Λεπτομέρεια από το εντυπωσιακό ψηφιδωτό που ανακαλύφθηκε στην Αμφίπολη |
από seisaxthiablog
Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*
Διανύουμε περίοδο μεγάλων κοσμοϊστορικών αλλαγών που θα καθορίσουν το μέλλον του πλανήτη για τους επόμενους αιώνες. Κι όχι μόνο του δικού μας πλανήτη, αλλά πιθανότατα και την φύση του μελλοντικού ανθρώπινου αποικισμού στο διάστημα… Οι κοχλίες του ιστορικού γίγνεσθαι δουλεύουν μέρα-νύχτα, αλλά οι αρχιτέκτονες της παγκοσμιοποίησης κρύβονται πίσω από απατηλές και ακαταλαβίστικες υποσχέσεις για την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Η νομιμότητά τους παραμένει τόσο πολύ διάτρητη όσο και η καταστροφική τους δυνατότητα τρομερά ισχυρή.
Χρειαζόμαστε νέους διεθνείς και πολιτειακούς θεσμούς κύρους που να βγουν ζωντανοί και ακέραιοι, όπως η Πολιάδα Αθηνά είχε προβάλει πάνοπλη από το κεφάλι του Διός.
Σε μια εποχή, λοιπόν, που ο υφέρπων εθνομηδενισμός της Υπερεθνικής Ελίτ και των εγκάθετών της προχωρά σε κατά μέτωπο διάβρωση του εθνικού ιστορικού αφηγήματος και της ιστορικής μας ταυτότητας, κάποιοι δουλεύουν μέρα-νύχτα, με όλη την σημασία της λέξεως, για να τα προστατεύσουν και να τα πλουτίσουν.
Ο σημαντικός ρόλος της Αρχαιολογίας στην διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης
Όταν ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης έγραφε εκείνα τα, παιδικού ύφους, μελό στιχάκια του που διδάσκοντο όλοι παληότερα στο σχολείο, αποτύπωνε, εκτός των άλλων, μια σημαντική ιστορική παράμετρο για το νέο ελληνικό έθνος: τον ρόλο που έπαιξε η Αρχαιολογία στην εξ αρχής αναζήτηση, συγκρότηση και εμπέδωση του εθνικού ιδεολογήματος και της εθνικής συνείδησης μετά το ’21.
Στο γνωστό «Τι είναι η πατρίδα μας;»: …αναρωτιέται χαρακτηριστικά ο ποιητής: «Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα αρχαία μνημεία της χρυσή στολή…».
Πράγματι, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αυτά τα ερειπωμένα αρχαία μνημεία, τα «μάρμαρα», όπως τα έλεγε ο λαός, βάσταγαν ζωντανή την εθνική μνήμη και, πολύ πριν την Επανάσταση, τον 18ο αιώνα, είχαν ήδη διαμορφώσει την ιδέα μιας ένδοξης εθνικής καταγωγής στην συνείδηση των Ρωμηών.
Αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 και την συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους υπό την επήρεια των Διαφωτιστών, η σχέση μεταξύ αρχαιότητας, αρχαιολογίας και ελληνικότητας αναπτύχθηκε στο έπακρο και η αρχαιολογική σκαπάνη επιφορτίσθηκε κυρίως με τον ιερό ρόλο του «θεματοφύλακα» του έθνους και της ιστορίας του. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αρχαιολογική Εταιρεία είναι περίπου συνομήλικη με το νέο ελληνικό κράτος. Τον Ιανουάριο του 1837 που ιδρύθηκε, είχε την εποπτεία όλου του τότε ελληνικού χώρου. Τώρα, το έργο των ανασκαφών το έχει μοιραστεί με τις μεγάλες ξένες αρχαιολογικές σχολές, σαν ιδιωτική εταιρεία, ενώ την κεντρική ευθύνη των αρχαιολογικών προγραμμάτων την έχει το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τις Εφορείες Αρχαιοτήτων.
Αν δεν υπήρχε η Αρχαιολογική Εταιρεία στα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους, θα είχαν καταστραφεί ή λεηλατηθεί πάρα πολλά αρχαία γιατί οι άλλοι φορείς δεν είχαν την δυνατότητα να ελέγξουν την κατάσταση. Όταν ξεκίνησε η Αρχαιολογική Εταιρεία, το συμβούλιό της απαρτιζόταν από διάφορους λογίους, ερασιτέχνες αρχαιολόγους γιατί δεν υπήρχαν Σχολές Αρχαιολογίας.
Η κατεστημένη ιδεολογία στις αρχές του νεοελληνικού κράτους το ήθελε απευθείας «κληρονόμο και ιστορικό διάδοχο του αρχαίου κόσμου», άσχετο με το τι έγινε ενδιαμέσως.
Ενδεικτικό του όλου κλίματος αρχαιολατρείας, που διαμορφώνεται και ενισχύεται από τους Βαυαρούς, είναι ότι το 1841 ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο Φαναριώτης λόγιος Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, έλεγε για το Βυζάντιο: «Η Βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν, και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών… στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων».
Ακόμα και ο κατοπινός εισηγητής της ιδεολογίας της «ελληνικής συνέχειας», Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στα νεανικά του έργα εκφράζεται αρνητικά για το Βυζάντιο.
