Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Εθνική στρατηγική ή μικροκομματικές παρωπίδες


Του Γιώργου Καραμπελιά


To grexit και οι μαθητευόμενοι μάγοι της παιδικής χαράς

Τις τελευταίες ημέρες, διεξάγεται μία συζήτηση ηλιθίων ή κουφών γύρω από το ζήτημα μιας πιθανής εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, με καταπληκτικά επιχειρήματα του τύπου, σήμερα ο Μοσκοβισί δήλωσε το Α, ο Βαρουφάκης… το Β, η Μπιλντσάιτουνγκ το Γ. Την Τετάρτη το πρωί της 7ης Ιανουαρίου, ο… Χατζηνικολάου, μας διαβεβαίωσε, ως ειδικός, ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος grexit, διότι όλα αυτά είναι μπλόφες! Παράλληλα, οι υποστηρικτές της κυβέρνησης, και ο ίδιος ο Σαμαράς, αντί να καλέσουν τον λαό και όλες τις πολιτικές δυνάμεις σε συστράτευση για να αντιμετωπίσουν μαζί τους εκβιασμούς των δανειστών, δηλώνουν καθημερινά, ως οι πειθήνιοι μαθητές της φράου Μέρκελ, πως «οποιαδήποτε παρέκκλιση από τα μνημόνια οδηγεί σε έξοδο» και αναπτύσσουν μόνο μια στρατηγική ακραίας αντιπαράθεσης και κινδυνολογίας! Έτσι, μέσα από ένα απίστευτο αλαλούμ δηλώσεων και αντιδηλώσεων, το τελικό αποτέλεσμα παραμένει σχεδόν μηδενικό και μόνο περισσότερη σύγχυση επισωρεύει στα μυαλά των ήδη συγχυσμένων Ελλήνων.

Διότι, βέβαια, το ζήτημα δεν είναι οι συχνά αντικρουόμενες και αντιφατικές δηλώσεις υπευθύνων και ανευθύνων, αλλά η πραγματική γεωοικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα, που μόνη αυτή θα επέτρεπε να συναχθούν, αν όχι ασφαλή, τουλάχιστον ισχυρά συμπεράσματα.

Από την αρχή της κρίσης, έχουμε επιμείνει, με βάση την ανάλυση της γερμανικής στρατηγικής, πως η γερμανική Ευρώπη, την οποία οικοδομεί αυτή η κυρίαρχη σήμερα ευρωπαϊκή δύναμη, περιλαμβάνει περισσότερες από μία ομόκεντρες ζώνες κυριαρχίας. Σε μία πρώτη, κατ’ εξοχήν βορειο-κεντρο-ευρωπαϊκή ζώνη, που θα συγκροτεί τον σκληρό πυρήνα της γερμανικής Ευρώπης, περιλαμβάνονται εκείνες οι χώρες που μπορούν ν’ αντέξουν τη στρατηγική του σκληρού ευρώ και της δημοσιονομικής πειθαρχίας των Γερμανών. Σε μια δεύτερη και τρίτη ζώνη, περιλαμβάνονται χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, πιθανόν αύριο η Ουκρανία, ή και η Αγγλία από την άλλη πλευρά. Το μεγάλο πρόβλημα των Γερμανών είναι πως, σε αυτή την αναδόμηση που επιχειρούν, εν μέσω κρίσης, ορισμένες χώρες, όπως η Πορτογαλία, ίσως η Ισπανία και η Ιταλία αλλά οπωσδήποτε η Ελλάδα και η Κύπρος, βρίσκονται στο εσωτερικό της ευρωζώνης εξαιτίας της ιστορικής διαδρομής της οικοδόμησης της Ε.Ε. Δηλαδή, αυτές οι χώρες βρέθηκαν στο εσωτερικό της ευρωζώνης πριν αυτή αντιμετωπίσει την κρίση του 2008 και πριν η Γερμανία καταστεί η αδιαμφισβήτητη ηγεμονική της δύναμη. Αυτές οι χώρες, ενώ σύμφωνα με τη γερμανική αρχιτεκτονική θα έπρεπε να βρίσκονται στην περιφερειακή, εκτός της ζώνης του ευρώ, περιοχή, συμμετέχουν στην ευρωζώνη και απειλούν τη σταθερότητά της. Έτσι, η Γερμανία και οι άλλοι βόρειοι εταίροι της είναι υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν τη «διάσωση» των ασθενών της ευρωζώνης.

