Φεβρουαρίου 8, 2015 από seisaxthiablog
Ο Θουκυδίδης, ίσως ο κορυφαίος αναλυτής της πολιτικής ιστορίας ανά τους αιώνες (ακόμη και με τους σύγχρονους όρους γεωπολιτικής-γεωστρατηγικής), όντας στρατηγός των Αθηναίων, απέτυχε να υπερασπιστεί την Αμφίπολη – ναι, τη γνωστή με τον τάφο και την εκπρόσωπο τάφου Αμφίπολη – που τότε ήταν αποικία της Αθήνας. Εξορίστηκε, κι έτσι, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, είχε την ευκαιρία να δει τα γεγονότα από μακριά και να γράψει την περίφημη ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ανάμεσα σε όλες τις μεγάλες απόψεις του, έχει πει και τα περίφημα:
«Το δε σώφρον του άνανδρου πρόσχημα» (Η σύνεση είναι το πρόσχημα του άνανδρου), αλλά και το «Δύο τα εναντιώτατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν» (Δύο πράγματα είναι αντίθετα στη λήψη σωστής απόφασης, η βιασύνη και η οργή).
Ο κύκλος των λόγων και των επικοινωνιακών σχημάτων έκλεισε χθες το βράδυ για την Ελλάδα. Από τα πηγαινέλα σε ένα «αυτιστικό ευρωπαϊκό ιερατείο», στα σούρτα-φερτά Αμερικανών ειδημόνων επί της οικονομίας μετά του πρέσβη στην Αθήνα, μέχρι την αυτοκτονία κορυφαίου Γερμανού άλλοτε golden boy, την εποχή της μίζας και της διαφθοράς μέσω Siemens στην Ελλάδα. Ένα 24ωρο μάλιστα μετά την ενώπιον Σόιμπλε σπόντα Βαρουφάκη για τη «φυγή και κάλυψη» στη Γερμανία του κ. Χριστοφοράκου. Την ίδια ώρα που ο και με «μαϊμού πτυχίο» Ντάισελμπλουμ έστελνε με twitter, αντί mail, το ραπόρτο του «έκτακτου» Eurogroup μία μέρα πριν τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε., στις 11 Φεβρουαρίου, ημέρα που «όλως τυχαίως», παράνομα και εκβιαστικά, η ΕΚΤ του Ντράγκι σταματά την αποδοχή ελληνικών ομολόγων, παρότι το πρόγραμμα επισήμως γι’ αυτά λήγει στις 28 Φεβρουαρίου (αλήθεια, γι’ αυτήν την καραμπινάτη και νομικά παρεκτροπή γιατί μουγγαθήκαμε;).
Κάπου εκεί πάνω που το «μούδιασμα» για την αποδοχή κατά 67% (γιατί όχι 50% ή 69% δεν το καταλάβαμε…) μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, που ο Βαρουφάκης δε διαφωνεί, ήρθε ο οικονομολόγος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Λαπαβίτσας να θυμίσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για 100% κατάργηση του μνημονίου. Ναι, αλλά ο Βαρουφάκης δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ, αλλά συνεργαζόμενος. Κάτι, δηλαδή, σαν γκεστ σταρ, οπότε όλοι κατάλαβαν ότι η τελική θέση είναι αυτή που θα ακουστεί αύριο Κυριακή από τα χείλη του πρωθυπουργού, την ώρα που η κυβέρνηση ταλαντεύεται ανάμεσα στην αρχική ώθηση του εκλογικού αποτελέσματος και τη σκληρή «πέτρινη» άρνηση του «ιερατείου» των «δανειστών και εταίρων».
Κλίμα ανασκόπησης
Εννέα μέρες ρυθμών «σίφουνα» ανά την Ευρώπη για τον Αλέξη Τσίπρα και το οικονομικό του επιτελείο, μία μέρα πριν τις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπρος στην πιο σοβαρή ανασκόπηση των γεγονότων. Άλλωστε, η ερχόμενη εβδομάδα ξεκινάει με τη συνάντηση Ομπάμα-Μέρκελ, που συντηρείται ως καθοριστική και αυτή για την Ελλάδα. Λογικό είναι ο ενθουσιασμός για τη διεθνοποίηση της υπόθεσής μας να βρίσκει πολλούς αισιόδοξους για τις εξελίξεις. Αλλά στην κυβέρνηση Τσίπρα εμφανίζεται ως η στιγμή των μεγάλων σκέψεων και αποφάσεων.
