νέος Λόγιος Ερμής τ. 4, σελ. 49-56
Των Μπερνάρντο Στουλμπέργκερ Βγιουνίσκι, Πτυχιούχου Οικονομικών, Escola de Economia de Sao Paulo (FGV/EESP) & Ραμόν Γκ. Φερνάντεζ, Επίκουρου Καθηγητής, Escola de Economia de Sao Paulo (FGV/EESP)*
Ο Καρλ Πολάνυι θεωρείται ένας από τους πιο διακεκριμένους πολιτικούς επιστήμονες του 20ού αιώνα. Ένα σημαντικό ζήτημα που τον απασχόλησε ήταν η σχέση μεταξύ των αγορών και της κοινωνίας (συνεπώς του κράτους) στο σύνολό της· για να το πραγματευθεί, εισήγαγε τον όρο Ρίζωμα, που υπήρξε βασικός για τη μελέτη του πάνω στις καταβολές και τις συνέπειες της Βιομηχανικής Επανάστασης. Σημαντικό κομμάτι της πνευματικής του κληρονομιάς είναι η μελέτη της οικονομικής ιστορίας των αρχαίων κοινωνιών, και ιδιαίτερα της Κλασικής Ελλάδας. Ο Πολάνυι συγκρίνει τις αρχαίες κοινωνίες με εκείνες της δικής του εποχής, σε μια προσπάθεια να τις κατανοήσει όλες. Αυτή η εργασία έχει στόχο να συνδυάσει τη δουλειά του Πολάνυι πάνω στην αθηναϊκή κοινωνία με τις μελέτες του πάνω στη σημερινή εποχή, καταδεικνύοντας ότι είναι δυνατόν να διδαχθούμε από τις απόψεις του για τη σχέση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς, που μπορεί να μας βοηθήσει στο σχεδιασμό μιας πολιτικής ατζέντας για την εποχή μας.
«Οι Έλληνες της αρχαιότητας, στων οποίων την ιδιοφυία οφείλεται η γέννηση της πολιτικής, της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της τέχνης, ήταν επίσης αυτοί που εγκαινίασαν μια εξελιγμένη ανθρώπινη οικονομία.»
(Polanyi, 1977, σ.146)
Α΄ Μέρος
Εισαγωγή
Ο Καρλ Πολάνυι ήταν ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στην επιστήμη και ένα από τα βασικά του μελήματα ήταν η κατανόηση των αλλαγών της κοινωνίας της εποχής του. Ενώ συνέγραφε το περίφημο βιβλίο του Ο μεγάλος μετασχηματισμός, συνειδητοποίησε ότι για να κατανοήσει την εποχή του έπρεπε να τη συγκρίνει με διάφορες άλλες. Έτσι, κατέληξε στη μελέτη αυτών που ονόμασε αρχαίες κοινωνίες, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν διαχρονικά την υλική πλευρά της ζωής, αυτό που ονόμασε «το πρόβλημα των ανθρώπινων πόρων» (Polanyi, 1977, σελ. xxxix). Συνεπώς, ένα σημαντικό μέρος της πνευματικής του παρακαταθήκης είναι η μελέτη της οικονομικής ιστορίας των αρχαίων κοινωνιών, ειδικά της Κλασικής Ελλάδας, που συνεισέφερε τα μέγιστα στον τρόπο που κατανοούμε εκείνες τις οικονομίες σήμερα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της εργασίας του ήταν η ανάλυση της οργάνωσης αυτών των κοινωνιών, κατά τρόπο που να δείχνει τις ομοιότητες μεταξύ εκείνων και της δικής μας.
Αυτή η εργασία έχει στόχο να μελετήσει την άποψη του Πολάνυι για αυτές τις κοινωνίες, ειδικά για την αρχαία ελληνική οικονομία, αναζητώντας σ’αυτήν ό,τι μπορεί να φανεί χρήσιμο σήμερα στον παγκοσμιοποιημένο μας κόσμο.
Η οικονομική ιστορία και η μελέτη των κοινωνιών του παρελθόντος είναι πολύ σημαντικά εργαλεία για την κατανόηση της δικής μας οικονομίας και εποχής. Μπορούμε να πάρουμε πολλά μαθήματα και διδάγματα πολιτικής δράσης από τις επιτυχίες και τις αστοχίες τους. Εξάλλου, η σύγκριση με εκείνες τις κοινωνίες μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα ποια στοιχεία της κοινωνίας μας μπορούν να θεωρηθούν κοινά σε όλες τις πολιτισμένες κοινωνίες και ποια αποτελούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των κοινωνιών της εποχής μας. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε ότι η ένταση μεταξύ αγοράς και κράτους είναι ένα κοινό στοιχείο που ενυπάρχει και στις παλαιότερες οικονομίες.
Καρλ Πολάνυι: η ζωή και το έργο του
Ο Καρλ Πολάνυι θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του εικοστού αιώνα στον τομέα της Οικονομίας, της Ιστορίας, της Ανθρωπολογίας και της Κοινωνιολογίας. Προσπάθησε κυρίως να κατανοήσει πώς οργανώνονται τα ανθρώπινα όντα για να αντιμετωπίσουν τις υλικές τους ανάγκες. Για να το καταφέρει, μελέτησε θέματα όπως οι αγορές, το εμπόριο και άλλοι οικονομικοί θεσμοί, διερευνώντας το πώς επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων. Ασκούσε πάντα έντονη κριτική όχι μόνο στο ευρέως αποδεκτό οικονομικό πρότυπο αλλά και στον οικονομικό φιλελευθερισμό (Baum, 1996). Ο Πολάνυι δεν πίστεψε ποτέ ότι οι άνθρωποι έχουν μια άσβεστη δίψα για υλικό πλούτο και ασκούσε έντονη κριτική στην αντίληψη ότι το οικονομικό πρόβλημα είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των υποτιθέμενα απεριόριστων επιθυμιών των ανθρώπων και των πεπερασμένων πόρων των κοινωνιών τους.
Ο Πολάνυι έγραψε μερικά πολύ σημαντικά έργα που πραγματεύονται μια πληθώρα θεμάτων της οικονομικής ιστορίας. Σε όλα γίνεται εμφανής η σημασία που έδινε στην κατάδειξη της ιδιαιτερότητας των καπιταλιστικών οικονομιών, υπογραμμίζοντας τις διαφορές τους με όλες τις προηγούμενες. Ένα από τα βιβλία του, Ο μεγάλος μετασχηματισμός, θεωρείται όχι μόνο το βασικό του έργο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα του περασμένου αιώνα στον τομέα των κοινωνικών επιστημών1. Ο Πολάνυι αναλύει σε αυτό τις συνέπειες από την οικονομική οργάνωση των κοινωνιών τον 19ο αιώνα. Το έργο του Πολάνυι αποτελεί μια σημαντική πηγή γνώσης για την οικονομική ιστορία των αρχαίων πολιτισμών, αλλά τα βιβλία του ρίχνουν ταυτόχρονα φως στη σημερινή πραγματικότητα. Λόγω της πρωτοτυπίας της άποψής του, ο Πολάνυι και οι οπαδοί του έφτασαν να θεωρούνται ιδρυτές μια ξεχωριστής σχολής οικονομικής (και κοινωνικής) σκέψης, γνωστής ως «Υποστασιοκρατία» [substantivism] (Johnson & Earle, 2000).
Ο Καρλ Πολάνυι γεννήθηκε στη Βιέννη στις 21 Οκτώβρη 1886, αλλά έζησε όλη του την παιδική ηλικία στη Βουδαπέστη. Αυτές οι δύο πόλεις ήταν τα σπουδαιότερα αστικά κέντρα της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στη σημερινή Σλοβακία, ενώ η μητέρα του καταγόταν από τη σημερινή Λιθουανία· και οι δύο γονείς του ήταν Εβραίοι. Παρόλο που αργότερα αφομοιώθηκαν πολιτιστικά από την ουγγρική κοινωνία, φτάνοντας ακόμη και να αλλάξουν το οικογενειακό τους όνομα (αρχικά Πόλλατσεκ), ο Καρλ και τα τρία αδέρφια του (συμπεριλαμβανομένου του διάσημου χημικού και φιλοσόφου Μίκαελ) μεγάλωσαν στους κόλπους της διανοούμενης εβραϊκής ελίτ της ουγγρικής πρωτεύουσας2.
Ο Πολάνυι πήρε το πτυχίο της Νομικής στην Ουγγαρία. Έγινε ο πρώτος πρόεδρος του Κύκλου του Γαλιλαίου (Galilei Circle), μιας φοιτητικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1908, μερικά από τα μέλη της οποίας συμμετείχαν αργότερα στη δημοκρατική κυβέρνηση που αναδείχτηκε μετά το τέλος του Α΄ Π.Π., καθώς και στην Κομμουνιστική Επανάσταση της οποίας ηγήθηκε ο Μπέλα Κουν το 1919. Ο Πολάνυι εγκαταστάθηκε στη Βιέννη το 1919 και εκεί εργάστηκε ως συντάκτης του Der Österreichische Volkswirt, ενός πολύ σημαντικού περιοδικού, από το 1924 ώς το 1933.
Λόγω της ενίσχυσης των Ναζί στην Αυστρία, ο Πολάνυι μετεγκαταστάθηκε στην Αγγλία το 1933. Εκεί παρέδιδε μαθήματα Ευρωπαϊκής Ιστορίας που οργάνωνε αρχικώς το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και αργότερα το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Προς το τέλος της δεκαετίας, άρχισε να κάνει διαλέξεις στις ΗΠΑ, όπου τον βρήκε η έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παρέμεινε εκεί από το 1940 ώς το 1943, δουλεύοντας στο Μπέννινγκτον Κόλλετζ, όπου και συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του Μεγάλου Μετασχηματισμού (παρ’ όλο που η αρχή και το τέλος του βιβλίου γράφτηκαν στην Αγγλία). Το 1947 ανακηρύχθηκε Επισκέπτης Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου δίδαξε κυρίως οικονομική ιστορία· εκεί έγραψε τα δοκίμιά του – που εκδόθηκαν όλα μαζί μετά θάνατον, το 1977, σε ένα βιβλίο με τον τίτλο Οι βιοτικοί πόροι των ανθρώπων.
