«Γιατί μια αποφασιστική πολιτική βαθμίδα ονομάστηκε «κίνημα»; Τα ερωτήματά μου προκύπτουν από αυτή τη συνειδητοποίηση, ότι δεν είναι δυνατό να αφεθεί αυτή η έννοια χωρίς ορισμό, πρέπει να σκεφτούμε πάνω στο κίνημα, επειδή αυτή η έννοια είναι το «αδιανόητό» μας, και εφ’ όσον παραμένει τέτοιο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις επιλογές και τις στρατηγικές μας. Δεν πρόκειται απλώς για ένα φιλολογικό ενδοιασμό λόγω του ότι η ορολογία είναι η ποιητική, άρα η παραγωγική στιγμή της σκέψης, ούτε θέλω να το κάνω επειδή δουλειά μου είναι να ορίζω έννοιες, από συνήθεια. Πραγματικά θεωρώ ότι η άκριτη χρήση των εννοιών μπορεί να ευθύνεται για πολλές ήττες». (Διάλεξη του Giorgio Agaben στην Πάντοβα το 2005, με τίτλο Che cos’è un movimento στα πλαίσια σεμιναρίου με τίτλο Democrazia e Guerra, μτφ Α. Γαβριηλίδης)
Ο Charles Tilly, στο βιβλίο του Κοινωνικά Κινήματα 1768-2004, στις απαρχές του κεφαλαίου με τον τίτλο οι Ερμηνείες των Κοινωνικών Κινημάτων, παρατηρεί ότι «Οι ονομασίες των πολιτικών γεγονότων αποκτούν βαρύτητα, όταν φέρνουν ευρύτατα αναγνωρισμένα αποτελέσματα και όταν προκύπτουν σαφείς συνέπειες από το ότι ένα γεγονός αποκτά μια ονομασία – ή αποτυγχάνει να την αποκτήσει. Με το να αποκαλέσουμε ένα γεγονός ως ταραχή, θορυβώδη διαπληκτισμό ή περίπτωση γενοκτονίας στιγματίζουμε όσους συμμετέχουν σ’ αυτό. Με το να το χαρακτηρίσουμε αντίθετα εκλογικό θρίαμβο, στρατιωτική νίκη ή ειρηνευτική συμφωνία, βελτιώνουμε σε γενικές γραμμές τη φήμη των οργανωτών τους».
Ο Tilly διαπιστώνει, επίσης, ότι συχνά οι αναλυτές παραβλέπουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των ακτιβιστών, των ψηφοφόρων, των στόχων, των αρχών, των συμμάχων, των αντιπάλων, των εχθρών και των ακροατηρίων που διαμορφώνουν την μεταβαλλόμενη υφή των κοινωνικών κινημάτων. Έχει υποστηρίξει, ακόμη, πως οι κινηματικές διεκδικητικές δράσεις συνιστούν βασικό παράγοντα διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, καθώς δεν είναι διόλου υπερβολικό να υποστηρίξει κάποιος, πως ό,τι σήμερα θεωρείται θεσμικά παγιωμένος διακανονισμός, έχει τις καταβολές του σε συλλογικές δράσεις, που κατά τη στιγμή της αρχικής τους ανάληψης υπήρξαν εξωθεσμικά συγκρουσιακές (Tilly 1999). Μελετητές, όπως ο Sidney Tarrow (1998), τονίζουν πως λυδία λίθος της κινηματικής υπόστασης είναι ο παρατεταμένος χαρακτήρας των διεκδικητικών δράσεων, αλλιώς πρόκειται για απλά συγκρουσιακά επεισόδια.