Και αν χώρες με μεγάλο οικονομικό και γεωπολιτικό εκτόπισμα, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, είναι υποχρεωμένες να προσπαθούν να βρουν ένα modus vivendi στο εσωτερικό της ευρωζώνης, άλλες, όπως η Ελλάδα –και η Κύπρος–, θα είναι οι πρώτες από την παλαιά ευρωζώνη που θα μπορούσαν να οδηγηθούν στην έξοδο από αυτήν και να αποτελέσουν έτσι και ένα παράδειγμα για όλους τους άλλους.

Στις 7 Ιανουαρίου 2015, ο δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας, στο ραδιόφωνο του Σκάι, ανέφερε πως, σε ανύποπτο χρόνο, την 1η Απριλίου 2009, και ενώ βρισκόταν για δημοσιογραφική αποστολή στην Αγγλία, την οποία επισκεπτόταν και η καγκελάριος Μέρκελ, πληροφορήθηκε με έκπληξή του από τους Άγγλους δημοσιογράφους, στους οποίους η καγκελάριος είχε παραχωρήσει συνέντευξη, πως αυτή αναφερόταν ήδη στην επερχόμενη κρίση στην Ελλάδα και την έξοδό της από την ευρωζώνη. Ο οξυδερκής (!) δημοσιογράφος δηλώνει, σήμερα, πως τότε θεώρησε ότι επρόκειτο για πρωταπριλιάτικο αστείο. Ανάλογη οξυδέρκεια έχουν καταδείξει τόσοι Έλληνες δημοσιογράφοι και πολιτικοί, που διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα της χώρας.

Έκτοτε, η Γερμανία κάνει ό,τι μπορεί για να πραγματοποιηθεί αυτή η επιθυμία της, παίρνοντας βέβαια πάντοτε υπόψη και τους διεθνείς συσχετισμούς και την ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Έτσι, έσπρωξε, τον ΓΑΠ αρχικώς στην αποδοχή του μνημονίου, ακολούθως επέβαλε δρακόντεια μέτρα που εξαντλούσαν και διέλυαν την ελληνική οικονομία και επιχείρησε μια πρώτη φορά, το 2011-12, να εξωθήσει τα πράγματα σε μία «τελική λύση». Τότε, όπως πλέον σήμερα γνωρίζουμε όλοι, σταμάτησε στο παρά πέντε, κάτω από τις πιέσεις των Αμερικανών και των Κινέζων, καθώς και εξαιτίας του υψηλού κόστους που θα είχε για όλη την ευρωζώνη ένα ελληνικό grexit. Φάνηκε λοιπόν, προς στιγμήν, πως η Γερμανία αποδέχθηκε, έστω με βαριά καρδιά, ένα «σχέδιο Β» για την Ελλάδα, δηλαδή την παραμονή της στην ευρωζώνη, αλλά ως ανοικτή αποικία χρέους της Γερμανίας, πιέζοντας αφόρητα και συστηματικά την ελληνική κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Και η λογική των Γερμανών ήταν πως αν, παρά την πίεση, «αντέξουν», και δεν θέσουν και ζήτημα γερμανικών επανορθώσεων, τότε ας μείνουν στην ευρωζώνη.