Ο Πολάνυι συνταξιοδοτήθηκε το 1953, αλλά διατήρησε τη σχέση του με το Κολούμπια, δουλεύοντας σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα, διευθυνόμενο από τον Κόνραντ Άρενσμπεργκ και τον ίδιο, πάνω στη θεσμική πλευρά της οικονομικής ανάπτυξης. Η εργασία αυτή είχε τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη ολόκληρου του κλάδου της οικονομικής ανθρωπολογίας και είχε ως καρπό το βιβλίο Το Εμπόριο και οι Αγορές στις Πρώιμες Αυτοκρατορίες (συτάχθηκε από τον Πολάνυι, τον Άρενσμπεργκ και τον Χάρρυ Πήρσον). Ο Πολάνυι πέθανε στις 23 Απριλίου 1964. Το βιβλίο του Η Δαχομέη και το Εμπόριο των Σκλάβων εκδόθηκε το 1966, ενώ μερικά από τα δοκίμιά του εκδόθηκαν το 1968 υπό τον τίτλο Πρωτόγονες, Αρχαϊκές και Μοντέρνες Οικονομίες, με επιμέλεια του Τζωρτζ Ντάλτον.
Η επίδραση του έργου του Πολάνυι στις κοινωνικές επιστήμες των ΗΠΑ κατά τον εικοστό αιώνα ήταν τεράστια. Επί παραδείγματι, ο Α. Λάθαμ (A. Latham 1998, σ.4) έγραψε:
Το έργο Το Εμπόριο και οι Αγορές μαζί με τα σεμινάρια του Κολούμπια είχαν τεράστια επίδραση στην αμερικάνικη οικονομική ιστορία και ανθρωπολογία. Επιστήμονες που συσχετίστηκαν με την έρευνα αυτή ήταν οι Ντέιβιντ Λαντζ, Μάργκαρετ Μιντ, Μάρσαλ Σάλινς, Μόουζες Φίνλεϋ, Γουόλτερ Νιλ, Χάρρυ Πήρσον και πολλοί άλλοι, καθώς και δεδηλωμένοι οπαδοί όπως ο Πωλ Μποχάνναν και ο Τζωρτζ Ντάλτον. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο έργο κάθε αμερικανού πολιτικού επιστήμονα εκείνης της γενιάς είναι ορατή η υπόγεια επίδραση του Πολάνυι, ακριβώς όπως στο έργο κάθε βρετανού πολιτικού επιστήμονα εκείνης της εποχής θα μπορούσες να διακρίνεις την επίδραση του Μαρξισμού.
Είναι χρήσιμο να κάνουμε μερικά σύντομα σχόλια πάνω στα σημαντικότερα έργα του Πολάνυι που προαναφέρθηκαν. Το σημαντικότερο όλων, ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, μελετά τη συγκρότηση του καπιταλισμού στην Ευρώπη, ιδιαιτέρως στην Αγγλία, τον 19ο αιώνα, και τις κοινωνικές της συνέπειες. Ο Μπλοκ (Block, 2001, σ. xviii) βεβαιώνει ότι πρόκειται για «τη σημαντικότερη κριτική που έχει γίνει μέχρι τώρα στον φιλελευθερισμό της αγοράς – τη δοξασία ότι και οι εθνικές κοινωνίες και η παγκόσμια οικονομία πρέπει να οργανωθούν μέσα από αυτορρυθμιζόμενες αγορές». Στο βιβλίο αυτό αναπτύσσει τη θεωρία της Διπλής Ροής. Σύμφωνα με τον Πολάνυι (Polanyi 2001, σ. 79) «η επέκταση της οργάνωσης της αγοράς σε σχέση με πραγματικά εμπορεύματα συνοδεύτηκε από τον περιορισμό της σε σχέση με τα πλασματικά [δηλ. την εργασία, τη γη και το χρήμα]», μια εξέλιξη που μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια αντίδραση των ανθρώπων που ζουν σε οικονομίες της αγοράς στην αυξανόμενη εμπορευματοποίηση κάποιων τομέων της ζωής, οι οποίοι πλήττονται σοβαρότατα από τη διαδικασία της εμπορευματοποίησης.
Κάποιες κεντρικές ιδέες αυτού του βιβλίου αντιπροσωπεύουν τον βασικό πυρήνα των επιχειρημάτων της Σχολής της Υποστασιοκρατίας, που υποστηρίζει ότι η μελέτη των οικονομικών διαστάσεων οποιασδήποτε κοινωνίας πρέπει να υπογραμμίζει τον ρόλο του πολιτισμού, των θεσμών και της ιστορίας της· ή, για να το θέσουμε με τη φρασεολογία του Πολάνυι, θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι η οικονομία είναι ριζωμένη στην κοινωνία. Για τον Πολάνυι και τους οπαδούς του, αντικείμενο της οικονομικής επιστήμης είναι η μελέτη τού πώς οι άνθρωποι ικανοποιούν τις υλικές ανάγκες τους, «…στρέφοντας την προσοχή από ένα είδος εκλογικευμένης πράξης προς τη διαμόρφωση των κινήσεων εμπορευμάτων και ανθρώπων, που πραγματικά συγκροτούν την οικονομία» (Polanyi, Arensberg & Pearson, 1957, σ. 242).
Ως εκ τούτου, ο Πολάνυι και οι οπαδοί του έστρεψαν την προσοχή τους στη μελέτη των εναλλακτικών τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν την υλική (οικονομική) πλευρά της ζωής στη μελέτη των «Πρωτόγονων και Αρχαϊκών κοινωνιών». Βασικό τους μέλημα ήταν να καταδείξουν ότι οι αυτορρυθμιζόμενες αγορές δεν υπήρξαν ο μοναδικός τρόπος που εφηύρε η ανθρωπότητα για να οργανώσει την παραγωγή και διάθεση των εμπορευμάτων, και ότι, σε μερικές περιπτώσεις, δεν υπήρξε και ο καλύτερος. Σύμφωνα με τον Πολάνυι (Polanyi 2001, σ.. 48), «…η οικονομία του ανθρώπου, κατά κανόνα, εμβαπτίζεται στις κοινωνικές του σχέσεις», αλλά στις καπιταλιστικές κοινωνίες «…ο έλεγχος του οικονομικού συστήματος από την αγορά έχει καταλυτικές συνέπειες για την όλη οργάνωση της κοινωνίας: ούτε λίγο ούτε πολύ, σημαίνει ότι η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως εξάρτημα της αγοράς. Αντί η οικονομία να απορρέει από τις κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις απορρέουν από το οικονομικό σύστημα» (2001, σ. 60). Ο Γκρέγκορυ Μπωμ σημειώνει πως αυτή η προσέγγιση δείχνει πως, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, η οικονομία «αποτελούσε συμπλήρωμα της κοινωνίας» (Baum 1996, σ. 12).
Για να ασκήσουν κριτική στη σύγχρονη οικονομία, αυτοί οι συγγραφείς αντλούσαν υλικό από τις αρχαίες. Έτσι, εκδόθηκαν διάφορες μελέτες προγενέστερων κοινωνιών, πολλές από τις οποίες συμπεριελήφθησαν στο έργο Το Εμπόριο και οι Αγορές στις Πρώιμες Αυτοκρατορίες, που εξέδωσαν ο Πολάνυι, ο Άρενσμπεργκ και ο Πήρσον (Polanyi, Arensberg and Pearson 1957). Στην ίδια κατεύθυνση, ο Πολάνυι έγραψε τα δοκίμια που συμπεριελήφθησαν στο έργο Οι βιοτικοί πόροι των ανθρώπων (όπου υπάρχει ιδιαίτερη μνεία για τις ελληνικές κοινωνίες της Κλασικής Εποχής) καθώς και στο έργο Πρωτόγονες, Αρχαϊκές και Μοντέρνες Οικονομίες. Σύμφωνα με τον Στάνφιλντ, «μελετούσε τα πρώιμα οικονομικά συστήματα για να μπορέσει να δώσει προοπτική και βάθος στην ανάλυσή του για τον καπιταλισμό της αγοράς και στη διαφωνία του με την οικονομική σκέψη που τον αντιπροσωπεύει» (Stanfield 1994, σ. 166).
Πρέπει να προσέξουμε ότι για τον Πολάνυι και τους οπαδούς της Υποστασιοκρατίας η έννοια των Αρχαίων Οικονομιών δεν περιορίζεται στην αρχαιότητα. Χρησιμοποιούν τον όρο για διαφορετικές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των σύγχρονων πρωτόγονων κοινωνιών, που δεν διέπονται από τον μηχανισμό της αγοράς. Ο Πολάνυι τόνιζε ότι οι ιστορικές και ανθρωπολογικές σπουδές αποτελούσαν τη βάση της οπτικής του. Π.χ. στο κεφάλαιο IV του Μεγάλου Μετασχηματισμού εναλλάσσονται παραδείγματα παρμένα από αρχαίες και πρωτόγονες οικονομίες που αντιπαρατίθενται προς τη μοντέρνα οικονομία της αγοράς.