Έτσι, όπως διαπιστώνουμε σε πολλές περιπτώσεις η απλή έγκριση, που αρχικά δίνεται σε μια συλλογική δράση οδηγεί, καταχρηστικά φυσικά, και στο χαρακτηρισμό της ως κοινωνικό κίνημα. Ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η επίμονη αναζήτηση της μαζικότητας, ενός στοιχείου, που, υποτίθεται, από μόνο του κατοχυρώνει την κινηματική υπόσταση. Η προσβασιμότητα, λοιπόν, στο πολιτικό σύστημα προϋποθέτει και την πολιτική αναγνώριση, δίχως την οποία οι διεκδικήσεις, που θα τεθούν με διάφορους τρόπους, δεν θα ληφθούν υπ’ όψιν από τους διαχειριστές της εξουσίας στους οποίους απευθύνονται.
Η δυνατότητα συχνής κινητοποίησης, όπως ήδη αναφέρθηκε, διακρίνει την κινηματική δράση από τα απλά συγκρουσιακά επεισόδια· ο ακτιβισμός άλλωστε εντείνει την καθήλωση στην πολιτική και φυσικά είναι η κινητήρια δύναμη στην διαχείριση κινηματικών πόρων και κινηματικών δυνάμεων. Ακτιβισμός χαρακτηρίζεται κάθε πολιτική συμπεριφορά που δίνει υπέρμετρη σημασία στη δράση και λιγότερη στη θεωρητική θεμελίωση μιας δραστηριότητας τουλάχιστον φαινομενικά. Η στρατολόγηση ακτιβιστών, συνήθως, γίνεται στην βάση των επειγουσών αναγκών που γεννάει λόγου χάρη η καταστολή, ή η ανάγκη διεύρυνσης των πολιτικών δικαιωμάτων, που φαίνεται ότι είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει η εξουσία, πάντα με το αζημίωτο, ή η επείγουσα «ανάγκη» να παραχθεί κινηματικό έργο. Η δράση, εκτός των άλλων, για να είναι περισσότερο ελκυστική παρουσιάζεται συνήθως ως αντι-γραφειοκρατική αποκεντρωμένη και διάχυτη, αδιαμεσολάβητη και αντιθετική στις κομματικές λογικές.
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι πολύ διαφορετική. Η σύνδεση με τα κοινωνικά κινήματα είναι ένας στρατηγικός στόχος για τα κόμματα και όχι μόνον τα αριστερά ή τα κομμουνιστικά, κάτι που είναι ιδιαίτερα εύκολα να διακρίνει κάποιος σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στις πολιτικές τους εκστρατείες όσο και στις εκλογικές αναμετρήσεις. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οργανωμένες πολιτικές ομάδες ποικίλων συμφερόντων με πόρους και διασυνδέσεις διεκδικούν την ενίσχυση της θέσης τους μέσω της ένταξης σε μια κινηματική διαδικασία, που πολλές φορές περιλαμβάνει «ασύνδετα» επεισόδια, νίκες ή ήττες που, όμως, έτσι κι αλλιώς «σπάνε» την ρουτίνα της διακυβέρνησης.
Η κινηματική επιλογή να ενισχυθεί μια συγκεκριμένη εξουσιαστική μερίδα που αντιτίθεται σε μια άλλη δεν λαμβάνεται την «στιγμή» που εκδηλώνεται αυτή η διάθεση. Μ’ άλλα λόγια η εκλογική στήριξη, λόγου χάρη, του Συριζα μπορεί να πραγματοποιείται με φανερό τρόπο έστω και έμμεσα κατά την διάρκεια της επίσημης προεκλογικής περιόδου, μπορεί όμως κάλλιστα να πραγματοποιείται σταθερά και μεθοδικά σε «ανύποπτο» χρόνο και με έμμεσο τρόπο. Θα θυμίσουμε την τεράστια σημασία του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015, όσον αφορά την στήριξη του καθεστώτος Τσίπρα και της εκλογικής «επιτυχίας», που επέδειξε τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς παρ’ ότι έχασε πάνω από 300.000 ψήφους. Οι «αντιεξουσιαστικές» ψήφοι ήταν μεμονωμένες; Δυστυχώς όχι. Η προπαγάνδα μάλιστα υπέρ του Συριζα, όπως είναι ευρέως γνωστό, ήταν πολλές φορές φανερή, ενώ την ίδια στιγμή η αναρχική στάση που δεν διαπραγματευόταν ούτε στιγμή το πρόταγμα της εκλογικής απεργίας χαρακτηριζόταν απομονωμένη, ελιτίστικη και εσωστρεφής.