Το 2014, όμως, εμφανίστηκαν νέες παράμετροι στο γεωπολιτικό και οικονομικό παιχνίδι της Ευρώπης. Πρώτον, απεδείχθη ότι η κρίση όχι μόνο δεν είχε περάσει αλλά έτεινε να αγκαλιάσει ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος της, κατ’ εξοχήν την Ιταλία και τη Γαλλία. Δεύτερον, η ρήξη με τη Ρωσία γύρω από το ουκρανικό ζήτημα μετέβαλε τις σχέσεις Αμερικής-Γερμανίας, στον βαθμό που η Γερμανία αποδέχθηκε τη ρήξη με τη Ρωσία, με την οποία είχε εκτεταμένες οικονομικές σχέσεις. Η Μέρκελ πούλησε ακριβά στους Αμερικανούς τη συναίνεσή της για τον νέο μίνι ψυχρό πόλεμο με τη Ρωσία, με αντάλλαγμα τη μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην Ευρώπη και σε σχέση με ζητήματα όπως το ελληνικό. Έχει φανεί πολύ καθαρά πως οι Αμερικανοί ελάχιστα παρεμβαίνουν πλέον στο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας, και το ελεγχόμενο από αυτούς ΔΝΤ έπαψε να βάζει ως όρο το κούρεμα του ελληνικού χρέους, ευθυγραμμιζόμενο με την πολιτική Σόιμπλε. Επιπλέον, μέσα σε αυτή τη συγκυρία, η Γαλλία και η Ιταλία, παρ’ όλο που δεν επιθυμούν την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, δεν είναι καθόλου διατεθειμένες να συγκρουστούν με τους Γερμανούς, επιδιώκοντας ως αντάλλαγμα μια ηπιότερη αντιμετώπιση των δικών τους δημοσιονομικών παρεκκλίσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της νέας πιο αρνητικής συγκυρίας υπήρξε και ο στραγγαλισμός των προσπαθειών της κυβέρνησης Σαμαρά για έξοδο στις αγορές και απομάκρυνση του ΔΝΤ: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή Αμερικανοί και Γερμανοί από κοινού, έριξαν στα βράχια αυτή την έσχατη απόπειρα, το φθινόπωρο του 2014. Η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει στις αγορές και επομένως δεν μπορεί να ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο της γερμανικής Ευρώπης.

Η γερμανική πολιτική θεωρεί ότι έχει μπροστά της μία ακόμα ευκαιρία. Εφ’ όσον το ελληνικό πολιτικό σύστημα (και, για ορισμένες από τις συνιστώσες του, κατάλληλα καθοδηγούμενο) οδηγήθηκε σε μια μετωπική πολιτική σύγκρουση, στη χειρότερη δυνατή στιγμή –μετά την αποτυχία εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας–, όλα πάλι μπορούν, για μια τελευταία και ίσως αποφασιστική στιγμή, να ξαναμπούν στο τραπέζι. Και σήμερα, οι συνθήκες είναι πολύ πιο ευνοϊκές για τη Γερμανία. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα, μαζί με την Κύπρο, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε μνημόνιο, τα σπρεντ εκτινάσσονται και πάλι πάνω από 10%, την ίδια στιγμή που πέφτουν στην Ιταλία και την Πορτογαλία, και οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν κινδυνεύουν από μια ελληνική χρεοκοπία. Οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους μπορούν τώρα, με μια σχετική αταραξία, να καλούν τους Έλληνες «να επιλέξουν μόνοι τους» αν θέλουν να μείνουν ή όχι στην ευρωζώνη! Γι’ αυτό εξάλλου και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι αυτοί δεν απεργάζονται κάποιο σχέδιο εναντίον των Ελλήνων, αλλά είναι οι Έλληνες που θα αποφασίσουν για την τύχη τους, όπως επανέλαβε η Μέρκελ(!).

Βέβαια, οι Έλληνες, έχοντας γονατίσει κάτω από το πιο δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας που έχει εφαρμοστεί ποτέ σε χώρα της Δύσης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι πιθανότατο ότι θα αρνηθούν έναν ακόμα κατάφωρο εκβιασμό και έτσι θα πέσουν μόνοι τους στην παγίδα που έχουν στήσει οι άρχοντες του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι κάποιος που πνίγεται κάνει συχνά απεγνωσμένες κινήσεις που τον οδηγούν ευκολότερα στον βυθό.
Και οι Γερμανοί έχουν έναν ακόμα και πολύ σοβαρό λόγο να επιθυμούν την αποδυνάμωση, την περιθωριοποίηση ή ακόμα και την αποσύνθεση της Ελλάδας. Να αποφύγουν την έγερση του ζητήματος των γερμανικών επανορθώσεων και του Κατοχικού Δανείου στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, πράγμα που φοβούνται πως αναπόφευκτα θα τεθεί την αμέσως επομένη περίοδο. Και ενώ τόση συζήτηση γίνεται για αυτό το θέμα στην Ελλάδα, «ξεχνάμε» να το συνυπολογίσουμε στην εξίσωση που καθορίζει τη γερμανική στρατηγική, ενώ έχει την ύψιστη σημασία.