Το έργο του Πολάνυι εξακολουθεί να ασκεί επίδραση και μετά τον θάνατό του. Οι βασικές του αντιλήψεις συζητούνται έντονα ακόμη και σήμερα. Ένα από τα κύρια ιδρύματα που προωθούν εργασίες εμπνεόμενες από αυτή την αντίληψη είναι το Ίδρυμα Πολιτικών Επιστημών Καρλ Πολάνυι (Karl Polanyi Institute of Political Economy), που ιδρύθηκε το 1987, βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο Κονκόρντια, στο Μόντρεαλ του Καναδά και δημιουργήθηκε «ως ανταπόκριση στην αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας του έργου του Καρλ Πολάνυι για τη σύγχρονη κοινωνία3».
Το Ίδρυμα εκδίδει έργα που μελετούν υπό το πρίσμα της Υποστασιοκρατίας τόσο τις αρχαίες οικονομίες (π.χ. Tandy, 2001) όσο και τις σύγχρονες (π.χ. Adaman & Devine, 2002). Παράλληλα, οργανώνει διεθνή συνέδρια. Το δέκατο έλαβε χώραν στην Κωνσταντινούπολη το 2005 και το ενδέκατο στο Μόντρεαλ, στα τέλη του 2008.
Η κοσμοθεωρία του Πολάνυι
Στόχος αυτού του κεφαλαίου είναι να παρουσιάσει και να αναλύσει την κοσμοθεωρία του Πολάνυι. Για να κατανοήσουμε τη σημασία των ιδεών του Πολάνυι σήμερα, χρειάζεται αρχικά να εκθέσουμε μερικές βασικές του ιδέες, που ακόμη συζητούνται στις μέρες μας και ασκούν μεγάλη επίδραση στην ακαδημαϊκή κοινότητα και στην ευρύτερη κοινωνία.
Ο Μεγάλος μετασχηματισμός μπορεί να θεωρηθεί το πιο σημαντικό έργο του Πολάνυι. Στο βιβλίο αυτό αναλύει τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης. Κεντρική του θέση είναι το ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού και η βιομηχανική επανάσταση συνέβησαν ταυτόχρονα λόγω του συνδυασμού δύο σημαντικών παραγόντων: της ανάπτυξης της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς και της παγίωσης της φιλελεύθερης ιδεολογίας που θα αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του σύγχρονου κράτους. Κατά τον συγγραφέα η δράση αυτών των δύο παραγόντων οδηγεί στην αποσύνθεση των κοινωνιών.
Ο πρώτος παράγοντας, η αυτορρυθμιζόμενη αγορά, αντιστοιχεί προς το μοντέλο μιας εντελώς φιλελεύθερης οργάνωσης της αγοράς στην οικονομία. Σύμφωνα με τον Πολάνυι, οι αγορές και η οικονομία θα έπρεπε να αποτελούν ένα συμπλήρωμα των κοινωνικών σχέσεων, έναν τρόπο για να διευκολύνεται η ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών, αλλά δεν θα πρέπει ποτέ να υποκαθιστούν τις κοινωνικές σχέσεις, όπως συνέβη από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά. Η εντελώς απελευθερωμένη αγορά ενέχει μια αποσυνθετική διάσταση, επειδή μετατρέπει όλα τα στοιχεία της κοινωνικής ζωής σε εμπορευματικά αγαθά, όπως φαίνεται, στον τομέα της αγοράς εργασίας. Η κοινωνική συνέπεια αυτής της απελευθέρωσης της αγοράς είναι η απο-ανθρωποποίηση των οικονομικών σχέσεων· αυτό που συνέβη στην Αγγλία τον 19ο αιώνα, όταν παιδιά και γυναίκες αναγκάστηκαν να δουλεύουν ώς και 20 ώρες την ημέρα. Άρα, η πρώτη διαδικασία που συντελέστηκε μαζί με την επικράτηση του καπιταλισμού ήταν η επιβολή αυτού του υποδείγματος αγοράς (Polanyi, 2001).
Αλλά, καθώς οι δομημένες με αυτόν τον τρόπο αγορές άρχισαν να καταδυναστεύουν την κοινωνία, αυτή η διαδικασία δημιούργησε κοινωνική δυσαρέσκεια. Για να προστατευτούν οι αγορές τα εθνικά κράτη ανέλαβαν την πριμοδότηση της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Αυτή η ιδεολογία μπορεί να θεωρηθεί το εφεύρημα όσων κερδίζουν από την ύπαρξη των ελεύθερων αγορών προκειμένου να πείσουν την κοινωνία ότι αυτό είναι το καλύτερο δυνατό οικονομικό σύστημα, και ότι, συνεπώς, πρέπει να διατηρηθεί. Πέραν τούτου, η υιοθέτηση αυτής της αντίληψης από τις κυβερνήσεις συνέβαλε στο να διατηρηθεί η κατάσταση υπό έλεγχο. Αυτός είναι ο δεύτερος παράγοντας για τον οποίο κάναμε λόγο προηγουμένως (Polanyi, 2001).
Αυτές οι αλλαγές που έλαβαν χώρα κατά τον 19ο αιώνα συνέτειναν στην καταστροφή της βασικής κοινωνικής διάρθρωσης που υφίστατο στο πλαίσιο όλων των προηγούμενων και πολύ διαφορετικών μεταξύ τους κοινωνιών που αναφάνηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η εμπειρική θεωρία του Πολάνυι βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό πάνω στην ανάλυση των νόμων «Speenhamland4», τους οποίους θεώρησε όχι μόνο ως μια τελευταία προσπάθεια να διατηρηθεί το παραδοσιακό σύστημα παραγωγής και η κοινωνική τάξη, αλλά και ως ένα μέτρο αυτοπροστασίας της κοινωνίας προκειμένου να μετριασθεί η αποσύνθεσή της, κατά τη διάρκεια αυτής της βίαιης περιόδου οικονομικής αλλαγής (Polanyi, 2001)5.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Πολάνυι υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη του σύγχρονου κράτους πηγαίνει χέρι χέρι με την ανάπτυξη των αυτορρυθμιζόμενων αγορών και ότι αυτές οι δύο διαδικασίες συνδέθηκαν αναπόφευκτα στην ιστορική διαδρομή. Το επιχείρημά του ήταν ότι το σύγχρονο κράτος, παρ’ ότι θεωρήθηκε ότι συρρικνώνεται, ήταν στην πραγματικότητα τόσο δυνατό ώστε να επιβάλει τις αλλαγές στην κοινωνική δομή που κατέστησαν δυνατή τη γένεση μιας ανταγωνιστικής καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ την ίδια στιγμή αυτή η οικονομία προκαλούσε μια δυναμική αντίδραση από την κοινωνία για να μετριασθούν τα αποσυνθετικά αποτελέσματά της. Αυτή τη διαδικασία την ονόμασε διπλή κίνηση, επειδή η μια δύναμη αποτελεί αντίδραση στην άλλη: η εξέλιξη των αγορών και η ανάπτυξη των φιλελεύθερων πιστεύω ανάγκασαν την κοινωνία να αυτοπροστατευθεί. Με τα λόγια του Πολάνυι:
Επί έναν αιώνα η δυναμική της σύγχρονης κοινωνίας καθορίζονταν από μια διπλή κίνηση: η αγορά αναπτυσσόταν συνέχεια αλλά αυτή η κίνηση συνάντησε μια αντίρροπή της που προσπαθούσε να ελέγξει την ανάπτυξη προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Ενώ αυτή η αντίρροπη κίνηση ήταν ζωτική για την προστασία της κοινωνίας, σε τελική ανάλυση ήταν ασύμβατη με την αυτορρύθμιση της αγοράς, κατά συνέπεια με το ίδιο το σύστημα της αγοράς. ( 2001, σ. 136).
Εκτός της διπλής κίνησης, μια δεύτερη σημαντική ιδέα που επεξεργάστηκε ο Πολάνυι είναι εκείνη του ριζώματος, που συζητήσαμε εν συντομία στο πρώτο μέρος. Αυτή η έννοια παίζει κεντρικό ρόλο στη θεωρητική του κατασκευή, επειδή του επιτρέπει να δείξει ότι η οργάνωση της οικονομίας, η στηριγμένη σε εντελώς ανεξέλεγκτες αγορές, δεν συνιστά βασική ανάγκη της ανθρωπότητας. Ο Μπλοκ (Block 2001, σ. xxiv) εξηγεί ότι το ρίζωμα:
Eκφράζει την αντίληψη ότι η οικονομία δεν είναι αυτόνομη, όπως διδάσκει η οικονομική θεωρία, αλλά υποτάσσεται στην πολιτική, τη θρησκεία και τις κοινωνικές σχέσεις.
Έτσι, η οικονομία δεν διαχωρίζεται από τις άλλες κοινωνικές δραστηριότητες και σχέσεις, αλλά αποτελεί μέρος της ζωής κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Ο Πολάνυι υποστηρίζει ότι η οργάνωση της κοινωνίας γύρω από αυτορρυθμιζόμενες αγορές και η αποσυνθετική τους δράση προέκυψε όταν η οικονομία ξεριζώθηκε –κάτι που συνέβη από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά– και ήρθε σε σύγκρουση με τον τρόπο που συνήθιζαν οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν τις οικονομικές πλευρές της ζωής.
Σύμφωνα με τον Πολάνυι, το ρίζωμα ήταν κάτι φυσικό στις αρχαίες κοινωνίες (μια ιδέα που διερευνούμε παρακάτω) και εκείνος ο τρόπος οργάνωσης της ζωής έχει ακόμη πράγματα να μας διδάξει, καθώς η διαδικασία της εκρίζωσης της οικονομίας είχε τις χείριστες κοινωνικές συνέπειες.
