Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Θεμελιώδης Παρέκκλιση: Ρομαντισμός και Διαφωτισμός στον 21ο αιώνα


Η απόκλιση-παρέκκλιση –η παρέγκλισις του Επίκουρου– είναι συστατική του κόσμου μας. Μια απόκλιση από τις ευθείες τροχιές των ατόμων, που θα χάνονταν στο άπειρο, σύμφωνα με το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα, επιτρέπει στον κόσμο να συγκροτηθεί, στην ύλη να πορευτεί –αντίστροφα από την αποσυνθετική εντροπία– προς διαρκώς πολυπλοκότερες συγκροτήσεις, στο σύμπαν και στη ζωή να υπάρξουν. Αυτή η απόκλιση από την ευθεία, από το παραδεδεγμένο, δημιούργησε τα είδη και επέτρεψε την εξέλιξή τους από την αρχέγονη «σούπα» των αδιαφοροποίητων μονοκύτταρων οργανισμών. Η δημιουργός παρέκκλιση είναι το θεμέλιο του κόσμου και η αιτία για την εμφάνιση του ανθρώπου ως είδους και της ιστορίας του ως δημιουργίας.
Ο Επίκουρος, σε ανύποπτο χρόνο, βεβαίως όχι πειραματικά, εργαστηριακά ή μαθηματικά, αλλά φιλοσοφικά, με βάση τη λογική επαγωγή, διετύπωσε αυτή την αρχή δύο χιλιάδες διακόσια χρόνια πριν εκφράσει την αρχή της απροσδιοριστίας ο Χάιζενμπεργκ. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Λουκρήτιου, του Ρωμαίου μαθητή του Επίκουρου:
όταν τα άτομα φέρονται από το ίδιο τους το βάρος σε ευθεία γραμμή προς τα κάτω μες στο κενό, σε στιγμές ακαθόριστες και σε τόπους ακαθόριστους, παρεκκλίνουν κάπως από την τροχιά τους. [] Αν δεν υπήρχε αυτή η παρέκκλιση, όλα θα κατευθύνονταν σα σταγόνες της βροχής προς τα τρίσβαθα του κενού, και καμιά επαφή, καμιά πρόσκρουση δεν θα γινόταν ανάμεσα στα αρχικά στοιχεία, κι έτσι η φύση δεν θα δημιουργούσε τίποτα[1].
Αυτή την υπόθεση ήρθε να επιβεβαιώσει επιστημονικά, είκοσι τρεις αιώνες μετά, η θεωρία της μεγάλης έκρηξης και, πειραματικά, το 1992, το δορυφορικό πρόγραμμα COBE. Οι ανιχνευτές μικροκυμάτων του δορυφόρου χαρτογράφησαν την κοσμική ακτινοβολία των «παρυφών» του σύμπαντος, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία της πρωταρχικής έκρηξης και της άνισης κατανομής της θερμότητας και της ύλης σε συμπαντική κλίμακα. Εάν, από την αρχική έκρηξη, ομοιογενώς κατανεμημένα, τα άτομα του πρώιμου σύμπαντος είχαν κατευθυνθεί προς τα άκρα σε ευθύγραμμες ακτίνες, τότε ο κόσμος, οι πλανήτες, οι γαλαξίες, οι άνθρωποι, δεν θα είχαν δημιουργηθεί. Ήταν αναγκαία λοιπόν η αρχική παρέγκλισις για τη διαμόρφωση του σύμπαντος[2]. Η δε εξέλιξη των ειδών προϋποθέτει –το γνωρίζουμε σήμερα– μια συσσώρευση τυχαίων μεταλλάξεων που θα οδηγήσουν, σε συνάρτηση με τη σιδηρά φυσική επιλογή, από τους μονοκύτταρους οργανισμούς στον «κύριο και κάτοχο της φύσης».