Βυθός ή απελευθέρωση;

Παρατηρείται έτσι μια σύμπτωση στόχων –από τη θεωρητικά αντίθετη κατεύθυνση– με όλους εκείνους που επιθυμούν ένα ελληνικό grexit από «επαναστατική» σκοπιά. Όλοι εκείνοι που πιστεύουν πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την Ελλάδα παρά η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή ακολουθούν, τηρουμένων των αναλογιών, μια ανάλογη στρατηγική, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ, ακόμα και τη Χ.Α. Η στρατηγική της αριστερής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιπροσωπεύει το 35% με 40% στα κομματικά όργανα, και έχει συμπάθειες σε ένα ακόμα μεγαλύτερο μέρος, είναι εκείνη της σκληρής αντιπαράθεσης με τους δανειστές, με στόχο την έξοδο από το ευρώ· μια στρατηγική η οποία, δεδομένης της μειονεκτικής θέσης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα και της τακτικής των «εταίρων», θα οδηγήσει, όπως νομίζουν, αναπόφευκτα σε σύγκρουση και, με τον έναν ή άλλο τρόπο, σε διαζύγιο με την ευρωζώνη. Εξ ου και η επιμονή στην απεύθυνση σε μια «συμμαχία της αριστεράς» (ακόμα και ο Τσίπρας, στο συνέδριο της 3ης-4ης Ιανουαρίου 2015, απευθύνθηκε προνομιακά στις δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ – παρεμπιπτόντως και της αμερικανικής «αριστεράς» της κ. Λούκας Κατσέλη), την ίδια στιγμή που ο Κουβέλης «ξωπετάχθηκε» με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε.

Η στρατηγική των υπερασπιστών της επιστροφής στη δραχμή συναντάται με εκείνη του Σόιμπλε. Και αυτό όχι βέβαια με κάποιο σενάριο συνωμοσίας αλλά διότι και οι δύο, ο καθένας από τη δική του πλευρά, επιδιώκουν τον ίδιο στόχο. Γι’ αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων που επιθυμούν την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη συντάσσεται, εν τέλει, σταδιακώς με την υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ.

Έτσι, σε μία χώρα όπου η πλειοψηφία των πολιτών, πάνω από 70%, έστω και ασυναίσθητα, απορρίπτει και φοβάται μία έξοδο από την ευρωζώνη, οδηγούμαστε σε μία αντιπαράθεση όπου μια τέτοια κατάληξη γίνεται εξαιρετικά πιθανή. Και αυτό άσχετα και πέρα από τον ορυμαγδό δηλώσεων, αντιδηλώσεων και κραυγών κάθε είδους. Διότι η δυναμική της σύγκρουσης ξεπερνάει κάποτε και τις θελήσεις των πρωταγωνιστών της· και στην περίπτωσή μας, η θέληση των Γερμανών είναι μάλλον γνωστή. Ακόμα και αν η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ ή οι ηγετικοί κύκλοι του, με επικεφαλής τον Τσίπρα, δεν επιθυμούν μια τέτοια έκβαση, μια σύγκρουση έχει πάντα την εσώτερη δυναμική της και η δυναμική της συγκεκριμένης σύγκρουσης έχει δύο πιθανές απολήξεις. Είτε, το περιβόητο grexit, είτε μια άνευ όρων υποταγή της Ελλάδας –ακόμα βαρύτερη από τη σημερινή– στα κελεύσματα των Τευτόνων κυρίων της Ευρώπης. Και αυτός είναι ένας σοβαρός και μεγάλος κίνδυνος που ενεδρεύει, δηλαδή η περιβόητη «κωλοτούμπα», η οποία θα πραγματοποιηθεί με τους χειρότερους δυνατούς διαπραγματευτικούς όσους, μετά από ακυβερνησία, πιθανώς νέες εκλογές, διασπάσεις και οικουμενικές, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.