Ένα κεντρικό στοιχείο της ανάλυσης του Πολάνυι είναι η ανάπτυξη της έννοιας των «πλασματικών εμπορευμάτων». Κατά την άποψή του, όταν οι αγορές αναπτύσσονται τόσο πολύ που τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή εμπορευματοποιούνται, κάποια σημαντικά στοιχεία της ζωής μετατρέπονται σε εμπόρευμα, αλλά αυτή η διεργασία είναι από τη φύση της πλασματική, επειδή αυτά δεν έχουν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να ανταλλαχθούν στην αγορά, μιας και δεν παράγονται για να πωληθούν. Για τον Πολάνυι, τα πλασματικά εμπορεύματα είναι η γη, η εργασία και το χρήμα, πράγματα που σε μια οικονομία ριζωμένη στην κοινωνία δε θα συνέβαινε διότι δεν θα προσφέρονταν ποτέ στην αγορά (Polanyi, 2001). Η ύπαρξη αυτών των πλασματικών εμπορευμάτων είναι άμεσο αποτέλεσμα της (ανεξέλεγκτης) ανάπτυξης της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, και έχει σα συνέπεια την μετάλλαξη της φύσης και των ανθρώπων σε εμπορεύματα.
Τέλος, και σα συνέπεια της ανάλυσής του πάνω στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που προκαλούνται από τη βιομηχανική επανάσταση, ο Πολάνυι ανέπτυξε μια σκληρή κριτική στη φιλελεύθερη ιδεολογία: Η άνοδος του καπιταλισμού βασίστηκε σε ένα δόγμα και σε μια κοινωνία της αγοράς που επιβλήθηκε διά της βίας, ενώ και τα δύο ήταν αφύσικα για την ανθρώπινη εξέλιξη. Υποστήριξε ότι το laissez-faire υπήρξε προσχεδιασμένο και ότι η διπλή κίνηση ήταν μια διαδικασία που επανατροφοδοτούνταν συνεχώς από την κοινωνία και τα εθνικά κράτη. Τα προβλήματα που έχουν ανακύψει από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού σήμερα δείχνουν ότι αυτή η κριτική εξακολουθεί να ισχύει.
Η ανάλυση της αθηναϊκής οικονομίας από τον Πολάνυι, αναδεικνύει τη σημασία των αρχαίων κοινωνιών για την κοσμοθεωρία του. Ουσιαστικά, θεωρούσε ότι ήταν διαφορετικές από τη δική μας, διότι οι οικονομίες τους υπήρξαν πάντα ριζωμένες στις κοινωνικές τους σχέσεις.
Β΄Μέρος: Η ανάλυση της αθηναϊκής οικονομίας
Για τον Πολάνυι, η αθηναϊκή κοινωνία ήταν ένα εξαίρετο παράδειγμα ενός κοινωνικού μορφώματος όπου ταιριάζει η έννοια του ριζώματος. Σύμφωνα με την οπτική του, στην Αθήνα, όπως και σχεδόν παντού αλλού στην αρχαία Ελλάδα, η οικονομία δεν ήταν απομονωμένη από τις υπόλοιπες πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες του κάθε πολίτη. Οι Έλληνες δεν προσπαθούσαν να επιτύχουν οικονομικούς στόχους όταν έπαιρναν όλες τους τις αποφάσεις. Επέλεγαν σύμφωνα με κριτήρια όπως η πολιτική, η ευημερία, η οικογένεια ή ό,τι άλλο ήταν σημαντικό για τη ζωή τους. Ο οικονομικός ρασιοναλισμός (με την έννοια της μεγιστοποίησης του κέρδους, και των εγωιστικών επιδιώξεων) δεν αποτελούσε κριτήριο για οικονομικές αποφάσεις (Polanyi, 1968).
Αυτή η αντίληψη υπογραμμίζεται από τον Πολάνυι στην ανάλυσή του για την αθηναϊκή κοινωνία και είναι μια από τις μείζονες συνεισφορές του έργου του πάνω στις αρχαίες κοινωνίες, καθώς αποτελεί μια διαφορετική προσέγγιση του ρόλου της οικονομίας μέσα στην κοινωνία. Όλη του η ανάλυση βασίζεται πάνω της, καθώς πάντα προσπαθούσε να διακρίνει ποιοι ήταν οι κοινωνικοί παράγοντες που υπαγόρευαν τις οικονομικές αποφάσεις στη συγκεκριμένη κοινωνία, χωρίς να θεωρεί a priori δεδομένο τον ορθολογικό χαρακτήρα αυτών των αποφάσεων.
Μια άλλη ιδέα που παίζει σημαίνοντα ρόλο στην ερμηνεία του για την αθηναϊκή οικονομία είναι η αντίληψή του περί συνύπαρξης της αγοράς και του κράτους. Η Αθήνα διέθετε δύο πεδία οικονομικής δραστηριότητας ταυτόχρονα: μια εσωτερική αγορά, και, σε αγαστή συνύπαρξη, έναν τομέα υπαγόμενο στον κρατικό οικονομικό προγραμματισμό. Σύμφωνα με την ίδια του τη διατύπωση (1977, σ. 145):
Είναι ηλίου φαεινότερο το γεγονός ότι, από τη μια, το εμπόριο και το χρήμα, κυρίως με τη χρήση μικρής αξίας νομισμάτων, συνδέονταν με εμπορικά στοιχεία της Αθηναϊκής αγοράς· από την άλλη, και όχι πολύ αργότερα στην Αίγυπτο, και πάλι κάτω από ελληνική διοίκηση, οι μέθοδοι αποθήκευσης και αναδιανομής που είχαν κληροδοτήσει οι αρχαίοι φαραώ αναπτύχθηκαν στο επίπεδο ενός περίπλοκου οικονομικού σχεδιασμού.
Αυτό το δίπολο εξετάζεται σε όλες του τις αναλύσεις. Το κύριο ερώτημα στο οποίο προσπαθεί να απαντήσει ο Πολάνυι είναι γιατί η Αθήνα επέλεξε ένα σύστημα που συνδύαζε την αγορά με τον κρατικό σχεδιασμό, αντί να επιλέξει μόνο μια από τις δύο λύσεις.
Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε την άποψη του Πολάνυι για τις αιτίες που οδήγησαν στην επιλογή αυτού του συγκεκριμένου και εντυπωσιακού οικονομικού συστήματος από την Αθήνα, μαζί με μια συνόψιση της ερμηνείας του για την αθηναϊκή οικονομία, υπενθυμίζοντας ότι η έννοια του ριζώματος βρίσκει και εδώ την εφαρμογή της. Εν ολίγοις θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τα κύρια σημεία του έργου του Πολάνυι πάνω στην αθηναϊκή κοινωνία.
Η Οικονομία της Κλασικής Αθήνας:
οι Τρεις Τομείς
Η αρχαία ελληνική ιστορία χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους: την Αρχαϊκή, την Κλασική και την Ελληνιστική6. Η Αρχαϊκή περίοδος είναι η αρχή της ελληνικής ιστορίας, μια εποχή κατά την οποία η πόλις δεν υπήρχε και η κοινωνία στηριζόταν σε ανεξάρτητους παραγωγούς, οι οποίοι ζούσαν απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο· οι κοινωνικοί θεσμοί είχαν μικρή ισχύ, οπότε ήταν μια περίοδος συνεχούς διαμάχης μεταξύ των αγροτών. Αυτή την εποχή δεν υπήρχαν οργανωμένες ανθρώπινες κοινότητες, είτε σε χωριά είτε σε πόλεις. Εξάλλου, είναι μια εποχή για την οποία δεν υπάρχουν πολλές πηγές, οπότε και η γνώση μας γι’αυτήν είναι ελλιπής (Polanyi, 1977, κεφ. 11).
Η κλασική εποχή είναι η σημαντικότερη περίοδος της ελληνικής ιστορίας και η πιο ενδελεχώς μελετημένη. Αφορά τον πέμπτο και τέταρτο αιώνα προ Χριστού. Ήταν μια περίοδος πλούτου και δόξας, συνδεδεμένη με την πόλη-κράτος και τη δημοκρατία. Είναι επίσης μια περίοδος πρωτόγνωρης οικονομικής οργάνωσης (το δυαδικό σύστημα) και βασικό αντικείμενο της έρευνας του Πολάνυι τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.
Κατά την Ελληνιστική Περίοδο, η Ελλάδα κυριαρχείται από τους Μακεδόνες και την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου. Τότε είχε πλέον πάψει να υπάρχει η πόλις -κράτος και είχε εξαφανιστεί το κλασικό σύστημα που μελέτησε ο Πολάνυι.
Θα αναφερθούμε λοιπόν στην κλασική εποχή και την άποψη του Πολάνυι γι’ αυτή, στηριγμένη κατ’ εξοχήν στο παράδειγμα της Αθήνας. Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου, θα παραθέσουμε και κάποιες σκέψεις για την ελληνιστική εποχή και το τέλος της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Πολάνυι έκανε την Αθήνα επίκεντρο της μελέτης του και αναφερόταν επανειλημμένα σ’ αυτήν, εξαιτίας της σημασίας της. Πρώτον, διότι ήταν, αναμφισβήτητα, η πιο σημαντική πόλη της περιόδου από οικονομική και πολιτική άποψη. Δεύτερον, ήταν η πόλη που, εκτός από τα εντυπωσιακά πολιτιστικά της επιτεύγματα, ανέπτυξε την οικονομική της οργάνωση στον υψηλότερο βαθμό. Τρίτον, αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα χρήσης του «δυαδικού συστήματος» που διέκρινε ο Πολάνυι σε εκείνη την εποχή. Συνεπώς, όπως και ο Πολάνυι, στην Αθήνα θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας και αυτή θα αποτελέσει το «παράδειγμά» μας σε αυτή την εργασία.