Ωστόσο, ο Επίκουρος και οι επικούρειοι δεν θα περιοριστούν μόνον στα φυσικά φαινόμενα και τη συγκρότηση του σύμπαντος, καθώς θα επεκτείνουν τη θεωρία της παρεγκλίσεως (του clinamen της πρώιμης δυτικής φιλοσοφίας) στο πεδίο της ιστορίας και της ελευθερίας του ανθρώπου. Η απόκλιση είναι το θεμέλιο της ελευθερίας:
Τέλος αν όλες οι κινήσεις είναι συναρτημένες, αν κάθε καινούργια κίνηση γεννιέται από μια παλιότερη, σύμφωνα με τάξη ορισμένη, κι αν τα άτομα δεν παρεκκλίνουν και δεν σπάζουν τους νόμους του πεπρωμένου, εμποδίζοντας το ένα αίτιο να διαδέχεται το άλλο επ’ άπειρον, τότε από πού προέρχεται ετούτη η ελευθερία των εμψύχων όντων πάνω στη γη; Από πού ρωτάω βγαίνει η βούληση η αποσπασμένη από τη μοίρα, που χάρη σ’ αυτήν πηγαίνουμε παντού όπου μας οδηγεί η θέλησή μας και κατευθυνόμαστε προς τα κει που μας πάει ο νους, σε χρόνους και τόπους ακαθόριστους;[3]
Η απόσπαση από τη μοίρα, αυτό το μικρό, ελάχιστο ποσοστό ελευθερίας και αυτονομίας που δίνεται σε κάθε άνθρωπο απέναντι στον φυσικό και ιστορικό ντετερμινισμό και τη φυσική και ιστορική ετερονομία, είναι συνέπεια της «επικούρειας» παρεκκλίσεως. Η ιστορία δημιουργείται από την εναντίωση στους «νόμους» της! Η ελευθερία είναι η αντίσταση στην αναγκαιότητα, όπως θα τονίσει ο νεαρός Μαρξ της «Διαφοράς»[4] και όχι βέβαια η «συνειδητοποίηση» της ανάγκης, όπως θα υποστηρίξει ο Ένγκελς και θα σαλπίσει ο Ροζέ Γκαρωντύ στην περιβόητη σταλινική Ελευθερία[5] του.
Όλοι οι Μεσσιανισμοί, θρησκευτικοί και πολιτικοί, θα αρνηθούν αυτή την «παρεκκλίνουσα» ελευθερία, για να θεμελιώσουν την ιστορία στη «μοίρα», δηλαδή την υπέρτερη βούληση είτε ενός αυταρχικού Θεού είτε των «αντικειμενικών νόμων της ιστορίας». Σύμφωνα με τον σιδηρού νόμο του ντετερμινισμού, οι ενέργειες των ανθρώπων καταλήγουν συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα από την εμπρόθετη κατεύθυνσή τους· πρόκειται γι’ αυτή την περιβόητη «πανουργία της ιστορίας» του Χέγκελ, που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε αθύρματά της.
Και όμως, αυτή η ελάχιστη «παρέκκλιση» του Επίκουρου, έστω ένας κόκκος άμμου απέναντι στην «απέραντη φύση» και την αδιαφάνεια της ιστορίας, είναι όντως υπαρκτή και αρκεί για να συγκροτήσει τη φύση ως μία συσσωμάτωση από αναρίθμητες αποκλίσεις ατόμων και συνόλων και να θεμελιώσει την ιστορία ως μία τεράστια συσσώρευση απειροελάχιστων ατομικών παρεκκλίσεων. [Βέβαια, ένα σύνολο παρεκκλίσεων εντάσσεται με τη σειρά του σε μια νέα αιτιοκρατική εντελέχεια και τα περιθώρια της ελευθερίας είναι διαρκώς πεπερασμένα ή και ελάχιστα, ωστόσο αυθεντικά και κατά συνέπεια… «γιγάντια».]
Για τον νεαρό ρομαντικό Μαρξ της διατριβής αρκεί η ελευθερία της επιλογής του ατομικού θανάτου, ως υπέρτατη αντίσταση στην αναγκαιότητα, για να θεμελιώσει την ελευθερία του ανθρώπου· προς επίρρωση δε της θέσης του, θα παραθέσει μια ρήση του Επίκουρου, όπως παραδίδεται από τον Σενέκα:
Είναι δυνατόν να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα, όμως δεν αποτελεί αναγκαιότητα να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα.[ ] Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον θεό που κανείς δεν είναι δυνατό να κρατηθεί με τη βία στη ζωή. Μας επιτρέπει να δαμάζουμε την ίδια την αναγκαιότητα[6].
