Σπύρος Μανουσέλης
Το Διαδίκτυο (Internet) είναι ένα πολύπλοκο και φαινομενικά άναρχο δίκτυο επικοινωνίας που συγκροτείται από επιμέρους μικρότερα δίκτυα για την καταγραφή, αποθήκευση και ανταλλαγή πληροφοριών. Ανάμεσα στις πλατφόρμες και υπηρεσίες παροχής ή ανταλλαγής πληροφοριών στο Διαδίκτυο η πιο δημοφιλής υπηρεσία είναι ο Παγκόσμιος Ιστός (World Wide Web ή www), που φιλοξενεί, σήμερα, αμέτρητα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social networks).
Τα πιο γνωστά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, το My Space, το Orkut και το Twitter, έχουν καταφέρει να μετατρέψουν τον Παγκόσμιο Ιστό σε μια πολυσύχναστη «εικονική πλατεία» όπου καθημερινά συναντιούνται και επικοινωνούν -με πρωτοφανή ευκολία και ταχύτητα- άνθρωποι που ζουν ενδεχομένως στην ίδια γειτονιά χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ ή και στα πιο απόμακρα σημεία του πλανήτη.
Το πιο δημοφιλές και ταυτόχρονα πιο προβληματικό από τα υπάρχοντα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι το Facebook, το οποίο ιδρύθηκε μόλις το 2004 από τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ (M. Zuckerberg), τότε φοιτητή Πληροφορικής στο Χάρβαρντ, ο οποίος το προόριζε αρχικά για μέσο επικοινωνίας και επαφής μεταξύ των αποφοίτων του Χάρβαρντ. Σε λιγότερο από 20 χρόνια, αυτή η τυπικά αμερικανική κοινωνική συνήθεια να διατηρούν εφ’ όρου ζωής -έστω και διαδικτυακά- την επαφή τους οι απόφοιτοι ενός κολεγίου μετατράπηκε σε κυρίαρχη κοινωνική συμπεριφορά σε όλον τον πλανήτη!
Η επέλαση των «fake news»
Μολονότι ο κυβερνοχώρος μάς παρέχει πράγματι απεριόριστη δυνατότητα επικοινωνίας, πρόσβασης και διακίνησης κάθε ψηφιοποιημένης πληροφορίας, ταυτόχρονα αποτελεί μια εν πολλοίς ανεξερεύνητη ζούγκλα από δόλιες ψηφιακές ειδήσεις, εικόνες και υπηρεσίες, που δημιουργούν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο και επισφαλές «τοπίο» για τους ανυποψίαστους χρήστες.
Εκτός από την ψηφιακή πειρατεία, την κατασκοπία, τη δημιουργία ιών ικανών να καταστρέφουν υπολογιστικά συστήματα και τις ποικίλες οικονομικές απάτες ή κλοπές που πραγματοποιούνται καθημερινά, στα «αγαθά» του Διαδικτύου θα πρέπει να συνυπολογίζονται η παιδική πορνογραφία, η ψηφιακή πορνεία και η δημιουργία αντιδραστικών ιστοσελίδων που προπαγανδίζουν τυπικά αντισυνταγματικές ιδέες, όπως π.χ. το φυλετικό, το θρησκευτικό ή το εθνικιστικό μίσος. Οσο για την οικονομική ζημιά σε άτομα ή εταιρείες από την ψηφιακή πειρατεία και την κλοπή ή καταστροφή δεδομένων, αυτή είναι ανυπολόγιστη.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, σύμφωνα με το κυρίαρχο τεχνοφοβικό παραμύθι που προβάλλεται και επαναλαμβάνεται μονότονα από τα ΜΜΕ, η εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο αποτελεί, σήμερα, την ταχύτερα αναπτυσσόμενη μορφή παραβατικής και εγκληματικής συμπεριφοράς. Λες και για τη διαδικτυακή παραβατικότητα ευθύνεται η τεχνολογία του Παγκόσμιου Ιστού και όχι οι επινοητές και οι χρήστές της!