Ο Πολάνυι χώριζε την αθηναϊκή οικονομία σε τρεις βασικούς τομείς: την πατριαρχική οικονομία, την αγορά και τον κρατικό τομέα, με τους δύο τελευταίους να είναι και οι σημαντικότεροι. Ο πρώτος, η πατριαρχική οικονομία, κατ’ ουσίαν αφορούσε στις μεγάλες, πλούσιες και παραδοσιακές οικογένειες. Τα τρόφιμα παράγονταν, αποθηκεύονταν και διανέμονταν σε όλη την οικογένεια. Αυτός ο τομέας είχε τις καταβολές του στις παλιές φυλές και επιβίωνε ακόμη στην πόλιν. Η οικογένεια ήταν υπεύθυνη για όλα τα μέλη της (περιλαμβανομένων των δούλων) και έπρεπε να παρέχει τουλάχιστον τα απαραίτητα προς το ζην. Αυτός ο τομέας έχει τη σημασία του λόγω του διανεμητικού του χαρακτήρα, της αρχής που πρέσβευε τη μέριμνα για το σύνολο της οικογένειας, κάτι που θα ξανασυναντήσουμε με διαφορετικό τρόπο και στις άλλες μορφές οικονομικής οργάνωσης στην Ελλάδα (Polanyi, 1977, κεφ. 12).
Ο δεύτερος τομέας ήταν η αγορά*, σκοπός της οποίας ήταν να επιμερίζει αποδοτικά τους πόρους, συντελώντας στον απρόσκοπτο καθημερινό εφοδιασμό με τρόφιμα. Στο πλαίσιό της δραστηριοποιούνταν κατ’ ουσίαν μικρές οικογένειες ή ελεύθεροι εργάτες, που χρειάζονταν να πουλήσουν τα προϊόντα τους γρήγορα και δεν είχαν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν πόρους, όπως οι μεγάλες οικογένειες. Επίσης, εξυπηρετούσε μια λειτουργία αναδιανεμητική, η οποία θα εξηγηθεί παρακάτω.
Ο τρίτος τομέας, που υπάγονταν στον κρατικό σχεδιασμό, ήταν ο βασικός παράγοντας συνάρθρωσης της οικονομίας· η λειτουργία του αφορούσε την επιστασία του εφοδιασμού με τρόφιμα και την προστασία της οικονομίας από εξωτερικά πλήγματα. Το κράτος μπορούσε να παρέμβει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αγορά με στόχο τη διασφάλιση της τροφοδοσίας και τον έλεγχο των τιμών. Το κράτος έπρεπε να ελέγχει την ποσότητα των εισαγόμενων προϊόντων, κυρίως σιτηρών, και επίσης να αποθηκεύει τρόφιμα για περιόδους σιτοδείας. Η βασική ιδέα ήταν ότι το κράτος μπορούσε κι έπρεπε να καθορίζει όλες τις πολιτικές που θα διασφάλιζαν την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών. Ενίοτε, αυτό μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η αποδοτικότητα, παρ’ όλο που αυτό ήταν συνήθως ένα πολύ σημαντικό κριτήριο. Η μέριμνα για τις ανάγκες των πολιτών ήταν το κύριο μέλημα του κράτους, που, όταν χρειαζόταν, παρενέβαινε στην οικονομία χωρίς να ενδιαφέρεται για την αποδοτικότητα (Polanyi, 1977, κεφ. 12).
Το κράτος παρενέβαινε στην αγορά όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο, ελέγχοντας τον εφοδιασμό, κρατώντας τις τιμές σταθερές, παίρνοντας κάθε πολιτική πρωτοβουλία για να διασφαλίσει τον ανεφοδιασμό της πόλης με τρόφιμα. Υπό αυτήν την έννοια, ο Πολάνυι πρέσβευε ότι η αγορά έπαιζε έναν αναδιανεμητικό ρόλο: ελεγχόταν από το κράτος, ώστε να επιτύχει τους στόχους της. Ήταν προτιμότερο για την πόλη να επιτρέψει στην αγορά να επιμερίσει τα αγαθά αποδοτικά με το δικό της τρόπο σε κανονικές περιόδους, αλλά σε περιόδους κρίσης η πόλις* παρενέβαινε ώστε η αγορά να λειτουργήσει προς όφελος της πόλεως* (Polanyi, 1977, κεφ. 12).
Αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες ιδέες της ανάλυσης του Πολάνυι σχετικά με την αθηναϊκή οικονομία. Η αγορά είχε όρια και αυτά τα όρια ορίζονταν από το κράτος. Όσο η αγορά δούλευε σωστά και διασφαλίζονταν ο εφοδιασμός της πόλης σε κανονικές τιμές, αφηνόταν να δουλεύει ελεύθερα και η πόλη θεωρούσε ότι αυτός ήταν ένας αποδοτικός τρόπος κατανομής των πόρων. Αλλά σε στιγμές κρίσης, όταν υπήρχε έλλειψη τροφίμων ή όταν οι τιμές ανέβαιναν υπερβολικά, η πόλη παρενέβαινε στην οικονομία με οποιαδήποτε πολιτική απόφαση χρειαζόταν για να σταθεροποιηθεί και πάλι.
Αυτή ήταν η βασική αρχή της οικονομίας των Αθηνών την κλασική περίοδο: Η εξασφάλιση της μίνιμουμ διατροφής για την επιβίωση του κάθε πολίτη, λαμβανομένης υπ’ όψιν της αποδοτικότητας, όσο αυτό ήταν δυνατό. Έτσι, η αγορά συνιστούσε για το κράτος έναν μηχανισμό υπηρετικό μιας τέτοιας πολιτικής, αλλά το κράτος παρενέβαινε όταν οι αρχές θεωρούσαν ότι η αγορά δεν επιτύγχανε αυτόν τον στόχο. Η οικονομία ήταν ριζωμένη στις ανάγκες της αθηναϊκής κοινωνίας και η αγορά συμμορφωνόταν στις απαιτήσεις και τα όρια που έθετε η πόλη.
Αγορά εναντίον Κράτους: το δίπολο
Το σημαντικότερο λοιπόν χαρακτηριστικό της αθηναϊκής οικονομίας κάτω από αυτή τη σκοπιά ήταν ακριβώς αυτό το δίπολο Κράτους και Αγοράς. Η εσωτερική αγορά είχε στόχο να κατανείμει τους πόρους αποδοτικά αλλά ταυτόχρονα λειτουργούσε ως αναδιανεμητικός οργανισμός του κράτους· αυτοί που την αποτελούσαν ήταν κατά κύριο λόγο πολίτες της πόλεως*. Από την άλλη, το εξωτερικό εμπόριο και ο κρατικός σχεδιασμός είχαν στόχο να διασφαλίζουν την τροφοδοσία της πόλης· διεξαγόταν κατά βάση από ξένους εμπόρους και ρυθμιζόταν από το κράτος.
Ο Πολάνυι ανέλυσε σε βάθος τις διαφορές μεταξύ αυτών των δύο ειδών εμπορίου, εξηγώντας τα χαρακτηριστικά του καθενός. Η βασική τους διαφορά κατ’ εκείνον συνίστατο στα πρόσωπα που εμπλέκονται στο εμπόριο. Ο ντόπιος επιτηδευματίας που δούλευε στην ἀγοράν* ονομαζόταν κάπηλος* και ήταν ένας αθηναίος πολίτης που ζούσε από το εμπόριο. Επέλεγε να εργαστεί στην ἀγοράν*, αλλά είχε επίσης τη δυνατότητα να ασκήσει και άλλες οικονομικές δραστηριότητες καθώς, ως αθηναίος πολίτης, είχε το σχετικό δικαίωμα. Από την άλλη, ο εξωτερικός επιτηδευματίας, που ονομαζόταν ἔμπορος*, ήταν ξένος· συνεπώς, δεν είχε κανένα δικαίωμα στην πόλιν και ζούσε από το εμπόριο και μόνο. Δεν αποτελούσε κομμάτι της πόλης* και η μόνη πιθανή δραστηριότητα γι’αυτόν ήταν να είναι ἔμπορος. Αυτό δεν αποτελούσε επιλογή του αλλά συνέπεια της ιδιότητάς του ως ξένου (Polanyi, 1977, κεφ.13).
Η παρουσία αυτού του ἐμπόρου*, του εξωτερικού επιτηδευματία, ήταν συνήθως συνέπεια των πολέμων μεταξύ των πόλεων. Ήταν άνθρωποι των οποίων η πόλις* είχε καταστραφεί ή τελούσε υπό την κυριαρχία άλλων πόλεων, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, κι έτσι κατέληγαν απάτριδες, άρα και χωρίς δικαιώματα. Λόγω αυτού, η μόνη δυνατότητα άσκησης οικονομικής δραστηριότητας που τους απέμενε για να επιζήσουν ήταν να γίνουν ἔμποροι*. Κάποιοι απ’αυτούς ζούσαν εντελώς έξω από τις πόλεις, ταξιδεύοντας από τη μια πόλη στην άλλη. Άλλοι είχαν εδραιωθεί σε κάποια πόλη, στην οποία ζούσαν ως μέτοικοι και ταξίδευαν για δουλειές (Polanyi, 1977, κεφ. 13).
