Την Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πως ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψει, κι ας το φοβότανε. Όμως δεν την αγάπησε ποτέ κανείς, και στις συντρόφισσές της, που φλυαρούσαν για τους έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθει και να διηγείται κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους που την αγαπήσαν μια φορά και γι’ άλλους που την κυνηγούν ακόμα. Πότε διηγόταν ρομαντικούς περιπάτους μέσα στα δάση με τον έναν, πότε ταξίδια με τις βάρκες και τα βαποράκια στο ποτάμι και στις λίμνες με τον άλλον.
Αυτά όλα γινότανε τις Κυριακές που η Κλάρα έμενε στο σπίτι και συντρόφευε την άρρωστη μητέρα της, ή έβγαινε το αποβραδίς στ’ απόμερα για ν’ ανασάνει και να πλάσει καλύτερα έξω στον αέρα το όνειρο που θα ιστορούσε την άλλη μέρα στις συντρόφισσές της. Ο φίλος που είχε τώρα ήταν ένας ξένος με μελαμψή θωριά, με μαύρα μάτια και μαλλιά. Ήταν από μακρυσμένον τόπο, από μια χώρα όπου δεν πέφτει ποτέ χιόνι, όπου οι κάμποι χάνονται στο άπειρο μάκρος σε πυρή άχνα, τα δέντρα κρεμούνε προς τα κάτω τα κλαδιά, μέσα στα δάση ζουν πουλιά παράξενα, και τα λευκά και σιωπηλά παλάτια καθρεφτίζουν τις κολώνες τους και τις κορφές στ’ ακίνητα κίτρινα νερά των ποταμών. Οι συντρόφισσές της ανοίγανε πλατιά τα μάτια όταν η Κλάρα διηγόταν πως έχει κι ο φίλος της ένα παλάτι και θα την πάρει να παν εκεί να ζήσουνε μαζί.
Κ’ η Κλάρα τον περίμενε ναρθεί, όπως είχε περιμένει και τους άλλους που δεν ήρθαν. Κ’ ένα βράδι, εκεί που γύριζε στο σπίτι κ’ ένιωσε ξαφνικά να την ακολουθούν, σιγά κι αργά, σαν τα δικά της κάποια πατήματα, υποψιάστηκε μην είναι αυτός αληθινά. Μα σα να της σταμάτησε μεμιάς το αίμα, η καρδιά της χτυπούσε τόσο που δεν μπόρεσε να στρέψει πίσω να τον δει. Μόνο όταν έφτασε στην πόρτα της και μπήκε μέσα, γύρισε κ’ έριξε πίσω γλήγορη ματιά και είδε αντίκρυ τα μάτια του που λάμπαν κάτω από το φως του φαναριού. Ανέβηκε βιαστική τη σκάλα κ’ έτρεξε στο παράθυρο. Εκείνος στεκόταν ακίνητος κοντά στο στύλο του φαναριού κ’ είχε τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρό της. Η Κλάρα δεν κοιμήθηκε ούτε κείνη τη νύχτα ούτε την άλλη. Γιατί τα βήματα του αγνώστου την ξαναπήρανε κοντά και το άλλο βράδι’ κι όταν ανέβηκε στο σπίτι, εκείνος ξαναστήθηκε σα στύλος αντίκρυ στο παράθυρο με τα μάτια γυρισμένα εκεί. Το τρίτο βράδι δε βαστούσε άλλο η Κλάρα. Φόρεσε πάλι το καπέλο της και ξανακατέβηκε στο δρόμο. Κατέβηκε αποφασισμένη να πάει ίσια στον άγνωστο, αθέλητα όμως τράβηξε ίσια στο δρόμο, χωρίς να ξέρει πού τραβά. Ο ένας δρόμος έβγαζε στον άλλον και κείνος έξω στο μεγάλο πάρκο.
Η Κλάρα πέρασε το μέρος που ήτανε γεμάτο φως και κόσμο και μπήκε σ’ ένα από τα στενά μονοπάτια, που, φιδωτά και μισοφωτισμένα, χανόνταν κάτω από τους μαύρους θόλους των κλαριών. Χώθηκε μέσα σ’ αυτούς και προχωρούσε. Πίσω της ένιωθε να την ακολουθούν τα βήματα του αγνώστου αργά, σιγά, σαν τα δικά της πάντα. Και προχωρούσε όσο που έφτασε στο μέρος όπου μια λίμνη μισοκρυμένη κάτω από τα δέντρα έκοβε το πάρκο. Άμα σταμάτησε, σταματήσαν και τα βήματα κοντά της’ κι όταν κάθισε στο κάθισμα που ήτανε εκεί στην άκρη του νερού, βρέθηκε καθισμένος σιμά της κι ο άγνωστος. Ένα φανάρι, κρεμασμένο ανάμεσα στα δέντρα, της έφεξε και κει να ξαναδεί την όψη του. Ήταν μελαψή, με μαύρα μάτια και μαύρα μακριά μαλλιά. Ήταν εκείνος.