Αν ωστόσο, πριν από δύο δεκαετίες, ήταν ακόμα επιτρεπτό σε κάποιους ρομαντικούς τεχνοεπιστήμονες και συγγραφείς να παρουσιάζουν το Διαδίκτυο ως έναν επίγειο τεχνολογικό παράδεισο ελεύθερης επικοινωνίας και ανεξαρτησίας από οικονομικά, πολιτικά ή εθνικά συμφέροντα, σήμερα είναι πλέον σαφές πως η άυλη ψηφιακή πραγματικότητα του Διαδικτύου εγκυμονεί για τους αφελείς χρήστες, εξίσου αν όχι περισσότερες παγίδες απ’ τον πραγματικό κόσμο.
Εξάλλου, οι μέχρι χθες μοναχικοί πειρατές του Παγκόσμιου Ιστού, οι χάκερ, τείνουν πλέον να μετατραπούν σε καλοπληρωμένους υπαλλήλους μυστικών υπηρεσιών ή του οργανωμένου εγκλήματος, που με τις αδιαφανείς διαδικτυακές δράσεις τους μπορούν να επηρεάζουν αποφασιστικά μεγάλες εκλογικές αναμετρήσεις (περίπτωση Τραμπ), εθνικές πολιτικές (περίπτωση Brexit) και πολεμικές επιχειρήσεις.
Το γεγονός ότι το Διαδίκτυο έκανε εφικτή την πρόσβαση δισεκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς διαμεσολαβητές, σε μια ασύλληπτη ποσότητα πληροφοριών δεν δημιουργεί, όπως φαίνεται, βαθύτερη γνώση ή κατανόηση αλλά μεγαλύτερη σύγχυση στους πολίτες-χρήστες, οι οποίοι νιώθουν εντελώς ανυπεράσπιστοι απέναντι στην καλοσχεδιασμένη διαδικτυακή παραπληροφόρηση και άρα ευκολότερα χειραγωγήσιμοι από «ψευδείς ειδήσεις» (fake news).
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η επέλαση των «fake news», δηλαδή η σκόπιμη παραχάραξη ειδήσεων, εικόνων και ευρύτερα η δημιουργία παραπληροφόρησης στο Διαδίκτυο με στόχο είτε οικονομικά ή άλλα ιδιωτικά οφέλη είτε την εσκεμμένη προπαγάνδα για την παραπλάνηση των πολιτών για αποφασιστικής σημασίας κοινωνικοπολιτικά ζητήματα.
Το πρόβλημα αυτό θεωρείται πλέον τόσο μεγάλο και επιτακτικό ώστε, πριν από λίγες ημέρες, ανακοινώθηκε επίσημα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου μια σειρά από επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της online παραπληροφόρησης, όπως π.χ. ένας πανευρωπαϊκός «Κώδικας ορθής πρακτικής για την παραπληροφόρηση» που θα δημοσιευτεί το αργότερο έως τον Ιούλιο του 2018.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι δεν είναι πάντοτε εφικτό να ορίσει κάνεις επακριβώς «τι είναι» και άρα «τι δεν είναι» διαδικτυακή παραπληροφόρηση και ακριβώς για αυτό τα προστατευτικά μέτρα και οι κώδικές εστιάζουν όχι τόσο στο περιεχόμενο αλλά στις διαδικτυακές πλατφόρμες που οφείλουν να ακολουθούν έναν κοινό κώδικα ορθής πρακτικής και να παρέχουν σαφέστερες πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των αλγορίθμων που χρησιμοποιούν.
Κοινωνική δικτύωση ή διαδικτυακή αλλοτρίωση;
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά δεδομένα σχετικά με την επισκεψιμότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μόνο το τελευταίο τρίμηνο του 2017 επισκέφτηκαν συστηματικά το Facebook πάνω από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ενώ μόνο στο Facebook δημιουργούνται κάθε λεπτό περισσότερα από 3 εκατομμύρια μηνύματα!