Η αρχική αισιοδοξία όσων πίστευαν ότι ο ενθουσιασμός του εκλογικού αποτελέσματος και του κλίματος των πρώτων ημερών ήταν αρκετά έχει ήδη υποχωρήσει. Αυτή τη στιγμή το κλίμα αυτό έχει εξανεμιστεί και η σκληρή πραγματικότητα έχει επικρατήσει.
Αλλά προσοχή: όποιος από την κυβέρνηση ή από οποιαδήποτε άλλη πλευρά φανταζόταν πως με μια μεγάλη εκλογική νίκη στην Αθήνα θα άλλαζε η στάση της Γερμανίας, ήταν και είναι εκτός πραγματικότητας. Ήταν δεδομένο ότι οι Γερμανοί δε θα έκαναν όχι εκατοστό, αλλά ούτε χιλιοστό πίσω: το είπαν πολλές φορές προ και μετά τις εκλογές με κάθε τόνο όλοι οι αξιωματούχοι της και οι «δορυφόροι» τους.
Η μία «σχολή» εντός της κυβέρνησης, και ενώ αυτές τις ώρες γράφονται και ξαναγράφονται οι προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, υποστηρίζει ήδη πως το ίδιο ακριβώς πρέπει να κάνει τώρα και η Ελλάδα: «Να μην κάνει βήμα πίσω, ούτε πόντο. Ακόμα κι αν έχει την πρόθεση για κάτι τέτοιο, δηλαδή για να περιορίσει λίγο τις θέσεις της, αυτό δεν είναι ακόμα η ώρα για να γίνει: είναι πάρα πολύ νωρίς να συμβεί», υποστηρίζουν. Στηρίζονται μάλιστα στην εκτίμηση ότι η πραγματική πίεση δεν έχει καν αρχίσει. Αν από τώρα η χώρα δείξει σημάδια συμβιβασμού και υποταγής, το αποτέλεσμα θα είναι να βρεθεί πολύ σύντομα εκεί που ήταν πριν τις εκλογές, δηλαδή στο διαβόητο e-mail Χαρδούβελη.
Τα διλήμματα της κυβέρνησης και των πολιτών
Η κυβέρνηση μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να πυροδοτήσει συναισθήματα. Κάποιοι νιώθουν ανακουφισμένοι και εθνικά ανάταση (ακόμη και ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος ή ο Μπαλτάκος!!!), και κάποιοι άλλοι σοκαρισμένοι και φοβισμένοι για το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η στρατηγική της διαπραγμάτευσης που ακολουθεί. Τα ελληνικά αλλά και τα διεθνή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εμφανίζονται και αυτά διχασμένα, μερικές φορές ακόμα και με απόσταση λίγων ωρών, ακόμη και αναιρώντας τον εαυτό τους: Τη μια στιγμή εξαίρουν τις διαπραγματευτικές δυνατότητες του Βαρουφάκη και την άλλη απαιτούν από την Ελλάδα να σεβαστεί τις δεσμεύσεις της. Ένα μόνο πράγμα είναι σίγουρο: Η Ευρώπη έχει ήδη σημαδευτεί από την απόφαση-την ετυμηγορία των Ελλήνων στις 25 Ιανουαρίου, είτε με θετική είτε με αρνητική προσέγγιση.