Το έθνος έπασχε για πολλές δεκαετίες από «κλασσικόν στραβισμόν»…, όπως γράφει το 1867 το περιοδικό «Ελπίς», έχοντας τον έναν οφθαλμόν εις την αρχαιότητα και τον άλλον στη νεότητα, αφήνοντας «αόρατον την μεσότητα»…
Βέβαια, μόλις ωρίμασε το μικρό βασίλειο, θυμήθηκε και την συνέχειά του… Παρ’ όλα αυτά, πέρασε καιρός μετά την διατύπωση των φιλοβυζαντινών και ενωτικών απόψεων του Παπαρρηγόπουλου για να ανακαλυφθεί το Βυζάντιο. Ακόμα και τα δύο μόνο Βυζαντινά Μουσεία που υπάρχουν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κατασκευάστηκαν σχετικά πρόσφατα.
Κι αν αυτή την στιγμή η επίθεση της Νέας Τάξης δείχνει να κατευθύνεται απέναντι στην Ορθόδοξη Ανατολή, το Βυζάντιο και την ιδεολογία της «ιστορικής συνέχειας», ο επόμενος στόχος θα είναι αυτός της κλασσικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Γιατί, όπως δομήθηκε σε δύο φάσεις η σημερινή μας ταυτότητα -πρώτα ο «κλασσικός στραβισμός», ύστερα η «ιστορική συνέχεια»-, έτσι κατ’ αντίστροφον φορά θα αποδομηθεί…, αν δεν τους εμποδίσουμε να το κάνουν.
Ευτυχώς, στον πολιτισμικό αυτόν πόλεμο το υπερόπλο της Αρχαιολογικής Ανασκαφής δίνει και σήμερα το «παρών». «Η Αρχαιολογία δεν είναι ένα λουλούδι ωραίο μεν, αλλά άχρηστο κατά τα άλλα», λέει η Γερμανίδα καθηγήτρια Έρικα Ζίμον, μια από τις ηγετικές μορφές παγκοσμίως στην αρχαιολογία και λάτρης της Ελλάδας. «Είναι πολύτιμη, διότι δεν αναδεικνύει μόνο τις ρίζες της Ελλάδας, αλλά και τις πνευματικές ρίζες του δυτικού κόσμου».
Η αρχαιολογική σκαπάνη σήμερα: από την πολιτική μέχρι την γραφικότητα
Σήμερα οι αρχαιολόγοι συνεργάζονται με παλαιοεθνολόγους, παλαιοβοτανολόγους, γεωγράφους και εφαρμόζουν τις πιο προηγμένες τεχνολογίες και μεθόδους, έχοντας κατανοήσει ότι μόνο μια σύγχρονη, διεπιστημονική προσέγγιση μπορεί να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από σημαντικά ερωτήματα που η ίδια η αρχαιολογία θέτει.
Η ίδια η εμπειρία απέδειξε ότι η κλασσική αρχαιολογική σχολή των φιλολόγων και ιστορικών αρχαιολόγων οδήγησε σε πολλές διαστρεβλώσεις του ιστορικού παρελθόντος. Ένας χημικός, φερ’ ειπείν, μπορεί να διαβάσει πάνω σε έναν αμφορέα έναν χημικό τύπο, κάτι που, αν ο αρχαιολόγος που έχει κάνει την ανασκαφή το γνώριζε, θα άλλαζε η εκτίμηση και η χρονολόγηση πολλών ευρημάτων.
Παρά, λοιπόν, τις σοβαρές ενστάσεις που μπορεί να υπάρχουν για την επικρατούσα «συντηρητική» αντίληψη στην ηγεσία της ελληνικής αρχαιολογίας και των υπηρεσιών του υπουργείου και με την οποία έχουμε συγκρουσθεί πολλάκις όταν αναφερόμαστε στις «απαγορευμένες» ανακαλύψεις, οφείλουμε να παραδεχθούμε τα πολλά θετικά βήματα που γίνονται.
Συζητώντας τις σχέσεις αρχαιολογίας και κοινωνίας, μπορούμε να καταγράψουμε τέσσερις «σχολές» αρχαιολογίας ή μάλλον τέσσερις περιπτώσεις χρήσης της αρχαιολογίας: η εθνική αρχαιολογία, η πλαστή αρχαιολογία, η απαγορευμένη αρχαιολογία και η παρα-αρχαιολογία.
Η εθνική αρχαιολογία είναι αυτή που ανασκάπτει και μελετά τις ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος και το περιβάλλον τους, μέσω της συστηματικής ανακάλυψης, αποκατάστασης και ανάλυσης των αρχαιολογικών ευρημάτων. Πρωταρχικός στόχος αυτής της σχολής είναι να βρίσκει στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, στα αντικείμενα δηλαδή της αρχαιολογικής έρευνας, τις απτές μαρτυρίες για να τεκμηριώσει την εθνική ιδιαιτερότητα, την ιστορική ταυτότητα αλλά, ενίοτε, και τον εδαφικό αλυτρωτισμό κ.λπ. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει εξ αρχής η ελληνική αρχαιολογική σχολή και όλες οι σχολές των ιστορικών εθνών της Ευρώπης, που δημιούργησε ο διαφωτισμός και ο εθνικισμός του 19ου αιώνα.