Είναι επομένως σαφές το γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν την κυριότερη πηγή πληροφόρησης και επικοινωνίας για έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Επιπλέον, έτσι εξηγείται η ταχύτατη διάδοση και η τεράστια παραπλανητική επιρροή που ασκούν οι ψευδείς πληροφορίες στο Διαδίκτυο: η παραπληροφόρηση και επίδραση των «fake news», που σαν ιοί αναπαράγονται και μολύνουν τη σκέψη μας, εξαρτάται και σχετίζεται άμεσα από τον πολύ μεγάλο αριθμό των χρηστών.
Οσο μεγαλύτερο είναι το μέσο κοινωνικής δικτύωσης τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των παραπλανητικών ειδήσεων που θα συναντήσουμε σε αυτό.
Γιατί όμως πέφτουμε τόσο εύκολα και τόσο μαζικά θύματα της εσκεμμένης (παρα-) πληροφόρησης και γιατί στο εσωτερικό κάθε ανθρώπινης κοινωνίας βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης οι ψευδείς ειδήσεις και οι παραπλανητικές προπαγάνδες;
Μια σειρά από πολύ πρόσφατες έρευνες ανέδειξαν ό,τι οι ειδικοί περιγράφουν ως «Confirmation bias», δηλαδή την εγγενή νοητική μας προδιάθεση για αυτοεπιβεβαίωση: την τάση μας δηλαδή να επιλέγουμε, ανάμεσα σε διαφορετικές ειδήσεις, πληροφορίες και απόψεις, εκείνες που περισσότερο συμφωνούν με την προσωπική μας θεώρηση των πραγμάτων και όχι εκείνες που συγκρούονται ή αμφισβητούν τις απόψεις μας.
Αυτή η προδιάθεσή μας εκδηλώνεται πολύ ευκολότερα και κυρίως ενισχύεται από την ασώματη και απρόσωπη φύση των αλληλεπιδράσεων με τους άλλους στο Διαδίκτυο!
Αν και οι επισκέπτες ενός μέσου κοινωνικής δικτύωσης έχουν τη δυνατότητα να αλληλεπιδρούν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με οποιονδήποτε ή για οτιδήποτε, τελικά φαίνεται ότι οι περισσότεροι τείνουν «αυθόρμητα» να σχηματίζουν ομάδες εντός του Διαδικτύου μόνο με όσους ή όσες συμφωνούν με ό,τι πιστεύουν ήδη και μοιράζονται τις ίδιες κοινωνικές-πολιτικές, σεξουαλικές ή θρησκευτικές προκαταλήψεις.
Σε αυτήν τη δήθεν αυθόρμητη δυναμική πόλωσης, της δημιουργίας δηλαδή ομοιόμορφων ομάδων εντός του Διαδικτύου, φαίνεται πως βασίζεται σε μεγάλο βαθμό η πολύ επιτήδεια βιοπολιτική στρατηγική διοχέτευσης κάποιων δήθεν τυχαίων πληροφοριών και «fake news» που μπορούν να συνοδεύονται από κάποιες παραπλανητικές και στημένες εικόνες.
Σε αυτό το εντυπωσιακό συμπέρασμα κατέληξαν αρκετοί ερευνητές αναλύοντας τις διαδικτυακές πληροφορίες που αντήλλασσε μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων στις τελευταίες εκλογές στις ΗΠΑ ή στο βρετανικό δημοψήφισμα για την έξοδο της Αγγλίας από την Ε.Ε., το περίφημο πια «Brexit».