Επισήμως και μέχρι αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, παρότι πολλοί «προφητεύουν» την κυβίστηση ακόμη και διεθνώς η λέξη «KOLOTOUMPA» γνωρίζει «δόξες», ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά δεν έχει αναγκαστεί να κάνει κάποια εμφανή μεταστροφή. Σε αυτόν ως σημείο αναφοράς παραπέμπει η κυβερνητική πλειοψηφία, κάθε φορά που οι λεκτικοί «ακροβατισμοί» του Γιάνη (με ένα ν) Βαρουφάκη δημιουργούν «τρικυμίες». Όμως την Κυριακή το απόγευμα, ο πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένος να ανοίξει για πρώτη φορά τα χαρτιά του στη Βουλή, στην ώρα της ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων. Για όσους, όπως η αντιπολίτευση, καραδοκούν να δουν να «θάβει» το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, λυπάμαι αλλά θα μείνουν με την «επιθυμία». Η ουσία όμως για το πρόγραμμα αυτό που τον έφερε με ταχύτητα στην εξουσία είναι αν ό,τι πει γι’ αυτό θα είναι τα λόγια ενός πολιτικού ή ενός πολιτευτή. Αν θα υπάρχουν χρονικοί προσδιορισμοί και αναφορές στη χρηματοδότηση. Αν στην τελική το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει άμεσες δράσεις ή και μερικά ευχολόγια.
Το δίλημμα το απόγευμα της Κυριακής, έχοντας όλο το διεθνές πεδίο γνωστό και για εμάς πλέον, για πρώτη φορά με διαβουλεύσεις σχεδόν δημόσιες, είναι και για τον Τσίπρα αλλά και για εμάς. Εμείς τι θα προτιμούσαμε να κάνει; Να αγνοήσει τους δανειστές και να προχωρήσει στην προκήρυξη νόμων που εξαρχής γνωρίζουμε ότι θα εκληφθούν ως μονομερείς ενέργειες από τους δανειστές, ή να επιχειρήσει να τις χρησιμοποιήσει ως διπλωματικό χαρτί για την επόμενη παρτίδα;
Το «σενάριο συμβιβασμού» και το «σκληρό σενάριο»
Θα ήταν μήπως «έκπληξη» αν ο Τσίπρας το βράδυ της Κυριακής μιλούσε για σταδιακές αυξήσεις μισθών και συντάξεων (το ‘χει πει ήδη ο Σκουρλέτης), ζητούσε χρόνο για διαβούλευση με την κοινωνία και γενικά προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο μέχρι το Μάιο, ή τουλάχιστον μέχρι να πετύχει μια ενδιάμεση χρηματοδότηση; Άλλωστε, όπως θα μπορούσε να επικαλεστεί και ο ίδιος, κανείς δεν τον ψήφισε για να βγάλει τη χώρα από το ευρώ. Αντίθετα ψηφίστηκε επειδή αρνήθηκε να συζητήσει οποιοδήποτε σχέδιο, άλλο από αυτό της παραμονής στην ευρωζώνη.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να ζητήσει χρόνο από τον ελληνικό λαό με τον ίδιο τρόπο που το ζητάει από τη γερμανική Καγκελαρία μέχρις ότου καταφέρει να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό με αμοιβαίες υποχωρήσεις και από τους πιστωτές. Εμείς θα θέλαμε αυτή την εκδοχή;
Η σκληρή εκδοχή
Υπάρχει φυσικά και η πιο «σκληρή» εκδοχή. Ο Αλέξης Τσίπρας να ανακοινώσει ότι θα εκπληρώσει την εντολή που έλαβε να εφαρμόσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Να εξαγγείλει όλα τα μέτρα άμεσα. Θα μπορούσε ακόμα να σκληρύνει τη στάση του ανακοινώνοντας μια επιτροπή για το λογιστικό έλεγχο του χρέους (πάγια θέση και του Καμμένου). Κάτι τέτοιο θα ήταν επίσης εντός του προγράμματός του. Πάλι θα είχε τη δυνατότητα δηλαδή να ισχυριστεί ότι εφαρμόζει κατά γράμμα την πολιτική βούληση της ελληνικής κοινωνίας που εκφράστηκε με την ψήφο της πριν από μόλις 12 ημέρες. Μήπως θα προτιμούσαμε αυτήν την εκδοχή;
Η έκβαση
Ό,τι από τα δύο και αν επιλέξετε, το βέβαιο είναι πως και πάλι καμία και από τις δύο εκδοχές δεν έχουν εξασφαλισμένη έκβαση. Στο πρώτο, δεν υπάρχει καμία σιγουριά ότι η έκφραση συμβιβαστικής διάθεσης εκ μέρους της νέας κυβέρνησης θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα στους δανειστές, ενώ στο δεύτερο σενάριο η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη δεν είναι δεδομένη, ακριβώς επειδή η Ευρώπη έχει να χάσει πολλά περισσότερα από ένα Grexit σε σχέση με τα χρήματα σε γεωπολιτικό και όχι μόνο πεδίο. Και στα δύο φυσικά και εμείς έχουμε κόστος και βαρύ.
