρα που ανεχώρησαν από τη Θεσσαλονίκη, με το ατμόπλοιο “Τσαρ Φερδινάντ”, οι τελευταίοι
ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι της Μακεδονίας. Επίσης, η ιστορική πάλη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για τη Μακεδονία που άρχισε στους Βυζαντινούς χρόνους, πλησιάζει προς το τέλος, χάρι στην ανταλλαγή των πληθυσμών.
»Εάν σήμερα, μετά την καταστροφή του 1922, η Μικρά Ασία και η Ανατολική Θράκη έμειναν έρημες από Ελληνισμό, η μόνη μας παρηγοριά είναι το ότι τουλάχιστο η Μακεδονία έγινε πια καθαρά Ελληνική. Αρκεί να πω –και αυτό θα φανεί από τις στατιστικές που δημοσιεύω παρακάτω– ότι, ενώ, στο 1912, σαν πρωτοπήραμε τη Μακεδονία, η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και αλλοφύλων ήτο 43% με 57% (μολονότι και τότε υπερτερούσαμε απέναντι κάθε άλλης εθνικότητας χωριστά), σήμερα έχομε 88% με 12%. Είναι ανάγκη να τονισθεί η ριζική αυτή μεταβολή, ιδίως στο εξωτερικό, όπου πολλοί εξακολουθούν ακόμη να μιλούν για τη Μακεδονία ωσάν να επρόκειτο πάντοτε για την προ του 1912 κατάσταση. Σήμερα καμιά άλλη χώρα δεν μπορεί να διεκδικήσει εθνικά δικαιώματα πάνω στη Μακεδονία βασιζόμενη στον πληθυσμό. Αθήναι, 29 Μαρτίου 1925».
Αυτή η αλήθεια, σκληρή και ανελέητη, τόσο γι’ “αυτούς”, που αναγκαστικά ξεριζώνονταν από τα πατρογονικά τους εδάφη σε Μακεδονία και Θράκη, όσο και για τους “άλλους”, που ξεριζωμένοι από τα δικά τους πατρογονικά εδάφη, σε Ιωνία και Πόντο, οδηγούντο σε αναγκαστική εγκατάσταση στη νέα τους πατρίδα, αποτελεί μια σπαρακτική αλλά απτή πραγματικότητα. Αυτή, λοιπόν, η πραγματικότητα ήταν και το αναγκαστικό πεδίο δράσης της τότε κομμουνιστικής και λοιπής Αριστεράς και πάνω σε αυτούς τους συμπαγείς πλέον ελληνικούς πληθυσμούς στην Μακεδονία και την Θράκη, ήταν υποχρεωμένη να στήσει το δικό της μέτωπο απέναντι στο κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας.
Η Βουλγαρία και η Τρίτη Διεθνής
Κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα, όπως δεν προέκυψε ανάλογο στις περιοχές της Στερεάς, Πελοποννήσου, Θεσσαλίας, Νήσων Αρχιπελάγους κ.λπ., όπου και εκεί εγκαταστάθηκαν οι ξεριζωμένοι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Όπως όμως τα ιστορικά γεγονότα μαρτυρούν, η “φυσική” αυτή για όλη την υπόλοιπη Ελλάδα εξέλιξη, δεν ήταν ίδια στο ζήτημα της Μακεδονίας και της Θράκης, στο οποίο παρενέβη ο βουλγαρικός παράγοντας, λειτουργώντας μέσω της υπό τον έλεγχό του Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, πριμοδοτούμενος και ενισχυόμενος σταθερά από την Τρίτη Διεθνή (Κομιντέρν).
Το ζήτημα προέκυψε με έντονο τρόπο όταν η Κομιντέρν, εμφανώς επηρεασμένη από το ΚΚ Βουλγαρίας υιοθετεί το σύνθημα για “Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία” και “Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη” και υποχρεώνει το ΚΚΕ, θέλοντας και μη, να προσχωρήσει στην άποψη αυτή. Είναι αρκετοί αυτοί, ιδίως από την συντηρητική παράταξη και κύκλους μεταλλαγμένων αριστερών, που υιοθετούν την άποψη ότι το ΚΚΕ “από τα γεννοφάσκια του”, είχε την άποψη της ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης, υπερθεματίζοντας και συμπλέοντας πλήρως σε αυτό με τις απόψεις της Κομιντέρν, της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, του ΚΚ Βουλγαρίας και των ποικίλης κοπής Σλαβομακεδόνων.
