Ο Τζιμάκος ήταν άλλης πάστας άνθρωπος. Ήταν ένας σεμνότατος άνθρωπος που εκτόνωνε το πυρ των μουσικών σκηνών στις παρέες. Έτσι τον γνωρίσαμε. Στο «Αιγαίον» της παλιάς και καλής Λευκωσίας, σιωπηλό και ήρεμο, στην κεφαλή ενός τραπεζιού γεμάτου καλούς ανθρώπους. Ήταν ο πιο λιγομίλητος. Εξέπεμπε μιαν άλλη Ελλάδα την οποία πονούσε. Δεν σατίριζε τίποτα. Και μπροστά στην άγρια εφηβεία μας απαντούσε με την πραότητά του. Εκεί, ανάμεσα σε φωνακλάδες, ο Τζιμάκος σώπαινε και σκεφτόταν την Κύπρο, την Ελλάδα του και όλο το έθνος που «προσκυνά σώβρακα και φανέλες». Δεν ήταν ούτε σόουμαν ούτε σάτιρος. Ήταν ένας άνθρωπος καλής πάστας που γελούσε για να μην κλάψει στο κατάντημα: «Μας τη φέραν οι βάρβαροι μας θαμπώσαν με δώρα, με χαντρούλες πολύχρωμες και κουτιά κόκα κόλα». Δεν ήταν σε άλλον κόσμο ο Τζιμάκος. Συγκεκριμενοποίησε τις ανάγκες αυτού του τόπου και έζησε κριτικάροντας τη νέα δυτικότροπη Ελλάδα: «Μπερδεύω το τζουκ μποξ με τη λατέρνα». Ήταν πολύ καλός ο Τζιμάκος. Όπως έπρεπε. «Σ’ ότι μας λένε θα λέμε όχι, μια ζωή ξύδι και ξιφολόγχη». Και μπρος στη μετριότητα, ο Τζίμης ήταν σθεναρά ανθρώπινος, χωρίς μεγαλοστομίες και χωρίς να πουλά ακριβά το τομάρι και την ελληνική του μοναξιά: «Για την πάρτη σου θα γίνω Ράμπο, Ρόκυ δυο χιλιάδες και κομάντο, να σου φέρω την Αγιά Σοφία, την Κυρήνεια και τη Λευκωσία». Δυσνόητος στους πολλούς μα άνθρωπος των καλών εποχών. Ξηγημένος και ξεκάθαρος: «Χέντριξ και Καζαντζίδης δέκα χιλιάδες βατ, να κλάσουνε πατάτες οι μπάτσοι και τα ΜΑΤ». Αλλά ποτέ απαιτώντας ένσημα όπως τους άλλους. Στο καλό κύριε Τζίμη Πανούση. Ήταν τιμή μας.
ΠΗΓΗ: Αλέκος Μιχαηλίδης
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.