Κοινώς, εύκολες επιλογές ή επώδυνα ή λιγότερο επώδυνα διλήμματα για τους πολλούς δεν υπάρχουν. Αυτό αλήθεια πόσο ως λαός το έχουμε συνειδητοποιήσει ή αρκούμαστε σε μία ψήφο που θα μας απαλλάξει από τον ΕΝΦΙΑ και μόνο;
Το παράλογο για τις «Συμφωνίες»
Γράφαμε χθες ότι η λογική στο «ευρωπαϊκό ιερατείο» είναι η εμμονή σε ένα στείρο «pacta sunt servanda» («oι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται»). Πράγματι αυτό ισχύει διεθνώς στις συμφωνίες. Αρκεί όμως αυτές να είναι δίκαιες, αμοιβαία επωφελείς και η τήρησή τους να είναι εφικτή. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, οι συμφωνίες είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν προκαλώντας καταστροφές… Η ιστορία υπενθυμίζει ότι υπάρχουν καλές (επωφελείς) και κακές συμφωνίες, συμφωνίες που τηρήθηκαν (μέχρι τελικής πτώσης) και άλλες που στον δρόμο άλλαξαν προσφέροντας διεξόδους και νέες προοπτικές. Η Γερμανία της «Βαϊμάρης» κατέληξε στο ναζισμό εξαιτίας της τήρησης των συμφωνιών Σεβρών και Λοζάνης και όχι εξαιτίας του πειράματος αυτού του τύπου Δημοκρατίας.
Σήμερα, ξεχνώντας την ιστορία, το ευρωπαϊκό (και γερμανικό) πολιτικό κατεστημένο καλεί (και) τη νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να τηρήσει μια ανέφικτη και άδικη συμφωνία, τη συμφωνία για την εξυπηρέτηση του κολοσσιαίου ελληνικού χρέους.
Όπως ανέλυε εύστοχα προχθές στον «Ηράκλειο 98,4″ ο διευθυντής σύνταξης στο «Ποντίκι» Σταύρος Χριστακόπουλος, «πρόκειται για ένα χρέος που η ευρωπαϊκή (γερμανική) πολιτική ελίτ μετέφερε από τις τράπεζες στις πλάτες των ευρωπαϊκών λαών. Προκειμένου, λοιπόν, η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ να μη βρεθεί στην ανάγκη να απολογηθεί γιατί λειτούργησε και αποφάσισε ως υπάλληλος των τραπεζιτών, ζητά από τις ελληνικές κυβερνήσεις να τηρήσουν μια ανέφικτη συμφωνία… Καμιά, ωστόσο, πολιτική σκοπιμότητα δεν μπορεί να κάμψει την επίμονη πραγματικότητα: Η ελληνική οικονομία, βαδίζοντας στον πέμπτο χρόνο ύφεσης, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των δανειστών, σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, θα πρέπει – σε ό,τι αφορά τους δείκτες του ελλείμματος στους προϋπολογισμούς της – να τοποθετηθεί ανάμεσα σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ελβετία και η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία! Πρόκειται, προφανώς, για μια «συμφωνία» που – απλώς – δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί…».
Νέα συμφωνία;
Υπάρχει περιθώριο νέας συμφωνίας και με ποιους όρους; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, παρά τις αυστηρές δηλώσεις του Σόιμπλε στη συνάντηση με τον Βαρουφάκη, φαίνεται να κρύβει τη δυνατότητα μίας συμφωνίας-συμβιβασμού, αλλά και την απειλή ενός απευκταίου «ατυχήματος». Η αναζήτηση μιας συμφωνίας συμβιβασμού θα συνεχίσει, όμως, να γίνεται σε ένα κλίμα ασφυκτικών πιέσεων, οι οποίες θα αυξάνονται καθώς θα πλησιάζουμε το Eurogroup και τη Σύνοδο Κορυφής την επόμενη εβδομάδα.