Και στις δύο αυτές εκλογικές περιπτώσεις ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται πως ήταν αποφασιστικός και τα τελικά αποτελέσματα επηρεάστηκαν σημαντικά -αλλά όχι αποκλειστικά!- από την τεχνητή πόλωση που δημιουργήθηκε μεταξύ όσων ψηφοφόρων διαμόρφωσαν την εκλογική τους απόφαση και επιλογή από πληροφορίες που «επέλεξαν» από το Διαδίκτυο.
Ενα άλλο σχετικό και εξίσου δυσεπίλυτο κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα την εποχή του Διαδικτύου είναι η περιφρούρηση της προσωπικής αυτονομίας και του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα των επισκεπτών του Διαδικτύου.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, όμως, την ίδια στιγμή που οι σημερινοί μεσήλικες καταγγέλλουν την απώλεια ή την καταστρατήγηση της ιδιωτικής ζωής των χρηστών από τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στη μεγάλη πλειονότητά τους τα άτομα νεαρής ηλικίας και οι έφηβοι καταφεύγουν σχεδόν αποκλειστικά σε αυτά τα διαδικτυακά μέσα αναζητώντας έναν «προσωπικό» χώρο «ελεύθερης» έκφρασης και ανεξάρτητης ύπαρξης από τις κοινωνικές-οικογενειακές συμβάσεις!
Διόλου περίεργο λοιπόν που η νέα «ψηφιακή γενιά» έχει μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για το Διαδίκτυο από τα μεγαλύτερα ηλικιακά άτομα, τα οποία μεγάλωσαν πριν από την εμφάνιση της νέας τεχνολογίας.
Οσο για τα σημερινά παιδιά, αυτά που κυριολεκτικά πίνουν το γάλα τους ή τρώνε το φαγητό τους βλέποντας εικόνες ή ακούγοντας ιστορίες από το Διαδίκτυο, γι’ αυτά η «πραγματικότητα» του ψηφιακού κόσμου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της νέας πραγματικής πραγματικότητας στην οποία οφείλουν να προσαρμοστούν και να ζήσουν.
Συνεπώς, από πολύ νωρίς, θα πρέπει να μάθουν να εισέρχονται σε αυτήν για να βιώνουν, χωρίς χρονικούς ή χωρικούς περιορισμούς, τις προκατασκευασμένες ψηφιακά κοινωνικές εμπειρίες τους (βλ. και ειδικό Πλαίσιο).
Διαδικτυομανή παιδιά: τα πιο αθώα θύματα
Ο εθισμός στο Διαδίκτυο (internet addiction) είναι μια νέα μορφή εξάρτησης, η οποία πολύ πρόσφατα άρχισε να διερευνάται από την επιστημονική κοινότητα προκειμένου να αποκαλυφθούν ο ιδιαίτερος τρόπος δράσης της, δεδομένου ότι η εξάρτηση από το Ιντερνετ δεν είναι η συνήθης κλινική πάθηση που βρίσκουμε στα εγχειρίδια ψυχιατρικής.
Πρόκειται για μια ιδιότυπη μορφή εθισμού που περιγράφεται κάπως αόριστα ως «διαρκής ενασχόληση με το Διαδίκτυο για άντληση αισθήματος ικανοποίησης, το οποίο συνεπάγεται την αύξηση του χρόνου που καταναλώνεται για την άντληση αυτού του αισθήματος».
Εμφανίζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας από 10 έως 24 ετών, συνήθως είναι αγόρια, που κάθονται κατά μέσον όρο 17 ώρες την ημέρα στον υπολογιστή παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια, σερφάροντας και συνομιλώντας με άγνωστους διαδικτυακούς «φίλους». Πολλές φορές ξεχνάνε να φάνε ή να φροντίσουν τον εαυτό τους και έχουν χαμηλές επιδόσεις στις σπουδές τους (σχολείο ή πανεπιστήμιο).
Τα άτομα αυτά συχνά δεν έχουν πραγματικούς φίλους, υποφέρουν από αϋπνία και μπορεί να γίνουν επιθετικά αν κάποιος τολμήσει να τους στερήσει την αγαπημένη τους ενασχόληση.
