Η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία και η Γαλλία είχαν υπογράψει ένα Πρωτόκολλο τον Ιούλιο του 1827, επιδιώκοντας να επιλύσουν το ελληνικό ζήτημα. Αυτό, προέβλεπε μεταξύ άλλων, κατάπαυση του πολέμου μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκοαιγυπτίων. Η αρμοδιότητα για την εφαρμογή του είχε ανατεθεί στον στόλο των τριών ευρωπαϊκών κρατών.
Τέσσερις ημέρες μετά την Ναυμαχία του Ναβαρίνου, οι τρεις Ευρωπαίοι ναύαρχοι έστειλαν στην ελληνική ηγεσία, εν προκειμένω στο Βουλευτικό Σώμα, μια ιδιαιτέρως απειλητική επιστολή, απαιτώντας την άρση του ναυτικού αποκλεισμού, τον οποίο είχαν επιβάλλει οι Έλληνες από το 1822 σε λιμάνια του Αιγαίου έως την Κρήτη, αιχμαλωτίζοντας πλοία οιασδήποτε εθνικότητας βοηθούσαν τους Οθωμανούς.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν απέρριψε ρητά την απαίτηση των τριών ναυάρχων, αλλά δεν έπαψε να πολεμάει, ούτε να ασκεί τον ναυτικό αποκλεισμό. Δύο μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Μέτερνιχ σε επιστολή του διαπίστωνε ότι οι Έλληνες πολεμούσαν και μάλιστα είχαν συλλάβει τέσσερα αυστριακά εμπορικά πλοία, των οποίων οι πλοίαρχοι και τα πληρώματα δικάζονταν στο ελληνικό ναυτικό δικαστήριο στην Αίγινα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Πρωτοκόλλου για ένα ελληνικό προτεκτοράτο υποτελές στον Σουλτάνο, το ζήτημα της ελληνικής ανεξαρτησίας φαινόταν να έχει χαθεί και το ζήτημα της έκτασης της ελληνικής εθνικής επικράτειας δεν είχε καθοριστεί, επειδή είχε και αυτό καταστεί πρόβλημα μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Μεγάλη Βρετανία απαιτούσε πολύ περιορισμένη επικράτεια στα όρια της Πελοποννήσου και των Κυκλάδων, προκειμένου να προστατέψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ οι άλλες δύο δυνάμεις ευρύτερη επικράτεια, χωρίς, ωστόσο, να την καθορίζουν επακριβώς.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος ως ευκαιρία
Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Αυστρίας, όλες οι ελληνικές ηγεσίες ήταν ευθέως και δημόσια θετικές στην ευρύτερη δυνατή επέκταση των ελληνικών συνόρων. Ανέμεναν την κατάλληλη ευκαιρία, η οποία σύμφωνα με τις αναλύσεις τους ευλόγως θα προερχόταν από έναν ακόμη ρωσοτουρκικό πόλεμο, όπως είχε συμβεί κατ’ επανάληψη στο παρελθόν. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ίσως για τους ίδιους λόγους για τους οποίους παρέκαμπτε την ελληνική ανεξαρτησία, επιδίωκε από νωρίς εκτεταμένη ελληνική επικράτεια.
Από το Φθινόπωρο του 1828 έγραψε αλλεπάλληλες επιστολές στον Γάλλο στρατηγό Μαιζόν, επικεφαλής του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, να βοηθήσει με το στράτευμα του στην απελευθέρωση της Αττικής, αλλά το γαλλικό ανακτοβούλιο αρνήθηκε να δώσει την εντολή στον στρατηγό, λόγω της αντίδρασης του βρετανικού. Οι Έλληνες στηρίχτηκαν για μια ακόμη φορά στις δικές τους δυνάμεις και παρά τις έντονες αντιδράσεις των αντιπροσώπων των τριών ευρωπαϊκών δυνάμεων, δεν έπαψαν να πολεμάνε.
Κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου, ο οποίος διήρκεσε από την άνοιξη του 1828 έως τον Σεπτέμβριο του 1829, οι Έλληνες έδωσαν εναντίον των Οθωμανών πέντε ναυμαχίες, είχαν τρεις ναυτικές εμπλοκές, πραγματοποίησαν τρεις αποβάσεις στρατού και άσκησαν δύο τοπικούς ναυτικούς αποκλεισμούς. Νίκησαν σε όλες. Όπως και στις εικοσιπέντε χερσαίες συγκρούσεις, οι περισσότερες στην Στερεά, με τελευταία μάχη υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη εναντίων 5.000 Οθωμανών στην Πέτρα Βοιωτίας, δύο ημέρες πριν οι επιτετραμμένοι του Τσάρου και του Σουλτάνου υπογράψουν την Συνθήκη της Αδριανούπολης.
Η ανεξαρτησία και ο συσχετισμός δυνάμεων
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έληξε με τη νίκη της Ρωσίας. Σε αυτό το διάστημα οι Έλληνες, με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη στην ανατολική Στερεά και τον Sir Richard Church στην δυτική, είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία με εξαιρετική ακρίβεια και εκκαθάρισαν την Στερεά Ελλάδα από τους Οθωμανούς. Είχαν, επιπλέον, προσπαθήσει να καταλάβουν τμήματα της νότιας Θεσσαλίας και της Ηπείρου, να κερδίσουν και την Χίο, όμως χωρίς επιτυχία.
Οι Κρήτες, σε αμφίρροπη ισορροπία δυνάμεων στο νησί τους με τους Οθωμανούς, δέχτηκαν βοήθεια από ρωσικά πολεμικά πλοία, αλλά αντέδρασε η Βρετανία και οι Ρώσοι αποσύρθηκαν. Ένα χρόνο αργότερα, υπό την απειλή του βρετανικού στόλου, αναγκάστηκαν να κηρύξουν ένοπλη ανακωχή και τελικά αποκλείστηκαν από την ελληνική επικράτεια.
Οι επίσημες διεθνείς διαπραγματεύσεις για τον ορισμό της εθνικής επικράτειας των Ελλήνων ξεκίνησαν στον Πόρο τον Δεκέμβριο του 1828. Οι πρεσβευτές των τριών δυνάμεων και ο Καποδίστριας συγκεντρώθηκαν, προκειμένου να συντάξουν μία αναλυτική πρόταση. Ο Καποδίστριας, παρότι εχθρικός ή αδιάφορος για την ανεξαρτησία, απαιτούσε μια εκτεταμένη επικράτεια με άξονα από την Θεσσαλία και την Ήπειρο και νοτίως έως την Κρήτη. Αλλά τελικά οι πρεσβευτές κατέληξαν στην πρόταση μιας έκτασης που θα ξεκινούσε νοτίως της γραμμής Άρτας-Παγασητικού κόλπου με τα νησιά, την Σάμο, όπως ενδεχομένως και την Κρήτη, να περιλαμβάνονται.
Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Βρετανό πρωθυπουργό Δούκα του Ουέλινγκτον, αλλά όχι από τις άλλες δύο δυνάμεις, αν και λόγω του ρωσοτουρκικού πολέμου επικράτησε αρκετή σύγχυση για το ελληνικό ζήτημα. Οπότε ο καθορισμός της ελληνικής επικράτειας, παρότι συμφωνήθηκε στο Πρωτόκολλο του Μαρτίου το 1829, δεν έπαυε ταυτόχρονα να βρίσκεται στην πλοκή του συσχετισμού των δυνάμεων, όπως θα τον καθόριζαν τα ρωσικά όπλα εναντίον της Πύλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.