***
Σήμερα, έχουμε εισέλθει σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος ως είδος βρίσκεται στο κατώφλι της αυθυπέρβασής του, με τη δημιουργία του μετανθρώπου, που πλησιάζει με τεράστια βήματα, σε αυτές τις αρχές του 21ου αιώνα. Κάτω από το φως αυτών των εξελίξεων αποκτά ένα νέο νόημα και μια διαφορετική επικαιρότητα –που ίσως δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να φανταστεί– η θέση του Χάιντεγκερ πως ο διαφωτισμός και η τεχνολογία του οδηγούν στον θάνατο του Ανθρώπου. Κυριολεκτικώς. Ο άνθρωπος αποκτά, σταδιακώς και με επιταχυνόμενα βήματα, τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός νέου είδους, που θα αποτελέσει την τεχνολογική μετεξέλιξή του, σηματοδοτώντας το τέλος της φυσικής επιλογής, εισάγοντάς μας στην εποχή της τεχνητής επιλογής, που προανήγγελλε η ευγονική.
[Και ως προς αυτό, ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, όπως και άλλοι ομοϊδεάτες του, σαν τον Έζρα Πάουντ και τον Κνουτ Χάμσουν, ή ακόμα και τον πρώιμο Τ.Σ. Έλιοτ, λάθεψαν απελπιστικά ως προς τις πολιτικές επιλογές τους. Ενώ ορθώς είδαν τον μαρξισμό, ιδιαίτερα στη σοβιετική εκδοχή του, ως το απόγειο του διαφωτισμού, του οποίου η θεωρία μιας χωρίς τέλος προόδου οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο του ανθρώπινου Είναι, επέλεξαν ως εναλλακτική λύση τη Χάρυβδη του ναζισμού. Παρασυρμένοι από τη θεωρία του ριζώματος, εθνοτικού και ανθρωπικού, που διακινούσε ο εθνικοσοσιαλισμός, απέναντι στον ανέστιο σοβιετικό μαρξισμό, έκλεισαν τα μάτια μπρος στο γεγονός ότι αυτός αποτελούσε μια ακόμα χειρότερη εκδοχή του θανάτου του Ανθρώπου. Διότι εάν ο μαρξισμός διακήρυσσε το τέλος της ανθρώπινης φύσης, καθώς και κάθε ριζώματος και την έλευση ενός «αγγελικού» κόσμου, πλασμένου αποκλειστικά από την τεχνολογία και την ιστορία, ο εθνικοσοσιαλισμός, χρησιμοποιώντας την έννοια του ριζώματος αποκλειστικά για ένα έθνος και μόνο, ευαγγελιζόταν την έλευση του Αρίου υπερανθρώπου, που θα μεταβάλει όλους τους υπολοίπους σε υπανθρώπους· εν τέλει, σε μια υπερτεχνολογική, και καθόλου αντιτεχνολογική, εκδοχή του εθνοτικού ριζώματος. Στην πραγματικότητα, ο εθνικοσοσιαλισμός, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Λιονέλ Ρισάρ[7], δεν υπήρξε αντίπαλος του μοντερνισμού και καθόλου «ρομαντικός» αλλά αποτέλεσε έναν τύπο αντιδραστικού μοντερνισμού. Και αυτό παρά τη ναζιστική φυσιολατρία και οικολογία. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η λατρεία της τεχνολογίας, η ευγονική και οι πρώιμοι πειραματισμοί, ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τον μετάνθρωπο, μόνο που αυτός θα ήταν Άριος, αποκλειστικά. Όμως, οι αρχικές ψευδο-ρομαντικές τάσεις του δεν παρέσυραν μόνο τον Χάιντεγκερ και τον Πάουντ, αλλά επέτρεψαν και στους οπαδούς του εργαλειακού διαφωτισμού να συκοφαντήσουν τον ρομαντισμό, ταυτίζοντας τον με τον εθνικοσοσιαλισμό. Έτσι, ακόμα και ρομαντικές εκδοχές του μαρξισμού, όπως εκείνες του Ερνστ Μπλοχ ή της Σχολής τα Φρανκφούρτης καταποντίστηκαν κυριολεκτικά κάτω από τη μαρξιστικοφανή βουλγκάτα του μηχανοκεντρικού ντετερμινισμού.]