Η πλαστή αρχαιολογία είναι αυτή που εκτρέπεται από την υπερβολική ανάμειξη της πολιτικής σκοπιμότητας στην αρχαιολογική έρευνα και καταλήγει σε «εθνικιστικές» κατασκευές του παρελθόντος. Στην περιοχή της Μεσογείου αυτό γίνεται, φερ’ ειπείν, περισσότερο φανερό στις περιοχές του Ισραήλ και της Παλαιστίνης με την επαναχαρτογράφηση της γης και την αλλαγή των τοπωνυμίων της (βλ. περισσότερα: Κ. Καλογερόπουλος, «Αρχαιολογία και πολιτική», www.archive.gr, 13/06/2005). Οι αρχαιολόγοι της περιοχής έχουν την μεγαλύτερη εμπειρία επί του θέματος. Οι Μουσουλμάνοι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται ότι η ισραηλινή αρχαιολογία προσπαθεί να υπονομεύει τα θεμέλια του μουσουλμανικού τεμένους στην Ιερουσαλήμ ενώ οι Εβραίοι αρχαιολόγοι κατηγορούν τους Μουσουλμάνους ότι προσπαθούν να σβήσουν οποιαδήποτε στοιχεία αποδεικνύουν ότι εκεί υπήρξε εβραϊκός ναός, απομακρύνοντας μυστικά τα τεχνουργήματα που βρίσκουν στις ανασκαφές… Η αλήθεια για τις ανασκαφές της περιοχής αποκαλύπτεται στο βιβλίο για την «Βίβλο» του Ίσραελ Φινκελστάϊν:
«Το τεράστιο βασίλειο του Δαβίδ και του Σολομώντα; Ανύπαρκτο. Η Ιερουσαλήμ εκείνης της περιόδου (10ος αιώνας π.Χ.), ήταν ένα μικρό χωριό, μετά βίας κωμόπολη, δίχως ίχνος μεγαλείου και δημόσιων κτηρίων (Ναός του Σολομώντα, ανάκτορα κ.λπ.). Ο «χρυσός αιώνας» του Δαβίδ και του Σολομώντα δεν υπήρξε ποτέ. Παρά τον θρυλούμενο πλούτο και ισχύ τους, «ούτε ο Δαβίδ ούτε ο Σολομών αναφέρονται έστω και σε ένα αιγυπτιακό ή μεσοποταμιακό κείμενο». (σελ. 175) Το μοναδικό αρχαιολογικό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της ιστορικότητας του Δαβίδ είναι κάποια θραύσματα ενός μνημείου από βασάλτη, στα οποία υπάρχει, μεταξύ άλλων, γραμμένη στα αραμαϊκά, τη γλώσσα των αραμαϊκών βασιλείων της Συρίας, και η έκφραση «οίκος του Δαβίδ». Η επιγραφή χρονολογείται περί το 835 π.Χ., εκατόν πενήντα χρόνια μετά τη βασιλεία του Δαβίδ (περ. 1005-970 π.Χ., σύμφωνα με την επίσημη βιβλική χρονολόγηση)… Τέτοιος πλούτος αποδείξεων…» (βιβλιοπαρουσίαση Hellenic Nexus, τ.2, Ιούνιος-Ιούλιος 2004).
Άλλη περίπτωση πλαστής αρχαιολογίας είναι αυτή που οικειοποιείται τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις που ανήκουν σε άλλους πολιτισμούς, για να κατασκευάσει ψευδές δικό της παρελθόν, π.χ. η Τουρκία στην οποία η αρχαιολογία αποδίδει τις ελληνικές αρχαιότητες της Μικρασίας στους «αρχαίους Τούρκους» της Ανατολίας… Γι’ αυτό και η Κεμαλική αρχαιολογική σχολή ΔΕΝ είναι αποδεκτή σε κανένα επίσημο συνέδριο.
Η απαγορευμένη αρχαιολογία αφορά υπαρκτά στοιχεία και αρχαιολογικές αποκαλύψεις που αποσιωπούνται ή συγκαλύπτονται γιατί δεν βολεύουν το δυτικό αρχαιολογικό και επιστημονικό κατεστημένο, το οποίο παραμένει δέσμιο της ινδοευρωπαϊκής ή βιβλικής ή οποιασδήποτε άλλης επίσημης ιστορικής χρονολόγησης. Εδώ υπεισέρχεται και ο παράγοντας «συνωμοσία», αλλά δεν είναι το θέμα του παρόντος άρθρου. Εξυπακούεται βέβαια ότι υπάρχουν παρόμοια φαινόμενα στην σιωνιστική και κεμαλική αρχαιολογία, αλλά εκεί μιλάμε περισσότερο για ιστορικές πλαστογραφίες και όχι αρχαιολογικό «συντηρητισμό» και τυπολατρία που μπορεί να συναντάμε στις εθνικές αρχαιολογίες…
Τέλος, η παρα-αρχαιολογία του τύπου «Ιντιάνα Τζόουνς», δηλ. η αναζήτηση της «χαμένης κιβωτού», του «χαμένου θησαυρού του Σολομώντα» και άλλες τέτοιες κατασκευές που έχουν επιβάλει οι Εβραίοι, οι Βιβλιστές της Αμερικής και οι κάθε λογής Αποκρυφιστές, οι οποίοι δεν μπορούν να βρουν ούτε ένα …τσαντήρι για να θεμελιώσουν την ύπαρξη των ψευτο-βασιλείων τους και γι’ αυτό φτιάχνουν Χολλυγουντιανές υπερπαραγωγές όπου οι κινηματογραφικοί αρχαιολόγοι… παλεύουν σκληρά για να αποσπάσουν την «κιβωτό» από τα χέρια των Ναζί. Υπάρχει και η «ουφολογική» εκδοχή της παρα-αρχαιολογίας όπου διάφοροι embedded τυχοδιώκτες (δηλ. ενσωματωμένοι στην Νέα Τάξη) τύπου «Νταίνικεν» προσπαθούν να αχρηστεύσουν εντελώς κάθε επίτευγμα των ιστορικών εθνών: …Ποιος Αριστοτέλης και φιλοσοφία και «Ηθικά Νικομάχεια». Δεν υπάρχει καμμία ανθρώπινη ιστορικότητα, καμμία σκέψη, κανένα ιδανικό, καμμιά αξία… Όχι, ο Αριστοτέλης ήταν UFO, ήρθε από το Διάστημα, κατείχε υπερ-τεχνολογία και άλλα κόμικς. Δυστυχώς και πολλοί δικοί μας έπεσαν σε αυτές τις νεοεποχίτικες «λούμπες» και δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι βγάζουμε μόνοι μας τα μάτια μας… «χαμηλώνουμε» έτσι, γινόμαστε και εμείς «αμερικανάκια» στα αζήτητα της ιστορίας!