Κατά τον Πολάνυι, αυτή η διαφορά δείχνει πόσο ξεχωριστά ήταν τα δύο συστήματα: δεν είχαν τίποτα το κοινό. Η εσωτερική αγορά ήταν κατ’ ουσίαν μέρος της πόλης· αποτελούνταν από πολίτες που σκοπό είχαν να εξυπηρετούν τους συμπολίτες τους. Από την άλλη, το εξωτερικό εμπόριο ήταν ουσιαστικά ένα εξωτερικό θέμα· το διεκπεραίωναν ξένοι, ρυθμιζόταν από το κράτος και κύριος στόχος του ήταν η διασφάλιση τροφίμων για την πόλη υπό τον έλεγχο του κράτους (Polanyi, 1977, κεφ. 13). Συνδετικός κρίκος των δύο συστημάτων ήταν κατ’ αποκλειστικότητα το κράτος, το οποίο έλεγχε την ποσότητα και την τιμή των εισαγόμενων προϊόντων· με αυτόν τον μηχανισμό είχε τη δυνατότητα να ρυθμίζει τις εισαγωγές τροφίμων και, κατά συνέπειαν, το επίπεδο προσφοράς στην εσωτερική αγορά. Οι αποφάσεις σχετικά με την ποσότητα που επιτρεπόταν να εισάγεται στην πόλη παίρνονταν ανάλογα με τις ανάγκες της πόλης σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το κράτος το ίδιο αγόραζε παράλληλα τρόφιμα, για να έχει γεμάτες αποθήκες σε περιόδους κρίσης. Για άλλη μια φορά, αυτός ο μηχανισμός πλήρους ρύθμισης του εξωτερικού εμπορίου και σύνδεσής του με την εσωτερική αγορά είχε τη βάση του στη μέριμνα για το πώς οι πολίτες θα έβγαζαν τα προς το ζην και για το πώς θα προστατευόταν η πόλη και ο πληθυσμός της από οποιαδήποτε αναταραχή (Polanyi, 1977, κεφ. 13).
Ο Πολάνυι αναφέρει ότι οι δύο αγορές ήταν τόσο διαχωρισμένες η μια από την άλλη ώστε οι τιμές τους να παρουσιάζουν ενίοτε τεράστιες διαφορές, κυρίως σε περιόδους κρίσης της προσφοράς. Οι εσωτερικές τιμές δεν παρουσίαζαν μεγάλες διακυμάνσεις επειδή ελέγχονταν πάντα από το κράτος, αλλά οι εξωτερικές τιμές εμφάνιζαν τεράστια διακύμανση λόγω αυτών των προβλημάτων (Polanyi, 1977, κεφ. 13). Η σχετική σταθερότητα των εσωτερικών τιμών μπορεί να εξηγηθεί από το ότι η πόλη ήλεγχε τις εισαγωγές σιτηρών έτσι ώστε να σταθεροποιεί τις τιμές στην αγορά στο επιθυμητό επίπεδο, ενώ οι εξωτερικές τιμές κυμαίνονταν καθώς εξαρτώνταν από τη διεθνή προσφορά τροφίμων. Και, καθώς υπήρχε η πιθανότητα οι προμηθευτές να είχαν προβλήματα παραγωγής, όπως, για παράδειγμα, κακοκαιρία ή πολιτικές διαφορές με γείτονες, οι εξωτερικές τιμές μπορούσαν να διαμορφώνονται σε ένα επίπεδο πολύ πάνω από το «κανονικό».
Τα χαρακτηριστικά του χρήματος στην Αθήνα αποτελούν ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα που μελέτησε ο Πολάνυι για να καταδείξει πόσο διαχωρισμένα ήταν τα δύο συστήματα. Κατά την άποψή του, η σύγχρονη έννοια του χρήματος δεν υπήρχε στην κλασική αθηναϊκή οικονομία. Υποστηρίζει ότι το χρήμα και το εμπόριο ήταν δύο ανεξάρτητοι θεσμοί, και όχι διασυνδεδεμένοι όπως είναι στην εποχή μας.
Το χρήμα για τους Έλληνες ήταν κατ’ εξοχήν θεσμός της πόλης κι όχι κυρίως μέσο ανταλλαγής. Η τιμή του χρήματος στην Ελλάδα δεν διαφοροποιούνταν αναλόγως προς την ποσότητά του μέσα στην οικονομία, ούτε και το μέταλλο καθ’ εαυτό είχε κάποια εγγενή αξία. Η τιμή του καθοριζόταν από την πόλη, η οποία αποφάσιζε επίσης και για το τι ποσότητα θα επιτρεπόταν να κυκλοφορήσει μέσα στην οικονομία (Polanyi, 1977, κεφ. 16).
Επιπλέον, είχαν διαφορετικά είδη χρήματος για διαφορετικές χρήσεις· το σύστημα δεν ήταν ενοποιημένο. Υπήρχε ένα είδος εσωτερικού χρήματος που χρησίμευε στην ανταλλαγή αγαθών στην αγορά και, όπως εξηγήσαμε νωρίτερα, δεν υπήρχαν διακυμάνσεις τιμών ή πληθωρισμός, αλλά οι τιμές καθορίζονταν από την πόλη με γνώμονα το συμφέρον της. Αυτό σημαίνει ότι το εσωτερικό χρήμα λειτουργούσε ως ένα ακόμα σύστημα ελέγχου της οικονομίας της πόλης, παράλληλα με όλους τους άλλους μηχανισμούς που ήδη προαναφέραμε. Η πόλη μπορούσε να μεταβάλει την αξία του χρήματος όποτε αυτό απαιτούνταν, για να διατηρεί τη σταθερότητα. Από την άλλη, υπήρχε κι ένα είδος εξωτερικού χρήματος, που χρησιμοποιούνταν μόνο στο ξένο εμπόριο για την πληρωμή του εμπόρου (Polanyi, 1977, σελ. 258):
Η θεμελιώδης διαφοροποίηση των χρήσεων του χρήματος στην Ελλάδα ήταν εκείνη μεταξύ τοπικού και εξωτερικού χρήματος· η διχοτόμηση ήταν ξεκάθαρη. Ασημένια νομίσματα μικρής αξίας και, ειδικότερα μετά τον τέταρτο αιώνα, χάλκινα νομίσματα χρησιμοποιούνταν στο τοπικό εμπόριο ή στην ἀγοράν*, ενώ ασημένια νομίσματα μεγαλύτερης αξίας, όπως ο στατήρ*, χρησιμοποιούνταν στο εξωτερικό εμπόριο.
Δεν υπήρχε δυνατότητα ανταλλαγής μεταξύ αυτών των δύο νομισμάτων· ήταν εντελώς διαχωρισμένα και χρησιμοποιούνταν με διαφορετικό τρόπο σε δύο διαφορετικές αγορές. Έτσι, ο Πολάνυι συμπεραίνει ότι το χρήμα και το εμπόριο ήταν διαφορετικά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Το χρήμα χρησίμευε ως ένας ακόμη μηχανισμός διαχωρισμού των δύο αγορών και επέτρεπε στην πόλη να προστατεύει τους πολίτες της και να πραγματώνει τους στόχους της στην οικονομία. Το χρήμα λοιπόν είχε χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά εκείνων που έχει σήμερα.
Η διατύπωση του ίδιου του Πολάνυι (1977, σ. 198) συμπυκνώνει έξοχα αυτές τις ιδέες σχετικά με την ύπαρξη δύο διαφορετικών οικονομικών τομέων:
Για να συνοψίσουμε: Διαφορετικού είδους επιτηδευματίες ασκούσαν το τοπικό και το ξένο εμπόριο. Οι δύο μορφές εμπορίου ήταν σαφώς διαχωρισμένες. Το τοπικό εμπόριο –και κανένα άλλο– ήταν εμπόριο της αγοράς. Το εξωτερικό εμπόριο ήταν εν μέρει ελεγχόμενο, εν μέρει χαριστικό ενώ τα μεμονωμένα εμπορικά στοιχεία που ενίοτε εμφανίζονταν εδώ ήταν σχετικά ασήμαντα.
Ιμπεριαλισμός και Πολιτική
Δύο σημαντικά σημεία της ανάλυσης του Πολάνυι για την αρχαία Αθήνα είναι ο ρόλος του ιμπεριαλισμού και της πολιτικής στη λειτουργία του οικονομικού της συστήματος. Ο ιμπεριαλισμός της Αθήνας αφορούσε στη χρήση της ναυτικής στρατιωτικής της δύναμης για τον έλεγχο των εμπορικών οδών και την αναζήτηση νέων. Η Αθήνα είχε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής κι έτσι μπορούσε να εξασφαλίσει τις εισαγωγές σιτηρών και εφοδίων για την κοινωνία.
Μια ενδιαφέρουσα διάσταση αυτής της πραγματικότητας είναι ότι, κατά τον Πολάνυι, ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός ήταν συμπληρωματικός της δημοκρατίας της και των κανόνων της εσωτερικής αγοράς. Κατά την άποψή του, οι μηδικοί πόλεμοι έκαναν την πόλη να συνειδητοποιήσει ότι χρειαζόταν να ασκεί κάποιο εξωτερικό έλεγχο και να διασφαλίζει τον εφοδιασμό σε τρόφιμα, καθώς δεν διέθετε αρκετή καλλιεργήσιμη γη (Polanyi, 1977, κεφ. 12).
Ο πόλεμος έδειξε ότι οι εχθροί μπορούσαν εύκολα να παρεμποδίσουν τον ανεφοδιασμό της πόλης με απώτερο στόχο την κυριαρχία τους πάνω στην Ελλάδα. Συνεπώς, η κατασκευή ενός τεράστιου στόλου και ο έλεγχος του εμπορίου της Μεσογείου είχαν αυτόν τον οικονομικό στόχο.