Οι κινήσεις και από τις δύο πλευρές κινούνται προσεκτικά στη λογική της αναζήτησης αμοιβαία αποδεκτής «λύσης», παρά την αρχικά… συγκρουσιακή πρόθεση που τροφοδοτήθηκε απότομα με τη συνάντηση Βαρουφάκη-Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα και στη συνέχεια από την ακραία πολιτική απόφαση ανοιχτού εκβιασμού της ΕΚΤ να επισπεύσει τη διακοπή παροχής ρευστότητας από τις 11 Φεβρουαρίου, αντί της προβλεπόμενης 1ης Μαρτίου.
Το επιχείρημα του Δ.Σ. της ΕΚΤ – που φέρεται να επέλεξε τη σκληρότερη εκδοχή των επιλογών που εξέταζε την περασμένη Τετάρτη – ότι ήταν υποχρεωμένο να λειτουργήσει με βάση τους κανονισμούς και να διακόψει την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων, εκτιμάται μάλλον ως αδύναμο. Και αυτό γιατί το φθινόπωρο, την ίδια ημέρα που οι αγορές έριχναν τις τιμές των ελληνικών ομολόγων προκαλώντας ένα εφιαλτικό 48ωρο, η ΕΚΤ είχε αντιδράσει στην αντίθετη κατεύθυνση αναβαθμίζοντας την αξιολόγησή τους και μειώνοντας το ποσοστό «κουρέματος» της αξίας τους προκειμένου να ενισχύσει την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες…
Η παρέμβαση Ομπάμα την Κυριακή – που λειτούργησε καθησυχαστικά και για τις αγορές – φαίνεται ότι θα έχει συνέχεια, καθώς εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου επιβεβαίωσε πως το θέμα των σχέσεων Ελλάδας-ευρωζώνης θα συζητηθεί στη συνάντηση με τη Μέρκελ τη Δευτέρα, ενώ την ίδια στιγμή χθες, μία εβδομάδα νωρίτερα, βρέθηκε στη Αθήνα η επιτελική ομάδα υπό τον υφυπουργό κ. Νταλίπ Σιγκ, για επαφές με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
«Καλές προθέσεις» – Προϋποθέσεις για ένα διάλογο με στόχο το συμβιβασμό
Πληροφορίες, προερχόμενες από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επιμένουν ότι οι «ανελαστικοί» διάλογοι με τους Ευρωπαίους ηγέτες στις συναντήσεις των κ. Τσίπρα και Βαρουφάκη δεν αντανακλούν την ολοκληρωμένη εικόνα των επαφών. Λένε πως ήδη διαμορφώνονται προϋποθέσεις για ένα διάλογο στον οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός αμοιβαία αποδεκτός.
Για την ίδια πρόθεση βεβαιώνουν κοινοτικά στελέχη, εξηγώντας παράλληλα ότι δε θα μπορούσε παρά να περιμένει κανείς ότι τόσο οι Βρυξέλλες όσο και το Βερολίνο θα επέμεναν να επαναφέρουν τη γραμμή διαπραγμάτευσης εκεί που αυτή είχε διακοπεί με την προηγούμενη κυβέρνηση, μετά την απόπειρα του κ. Βαρουφάκη «να βγάλει από το τραπέζι του διαλόγου το πλαίσιο των υπογεγραμμένων συμφωνιών και δεσμεύσεων…». Αυτή η σκοπιμότητα «είναι απολύτως σαφής στην απόφαση της ΕΚΤ να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε…».
Το αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι το διαφαινόμενο πλαίσιο προσέγγισης κινείται διακριτικά στο δίπολο «πρωτογενές πλεόνασμα – διαρθρωτικές αλλαγές».