Τέτοιες ιστορικές παραποιήσεις θάλεγα, ότι οφείλονται σε «πνευματικές στενώσεις» που μας συνοδεύουν από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους και επανέρχονται με μια περιοδικότητα σε εποχές παρακμής, κρίσης και εθνικής «απελπισίας» λόγω της απουσίας ιδανικών και εθνικής στρατηγικής.
Ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός Arnold Toynbee είχε ευφυώς διαγνώσει αυτή την παθολογία του νεώτερου Ελληνισμού και έλεγε χαρακτηριστικά: «Οι νεοέλληνες δεν έχουν ξεπεράσει το δέος που νιώθουν για τους «κλασσικούς» προκατόχους τους, και αυτός ο υπερβολικός σεβασμός για μια ιδιαίτερη φάση της δικής τους ιστορίας εξακολουθεί να είναι γι’ αυτούς ένας ανασταλτικός παράγων. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ένιωθαν ένα τέτοιο μη οφειλόμενο σεβασμό έναντι των Μυκηναίων προκατόχων τους. Χρησιμοποιούσαν τις μνήμες τους της μυκηναϊκής περιόδου, όχι για να αγιοποιήσουν τα επιτεύγματα των Μυκηναίων Ελλήνων, αλλά ως διανοητική πρώτη ύλη για τη δημιουργία της δικής τους μεγάλης ποίησης». [Arnold Toynbee Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, σ.13, Ινστιτούτο του Βιβλίου, Εκδ. Καρδαμίτσα, 1992].
Ας εξετάσουμε τώρα τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις σημαντικών τελευταίων ανακαλύψεων που όμως δεν έτυχαν της δέουσας προσοχής από τα ΜΜΕ, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα.
Το ανάκτορο των Αιγών ξαναγίνεται το κέντρο της σύγχρονης Μακεδονίας
– Αναδεικνύεται η φυσιογνωμία του Φιλίππου Β’, πατέρα του μεγάλου Αλεξάνδρου, ως «πρώτου ηγεμόνα της Ευρώπης»!!!
Πριν από 30 χρόνια, στις 8 Νοεμβρίου 1977, ο Μανόλης Ανδρόνικος –με την αρχαιολογική του ομάδα- ανοίγει ασύλητο τον βασιλικό τάφο των Αιγών… και εξασφαλίζει μια θέση για το όνομά του στην αιωνιότητα… Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το πρώτο τηλεφώνημα που γίνεται από το κοντινότερο χωριό απευθύνεται στο πιο απόρρητο τηλέφωνο της χώρας. Το κουδούνι κτυπά στο γραφείο του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο άνθρωπος που το σηκώνει του περνά αμέσως την γραμμή.
Στην άλλη άκρη είναι ο ίδιος ο Ανδρόνικος. Ο Καραμανλής τον ακούει συγκινημένος και τον ευχαριστεί. Αισθάνεται υπερήφανος και ανακουφισμένος. Ο ίδιος, πριν από μήνες, είχε απευθυνθεί στον βετεράνο αρχαιολόγο και τού ΄χε πει «Βρες μου γρήγορα ένα τάφο…, οποιονδήποτε». Ο Ανδρόνικος του βρήκε αυτό που ήθελε και μάλιστα ό,τι καλύτερο: τον τάφο του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το σπουδαιότερο ταφικό εύρημα της Βορείου Ελλάδας μέχρι να βρεθεί ο τάφος του γυιού του, του ίδιου του Αλέξανδρου… Μακάρι.
Ο Καραμανλής βρισκόταν λίγες ημέρες προ των εκλογών, που γίνονταν πρόωρες γιατί ζητούσε την ανανέωση της εμπιστοσύνης για να αντιμετωπίσει το Κυπριακό και την επικείμενη ένταξη στην Ευρώπη. Η ένταση με την Τουρκία ήταν στο κόκκινο, αλλά στο βάθος του μυαλού του Μακεδόνα πολιτικού ήταν ένα άλλο πρόβλημα, το Μακεδονικό. Ο κόσμος δεν μάθαινε τίποτα και προσανατολιζόταν από τον τύπο αποκλειστικά στον κίνδυνο προς ανατολάς. Όμως, στο υπουργείο Εξωτερικών τα μισά τηλεγραφήματα και οι απόρρητες εκθέσεις που έρχονταν, αφορούσαν τις ανησυχητικές εξελίξεις στην Γιουγκοσλαβική, ακόμα, «Μακεδονία»…
Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, η ανακάλυψη του Ανδρόνικου άλλαξε δραματικά την ιστορία… Ο τάφος ανήκε στον Φίλιππο τον Β’. Δύο ημέρες μετά, ανοίχτηκε και η χρυσή λάρνακα. Αντίκρισαν τα οστά του Φιλίππου και το χρυσό στεφάνι. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία και μας έκανε όλους να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα!
Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε. Ο Ανδρόνικος και ο Καραμανλής έχουν φύγει από την ζωή, ο χρόνος μπορεί να έχει «απονευρώσει» την ένταση των γεγονότων, αλλά αποδεικνύεται ότι η μεγάλη αυτή ανασκαφή είναι πάντα επίκαιρη, αφού «τα νέα ευρήματα που έρχονται στο φως προσδίδουν στα παληά βαρύνουσα σημασία», κατά την αρχαιολόγο, καθηγήτρια του ΑΠΘ, Χρυσούλα Παλιαδέλη.
Πράγματι, στην εκδήλωση που έγινε με αφορμή αυτή την επέτειο, παρουσία του Γ.Γ. του ΥΠΠΟ κ. Χρήστου Ζαχόπουλου και της χήρας του Μανόλη Ανδρόνικου, η υπεύθυνη του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας, Αγγελική Κοτταρίδη, διαβεβαίωσε ότι, όταν τελειώσουν τα έργα ανάδειξης των ανακτόρων της Βεργίνας, «η Μακεδονία θα έχει τον δικό της Παρθενώνα, καθώς μιλάμε για έναν χώρο με τρεις φορές μεγαλύτερο μέγεθος από τον Παρθενώνα». Ανακοίνωσε, μάλιστα, κάτι που ήρθε στο φως πριν από λίγες ημέρες στο σημαντικότερο δωμάτιο του ανακτόρου, όπου υπάρχει ψηφιδωτό με αναπαράσταση ταύρου να κουβαλά μια γυναίκα: «Είναι η αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία. Αν λάβουμε υπόψη τις πηγές, ότι ο Φίλιππος ήταν απόγονος του Δία, ότι ο συνεργάτης του Θεόπομπος ανέφερε ότι “ποτέ πριν η Ευρώπη δεν γνώρισε έναν τέτοιο εξαιρετικό άντρα, όπως ο Φίλιππος” και ότι το τελευταίο παιδί του Φιλίππου ονομάστηκε Ευρώπη, συμπεραίνουμε ότι ο συμβολισμός είναι πολιτικός. Ο ταύρος Δίας αναπαριστά τον Φίλιππο και του προσδίδει το ρόλο του κυριότερου Ευρωπαίου ηγέτη», τόνισε η κ. Κοτταρίδη.
Το φόντο του ψηφιδωτού δαπέδου απεικονίζει θάλασσα ενώ στις τέσσερις γωνίες του βρίσκονται θαλάσσια τέρατα και μικροί έρωτες και στο κέντρο του απεικονίζονται ίχνη ψηφίδων στα πόδια του ταύρου που αρπάζει μία καλλονή (ο μύθος της αρπαγής της Ευρώπης)».
Σύμφωνα με την κ. Κοτταρίδη η αποκάλυψη της αναπαράστασης του ψηφιδωτού σε συνδυασμό με άλλες ιστορικές και μυθολογικές πηγές οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «ο βασιλέας των Μακεδόνων Φίλιππος ο Β΄ εκλάμβανε τον εαυτό του και ως εν δυνάμει Ευρωπαίο ηγέτη».
Το ανάκτορο των Αιγών θεωρείτο το πιο σημαντικό κλασσικό κτίσμα της αρχαίας Μακεδονίας. Το όλο οικοδόμημα καλύπτει έκταση 16 στρεμμάτων. Χρονολογείται στα χρόνια του Φιλίππου Β’ και είναι εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις της εποχής το ανάκτορο διέθετε ένα άψογο σύστημα αποχέτευσης αλλά και ύδρευσης που έφερνε μέχρι εδώ το δροσερό νερό από τις πηγές του βουνού. Στον όροφο που υπήρχε στην ανατολική αλλά και στη δυτική πλευρά θα πρέπει να βρισκόταν, όπως συνήθως, τα διαμερίσματα των γυναικών και οι κοιτώνες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή και πολυτελής ήταν η κορινθιακού τύπου κεράμωση των στεγών.
Συγχωνεύοντας με τρόπο εξαιρετικά εφευρετικό στοιχεία δημόσιας και ιδιωτικής αρχιτεκτονικής ο μεγαλοφυής αρχιτέκτονας του ανακτόρου των Αιγών καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κτίριο μοναδικό, λιτό και λειτουργικό και συγχρόνως απόλυτα μνημειακό και επιβλητικό, δίνοντας πραγματική μορφή και υπόσταση στην ιδέα του δεσπόζοντος κέντρου από όπου εκπορεύεται κάθε εξουσία. Έτσι η κατοικία του βασιλιά των Μακεδόνων, του ηγεμόνα και αρχιστράτηγου των Πανελλήνων, το μόνο ανάκτορο της κλασικής Ελλάδας που γνωρίζουμε, όντας η έδρα της πολιτικής εξουσίας και συγχρόνως το κέντρο της πνευματικής δημιουργίας, γίνεται ένα αληθινό μνημείο μεγαλοπρέπειας, λειτουργικότητας και μαθηματικής καθαρότητας, το οποίο μέσα από την απόλυτη συνέπεια της γεωμετρίας του συνοψίζει την πεμπτουσία του ευ ζην, υλοποιώντας το πρότυπο της ιδανικής κατοικίας και αποτελώντας το αρχέτυπο του οικοδομήματος με περιστύλιο που θα σφραγίσει την αρχιτεκτονική της ελληνιστικής οικουμένης και θα επαναληφθεί χιλιάδες φορές σε ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο, χωρίς ωστόσο καμιά από τις επαναλήψεις να φτάσει τη σαφήνεια, την πληρότητα και την απόλυτη καθαρότητα του πρωτοτύπου. (odysseus.culture.gr).