Η εξωτερική πολιτική λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο. Η διπλωματία χρησίμευε στη διασφάλιση των εισαγωγών σιτηρών μέσω των συμμάχων και άλλων κρατών. Η πόλη είχε μια τεράστια ομάδα αγγελιαφόρων και προξένων, δουλειά των οποίων ήταν η διαπραγμάτευση των εισαγωγών από άλλα μέρη (Polanyi, 1977, κεφ. 14). Έτσι, η Αθήνα χρησιμοποιούσε τον ιμπεριαλισμό και την πολιτική ως συμπλήρωμα στο οικονομικό της σύστημα, με απώτερο στόχο τη διασφάλιση των εισαγωγών σιτηρών και των απαραίτητων πόρων για τους πολίτες της.
Χρειάζεται εδώ να υπενθυμίσουμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί δεν χρησιμοποιούνταν κατ’ αποκλειστικότητα από την Αθήνα. Σχεδόν κάθε πόλις* της κλασικής εποχής υιοθετούσε τέτοια στάση, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και την επιβίωση των πολιτών της. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι η Αθήνα είχε κατά πολύ μεγαλύτερη επιτυχία σε αυτόν τον τομέα, καθώς ήταν εκείνη που ήλεγχε τις μεγαλύτερες εμπορικές οδούς και είχε τον μεγαλύτερο αριθμό συμμάχων· οι σχέσεις με κάποιους από αυτούς τους συμμάχους είχαν ρυθμιστεί με διπλωματικά μέσα, αλλά άλλοι σύμμαχοι είχαν εξαναγκαστεί σε συμμετοχή με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.
Γιατί το δίπολο;
Έχοντας ήδη εκθέσει την περιγραφή της αρχαίας αθηναϊκής οικονομίας από τον Πολάνυι, είναι πλέον εύκολο να απαντήσουμε το ερώτημα που τέθηκε ήδη: γιατί η Αθήνα εφάρμοζε ένα σύστημα που συνδύαζε αγορά και κρατικό σχεδιασμό αντί να επιλέξει ένα από αυτά τα δύο;
Η απάντηση που δίνει έχει εν συντομία ως εξής: Το μικτό σύστημα θεωρήθηκε αναγκαίο για να συντηρηθεί ο τρόπος και το επίπεδο ζωής των πολιτών. Ο Πολάνυι προσπαθεί σε όλες του τις αναλύσεις να καταδείξει ότι η Αθήνα αντιμετώπιζε αναρίθμητες γεωγραφικές και πολιτικές δυσκολίες, προκειμένου να διασφαλίσει τις εισαγωγές σιτηρών της. Αφότου αυξήθηκε ο πληθυσμός της, ήταν αδύνατο να επιβιώσει μόνο με τη δική της παραγωγή τροφίμων7: Η εισαγωγή ειδών διατροφής ήταν όρος εκ των ων ουκ άνευ, καθώς οι δικές της γαίες δεν παρήγαν όλη την αναγκαία ποσότητα, οπότε αυτό το πρόβλημα υποχρέωνε την Αθήνα να καταφύγει σε εισαγωγές. Επιπλέον, λόγω των πολιτικών προβλημάτων που συνοδεύουν την εισαγωγή ειδών διατροφής από άλλες χώρες, καθώς οι εχθροί της προσπαθούσαν να καταστρέψουν την Αθήνα, η πόλη αναγκάστηκε επίσης να αναπτύξει ένα σύστημα ελέγχου του εξωτερικού εμπορίου της (Polanyi, 1977, κεφ. 14).
Η Αθήνα δεν επέλεξε το σύστημα· σχεδόν αναγκάστηκε να υιοθετήσει το εξωτερικό μονοπώλιο, παρά την αποδοτικότητα της αγοράς της. Ήταν ο μόνος τρόπος που βρήκε η πόλη για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της, επειδή, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ήταν πιθανό να αντιμετωπίσει μια σειρά μεγάλων εξωτερικών κλυδωνισμών και προβλημάτων στην τροφοδοσία της κατά τη διάρκεια της ιστορίας της.
Και γιατί η εσωτερική αγορά; Όπως ήδη εξηγήσαμε, ήταν ο καλύτερος τρόπος που βρήκε η πόλη για να κατανέμει αποτελεσματικά τους πόρους της και, εξάλλου, χρησιμοποιούνταν και ως αναδιανεμητικό σύστημα8. Σε ήρεμες περιόδους, η πόλη άφηνε την αγορά να λειτουργεί ελεύθερα, καθώς αποτελούσε έναν αποδοτικό μηχανισμό κατανομής των πόρων· όμως, σε περιόδους κρίσης, η Αθήνα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την αγορά για να τους αναδιανέμει, ελέγχοντας τις τιμές, ώστε να εξασφαλίζει ότι όλοι της οι πολίτες μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε κάποια μέσα επιβίωσης. Συνεπώς, υπήρχαν σημαντικοί λόγοι για την ύπαρξη του αθηναϊκού διπόλου: στο εσωτερικό πεδίο άνοιξε νέους δρόμους, καθώς υπήρξε μια από τις πρώτες οικονομίες στην ιστορία που ανέπτυξε σημαντική αγορά, αλλά στο εξωτερικό προσάρμοζε τους μηχανισμούς της ανάλογα με τις ανάγκες της. Κατά τη διατύπωση του ίδιου του Πολάνυι (1977, σ. 199):
Η απάντηση, που καταθέτουμε, επισημαίνει τις γεωγραφικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες των περιοχών όπου βρίσκονταν τα διαθέσιμα σιτηρά και οι οδοί επικοινωνίας. Αυτές οι συνθήκες, υπό τις οποίες έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα για την εξασφάλιση της ροής των εφοδίων, καθώς και της ασφάλειας των ίδιων των διαμετακομιστικών οδών, καθόρισαν τις μεθόδους και την οργάνωση του εμπορίου των σιτηρών.
Το τέλος του κλασικού συστήματος
Τελειώνοντας την ανάλυσή του, ο Πολάνυι περιγράφει την παρακμή του κλασικού συστήματος και τη μεταμόρφωσή του σε ένα σύστημα εξωτερικής αγοράς. Κατά την άποψή του, περί το τέλος του τέταρτου αιώνα, λίγο πριν από τη μακεδονική εισβολή, αρκετά στοιχεία ενός συστήματος εξωτερικής αγοράς μπορούσαν ήδη να ανιχνευθούν στην Αθήνα. Δεν επρόκειτο ακόμα για ένα πλήρες σύστημα αγοράς, αλλά κάποια χαρακτηριστικά ήταν ήδη εμφανή. Ο κύριος λόγος γι’ αυτήν την εξέλιξη ήταν η παρακμή της πόλεως. Η αδυναμία της οφειλόταν κυρίως στους πολλούς πολέμους, ειδικά στον Πελοποννησιακό· αυτοί οι πόλεμοι υπέσκαψαν τον έλεγχο που ασκούσε η Αθήνα πάνω στο εμπόριο και τις εμπορικές οδούς, περιόρισαν τη στρατιωτική της δύναμη κι έτσι, η πόλη απώλεσε την δυνατότητα να ασκεί ένα εξωτερικό μονοπώλιο (Polanyi, 1977, κεφ.15)
Δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στην αρχή αυτής της φάσης διέφεραν από το προηγούμενο στάτους κβο: η ελευθερία του εμπόρου* και η ανάπτυξη του εμπορίου*, δηλαδή της εξωτερικής αγοράς. Όσον αφορά το πρώτο, οι έμποροι άρχισαν να παίρνουν αποφάσεις σχετικά με το πού θα πουλούσαν τα προϊόντα τους, αναζητώντας την υψηλότερη δυνατή τιμή. Άρχισαν να αναζητούν τα μέρη που προσέφεραν την καλύτερη τιμή και δεν ήταν πλέον όμηροι της πόλης.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό που παρατηρείται ήταν η ανάπτυξη του ἐμπορίου*, της αγοράς εξωτερικών προϊόντων που βρίσκονταν στο λιμάνι της πόλης και που πωλούνταν από τον ἔμπορο*, τον ξένο. Αυτές οι αγορές άρχισαν να αναπτύσσονται σε όλη τη Μεσόγειο και ήταν το μέρος όπου οι έμποροι αναζητούσαν την καλύτερη τιμή πώλησης.
Αυτή η διαδικασία έλαβε πολύ γρήγορα έκταση κι άρχισε να υποκαθιστά τον έλεγχο που ασκούσε η πόλις*. Αργότερα, με τις στρατιωτικές επιτυχίες του, ο Αλέξανδρος βρήκε έτοιμες τις συνθήκες για να ενοποιήσει τις οδούς, τα νομίσματα, τους φόρους κι έτσι να ολοκληρωθεί η ανάπτυξη της αγοράς. Η αυτοκρατορία του ήλεγχε όλη την ελληνική Μεσόγειο κι είχε τη δυνατότητα να διασφαλίζει την πλήρη ελευθερία του εξωτερικού εμπορίου. Οι πόλεις δεν είχαν πλέον στρατιωτική δύναμη, ούτε μπορούσαν να ασκήσουν κάποιου είδους παρέμβαση στην αγορά (Polanyi, 1977, κεφ. 15).
Αυτό υπήρξε το τέλος του δυαδικού συστήματος· υπήρξε επίσης το τέλος της κλασικής ελληνικής περιόδου και η απαρχή της ελληνιστικής. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, σύμφωνα με τον Πολάνυι, η παρακμή της πόλης-κράτους και η άνθηση της εξωτερικής αγοράς είναι διαδικασίες αλληλένδετες· ήταν η απώλεια της ισχύος των πόλεων που οδήγησε στην κατάρρευση του συστήματος. Ήταν επίσης το τέλος της προστασίας που προσέφερε η πόλη στους πολίτες και το τέλος μιας περιόδου κατά την οποία η Αθήνα προσπαθούσε να διασφαλίσει τους βιοτικούς πόρους του λαού της, δηλαδή ενός μίνιμουμ απαραίτητου για την επιβίωσή του.