Στο «δίπολο» αυτό και οι δύο πλευρές εκτιμάται ότι μπορούν να αναζητήσουν σημεία προσέγγισης, πολύ περισσότερο τώρα που το ΔΝΤ έχει ήδη θέσει θέμα ρεαλισμού για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων εδώ και περίπου ένα χρόνο. Την ίδια στιγμή η ελληνική κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να χτυπήσει με διαρθρωτικές αλλαγές τη διαπλοκή, τη φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο, για τα οποία ο κ. Σόιμπλε θέλησε για άλλη μια φορά να υπενθυμίσει ότι είχε προσφέρει «τεχνική βοήθεια» την οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν δεχθεί.
Βέβαια, παραμένουν ερωτηματικά για το βάθος αυτής της προσφοράς όσο εντοπισμένοι άνθρωποι από τους πλέον εμπλεκόμενους στη διαπλοκή στην Ελλάδα έχουν βρει ασφαλές καταφύγιο στη Γερμανία.
Προσεγγίσεις
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το πλαίσιο συζήτησης για τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από τα προβλεπόμενα «ύψη» του 3,5-4,5% του ΑΕΠ στο 1-1,5% δίνει τη δυνατότητα αυτόματης μείωσης των «μέτρων» που θα απαιτούσε το δημοσιονομικό κενό. Φαίνεται μάλιστα ότι προς την κατεύθυνση αυτή κινούνται ορισμένοι και από τις δύο πλευρές με «αντάλλαγμα» ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών προσανατολισμένο κυρίως στο φορολογικό σύστημα.
Εκεί που η προσέγγιση φαίνεται να είναι προς το παρόν αδιανόητη είναι στο θέμα των απολύσεων στο δημόσιο τομέα και στη μείωση των κρατικού μηχανισμού ιδιαίτερα στους τομείς υγείας-παιδείας. Αλλά, όπως παρατηρούσε κυβερνητικό στέλεχος που εμπλέκεται στις διαδικασίες διαλόγου με τις Βρυξέλλες, «αυτήν τη στιγμή επιχειρούμε να αποκαταστήσουμε μία κοινή γλώσσα για να δούμε πού και πώς θα μπορούσαν να γίνουν τα επόμενα βήματα…».
Λίγος χρόνος
Τα επόμενα βήματα βέβαια θα μπορούσαν να υπονομευτούν και να ατυχήσουν για πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων είναι και ο πολύ λίγος χρόνος που απομένει για να υπάρξει συμφωνία.
Ήδη με την απόφαση της ΕΚΤ από την Τρίτη 11/2 η μοναδική πηγή χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών είναι ο ELA μέσω της ΤτΕ και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρά «ατυχήματα» αν στις 18 Φεβρουαρίου τα μέλη του Συμβουλίου της ΕΚΤ εμφανιστούν με επιφυλάξεις όσο αφορά την ανανέωση αυτής της χρηματοδότησης.
Το πώς θα αντιδράσουν οι αγορές και σε τι σημείο θα εκδηλωθούν κερδοσκοπικές πιέσεις που επίσης θα μπορούσαν να γίνουν αφορμή για ένα «ατύχημα» είναι μέρος της ανησυχίας που θα διατρέχει τόσο το χρονικό διάστημα μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής στις 12/2 όσο και στη συνέχεια μέχρι την εξάντληση των διαπραγματεύσεων για την αναζήτηση μιας νέας συμφωνίας.
Σε κάθε περίπτωση τα αγκάθια μέχρι το ενδεχόμενο συμφωνίας είναι πολλά και αναμένεται να αναδειχθούν σε κάθε σημείο των διαπραγματεύσεων, όταν βέβαια αυτές γίνει δυνατό να αρχίσουν.
Το καθοριστικό 20ήμερο
Το πρώτο τελεσίγραφο εκπνέει εντός πενθημέρου. Στις 11 του μήνα, η ΕΚΤ θα κλείσει την πρώτη στρόφιγγα χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών και η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει τη «μητέρα των μαχών» υπό το μαρτύριο της σταγόνας. Την ίδια μέρα οι υπουργοί Οικονομικών στο Eurogroup θα αναμένουν τον Γιάνη Βαρουφάκη σε ολομέλεια να τους παρουσιάσει το ελληνικό σχέδιο για το «πρόγραμμα-γέφυρα», που, όπως λέει, μπορεί να δώσει το χρόνο για μία νέα συμφωνία.