Η ανασκαφή στο ανάκτορο των Αιγών ξεκίνησε τη δεκαετία του 1860. Τα πρώτα ευρήματα εντόπισε ο Γάλλος Λεόν Εζέ, στην ανατολική πλευρά του οικοδομήματος. Αργότερα εγκαταλείφθηκε, ενώ υλικά του χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμο κτιρίων του χωριού Βεργίνα, τη δεκαετία του ’20. Την ανασκαφή συνέχισε τη δεκαετία του ’30 ο καθηγητής Ρωμαίος και το ’50-’60 ολοκληρώθηκε από τους Ανδρόνικο, Μπακαλάκη και Μακαρόνα.
Ξαναστήθηκε η Αρχαία Μεσσήνη
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά αρχαιολογικά έργα των τελευταίων χρόνων είναι η μεγάλη αναστήλωση της αρχαίας πολιτείας της Μεσσήνης, την οποία ίδρυσε το 369 π.Χ. ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας και φέρει το όνομα της «γενάρχισσας» των Μεσσηνίων, της προδωρικής βασίλισσας Μεσσήνης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ανασκαφής που δίνει το υπουργείο Πολιτισμού (αρχαιολόγος Γ. Χατζή-Σπηλιοπούλου), η πρωτεύουσα των Μεσσηνίων κτίστηκε στις υπώρειες της Ιθώμης μετά την ήττα των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα της Βοιωτίας (371 π.Χ.) από τους Θηβαίους και τους Αργείους συμμάχους τους. Ο Επαμεινώνδας θέσπισε το ανεξάρτητο κράτος των Μεσσηνίων και τείχισε την πρωτεύουσα με ισχυρό και επιβλητικό οχυρωματικό περίβολο.
Κατά την περίοδο ανάμεσα στον 3ο αι. π.Χ. και 1ο αι. μ.Χ. οικοδομείται σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, αποκτά κτήρια, ιερού-θρησκευτικού αλλά και πολιτικού-δημόσιου χαρακτήρα, και κοσμείται με αξιόλογα έργα τέχνης, κυρίως με τα κολοσσιαία γλυπτά του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος. Τα δεδομένα του πλήθους των επιγραφών και των νομισμάτων, που ήρθαν στο φως κυρίως κατά τις πρόσφατες ανασκαφές, συνδέουν την πορεία της με ιστορικά γεγονότα της περιόδου των διαδόχων, του βασιλείου των Μακεδόνων, της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του Κοινού των Αρκάδων και των Αιτωλών, αλλά και της παρέμβασης της Ρώμης στα ελληνικά πράγματα.
Η πόλη παρακμάζει από τον 3ο αι. μ.Χ. και εξής, μετά από την καταστροφή της από τους Γότθους το 395 π.Χ. Εγκαταλείπεται οριστικά γύρω στα 360-370 μ.Χ. Πάνω στα ερείπιά της εγκαθίσταται οικισμός πρωτοβυζαντινών χρόνων (5ος-7ος αι. μ. Χ.), ενώ η ζωή συνεχίζεται στο χώρο και κατά τους επόμενους βυζαντινούς αιώνες (8ος- 15ος αι. μ.Χ.).
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας επισκέπτεται τη Μεσσήνη στους χρόνους του Αντωνίνου του Ευσεβούς (155-160 μ.Χ.). Την εποχή αυτή η πόλη αποτελεί ακόμη σπουδαίο πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο, με τα δημόσια λατρευτικά ή κοσμικά της κτίσματα σε καλή κατάσταση και διατηρεί αμετάβλητο τον ιπποδάμειο οικοδομικό της ιστό. Η περιήγησή του Παυσανία στην Μεσσήνη καταγράφεται στα Μεσσηνιακά του (4.26.3, 4.27.8 και 4.31.4-33.2). Αιώνες αργότερα ευρωπαίοι περιηγητές καθοδηγούμενοι από την δική του μαρτυρία, παρουσιάζουν τα πρώτα στοιχεία για τα σωζόμενα κατά την εποχή τους μνημεία της πόλης.
Η πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα στη Μεσσήνη πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Σάμιο αρχαιολόγο και μετέπειτα πολιτικό Θεμιστοκλή Σοφούλη (1895), κατόπιν από τον Γεώργιο Οικονόμο (1909 και 1925), και αργότερα από τον ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο (1957-1975). Το 1987 άρχισε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα εκτεταμένο ανασκαφικό και αναστηλωτικό έργο στην αρχαία Μεσσήνη υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας με διευθυντή τον καθηγητή Πέτρο Γ. Θέμελη. Στο μικρό τοπικό αρχαιολογικό μουσείο εκτίθενται αντιπροσωπευτικά ευρήματα της παλαιότερης και πρόσφατης ανασκαφικής έρευνας.
Σήμερα, ύστερα από εργασίες χρόνων, έχει αποκατασταθεί ένας μοναδικός αρχαιολογικός χώρος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την οργάνωση σύγχρονων πολιτιστικών εκδηλώσεων. Η δεύτερη ευχάριστη έκπληξη αυτής της ανασκαφής ήταν η τεράστια «συγκομιδή» αρχαίων γλυπτών και αγαλμάτων, πολλά σε φυσικό μέγεθος, που έχουν ανευρεθεί. Ορισμένα αποδίδονται στον «Φειδία» της Μεσσήνης, γλύπτη Δημοφώντα. Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρείται το άγαλμα σεβάσμιας δέσποινας στα πρότυπα του μεγάλου Αθηναίου γλύπτη Πραξιτέλους.