Συνεπώς, από τη στιγμή και πέρα που ο μεσσιανισμός έχει πάψει να είναι αποκλειστικά, ή πρωταρχικά, θρησκευτικός ή ιστορικο-κοινωνικός και μεταβάλλεται, ταχύτατα, σε τεχνολογικό και κυριολεκτικά «μετανθρωπικό», η αντίσταση του… ανθρώπινου είδους μετατοπίζεται στην πρόταξη του ρομαντισμού και την παράλληλη υπέρβαση του μεσσιανισμού, μετά από χιλιάδες χρόνια μεσσιανικών προσδοκιών.
Προφανώς, ο ρομαντισμός θα πρέ­πει να υ­περβεί οποιαδήποτε μεσσιανική εσχατολογία. Διότι η ίδια η δυναμική του μεσσιανισμού ανατρέπει, μέσα από την εσώτερη έκφυσή της, κάθε αυθεντικό ρομαντικό εγχείρη­μα και ο­δη­γεί σε ο­λο­κλη­ρω­τι­κές ή/και γραμ­μι­κές απο­λή­ξεις, ενίοτε ά­σχε­τα με τις ίδιες τις προ­θέ­σεις των ε­μπνευ­στών του. Σε ό­,τι α­φο­ρά στις ο­λο­κλη­ρω­τι­κές πα­ραλ­λα­γές, είναι γνωστά τα παραδείγματα της ι­ρα­νι­κής ε­πα­νά­στα­σης –που ε­μπνε­ό­ταν α­πό έ­ναν μεσ­σια­νι­κό ρο­μα­ντι­σμό, θρη­σκευ­τι­κού τύ­που– της Κα­μπό­τζης και των ε­ρυ­θρών Χμερ –από έναν μεσσιανικό ρομαντισμό μαρξιστικού τύπου–, για να μην α­να­φερ­θού­με στον ε­βρα­ϊ­κό μεσ­σια­νι­σμό του ορ­θό­δο­ξου σιω­νι­σμού και στο Μύν­στερ του Τό­μας Μύ­ντσερ με­ρι­κούς αιώ­νες πριν[8]. Ό­σο για τις γραμ­μι­κές συ­νεκ­δο­χές, ων ουκ έστιν α­ριθ­μός: α­πό τον προ­τε­στα­ντι­κό μεσ­σια­νι­σμό και την χω­ρίς φραγ­μούς α­νά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σμού έ­ως τον ε­πι­στη­μο­νι­κό και τε­χνο­λο­γι­κό μεσ­σια­νι­σμό του δια­φω­τι­σμού, πάντοτε, τα μεσ­σια­νι­κά ο­ρά­μα­τα της «α­πε­λευ­θέ­ρω­σης» θα κα­τα­λή­γουν συ­χνά στη χει­ρό­τε­ρη σκλα­βιά.