Είναι όμως τα πράγματα έτσι; Είναι αλήθεια αυτή η πλατιά, με την εκ νέου αναζωπύρωση του Μακεδονικού στον 21ο αιώνα, διαδεδομένη εκδοχή; Στο άρθρο αυτό θα σταθώ –κυρίως– σε όσα ήδη έχω διατυπώσει πάνω στο παραπάνω ζήτημα, που όσον αφορά την Κομμουνιστική Διεθνή, την Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, το ΚΚ Βουλγαρίας και το ΚΚΕ, ξεκινάει με την υιοθέτηση από τους παραπάνω των θέσεων για την “Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη”.
Οι απόψεις Αποστολίδη και Κορδάτου
Στις θέσεις όμως αυτές υπήρξε έντονη αντίδραση όχι μόνο σημαντικού μέρους των στελεχών και της βάσης του ΚΚΕ, αλλά και τμήματος της ηγεσίας. Η αρχή έγινε από τους Θωμά Αποστολίδη και Γιάνη Κορδάτο. Ιδιαίτερα ο Γιάνης Κορδάτος αντιτάχθηκε σφοδρά σε οποιαδήποτε μορφή αυτονόμησης της Μακεδονίας και Θράκης, επισημαίνοντας τεκμηριωμένα το απόλυτα κατασκευασμένο και λαθεμένο σκεπτικό της. Οι απόψεις του δεν έγιναν δεκτές κατά το Γ’ Έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος, με αποτέλεσμα την διεύρυνση του χάσματος και την οριστική του αποχώρηση από αυτό. Παραπλήσια, αλλά σε ηπιότερους τόνους, και όχι πάντα με τα ίδια επιχειρήματα ήταν η αντίδραση που είχε και ο Σεραφείμ Μάξιμος, ο οποίος αντιτάχθηκε στα συνθήματα αυτά ανοικτά στο Ε’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο οποίο είχε μεταβεί μαζί με τον Παντελή Πουλιόπουλο. Τελικά, όμως, υποχώρησε υιοθετώντας τις θέσεις της Διεθνούς.
Είναι γνωστό ότι στην ΣΤ’ Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας που έγινε στη Μόσχα στις 8-26 Νοεμβρίου 1923 ο Κολάρωφ υποστήριξε στην εισήγησή του ότι οι εθνικές ομάδες που ζουν στην Μακεδονία «επιθυμούν να δημιουργήσουν ένα νέο ξεχωριστό έθνος, το οποίο θα έχει δικό του έδαφος και θα είναι ανεξάρτητο από κάθε άλλο ξένο έθνος». Η θέση αυτή υιοθετήθηκε ως ορθή και επαναστατική και από το Ε’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Ο Δημητρώφ και η στάση του ΚΚΕ
Αυτή την άποψη που κατ’ ουσίαν απηχούσε την οπτική του ΚΚ Βουλγαρίας, του οποίου η θέση αναβαθμίστηκε με την τοποθέτηση του Γκεόργκι Δημητρώφ στην θέση του γραμματέα της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, αυτή προσπάθησε να την επιβάλει στο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, πλην όμως συνάντησε ισχυρή αντίσταση τόσο από την βάση, όσο και από την ηγεσία του, που τότε ήταν οι Κορδάτος-Αποστολίδης.
Η άρνηση αυτή αποτέλεσε πηγή συνεχών προστριβών, με την δυσαρέσκεια της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας να αποτυπώνεται στα διάφορα ντοκουμέντα ή επιστολές: «Στην Ελλάδα η δουλειά που αναπτύχθηκε για το εθνικό ζήτημα είναι ακόμη ελλιπής και μη ικανοποιητική… οι διαμαρτυρίες σας ενάντια στη δημοσίευση των αποφάσεων της 6ης Βαλκανικής Συνδιάσκεψης για το μακεδονικό και το θρακικό ζήτημα είναι όχι μόνο αβάσιμες αλλά και περίεργες. Αυτές οι αποφάσεις έπρεπε να δημοσιευτούν και να εκλαϊκευθούν από εσάς τους ίδιους».