Από τις εγκαταστάσεις που έχουν αναστηλωθεί εντυπωσιάζουν το Ωδείο, το Στάδιο και το Ασκληπιείο, αλλά και τμήματα των τειχών και τα ιερά (όπως αυτό της μυθικής Μεσσήνης). Όλα αυτά τα αποκαταστημένα τμήματα της αρχαίας Μεσσήνης θα παραδοθούν στο κοινό γύρω στην άνοιξη του 2008 με την ολοκλήρωση του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΕ), ενώ νέα έργα θα ενταχθούν για εξασφάλιση χρηματοδότησης και στην Δ’ Προγραμματική Περίοδο.
Αποκαλύφθηκε το αρχαίο θέατρο των Αχαρνών
Το θέατρο των κλασσικών χρόνων του δήμου των Αχαρνών, που αναζητούσαν Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι από τον 19ο αιώνα, εντοπίσθηκε τυχαία την Τρίτη, 13 Φεβρουαρίου 2007 κατά τις εκσκαφικές εργασίες για αντιστήριξη νέας οικοδομής στο Μενίδι. Η υπεύθυνη αρχαιολόγος της Β’ Εφορείας Αρχαιοτήτων, κ. Μαρία Πλάτωνος, διαπίστωσε γρήγορα την ύπαρξη 15 σειρών εδωλίων του κοίλου του θεάτρου στα δύο μέτρα βάθος.
Το χρονικό της ανασκαφής έχει ως εξής, σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα: «Σε ιδιωτικό οικόπεδο 500 τ.μ. επί της οδού Σαλαμίνος 1, κοντά στη διασταύρωση με την οδό Λιοσίων, είχαν αρχίσει εκσκαφές προκειμένου να ανεγερθεί πολυκατοικία. Σε μία γωνία που άνοιξε ο εργολάβος για να στηρίξει την οικοδομή, αποκαλύφθηκαν πέτρες μεγάλων διαστάσεων. Ο εργάτης της Β’ Εφορείας Αρχαιοτήτων που παρακολουθούσε την εκσκαφή, όπως προβλέπει ο αρχαιολογικός νόμος, αναγνώρισε μέσα από τα μπάζα τους αρχαίους λίθους και ειδοποίησε την υπεύθυνη αρχαιολόγο η οποία έσπευσε. Είχε εν τω μεταξύ ένα μικρό κομμάτι καταστραφεί». (Ελευθεροτυπία, 16/02/2007).
Η ύπαρξη του θεάτρου ήταν γνωστή στους αρχαιολόγους από επιγραφικές μαρτυρίες και αρχαία κείμενα. Οι πρώτες εκτιμήσεις μίλησαν για ένα θέατρο της κλασσικής εποχής, η χρονολόγηση του οποίου υπολογίζεται στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. με αρχές του 4ου. Η κατασκευή του είναι από πωρόλιθο.
Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, το θέατρο αυτό στις Αχαρνές σχετιζόταν άμεσα με την διεξαγωγή των αγροτικών Διονυσίων.
Σε μια μαρμάρινη στήλη, που βρέθηκε παλαιότερα στην περιοχή, υπάρχει η περιγραφή των αγώνων αυτών: «Η θυσία στον θεό Διόνυσο, η πομπή και ο αγώνας. Η βαρύτητα που δίδεται στη μεγαλόπρεπη διοργάνωση της γιορτής φαίνεται από τη συμμετοχή σ’ αυτήν όχι μόνο του δημάρχου και του ταμία, αλλά και ενός ειδικού “επιμελητού των Διονυσίων” που ήταν επιφορτισμένος με τη διοργάνωση της πομπής, ένα αξίωμα που δεν ήταν μαρτυρημένο επιγραφικά μέχρι σήμερα στους αττικούς δήμους. Τέλος, αναφέρεται ο γραμματέας που είναι ο αρμόδιος για την αναγραφή του πρώτου ψηφίσματος σε στήλη που θα στηνόταν στο ιερό της Αθηνάς Ιππίας». (Ελευθεροτυπία, 20/02/2007).
Το ιερό αυτό, όπως και το αποκαλυφθέν θέατρο, βρισκόντουσαν στο κέντρο του αρχαίου δήμου ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος των Αθηνών και ιδιαίτερα πλούσιος. Οι Αχαρνές είχαν στα χέρια τους πολλές πηγές πλούτου, αλλά και πλούσιο κυνήγι από την Πάρνηθα. Ο δήμος τους θεωρείτο κοιτίδα της δημοκρατικής παράταξης . Για τους αρχαιολόγους, θεωρείται βέβαιο ότι έτσι εντοπίσθηκε το κέντρο του αρχαίου αυτού δήμου της Αττικής και ότι στην περιοχή θα πρέπει να αναζητηθούν και άλλα σημαντικά δημόσια κτίρια. Οι δεσμεύσεις του τότε υπουργού Πολιτισμού, κ. Γιώργου Βουλγαράκη, ότι η αποκάλυψη του θεάτρου «μας δίνει ένα στίγμα για το τι μπορούμε να περιμένουμε στην περιοχή» (Βήμα, 22/02/2007), θεωρήθηκαν σαν μια καλή αρχή για την αξιοποίηση των ευρημάτων της αρχαιολογίας και την ενίσχυση τόσο του τοπικού Μουσείου όσο και της κοινωνίας.