Η Κλάρα τον κοίταξε αμίλητη κι ασάλευτη, σα βυθισμένη σε όραμα. Δέντρα κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα, δέντρα με φύλλα αριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα, παράξενα, χρυσοφεγγίζανε σα γνώριμα, σαν άγνωρα, στη ρόδινη αντηλιά΄ η έκσταση των πλατιών κάμπων που χάνονται πέρα μακριά σε πυρά βάθη ανοιγόνταν γλαυκόλαμπη μπροστά της. Είχε διαβάσει στα βιβλία για τα μέσα μάτια, που κάποτε βλέπουν προτήτερα από τα έξω μάτια, και κοίταζε πάντα τον άγνωστο, και περίμενε να τής μιλήσει, κι ονειρευόταν και λαχτάριζε να τής μιλήσει, για το μακρινό τόπο του, για τα παράξενα πουλιά που ζουν στα δάση, για τα κίτρινα ακίνητα νερά που καθρεφτίζουν τα λευκά παλάτια. Μα ο άγνωστος δεν άνοιγε τα χείλη, παρά την κοίταζε και κείνος σιωπηλός κι ασάλευτος. Έτσι σιωπηλός όλο το βράδι εκείνο, έτσι ασάλευτος και σιωπηλός και τ’ άλλα βράδια στη σειρά, όταν η Κλάρα τον έσερνε κατόπι της κ’ ερχόταν και καθίζανε κοντά-κοντά στο ίδιο κάθισμα, εκεί, στην άκρη του νερού. Η Κλάρα τώρα δε μιλούσε λόγο στις συντρόφισσές της για την ιστορία αυτή. Έμενε σιωπηλή, συλλογισμένη όλη την ημέρα, σα να ονειρευόταν και να περίμενε μόνο νάρθει το βράδυ.
Τέλος, ένα βράδι σιωπηλό και σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα, ένα βράδι που, σαν πάντα, το φως του φαναριού έπεφτε στο πρόσωπο του αγνώστου, και σερνότανε στα πόδια του σα φίδι, και τρεμόπαιζε κιτρινωπό εκεί στην άκρη του νερού, η Κλάρα σίμωσε πιο κοντά τον άγνωστο και τού έπιασε το χέρι.
Εκείνος δεν κουνήθηκε. Τήν άφησε να το κρατά, τήν κοίταξε στα μάτια και τή ρώτησε:
– Πώς σε λένε;
Η Κλάρα είπε το όνομά της. Κι ο άγνωστος, κοιτάζοντάς την πάντα, ψιθύρισε:
– Δεν είσαι συ.
Η Κλάρα τέντωσε τα μάτια.
– Δεν είσαι συ΄ τής μοιάζεις μόνο΄ τής μοιάζεις στην ασχημιά.
Η Κλάρα έκαμε να τραβήξει το χέρι της, μα εκείνος τό κράτησε:
– … Τα ίδια κρεμασμένα χείλη, τα ίδια τ’ αχαμνά, τα κοκκαλιάρικα τα μάγουλα, τά πεταγμένα έξω΄ τα ίδια τα μικρά, τ’ άχρωμα, τ’ άλαμπα τα μάτια, το ίδιο το καμπουριασμένο το κορμί. Ήταν η πιο άσχημη και κείνη απ’ όλες. Κανείς δεν τήν κοίταζε, κανείς δεν τής μιλούσε, κανείς δεν τήν αγάπησε. Οι άνθρωποι δεν μπορούνε να δούνε την ψυχή. Και κείνη είχε καλή ψυχή. Δε μίλησε ποτέ’ δε γέλασε ποτέ με μένα εκείνη. Καθότανε μόνη στην άκρη, μαζεμένη, και κοίταζε άφωνη, σαν πάρδαλη από το κλουβί. τις άλλες που γελούσανε με μένα. Εκείνη δεν έμοιαζε με αυτές, δεν ταίριαζε με αυτές, δεν ταίριαζε στον κόσμο. Γι’ αυτό τη σκότωσα.
Η Κλάρα τινάχτηκε, μα ο άγνωστος δεν τής άφησε το χέρι.