Είναι πρόβλημα η έξοδος από την ευρωζώνη;

Το επόμενο και φυσικό ερώτημα είναι εάν μια έξοδος από το ευρώ αποτελεί αρνητική ή θετική εξέλιξη για την Ελλάδα. Δεν θα σταθώ στο πρώτο και θεμελιώδες επιχείρημα, το γεγονός δηλαδή ότι, εάν οι αντίπαλοί σου επιθυμούν μία τέτοια εξέλιξη, τότε μάλλον θα πρέπει να φυλάγεσαι από αυτήν. Δηλαδή, εάν όντως μία από τις βασικές εναλλακτικές λύσεις της γερμανικής στρατηγικής είναι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, τότε μάλλον έχεις κάποιο πρόβλημα αν επιθυμείς αυτό που επιδιώκει ο αντίπαλός σου. Γι’ αυτό, εξάλλου, οι κρυφοί ή ανοικτοί υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ στην Ελλάδα ισχυρίζονται πως τα θρυλούμενα περί grexit είναι παραμύθια, πως η Ελλάδα αποτελεί συστημικό κίνδυνο για την ευρωζώνη, γι’ αυτό και δεν κινδυνεύει. Αντίθετα, υποστηρίζουν, η έξοδος από την ευρωζώνη αποτελεί ένα μέτρο επαναστατικής πολιτικής, η οποία μόνη αυτή μπορεί να μας απαλλάξει από τους δυνάστες μας.

Αλλά ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι μπορεί να υπάρχει μία ετερογονία των σκοπών και η πανουργία της ιστορίας να φέρνει τον… Νταβανέλο σε σύμπτωση με τον Σόιμπλε, κατά τον ίδιο τρόπο που ο γερμανικός στρατός διέθεσε ένα τεθωρακισμένο τρένο στον Λένιν για να επιστρέψει στην επαναστατημένη Ρωσία! Και οι Γερμανοί και οι μπολσεβίκοι επιθυμούσαν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, την κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας. Έτσι λοιπόν και σήμερα, οι Γερμανοί τραπεζίτες και οι Έλληνες «επαναστάτες» μπορούν να θέτουν ως κοινό στόχο την επιστροφή στο «εθνικό νόμισμα»!

Έχουμε επιχειρηματολογήσει αναρίθμητες φορές για τις συνέπειες που θα είχε μία έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ εδώ και τώρα. Ας ξεκινήσουμε από τις άμεσες οικονομικές συνέπειες. Προφανώς, το πέρασμα στο νέο νόμισμα θα συνοδευτεί από μία μεγάλη υποτίμηση, την οποία θα μας επιβάλουν, θέλοντας και μη, οι «αγορές». Οι μετριότεροι υπολογισμοί οδηγούν σε μια ισοτιμία ευρώ-δραχμής, από τις 350 δραχμές, που ήταν όταν εισήλθαμε στο ευρώ, στις 700 ή και στις 1000. Και προφανώς, οι μισθοί δεν θα μπορέσουν να ακολουθήσουν μια ανάλογη ανατίμηση. Άρα, θα έχουμε μείωση των μισθών ακόμα περισσότερο από όσο είναι σήμερα και μία πτώση της αγοραστικής δύναμης που, με τους μετριότερους υπολογισμούς, θα οδηγήσει σε μείωση του ΑΕΠ κατά 50%. Παράλληλα, το χρέος μας θα αυξηθεί κι άλλο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ και οι εισαγωγές θα γίνουν δύσκολες ή επισφαλείς.