Βέβαια, τα μεσσιανικά ο­ρά­μα­τα υ­πήρ­ξαν και πα­ρα­μένουν συνδεδεμένα με έναν ορισμένο τύπο αν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νιών, για τις οποίες η μεσ­σια­νι­κή προσ­δο­­κί­α α­πο­τε­λού­σε το ι­σχυ­ρό­τε­ρο ερ­γα­λεί­ο της κοι­νω­νι­κής και τε­χνο­λο­γι­κής εξέλιξης. Το ό­ρα­μα της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης, της «πα­ρου­σί­ας», συνιστούσε τη μό­νη λύ­ση α­πέ­να­ντι στην α­κι­νη­σί­α και τον ε­γκλω­βι­σμό στην αρ­χέ­γο­νη τά­ξη πραγ­μά­των και οι μεσ­σια­νι­κές ε­κτι­νά­ξεις τη μό­νη διέ­ξο­δο των σκλά­βων α­πέ­να­ντι στις πα­γιω­μέ­νες ε­ξου­σί­ες[9]. Γι’ αυ­τό ακόμα και σή­με­ρα κάποιοι παραδοσιακοί μεσ­σια­νι­σμοί θα συ­νε­χί­σουν να εμ­φα­νί­ζο­νται ως αποκλειστική διέ­ξο­δος σε λα­ούς και πο­λι­τι­σμούς κα­τα­πιε­σμέ­νους και αλ­λο­τριω­μέ­νους α­πό την κοι­νω­νι­κή α­νι­σό­τη­τα και την ι­μπε­ρια­λι­στι­κή κυ­ριαρ­χί­α, στο Ι­σλάμ, την Ινδία, εν μέ­ρει στη Λατινική Αμε­ρική κ.λπ. Γι’ αυτό και η υ­πέρ­βα­ση του μεσ­σια­νι­σμού, ως έκ­φρα­ση της ι­στο­ρι­κής ο­λο­κλή­ρω­σης μιας πε­ριό­δου, δεν συ­νε­πά­γε­ται την απαξίωση και την παρα­θε­ώ­ρη­ση της ση­μα­σί­ας του ε­πα­να­στα­τι­κού μεσ­σια­νι­σμού στην ι­στο­ρι­κή δια­δρο­μή, α­πό τον Α­κενατόν μέ­χρι τον… Τσε Γκε­βά­ρα, ούτε βέβαια την κα­τα­δί­κη κά­θε ε­ξέ­γερ­σης που προ­σλαμ­βά­νει μεσ­σια­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, σε ο­ρι­σμέ­νες περιοχές και πο­λι­τι­σμούς, ι­διαί­τε­ρα του λε­γό­με­νου Τρί­του Κό­σμου.
Πάντως, πλέον, το όποιο ε­πα­να­στα­τι­κό δυ­να­μι­κό του μεσ­σια­νι­σμού τείνει να ε­ξα­ντλη­θεί και να προσλάβει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά συ­ντη­ρη­τι­κά και α­ντι­δρα­στι­κά: μεσ­σια­νι­σμός του τε­χνο­λο­γι­κού με­ταν­θρώ­που ή του προ­τε­στα­ντι­κού φο­ντα­με­ντα­λι­σμού στην Α­με­ρι­κή, σιω­νι­στι­κή ε­κτρο­πή του ε­βρα­ϊ­κού προ­φη­τι­σμού, ουα­χα­μπι­τι­σμός στη Σα­ου­δι­κή Α­ρα­βί­α, ι­σλα­μι­κός φο­ντα­με­ντα­λι­σμός στον μουσουλμανικό κόσμο και ιν­δου­ι­στι­κός στην Ιν­δί­α, για να μην α­να­φερ­θού­με στο σχετικά πρό­σφα­το πα­ρά­δειγ­μα του «Φω­τει­νού Μο­νο­πα­τιού» στο Πε­ρού. Εξάλλου, από τη στιγμή και πέρα που κυρίαρχος, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο –αλλά όλο και περισσότερο στην Κίνα– καθίσταται ο τεχνολογικός μεσσιανισμός του μετανθρώπου και της «τεχνητής νοημοσύνης», ο οποίος και εξαπλώνεται με την ιλιγγιώδη ψηφιακή ταχύτητα του διαδικτύου, οι παλιοί μεσσιανισμοί, θρησκευτικοί και ιστορικο-κοινωνικοί, μοιάζουν σαν παιδικά παιγνίδια μπροστά στο μεγάλο παιγνίδι του τέλους του ανθρώπου – κυριολεκτικώς.