Το αποτέλεσμα ήταν το ζήτημα να μετατεθεί προς επίλυση στο Ε’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο οποίο ο Γιάνης Κορδάτος αρνήθηκε να παραστεί και η εκπροσώπηση του κόμματος έγινε από τους Σεραφείμ Μάξιμο και Παντελή Πουλιόπουλο. Διαβάζοντας την εισήγηση Μάξιμου στην 22η Συνεδρίαση (1 Ιουλίου 1924) στο Ε’ Συνέδριο, διαπιστώνουμε ότι ο Μάξιμος παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα για την θέση του ΚΚΕ, από αυτή που παρουσιάζουν ο Μανουΐλσκυ και η ηγεσία της Διεθνούς.
Οι θέσεις Μάξιμου και Πουλιόπουλου
Ο Μάξιμος υπερασπίζεται ως θέση αρχής του κόμματος την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων και βεβαιώνει για την μη αντίθεσή του με τις θέσεις αρχής της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Στην συνέχεια όμως εκφράζει την διαμαρτυρία του, επισημαίνοντας: «Είναι αλήθεια, ότι στείλαμε γράμμα στη Βαλκανική Ομοσπονδία, εκφράζοντας τη διαμαρτυρία μας, γιατί η Βαλκανική Ομοσπονδία, προβάλλοντας το σύνθημα της μακεδονικής αυτονομίας, δεν έλαβε υπόψη της τις συνθήκες υλοποίησης αυτού του συνθήματος στην Ελλάδα».
Και συνεχίζει τονίζοντας: «Το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνίστηκε, και συνεχίζει να αγωνίζεται, εναντίον αυτών των ανταλλαγών, καθώς και εναντίον της Συνθήκης της Λωζάννης και επανειλημμένα τάχθηκε ενάντια στα παραπάνω και θα είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι αν και οι Τούρκοι σύντροφοι ενεργούσαν από την πλευρά τους κατά τον ίδιο τρόπο, ενάντια στη συνθήκη της Λωζάννης. Όμως ο αγώνας εναντίον της συνθήκης της Λωζάννης και των ανταλλαγών του πληθυσμού δεν αλλάζει καθόλου το γεγονός, ότι στη Μακεδονία βρίσκονται 700.000 Έλληνες πρόσφυγες. Από την άποψη της υλοποίησης του συστήματος της Αυτόνομης Μακεδονίας –και αυτό το ζήτημα είναι το πιο ουσιαστικό– το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν αναγκασμένο να εφιστήσει την προσοχή (γι’ αυτό ακριβώς ζήτησε και τις πρακτικές οδηγίες από τη Βαλκανική Ομοσπονδία) στο γεγονός, ότι η εργατική και αγροτική τάξη της Ελλάδας δεν είναι έτοιμες για ένα τέτοιο σύνθημα».
Δεν χρειάζεται να καλέσουμε κρυπτογράφο για να αντιληφθούμε, πέραν των όποιων ιδεολογικών αντιλήψεων ή σκοπιμοτήτων, ότι ο Μάξιμος θέτει ευθέως το ζήτημα ότι το σύνθημα αυτό και η υλοποίησή του προσκρούουν στην ελληνική πραγματικότητα του 1924. Σε αυτή την λογική κινήθηκε, όπως τα στοιχεία καταδεικνύουν και ο Πουλιόπουλος, ανεξάρτητα από το ότι δεν ήταν εισηγητής στην Διεθνή. Στην επιστολή του, από την Θήβα, της 10ης Σεπτεμβρίου 1926, προς την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, η οπτική του και οι παρατηρήσεις του είναι αρκούντως αποκαλυπτικές:
«Η πολιτική μας εκείνη (και εννοώ εδώ όχι την ορθή πολιτική της υπερασπίσεως του δικαιώματος πλήρους αυτοδιαθέσεως των καταπιεζομένων εθνοτήτων μέχρι και του αποχωρισμού των, εάν και όπου οι ίδιες εκφράσουν μια τέτοια θέληση, αλλά τα συνθήματά “Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία”, “Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη” ριχνόμενα από το ΚΚΕ και διερμηνεύοντα μέσα στις εκμεταλλευόμενες μάζες της χώρας μας μια κάποια πολιτική μας για το εθνικό) χρεωκόπησε και δεν μπορούσε παρά να χρεωκοπήση στην Ελλάδα, γιατί ήταν απαύγασμα όχι απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως του πραγματικού συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στη χώρα μας, αλλά ενός καθαρού επαναστατικού ρομαντισμού.