Αν ο ελληνικός λαός είχε συνείδηση του κόστους μιας τέτοιας ρήξης, η οποία θα οδηγούσε υποχρεωτικά σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, οπωσδήποτε θα το συζητούσαμε. Όμως ποτέ, κυριολεκτικά ποτέ και πουθενά, κανένας από τους υπερασπιστές της επιστροφής στη δραχμή δεν έχει εξηγήσει τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο, γιατί τότε θα καλούσε τον ελληνικό λαό σε έναν αγώνα όχι για την επιστροφή σε μια ιδεώδη πρότερη κατάσταση, όπου θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, αλλά σε έναν αγώνα με «αίμα και δάκρυα», σύμφωνα με τη ρήση του Τσώρτσιλ στους Εγγλέζους, το 1940.

Αλλά αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το μικρότερο από τα πιθανά δεινά. Το πολύ μεγαλύτερο, ακόμα και αν αυτές οι αλλαγές γίνουν σταδιακά ή συναινετικά με την Ε.Ε., όπως προτείνουν κάποιοι Γερμανοί, η Ελλάδα δεν θα αποφύγει μια γεωπολιτική υποβάθμιση, σε συνθήκες όπου δεν υπάρχουν ορατές και αξιόπιστες συμμαχίες στις οποίες θα μπορούσαμε να στηριχθούμε. Και μια τέτοια γεωπολιτική υποβάθμιση θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο την παρακμή της χώρας και θα επιταχύνει την πτωτική κατρακύλα στην οποία βρισκόμαστε, πρωτίστως απέναντι στον καραδοκούντα και ενισχυόμενονεο-οθωμανισμό.

Κατά την άποψή μου, το κυριότερο πρόβλημα που θα προέκυπτε από μια ρήξη με την ευρωζώνη είναι η απομόνωση της χώρας και η μεταβολή της, ολοκληρωτικά, σε μέρος μιας Μέσης Ανατολής σε βαθύτατη κρίση. Έτσι κι αλλιώς, βρισκόμαστε στα σύνορα των κόσμων, και οι καραβιές των προσφύγων και των χριστιανών που διαφεύγουν από τη φλεγόμενη Συρία μας το υπενθυμίζουν καθημερινά, γι’ αυτό και μια στρατηγική ρήξης, ετούτη τη στιγμή, με την ευρωζώνη αποτελεί συνταγή εθνικής αυτοκτονίας. Και όμως, δειλοί και άβουλοι αντάμα πορεύονται, στην πλειοψηφία τους, οι αντιμνημονιακοί μας προς μία τέτοια επιλογή, η μόνη θεραπεία της οποίας θα είναι μία μνημειώδης «κωλοτούμπα», που θα εμφανιστεί ως ο σωτήριος από μηχανής θεός, έχοντας όμως κάνει συντρίμμια κάθε πρόταση για μια εναλλακτική διέξοδο από την κρίση.

Υπήρχε (-άρχει) άλλη δυνατότητα;

Πολλοί μας λένε πως μπορεί να είναι σωστά όλα αυτά αλλά πλέον έχουμε μπει σ’ ένα ποτάμι χωρίς γυρισμό και είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε. Τον Μάιο του 2012 είχαμε γράψει πως η λογική της κυβερνώσας «αριστεράς», που προέβαλλε ο τότε αναδυόμενος Αλέξης Τσίπρας, αποτελούσε μια αδιέξοδη και καταστροφική επιλογή. Διότι είτε έχεις όντως το σχέδιο, την οργάνωση και τη σχέση με τις λαϊκές μάζες για να αποτελέσεις μία πραγματική εναλλακτική λύση στα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα της χώρας, είτε διαφορετικά θα οδηγήσεις και τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, αλλά και την ίδια τη χώρα, σε μεγαλύτερα δεινά και αδιέξοδα. Διότι, όταν θέτεις το επίπεδο της αντιπαράθεσης στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, δηλαδή την ανάληψη της διακυβέρνησης, καλείς τον κόσμο να σε εμπιστευτεί και, επειδή δεν διαθέτεις τις απαραίτητες δυνάμεις για κάτι τέτοιο, μπαίνεις σε μια τυχοδιωκτική στρατηγική. Προσπαθείς να πάρεις μαζί σου το μεγαλύτερο μέρος των στελεχών και των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, υποσχόμενος λεφτά που δεν υπάρχουν (βλέπε πρόγραμμα του Σεπτέμβρη 2014), υποχρεώνεσαι να απευθυνθείς και να κλείσεις το μάτι στους Αμερικανούς, στις «αγορές», στη Γιάννα Αγγελοπούλου.