Ο Πολάνυι, οι Έλληνες και μερικά διδάγματα για το παρόν
Σύμφωνα με τον Πολάνυι, η Αθήνα είχε αναπτύξει ένα περίπλοκο οικονομικό σύστημα, στο οποίο δύο βασικοί παράγοντες, η αγορά και το κράτος, διαδραμάτιζαν ήδη σημαντικό ρόλο. Ήταν επίσης ένα από τα λίγα οικονομικά μοντέλα στην ιστορία που εξασφάλιζε πραγματικά την ευημερία του λαού κι είχε αναπτύξει κάποιους οικονομικούς μηχανισμούς, με στόχο να διασφαλίσει την επιβίωση των πολιτών. Το σύστημα συνδύαζε την οικονομική λογική κι αποδοτικότητα με την κοινωνική συνείδηση και την αναδιανεμητικότητα. Όπως το θέτει ο ίδιος ο Πολάνυι (1977, σ. 274):
Θα ήταν δυνατό να παρατηρήσουμε συνοπτικά ότι οι Έλληνες προσέφεραν στην ανθρώπινη οικονομία αναπτύσσοντας σχεδόν ταυτόχρονα και τα δύο είδη οικονομίας –τόσο της αγοράς και ανταλλαγής όσο και το είδος της σχεδιασμένης και αναδιανεμητικής οικονομίας– στον υψηλότερο βαθμό που είχε παρατηρηθεί μέχρι τότε.
Αυτή η περιγραφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί υπό το φως μιας από τις βασικές έννοιες που ανέπτυξε ο Πολάνυι, της ιδέας της Διπλής Κίνησης, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Ο Πολάνυι ανέτρεξε στην ελληνική ιστορία για να δείξει ότι οι ανησυχίες σχετικά με τον πιθανό αποσυνθετικό ρόλο των αγορών υπήρχαν ακόμη και σε εκείνη την εποχή αλλά, σε αντίθεση με τη μη-παρεμβατική άποψη που είναι τόσο πολύ της μόδας στις σύγχρονες οικονομίες, οι Έλληνες ανέπτυξαν κάποιες μεθόδους προστασίας της κοινωνίας τους από τις καταχρήσεις των αγορών.
Η ίδια η ανάπτυξη της ελληνικής πόλεως* βασίστηκε στη θεμελιώδη ιδέα ότι η πόλη έπρεπε να προστατεύει τους πολίτες της, παρέχοντας ένα ελάχιστο επίπεδο επιβίωσης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, κατάλαβαν ότι έπρεπε να ελέγχουν την αγορά, θέτοντας όρια έτσι ώστε η κοινωνία να προστατεύεται από την αποσυνθετική της δράση.
Είναι ηλίου φαεινότερον για τους γράφοντες ότι όλες οι ιδέες του Πολάνυι για την ελληνική οικονομία καταδεικνύουν πως η αγορά ήταν για τους Έλληνες ένας σημαντικός, αλλά όχι ο μόνος, τομέας της οικονομίας. Το έργο του υπογραμμίζει ότι οι Αθηναίοι ήταν ένα βήμα μπροστά από την εποχή του ίδιου του Πολάνυι, επειδή αντιλαμβάνονταν ότι κάποιοι τομείς της ζωής ήταν υπερβολικά σημαντικοί για να αφεθούν έρμαιο της αγοράς.
Η ανάλυση του Πολάνυι σχετικά με τις επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης, καθώς και οι απόψεις του για τη σημασία της μελέτης των αρχαίων κοινωνιών στο να κατανοήσουμε τον ρόλο της αγοράς στην οικονομία, αποτελούν μέρος της δημόσιας συζήτησης στα μέσα του εικοστού αιώνα σχετικά με τον ρόλο του κράτους στη ρύθμιση της οικονομίας. Μια πολιτική επίπτωση αυτών των συζητήσεων ήταν η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους σε πολλά μέρη του κόσμου, ιδιαίτερα στις πιο δημοκρατικές κοινωνίες, που ξαναέδωσε στο κράτος τη ρυθμιστική ευθύνη και το καθήκον να εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή λειτουργία της οικονομίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, αξίζει να εξάρουμε το έργο του Πολάνυι, καθώς οι ιδέες του έδωσαν ώθηση στη συζήτηση για τη θέση της οικονομίας μέσα στην κοινωνία. Όπως αναφέρει ο Μπλοκ (Block 2001, σ. xxxvi):
Το όραμα του Πολάνυι βασίζεται στην ανάπτυξη του ρόλου των κυβερνήσεων τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς […]. Κατά την άποψή του, η ουσιαστική παρέμβαση των κυβερνήσεων είναι απολύτως απαραίτητη για τη διαχείριση των πλασματικών εμπορευμάτων.
Υπάρχει ένα τελευταίο συμπέρασμα που μπορούμε να συναγάγουμε από το έργο του Πολάνυι, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και την έκφραση μιας ευχής για το σήμερα. Όπως υπογραμμίσαμε, η κύρια έγνοια του Πολάνυι ήταν να δείξει ότι η αγορά από μόνη της δεν αποτελεί μηχανισμό ικανό να οργανώσει την οικονομία, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η επιβίωση των ανθρώπων, κι ότι πρέπει τα κράτη (και οι κοινωνίες) να αναπτύξουν συμπληρωματικούς μηχανισμούς που θα αποτρέπουν την ασύδοτη δράση των αγορών.10 Πιστεύουμε ότι, σε τούτη την περίοδο της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, αυτές οι ανησυχίες του Πολάνυι και η σημασία τους για την εποχή μας θα πρέπει να επανέλθουν στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου, έτσι ώστε να αντιμετωπισθούν καλύτερα τα προβλήματα των ανθρώπινων πόρων στις μέρες μας.
Μετάφραση, Μαριάννα Δεσύπρη
Επιμέλεια, Γ.Καραμπελιάς, Χρ. Δάλκος
* Δημοσιεύθηκε στη Revista de Economia Politica, τ. 30 (3), 2010.
1. Περιέργως πως, συμπεριελήφθη ακόμα και στη λίστα με «Τα Εκατό Βιβλία με τη Μεγαλύτερη Επίδραση μετά τον Β΄ Π.Π.» στο The Times Literary Supplement. (6/10/1995).
2. Οι βιογραφικές πληροφορίες έχουν κυρίως βασιστεί στο Stanfield, 1986, κεφ. 1.
3. http://artsandscience.concordia.ca/polanyi/.
4. Το λεγόμενο σύστημα του Speenhamland (1795) στην Αγγλία, εισήγαγε ένα είδος κοινωνικού μισθού, με τη μορφή επιδόματος από το δημόσιο ταμείο προς όλους τους εργαζομένους των οποίων τα εισοδήματα ήταν κατώτερα του ορίου επιβίωσης. Βλ Γ. Κατρούγκαλος, «Η γενεαλογία των κοινωνικών δικαιωμάτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο» στο Ν. Αλιπράντη (επιμ.) Τα κοινωνικά δικαιώματα σε υπερεθνικό επίπεδο ανά τον κόσμο, Παπαζήσης, Αθήνα, 2008, σσ. 21-32. (Σ.τ.Ε.)
5. Αυτά τα μέτρα θεωρούνται αποτυχημένα επειδή δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την επέλαση των αγορών, του καπιταλισμού κ.λπ. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Πολάνυι (2001, σ. 39) υποστηρίζει ότι αυτή η προσπάθεια στην πραγματικότητα πέτυχε, επειδή κατάφερε να επιβραδύνει τον ρυθμό των αλλαγών, που με μια έννοια ήταν αναπόφευκτες, οπότε αυτό ήταν το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορούσε να πετύχει.
6. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ελληνική οικονομική ιστορία και τις τρεις βασικές περιόδους της πρβλ. Φίνλεϋ (Finley, 1991), Ώστιν και Βιντάλ-Νακέ (Austin & Vidal-Naquet, 1977).
7. Ο Πολάνυι (1977, σ. 201) αναφέρει ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Α. Γ. Γκομ (A.W. Gomme), ο πληθυσμός της Αττικής ανερχόταν σε 200.000 με 300.000 κατοίκους κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά η ντόπια παραγωγή μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες μόνο 75.000.
8. Η πόλη δεν έπαιξε κάποιο καίριο ρόλο στην εμφάνιση της εγχώριας αγοράς· όμως, σύμφωνα με τον Πολάνυι (2001, κεφ. 5), όλες οι πόλεις ήλεγχαν την επέκταση αυτών των αγορών. Συνεπώς, αν το κράτος δεν χρειαζόταν να πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη της αγοράς, ενδιαφερόταν εξόχως να θέσει όρια στην επέκτασή της.
9. Ο Φρεντ Μπλοκ υποστηρίζει ότι όταν ο Πολάνυι έγραφε τον Μεγάλο Μετασχηματισμό, θεωρούσε ότι «οι κοινωνίες της αγοράς μπορούσαν να αλλάξουν ουσιαστικά μέσα από βαθιά δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις». Όμως, μετά τη συγγραφή του δοκιμίου Η Πεπερασμένη Αντίληψή μας για την Αγορά (Polanyi, 1968), συνειδητοποίησε ότι δε μπορούσε να επηρεάσει τη ροή των γεγονότων, οπότε μετέφερε «…το ενδιαφέρον του στην ανάλυση των πρωτόγονων και αρχαϊκών κοινωνιών» (Block, 2003, σ 298).
10. Για μια σύγχρονη κριτική του ρόλου των αγορών και την υπεράσπιση της κοινωνικής παρέμβασης σε αυτές, βλ. Στίγκλιτς (Stiglitz, 2002) και Μπρέσσερ-Περέιρα (Bresser-Pereira, 2007).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.