»Τα πράγματα φωνάζουν δυνατά, ότι οι αντιπρόσωποι του Κόμματός μας στην VII Βαλκανική Συνδιάσκεψη, ένας των οποίων ήταν και ο υποφαινόμενος, δεν έφεραν όπως έπρεπε υπόψη της Συνδιασκέψεως την πραγματική κατάσταση της χώρας μας και του κινήματός μας, ειδικά της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης επί τη βάσει της οποίας να επιμείνουν να καθορισθή η πολιτική του ΚΚΕ πάνω το εθνικό. Ούτε την έλλειψη κινήματος εθνικοεπαναστατικού μαζών στην Ελλάδα ετόνισαν όσο έπρεπε, ούτε την τεράστια μεταβολή που επήλθε με την προσφυγική συσσώρευση, ούτε τον βεβαιότατο κίνδυνο που θα διέτρεχε το ΚΚΕ να μη κατανοηθούν και να παρεξηγηθούν τέτοια συνθήματα από τις μάζες…
»Και τούτο για το λόγο, ότι όπως είναι σήμερα τα πράγματα, ούτε εθνικοεπαναστατικό κίνημα έχουμε στην Ελληνική Μακεδονία, ούτε εθνότης θρακική υπάρχει ώστε να δικαιολογήται αγώνας για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, ούτε ίχνος καν τέτοιου αγώνος υπάρχει ούτε και υπήρχε, ενώ από το άλλο μέρος η αθρόα συσσώρευση των Ελλήνων προσφύγων στη Μακεδονία και στη Θράκη αποτελεί μια τόσο θεοφάνερη πραγματικότητα που είναι θανάσιμο σφάλμα για ένα πολιτικό κόμμα να την παραβλέψη προκειμένου να καθορίση τα εθνικά του συνθήματα. “Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία”, “Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη” ακατάλληλα, έδιναν το φοβερό όπλο στην μπουρζουαζία να χαρακτηρίση το κόμμα ως “προδοτικό”».
Η επιστολή Πουλιόπουλου στο ΚΚΕ
O Πουλιόπουλος, ώριμα πλέον, και μετά την παρέλευση δύο ετών, αναπτύσσει στην επιστολή του και όσα αυτός και ο Μάξιμος δεν μπορούσαν, για ευνόητους λόγους, να διατυπώσουν στα όργανα της Διεθνούς. Αλλά και η συνέχεια της επιστολής του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική και σαφώς ενδεικτική της ωριμότητας της πολιτικής του σκέψης, αλλά και του αγωνιστικού του ήθους, στοιχεία, που την περίοδο εκείνη σφράγιζαν τις προσωπικότητες των δύο σημαντικότερων Ελλήνων κομμουνιστών ηγετών της δεκαετίας 1920-1930. Ας δούμε δύο τρεις ακόμα σημαντικές επισημάνσεις του:
«Από τ’ άλλο μέρος: Η πολιτική μας πάνω στο εθνικό ανέκοψε κατά ένα μεγάλο μέρος το ρεύμα συμπαθείας των μαζών προς το κόμμα που υπήρχε πριν από το Έκτακτο Συνέδριο. Τούτο αληθεύει πρωτίστως για τις προσφυγικές μάζες της Μακεδονίας και Θράκης. Θα χρειασθή μεγάλος αγώνας για να διαλυθούν οι δυσπιστίες που γεννήθηκαν προς το κόμμα. Απομάκρυνε τα πάσχοντα μικροαστικά στρώματα από το κόμμα…
»Τέλος απείλησε για μια περίοδο την τέλεια εξουθένωση του κύρους του Κόμματος μέσα στις ήδη κατακτημένες μάζες. Ας φαντασθή κάθε σύντροφος την τραγικότητα της θέσεως των κατηγορουμένων συντρόφων στις τρεις πολύκροτες δίκες των “αυτονομιστών”, υποχρεωμένων κάτω από την απειλή της εσχάτης ποινής να υπερασπιστούν μια πολιτική εγκαταλελειμένη ήδη από το Κόμμα και τη Διεθνή. Αν μέσα στις δίκες εκείνες δεν εξευτελίστηκε το κόμμα και δεν αποδείχτηκε απαρνούμενο τα ίδια του πολιτικά συνθήματα μπροστά στις απειλές της μπουρζουαζίας, τούτο οφείλεται όχι τόσο στη στάση των κατηγορουμένων, όσο στη γελοία οργάνωση και στην ανόητη θέση του κατηγορητηρίου από μέρους της Δικτατορίας».