Τα τρία σενάρια: «Άτακτη» υποχώρηση, έντιμος συμβιβασμός και μετωπική ρήξη
Τα βασικά σενάρια, μαζί με όλες τους τις παραλλαγές τους, είναι κατά βάση τρία: «Άτακτη» υποχώρηση, έντιμος συμβιβασμός και μετωπική ρήξη.
Η «άτακτη υποχώρηση»: Είναι η περίφημη… «κωλοτούμπα» του Αλέξη Τσίπρα στην οποία ποντάρει τα ρέστα του πρώτος ο Αντώνης Σαμαράς. Θα υλοποιούσε πλήρως τα σενάρια της «αριστερής παρένθεσης», ίσως γι’ αυτό και ο πρώην πρωθυπουργός μετέθεσε στις 19 Φεβρουαρίου, δηλαδή για μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup, κάθε εσωκομματική διαδικασία κριτικής και αυτοκριτικής (;) για την εκλογική ήττα.
Το σενάριο αυτό για την ώρα μοιάζει το πλέον αδύναμο. Θα ισοδυναμούσε με «πολιτική αυτοκτονία» όχι μόνο της κυβέρνησης Τσίπρα, αλλά και κάθε περαιτέρω εθνικής προσδοκίας. Μια πλήρης υποχώρηση σημαίνει ότι ο όποιος ευρωπαϊκός διάλογος θα έχει ξανά ως αφετηρία το περίφημο «e-mail Χαρδούβελη» και τη «βίβλο Μέρκελ», που κατατέθηκε στη συνεδρίαση του EuroWorkingGroup την Πέμπτη – μια «βίβλο» που, πέραν των άλλων, περιλαμβάνει 150.000 απολύσεις στο Δημόσιο, νέες μειώσεις συντάξεων και εθνικά αυτοκτονικά πλεονάσματα της τάξης του 4,5%.
Η γερμανική «βίβλος», όπως και η συνάντηση Βαρουφάκη-Σόιμπλε, συζητήθηκαν διεξοδικά και στη συνεδρίαση του κυβερνητικού Συμβουλίου, όπου η αποτίμηση ήταν πως πρόκειται για κινήσεις καθαρής πολιτικής πίεσης που σηματοδοτούν και την πραγματική έναρξη της διαπραγμάτευσης. Αναλόγως αποτιμάται από το Μαξίμου και η «επίθεση Ντράγκι», με την επισήμανση μάλιστα ότι έχει ελάχιστο, άνευ σημασίας, οικονομικό κόστος.
«Ενδιάμεση συμφωνία»
Ο «έντιμος συμβιβασμός»: Προς την κατεύθυνση αυτή οδηγούν, μέχρι στιγμής, όλοι οι οιωνοί, με πρώτο το μήνυμα που έστειλε ο πρωθυπουργός στη συνεδρίαση της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ: «Σεβόμαστε τους κανόνες, σεβαστείτε τη λαϊκή κυριαρχία και τη δημοκρατία», διαμήνυσε ο Αλέξης Τσίπρας, βάζοντας ουσιαστικά και το πλαίσιο της διαπραγματευτικής τακτικής που θα ακολουθήσει η ελληνική πλευρά στο επόμενο καυτό πενθήμερο.
Η μάχη κάθε άλλο παρά εύκολη διαγράφεται, αλλά ακόμη και στη σκιά των αλλεπάλληλων «μπαζούκας» που πετά ο Σόιμπλε διακρίνονται σημεία αποσυμπίεσης: Από ελληνικής πλευράς εκπέμπονται σήματα, διακριτικής έστω, υπαναχώρησης σε πεδία όπως εκείνο των ιδιωτικοποιήσεων, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στο κυβερνητικό Σσυμβούλιο έβαλε φρένο στον ποταμό των υπουργικών εξαγγελιών, ενώ εγκαταλείπεται – εξίσου διακριτικά – και ο όρος «κούρεμα» στη μεγάλη μάχη για τη μείωση του χρέους. Από τα διεθνή media δε διέφυγε, άλλωστε, της προσοχής και η δήλωση του Γιάνη Βαρουφάκη ότι το 60% με 70% των μεταρρυθμίσεων που περιελάμβανε το μνημόνιο ήταν σωστές, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνοδεύονταν και με άλλες βαθύτερες δομικές αλλαγές και ότι «δε θα βάζαμε το κάρο μπροστά από το άλογο».