– Τήν αγαπούσα και τή σκότωσα, ξακολούθησε, μα μη φοβάσαι΄ εσέ δε σ’ αγαπώ. Εσύ δεν είσαι εκείνη, όπως φαντάστηκα όταν σε είδα πρώτη φορά. Νόμισα πως πέρασε η ψυχή της σε σένα, πως αναστήθηκε σε σένα, πως ξαναήρθε στη ζωή με σένα. Μα όχι΄ εσύ δεν είσαι κείνη. Εσύ τρέμεις. Εκείνη δεν έτρεμε. Ξέπλεξε μόνη τα μαλλιά και μού τα έδωσε στο χέρι. Μού τα έδωσε και τής τα πέρασα γύρω στο λαιμό θηλιά, τράβηξα, έσφιξα τη θηλιά γερά, και τα μάτια της, τα μικρά τα μάτια της, ανοίξανε πλατιά στο χάος, τεντωθήκανε πόρτες ορθάνοιχτες στην άβυσσο΄σαν πλάκες σμάλτο ασπροφεγγίσαν τ’ άχρωμα τα μάτια, σαν αιμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψαν τ’ άλαμπα τα μάτια. Τρόμαξα και τής σκέπασα το πρόσωπο. Έβλεπα μόνο το γυμνό κορμί. Παίζανε φέγγη χλομοκίτρινα, αχνορόδινα κι αυτού, πνιγόταν ασπρογάλαζες, πρασινωπές, θαμπόχρυσες αναλαμπές. Πώς πνίγονται μουντά μια μέρα θαμπερή τα χρώματα στο φίλντισι, πώς τρεμοφέγγει στα νερά εκεί το λειψό φεγγάρι που τρυπά τους κλάδους, έτσι έφεγγε μπροστά μου το γυμνό κορμί.
Η Κλάρα κοίταξε στη λίμνη όπου έδειχνε το χέρι του. Τα νερά ήταν σκοτεινά, φεγγάρι δε φαινόταν΄ μόνο στην άκρη, εκεί μπροστά, θαμπότρεμε η λάμψη του φεγγαριού κιτρινωπή.
– Γιατί τή σκότωσα γυμνή; ξακολούθησε ο άγνωστος. Γυμνώθηκε όταν είδε πως τήν ήθελα γυμνή, κ’ έπεσε στο κρεβάτι. Εσύ δε θέλεις, εσύ δε λύνεις μόνη τα μαλλιά. Έφερε το χέρι στο λαιμό της, σα να ήθελε να τής ξεκουμπώσει την τραχηλιά.
Η Κλάρα ξανατινάχτηκε.
– Μην τρομάζεις΄ δεν σε θέλω εσένα, είπε ο άγνωστος, και κατέβασε το χέρι. Εκείνη άφησε και τή γύμνωσα, κ’ έπεσε έτσι στο κρεβάτι. Δεν τό μόλυνα. Σκέπασα το γυμνό κορμί, γιατί με φόβισε κι αυτό όπως έφεγγε. Της φίλησα μόνο το χέρι, που κρεμόταν κάτω ασκέπαστο. Ήταν τόσο μικρό, τόσο απαλό το χέρι της. Το δικό σου είναι άσχημο – δεν τό φιλώ. Τραχύ, πλατύ, κακοπλασμένο… Δεν είσαι κείνη εσύ, δεν ξαναβγήκες από το κίτρινο νερό που πήγα και τήν έριξα για να μην τής δει κανένας άλλος το γυμνό κορμί. Δεν είσαι συ – της μοιάζεις μόνο. Εσύ δε θέλεις να πεθάνεις, δε θέλεις ν’ αγαπήσεις, δεν μπορείς – ή θέλεις; Λέγε! Έμεινε κρατώντας, σφίγγοντας δυνατά το χέρι της.
Η Κλάρα έσκυψε το πρόσωπο. Δεν μπορούσε ν’ αντικρίζει το δικό του, δε βαστούσε να βλέπει τα μάτια του, που αστράφτανε μεγάλα, μαύρα, κρύα κάτω από το κίτρινο το φως. Σε λίγο ένιωσε πως τής άφησε το χέρι, κι όταν τόλμησε και ξανασήκωσε το πρόσωπο, ο άγνωστος είχε χαθεί.
Το άλλο βράδι, όταν γύριζε στο σπίτι, δεν άκουσε πίσω της το βήμα του. Κι όταν βγήκε στο παράθυρο, δεν τον είδε να στέκει αντίκρυ, να περιμένει. Περίμενε, περίμενε κι αυτή – δε φάνηκε. Ύστερα κατέβηκε στο δρόμο και, δίχως να το νιώσει, βρέθηκε στο πάρκο καθισμένη στην άκρη του νερού. Έμεινε ώρες μόνη, ασάλευτη, σκυφτή. Ο άγνωστος δεν ήρθε. Όταν όμως σηκώθηκε να φύγει και μπήκε στο στενό σκοτεινό μονοπάτι, τότε τής φάνηκε πως άκουσε να σβήνει σαν αποπίσω της, σαν από μακριά ή κοντά, ή σαν απομέσα της μονάχα, ένα μακρύ, χαχανιστό άγριο γέλιο…
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
ΠΗΓΗ:https://feltor.wordpress.com/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.