Είναι αυτοί, και μια σειρά άλλοι λόγοι, ανάμεσα στους οποίους ο φόβος των μόλις εγκατασταθέντων προσφύγων, για μιαν εκ νέου πιθανή μετεγκατάστασή τους κατέχει δεσπόζουσα θέση, που συντελούν στην καθήλωση του κομμουνιστικού κινήματος, γεγονός που απτά αποτυπώνεται στα κατ’ εξακολούθησιν μονοψήφια εκλογικά ποσοστά που θα συνοδεύουν το ΚΚΕ σε όλη την διάρκεια του μεσοπολέμου.
Κρίσιμα συμπεράσματα
Από όσα παραπάνω ανέπτυξα προκύπτουν, εκτός των άλλων, τρία προφανή συμπεράσματα:
Πρώτον: Οι θέσεις που τελικά διαμόρφωσε το ΚΚΕ για το Μακεδονικό είναι προϊόν πρώτιστα επιβολής από μέρους της Τρίτης Διεθνούς, της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και του ΚΚ Βουλγαρίας και όχι της ίδιας της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Δεύτερον: Οι θέσεις αυτές έβλαψαν όχι μόνο άμεσα αλλά και στρατηγικά το ΚΚΕ και την ελληνική Αριστερά, καθηλώνοντάς τες μέχρι και την δικτατορία Μεταξά σε μονοψήφια ποσοστά και εμποδίζοντας σε κάθε περίπτωση την “ομαλή” ανάπτυξή τους. Το τραγικό στην όλη υπόθεση, είναι ότι οι απαράδεκτες αυτές και επιβεβλημένες από τα έξω απόψεις, εξακολουθούν να διαιωνίζονται ως σήμερα, όπως και επιβεβαιώνει το ασυγχώρητο ολίσθημα των Πρεσπών, από μιαν πλειοψηφική εκλογικά Αριστερά που όχι μόνο δεν έχει καν τα ηρωϊκά-μάχιμα χαρακτηριστικά της προηγούμενης, αλλά λειτουργεί ως πλήρης αναίρεση της θετικής πατριωτικής παράδοσης που διαμόρφωσε το μεγαλειώδες κίνημα του ΕΑΜ στα χρόνια της Εθνικής μας Αντίστασης κατά της τριπλής κατοχής.
Τρίτον: Οι θέσεις αυτές αντανακλούσαν κατά πρώτο λόγο θέσεις που εξέφραζαν την κρατική πολιτική και τα συμφέροντα της τότε Σοβιετικής Ένωσης και όχι τα συμφέροντα των λαών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, αλλά και των κομμουνιστικών κομμάτων τους (ακόμα βαριά πέφτει η σκιά για την εγκληματική σιωπή που ακολούθησε την δολοφονία όλης της τότε ηγεσίας του ΚΚ Τουρκίας από τον Μουσταφά Κεμάλ).
Όλοι, πλέον, γνωρίζουν ότι οι θέσεις και πρακτικές αυτές όχι μόνο δυναμίτισαν το τότε παρόν, αλλά και δεν άφησαν ανοικτό τον δρόμο για την διαμόρφωση συνθηκών ειρηνικής συμβίωσης στο μέλλον. Αλλά το 1924 με την Οκτωβριανή Επανάσταση στο απόγειο της δόξας της και την αίγλη της Διεθνούς ακηλίδωτη, ίσως δεν ήταν τόσο εύκολο, ακόμα και για δύο ηγέτες της εμβέλειας του Μάξιμου και του Πουλιόπουλου (που όπως αποδείχθηκε από την όλη τους πορεία έμειναν μέχρι το τέλος της ζωής τους ακλόνητοι στην υπόθεση του κομμουνισμού), να μπουν τα πράγματα στην θέση τους με τον σωστό τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.