Εν τέλει, υποχρεώνεσαι να ακολουθήσεις μια πολιτική που στηρίζεται πολύ περισσότερο στην αθλιότητα και ανικανότητα των αντιπάλων σου και όχι στις δικές σου ικανότητες, προβάλλοντας το γνωστό επιχείρημα: «μα αυτοί είναι καλύτεροι;» Η διαφορά είναι πως μια κυβέρνηση και μια εξουσία που βαδίζει στις ράγες των αγορών και των κυρίαρχων του κόσμου δεν χρειάζεται και μεγάλες ικανότητες – εδώ έφτασε και ο ΓΑΠ να γίνει πρωθυπουργός. Αν, αντίθετα, θες, στις πιο δύσκολες γεωπολιτικές συνθήκες, να ανατρέψεις το κυρίαρχο σκηνικό, σε μια μικρή και κυριολεκτικά περικυκλωμένη χώρα, τότε πρέπει όχι απλώς να είσαι καλύτερος από τους άλλους, αλλά να διαθέτεις λαϊκή στήριξη και επεξεργασμένη στρατηγική ώστε να τα βγάλεις πέρα. Και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν διαθέτει η παρέα της Κουμουνδούρου, γι’ αυτό εξάλλου λειτούργησε τόσο τυχοδιωκτικά στην περίπτωση της προεδρικής εκλογής. Παρ’ όλο που γνώριζε, και το αναγνωρίζουν και τα πιο σοβαρά στελέχη τους, ότι ήταν πολιτικά η χειρότερη στιγμή να πάρει την εξουσία, τα έπαιξε όλα με μια ζαριά. Προφανώς, βέβαια, δεν ακολούθησε την άποψη που και εμείς και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν προτείνει, δηλαδή να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά από πρόταση της αντιπολίτευσης και να γίνουν εκλογές το φθινόπωρο του 2015 –όπως υποχρεώθηκε να δεχθεί και ο ίδιος ο Σαμαράς–, να προταθεί μια εθνική ομάδα αναδιαπραγμάτευσης –την οποία προωθούσε και ο Βενιζέλος στην απελπισία του– και έτσι να ετοιμαστεί μια μετάβαση προς μια νέα κυβερνητική και πολιτική πλειοψηφία με συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου.

Αντί να επιλέξουν μια τέτοια στρατηγική συσσώρευσης δυνάμεων και προετοιμασίας του λαού και να μην αναλάβουν την εξουσία τη στιγμή που είχε επιλέξει ο… Σόιμπλε, προχώρησαν σε αυτή τη μοιραία κίνηση μόνο και μόνο επειδή φοβούνταν πως, εξαιτίας του συγκυριακού χαρακτήρα της εκλογικής ενίσχυσής τους, μπορεί να έχαναν το τρένο. Προκειμένου, λοιπόν, να χάσουν το τρένο για την εξουσία, προτίμησαν να βάλουν και την αριστερά, αλλά κυρίως τη χώρα ολόκληρη, σε μια μεγάλη περιπέτεια με άδηλη έκβαση. Και το μόνο σίγουρο, στην καλύτερη περίπτωση, την πολύ σύντομη αποσύνθεσή της στρατηγικής τους. Διότι δύο τινά μπορούν να συμβούν: είτε το καταστροφικό σενάριο του grexit, το οποίο περιγράψαμε, είτε μια παρατεταμένη περίοδος ακυβερνησίας, μεταστροφών και οικουμενικών επιλογών εξ ανάγκης, την τελευταία στιγμή, που θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη υποταγή στους δανειστές και τις αγορές. Και στις δύο περιπτώσεις, με ενίσχυση της ακροδεξιάς και των εξωθεσμικών μαφιόζικων επιχειρηματικών κέντρων. Εξ άλλου, με ορισμένα από αυτά έχουν ήδη υποχρεωθεί να τα βρουν.