Συναφώς, όλες οι παραλλαγές του διαφωτισμού και του ιστορικο-κοινωνικού μεσσιανισμού κατέτειναν σε αυτή την κατάληξη. Πριν οι μετανθρωπιστές φανταστούν έναν ολοκληρωτικά τεχνητό κόσμο –δημιούργημα ενός ανθρώπου που μεταλλάσσεται ο ίδιος γενετικά–, οι φιλόσοφοι και οι ιδεολογίες είχαν ήδη «σκοτώσει» τον άνθρωπο ως Φύση. Όλες οι ιδεολογίες του διαφωτισμού, και κατ’ εξοχήν η μαρξιστική εκδοχή του, αφού πρώτα σκότωσαν τον Θεό και ανήγγειλαν το «Regnum Hominis», στη συνέχεια σκότωσαν φιλοσοφικά τον ίδιο τον Άνθρωπο, κηρύσσοντάς τον ως ένα απλό δημιούργημα της Ιστορίας, της Κοινωνίας και των παραγωγικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός, που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1960 και ιδιαίτερα μετά το 1968 –από τον στρουκτουραλιστικό μαρξισμό του Αλτουσέρ, μέχρι τον μεταμοντερνιστικό σχετικισμό του Φουκώ–, έχοντας ρευστοποιήσει την έννοια του ανθρώπου, του φύλου, κάθε ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, και υιοθετώντας την έννοια του ανθρώπου ως κατασκευής, άνοιξαν, κάποτε άθελά τους, τον δρόμο για τον μετα-άνθρωπο ως κατασκευή όχι πλέον ιστορικο-κοινωνική αλλά γενετικο-τεχνολογική.

[1] Βλέπε Λουκρήτιος, Περί φύσεως (De rerum Natura) μετ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης, εκδ. Νεφέλη, 1990, ΙΙ, 216-224. Για τη μετάφραση του αποσπάσματος του Λουκρητίου βλέπε, D.S. Hutchinson, (Εισαγωγή), Γ. Αβραμίδης (επιμέλεια), Πέτρος Οι­κονόμου (μτφρ. Λατινικών), Επίκουρος· Κείμενα-πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ευ ζην, εκδ. Θύραθεν, Αθήνα 2000, σσ. 120-121.
[2] Eric Anderson, Ο Επίκουρος στον 21ο αιώνα, εκδ. Θύραθεν, Αθήνα 2002, σσ. 172-173.
[3] Λουκρήτιος, Περί φύσεως (De rerum Natura), μετ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης, εκδ. Νεφέλη, 1990, ΙΙ, 251-260.  Για τη μετάφραση του αποσπάσματος ό.π. σημ. 2.
[4] Βλέπε, Karl Marx, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας (Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Π. Κονδύλης), Γνώση, Αθήνα 1983. [Πρόκειται για το πρώτο γραπτό κείμενο του Μαρξ, τη διδακτορική του διατριβή].
[5] Ροζέ Γκαρωντύ, Η ελευθερία (μετάφραση Φωφώς Σακελλάρη και Σωτήρη Τουτούνα), εκδόσεις Κυψέλη, Αθήνα 1960.
[6] Karl Marx, ό., σ. 79. [ Senec. Epist. 12 [,10-11]. σ. 42. Malum est in necessitate vivere; sed in necessitate vivere, necessitas nulla est … Agamus Deo gratias, quod nemo in vita teneri potest. Calcare ipsas necessitates licet…(Epicurus dixit).]
[7] Βλ., Lionel Richard, Nazisme et littératureÉd. Maspero, Παρίσι 1971· Λιονέλ Ρισάρ Ναζισμός και κουλτούραΑστάρτη, Αθήνα 1999.
[8] Βλ. Ernst Bloch, Thomas Münzer–Théologien de la Révolution, Παρίσι, Julliard, 1964. Marguerite Yourcenar, «L’Œuvre au noir» in Marguerite Yourcenar, Œuvres Romanesques, Gallimard – Pléiade, Παρίσι 1982.
[9] Ίσως μία από τις ελάχιστες κοινωνίες που δεν πρόκρινε τη μεσσιανική διέξοδο ήταν η αρχαία ελληνική, στην κλασική εποχή. Η αρχαία ελληνική κοινωνία βγήκε από την εποχή του μύθου όχι δια του μεσσιανισμού αλλά δια της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και της θεατροκρατίας – τι λιγότερο μεσσιανικό από τον Ευριπίδη! Πάντως αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πως αυτή η ισορροπία υπήρξε εύθραυστη και πρόσκαιρη και ο ελληνικός κόσμος, από τον Αλέξανδρο και μετά, θα συναντήσει τον μεσσιανισμό, έστω και εάν ο ελληνικός χώρος και η παράδοσή του θα παραμένει μια από τις λιγότερο μεσσιανικές στη σύγχρονη ιστορία.
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.