Γνωρίζουμε ότι το κίνημα, όλο αυτό το διάστημα που μεσολάβησε, έχει αποκτήσει ακόμη περισσότερους δεσμούς με την εξουσιαστική μερίδα, που διαχειρίζεται τις κρατικές υποθέσεις με πολλούς τρόπους, όπως λόγου χάρη με την παραχώρηση των αρμοδιοτήτων που δόθηκαν όσον αφορά την διαχείριση χιλιάδων προσφύγων και με την αναμφισβήτητη εμπλοκή κινηματικών δομών με ΜΚΟ.
Γνωρίζουμε ότι το ψευτοδίλημμα ψήφος στην αριστερά ως το μικρότερο κακό απέναντι στην παλινόρθωση της δεξιάς, που προπαγανδίστηκε ευρέως στα κινηματικά μέσα θα εμφανιστεί αργά ή γρήγορα ανάλογα με το πότε θα προκηρυχθούν εκλογές και μάλιστα με ενισχυμένα επιχειρήματα.
Και ο λόγος είναι απλός. Η διαχείριση των κρατικών υποθέσεων από το Συριζα δεν αποτελεί μια μικρή παρένθεση, αλλά αντίθετα στρατηγική επιλογή πλέον για σημαντικά τμήματα της εγχώριας –και όχι μόνο– πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Σε κάθε περίπτωση ο Συριζα αποτελεί πλέον έναν αξιόπιστο διαχειριστή πρώτα απ’ όλα, γιατί μπορεί να επιδεικνύει την ικανότητα να αφομοιώνει τις κοινωνικές αντιδράσεις, να εμφανίζει ανώφελες κάθε είδους κινητοποιήσεις, να μοιράζει κινηματικούς πόρους ή να κλείνει το μάτι στα «κακά παιδιά» των Εξαρχείων. Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση, όμως, έχει τεράστια σημασία για το σύνολο του εξουσιαστικού μπλοκ, καθώς θα πρέπει από κοινού να διαχειριστούν την «επόμενη ημέρα», τόσο τα υπάρχοντα κόμματα όσο και αυτά, που πιθανόν θα αντικαταστήσουν τα ήδη φθαρμένα που σχηματίστηκαν λόγω της λεγόμενης κρίσης.
Το καθεστώς Τσίπρα αναζητά με κάθε τρόπο στηρίγματα, ώστε να μην βυθιστεί σε σημείο αναπότρεπτο, ενώ περιώνυμοι εκφραστές του δεν κρύβουν την επιθυμία τους να παραταθεί, όσο το δυνατόν γίνεται, η παραμονή του στην εξουσία. Επομένως, το οποιοδήποτε άλλοθι δεν είναι απλά χρήσιμο, αλλά άκρως απαραίτητο. Άλλο τόσο, όμως, σημαντικές είναι και οι κινηματικές ανάγκες, που διογκώθηκαν ακριβώς απ’ αυτήν την εξάρτηση από το αριστερό-δεξιό καθεστώς Τσίπρα.
Θα πουλήσουν αμφότεροι ακριβά το τομάρι τους; Δίχως αμφιβολία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το πρόταγμα της εκλογικής απεργίας θα πρέπει να είναι περισσότερο ηχηρό από ποτέ. Χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς σιωπές με νόημα, χωρίς μεθοδεύσεις «απραξίας», που στην πραγματικότητα θα κρύβουν ενεργητικότατη στήριξη του μικρότερου, τάχα, αναγκαίου κακού.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 183, Ιούνιος 2018
ΠΗΓΗ: https://anarchypress.wordpress.com
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.