Η ολοκληρωτική καταβύθιση στην εικονική πραγματικότητα είναι ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό κοινωνικό φαινόμενο που, τα τελευταία χρόνια, εξαπλώνεται με ταχύτατους ρυθμούς σε άτομα πολύ νεαρής ηλικίας, τα οποία είναι και τα πιο ευάλωτα στις πάσης φύσεως «μόδες» που εύκολα μετατρέπονται σε ψυχοσωματικές εξαρτήσεις.
Μολονότι ο διαδικτυακός εθισμός δεν αναγνωρίζεται (επίσημα) ως ψυχική ασθένεια, οι περισσότεροι ειδικοί κάνουν ήδη λόγο για μια πρωτόγνωρη μορφή εξάρτησης που εμφανίζει πολλά από τα τυπικά συμπτώματα των λεγόμενων «κλασικών» μορφών ψυχοσωματικής εξάρτησης.
Για παράδειγμα, οι εθισμένοι στο Διαδίκτυο μπορεί να εμφανίζουν κάποια από τα τυπικά συμπτώματα της εξάρτησης από τα ναρκωτικά: εθισμό, σύνδρομο στέρησης, κοινωνική απομόνωση, χαμηλή σχολική επίδοση, παραμέληση της σωματικής υγιεινής, αϋπνία, κόπωση, έλλειψη ενδιαφέροντος για τον εαυτό τους ή τους άλλους, επιθετική συμπεριφορά, τάσεις αυτοκτονίας.
Διόλου περίεργο λοιπόν που ολοένα και περισσότερες χώρες προχωρούν στη δημιουργία νέων ειδικών θεραπευτικών προγραμμάτων απεξάρτησης από τη διαδικτυακή εξάρτηση, που συνήθως εκδηλώνεται ως «κυβερνομανία»: πολύωρη και σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση με την εικονική πραγματικότητα του κυβερνοχώρου.
Η πρώτη κλινική αποτοξίνωσης από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια δημιουργήθηκε στο Αμστερνταμ το 2006. Εκτοτε, όλο και περισσότερες ψυχιατρικές κλινικές στις χώρες της Ε.Ε. δημιούργησαν θεραπευτικά προγράμματα αποκλειστικά για εφήβους ή παιδιά που εκδηλώνουν τα τυπικά συμπτώματα του εθισμού στο Διαδίκτυο.
Συνήθως, η θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει ατομικές και οικογενειακές συνεδρίες με ψυχιάτρους και ειδικούς ψυχολόγους, σωματική άσκηση, μαθήματα ατομικής υγιεινής και κοινωνικής συναναστροφής.
Και στην Ελλάδα τι γίνεται με τα νεαρά άτομα που υποφέρουν από διαδικτυακή εξάρτηση; Διότι βέβαια και στον τόπο μας έχουν καταγραφεί πάρα πολλά περιστατικά. Ηδη από το 2008, η Μονάδα Εφηβικής Ιατρικής της Β’ Πανεπιστημιακής Παιδιατρικής Κλινικής στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» αντιμετώπισε 20 καταγεγραμμένες περιπτώσεις εφήβων με εμφανή συμπτώματα διαδικτυακού εθισμού και, το ίδιο έτος, συστάθηκε η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της Διαταραχής Εθισμού στο Διαδίκτυο.
Σύμφωνα μάλιστα με τα δεδομένα της εταιρείας, ο μεγάλος αριθμός των εξαρτημένων παιδιών και εφήβων στη Ελλάδα τοποθετούν τη χώρα μας -μαζί με την Κίνα, την Ταϊβάν, τη Ν. Κορέα κ.ά.- στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά εφήβων εθισμένων στο Διαδίκτυο.
Πηγή: efsyn.gr
ΠΗΓΗ: http://sioualtec.blogspot.gr/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.