Την ίδια ώρα, και από την ευρωπαϊκή πλευρά υπάρχουν καλυμμένα, αλλά ευκρινή, μηνύματα περί πιθανής αποδοχής μιας βραχυπρόθεσμης συμφωνίας- «γέφυρας». Η Γαλλία – η μόνη ίσως σταθερή στήριξη στην οποία μπορεί να ποντάρει η Αθήνα αυτήν τη στιγμή – πιέζει επίμονα για μια «ενδιάμεση, βραχυπρόθεσμη συμφωνία», η οποία θα μπορούσε να κλειδώσει ακόμη και στο προγραμματισμένο Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου.
Ακόμη κι ο «σκληρός» υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, μέσα στο μπαράζ των προειδοποιητικών μηνυμάτων που έστειλε προς την Αθήνα, βρήκε περιθώριο να επισημάνει: «Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών δήλωσε βεβαίως ότι το θέμα δεν είναι να μην έχουμε πλέον απολύτως κανένα πρόγραμμα, αλλά για το ότι ως τις 28 Φεβρουαρίου – οπότε και εκπνέει το τελευταίο πρόγραμμα – θα έχουμε ένα νέο πρόγραμμα. Εάν αυτό θα είναι μεσοπρόθεσμο ή βραχυπρόθεσμο, θα το δούμε».
Μια τέτοια βραχυπρόθεσμη συμφωνία δεν αρκεί μεν για να άρει η ΕΚΤ το εμπάργκο στην αποδοχή των ελληνικών ομολόγων, μπορεί όμως υπό τη χρηματοδοτική κάλυψη του ELA να δώσει χρόνο στους πολιτικούς να επεξεργαστούν μια μακροπρόθεσμη λύση κι ένα νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα.
Η απόλυτη ρήξη
Η «μετωπική σύγκρουση»: Είναι το έσχατο σενάριο, που άπαντες ξορκίζουν μεν, αλλά και άπαντες – πλην της Ελλάδας – επικαλούνται προς ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους θέσης. Εάν φτάσουμε έως εκεί και στην απόλυτη ρήξη, η τελευταία πράξη του δράματος θα παιχτεί και πάλι από την ΕΚΤ: Ο Μάριο Ντράγκι θα κλείσει και την τελευταία στρόφιγγα χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, κηρύσσοντας και επισήμως κρατική πτώχευση.
Όσο αμετακίνητες, όμως, κι αν εμφανίζονται στη δημόσια ρητορική τους και οι δύο πλευρές, κανείς από τους πρωταγωνιστές του ευρωπαϊκού «μπρα ντε φερ» δε θα έπαιζε τα ρέστα του στο μοιραίο. Ούτε καν η Μέρκελ. Όπως έχει αποδείξει η «Θεωρία των Παιγνίων» (πεδίο διδασκαλίας ακαδημαϊκά του Βαρουφάκη), συνήθως κερδίζει εκείνος που έχει και τα λιγότερα να χάσει. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι καμία θεωρία δεν έχει αποδείξει ότι μια ελληνική κατάρρευση αποτιμάται περισσότερο από την έναρξη ενός ντόμινο διαλυτικών εξελίξεων στην Ε.Ε., όταν μάλιστα τα «αρπακτικά» των αγορών θα έχουν μυριστεί τέτοιο όγκο «ψητού».
Να λοιπόν γιατί ειδικά τώρα ο Θουκυδίδης σε αυτές τις δύο ρήσεις του που αναφέραμε εισαγωγικά είναι επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε και ας τις ξαναθυμηθούμε: «Το δε σώφρον του άνανδρου πρόσχημα» («Η σύνεση είναι το πρόσχημα του άνανδρου»), αλλά και το «Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν» («Δύο πράγματα είναι αντίθετα στη λήψη σωστής απόφασης, η βιασύνη και η οργή»)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.