Προφανώς, λοιπόν, δεν πρόκειται σήμερα, με βάση τη λογική ότι «δεν έχουμε άλλη διέξοδο», να συνταχθούμε, εμείς τουλάχιστον, με ένα ασύνταχτο καραβάνι που πορεύεται –τρομάρα του– προς την εξουσία. Κάτι τέτοιο, ορισμένοι από εμάς, δεν το κάναμε ούτε το 1981, κάτω από άλλες, πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες, αλλά θα συνεχίσουμε να αντιτάσσουμε μια στρατηγική αποστασιοποίησης από το εξουσιαστικό αδιέξοδο παιχνίδι, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμβάλουμε θετικά στις επόμενες εξελίξεις. Και όχι μόνο στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών, όπου ήδη δραστηριοποιούμαστε, αλλά με θετικές προτάσεις και στο κεντρικό πολιτικό παιγνίδι.

Κατά τον ίδιο τρόπο που πρόσφατα είχαμε προτείνει ως διέξοδο την εκλογή του Μανώλη Γλέζου ως προέδρου της Δημοκρατίας, σαν μια πραγματικά εθνική, συναινετική και αντιστασιακή πρόταση, έτσι και σήμερα, συνεχίζοντας στην ίδια κατεύθυνση, θα παλεύουμε διαρκώς να διασώσουμε ό,τι είναι δυνατόν να διασωθεί, ξεπερνώντας την εμφυλιοπολεμική στρατηγική των δύο κυρίαρχων κομματικών δυνάμεων. Διότι σήμερα δεν κινδυνεύει απλώς η εξουσία και οι καρέκλες των μεν ή των δε αλλά η ίδια η χώρα. Και σε αυτές τις συνθήκες, δεν προτάσσεις μια εμφυλιοπολεμική αλλά μίαεθνικοαπελευθερωτική στρατηγική. Σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να αναζητηθούν συγκλίσεις με στόχο την άμεση καιπραγματική αναδιαπραγμάτευση του χρέους, άσχετα και πέρα από το ποιο θα είναι πρώτο κόμμα, – και όποιος δεν δεχθεί κάτι τέτοιο, να παραδοθεί στη λαϊκή καταδίκη, όπως ακριβώς έγινε και στις συνθήκες της Κατοχής, όταν συγκροτήθηκε το ΕΑΜ. Εάν, έστω και σήμερα, η αξιωματική αντιπολίτευση έκανε μία τέτοια πρόταση, θα κέρδιζε τη συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, θα απομόνωνε όλες τις εμφυλιοπολεμικές κραυγές τύπου Άδωνι Γεωργιάδη, θα αναδείκνυε άλλες δυνάμεις, ακόμα και στο εσωτερικό των μνημονιακών κομμάτων, και θα στρίμωχνε τους Γερμανούς, που ποντάρουν ακριβώς στη διαίρεσή μας για να μας υποτάξουν με τον ένα ή άλλο τρόπο και να αποφύγουν και την ανάδειξη του ζητήματος των γερμανικών οφειλών.

Σε αυτά τα πλαίσια, δίπλα σε μια κυβέρνηση με τέτοια χαρακτηριστικά, θα μπορούσε να διαμορφωθεί και μια εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης του χρέους που να αποτελείται από οικονομολόγους και άλλες αναγνωρισμένες προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής – η οποία θα αναλάμβανε, μαζί με την οποιαδήποτε κυβέρνηση εκλεγεί, να αποτελέσει την έκφραση της κοινωνίας και της αναγκαίας εθνικής ενότητας απέναντι στον επιχειρούμενο στραγγαλισμό της πατρίδας. Γιατί, για μας, αυτό που επιχειρείται σήμερα είναι ακριβώς ένας τέτοιος στραγγαλισμός και θα πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε όλοι σε μια εθνικοαπελευθερωτική λογική, μια λογική ΕΑΜ, και όχι μέσα από ανούσιες αντιπαραθέσεις του Στρατούλη με τον Άδωνι Γεωργιάδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.