Ξαναζωντανεύει η Αντιγόνεια του Πύρρου
Μια άλλη σημαντική αρχαιολογική αποστολή εκτός συνόρων ξαναζωντανεύει μέσα από την τέφρα της την θρυλική αρχαία Αντιγόνεια της Χαονίας, την πόλη που έκτισε ο βασιληάς Πύρρος των Ηπειρωτών, από την γενηά του Αχιλλέα, το 296 π.Χ. για να την αφιερώσει στην αγαπημένη του πρώτη σύζυγο Αντιγόνη, κόρη των ευγενών Μακεδόνων Βερενίκης και Φιλίππου. Η Βερενίκη ήταν εγγονή του Κασσάνδρου και ανιψιά του Αντίπατρου, ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’, ιδρυτή της δυναστείας της Αιγύπτου. Υπήρξε πρώτα σύζυγος του Φιλίππου, μετά τον θάνατο του οποίου πήγε στην Αίγυπτο ως ακόλουθος της αδελφής του Αντίπατρου, Ευριδίκης. Εκεί παντρεύτηκε τον επίγονο του Μεγ. Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο, βασιληά της Αιγύπτου, στην αυλή του οποίου ο Πύρρος γνώρισε την Αντιγόνη. Ο Πύρρος τίμησε και την βασίλισσα Βερενίκη, κτίζοντας την ομώνυμη πόλη κοντά στην Νικόπολη.
Η πόλη της Αντιγόνειας ήταν οργανωμένη σε οικοδομικά τετράγωνα, σύμφωνα με το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα.
Την ξεχασμένη αυτή πόλη στην Β. Ήπειρο, που δέσποζε πάνω σε ένα λόφο στα στενά του Αώου κοντά στο Αργυρόκαστρο, άρχισαν να αποκαλύπτουν Έλληνες και Αλβανοί αρχαιολόγοι, στα πλαίσια ενός κοινού ελληνοαλβανικού προγράμματος που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2005.
Η ταύτιση της θέσης της Αντιγόνειας, που στο παρελθόν αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων για δεκαετίες, οφείλεται στον αρχαιολόγο, με το ελληνικό όνομα, Ντιμοσθέν Μπουντίνα (Dhimosten Budina), ο οποίος στην ανασκαφή του, ανακάλυψε χάλκινες δικαστικούς ψήφους με την χάραξη «Αντιγονέων».
Κοντά στην Αντιγόνεια, οι ρωμαϊκές λεγεώνες το 198 π.Χ. νίκησαν τα στρατεύματα του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Ε’. Αργότερα, το 167 π.Χ., η Αντιγόνεια κατά πάσα πιθανότητα καταστράφηκε από τις λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου μαζί με άλλες 70 πόλεις της Ηπείρου, σύμφωνα με την αναφορά του γεωγράφου Στράβωνα. Η μετέπειτα εξέλιξη της πόλης, δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Μια τρίκοχη βασιλική στην οποία διατηρείται ψηφιδωτό δάπεδο με ελληνική επιγραφή, μαρτυρεί τη χρήση του χώρου κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
Η Αντιγόνεια είναι η δεύτερη σε σπουδαιότητα και μέγεθος πόλη της αρχαίας Χαονίας, μετά τη Φοινίκη. Ήταν η πόλη που ήλεγχε τα περίφημα στενά της Αντιγόνειας, από όπου περνούσε ο δρόμος που ένωνε την Απολλωνία και την Αυλώνα με το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και τη νότια Ήπειρο. Λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης της, στο μέσον περίπου της κοιλάδας του Δρίνου, η Αντιγόνεια γνώρισε σημαντική ακμή. Η πόλη εκτείνεται πάνω σε δυο λόφους, στη θέση Γέρμα, νοτιοδυτικά του χωριού Σαρακινίστα, στην κοιλάδα του ποταμού Δρίνου (αρχαίος Δρίλων).
Από τις έρευνες που έγιναν μέχρι τώρα σε οικίες, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως χάλκινα νομίσματα της εποχής του Πύρρου, νομίσματα της Κερκύρας, οικιακά σκεύη πήλινα, και σε μια οικία, εντοπίστηκαν τα υπολείμματα ενός αργαλειού, με πολλά πήλινα κωνικά υφαντικά βάρη (αγνίθες), που χρησιμοποιούνταν για την ύφανση. Ανασκάπτεται επίσης και ένας μνημειώδης τάφος μακεδονικού τύπου, κάτι σπάνιο για την περιοχή, ο οποίος στο παρελθόν είχε λεηλατηθεί από αρχαιοκάπηλους και τελικά ανατινάχθηκε με εκρηκτικά κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1997 στην Αλβανία.
Η Ήπειρος είχε το όνομά της πάντοτε συνδεδεμένο με τη μοίρα του Ελληνισμού καθώς 3000 χρόνια αδιαμφισβήτητης και συνεχούς ελληνικότητας δηλώνουν τα κατάστικτα με αρχαιολογικούς τόπους και μνημεία εδάφη της. Στην «άπειρον γη» («άπειρος» = απέραντη είναι η «Ήπειρος» στα δωρικά) έζησε και μεγαλούργησε ο Ελληνισμός στο διάβα της Ιστορίας, αλλά και σήμερα εκεί ζει, αγωνίζεται και αντιστέκεται σε πείσμα των εχθρών του και των άσπονδων φίλων του…
«Αρχέγονος Ελλάς Ήπειρος» έτσι χαρακτηρίζει την περιοχή αυτή του Ελληνισμού ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (2ος αι. μ.Χ.) ενώ ο Αριστοτέλης (4ος αι. π.Χ.) την αποκαλεί «Ελλάδα την αρχαίαν».
Για τον Προκόπιο (6ος αι. μ.Χ.) η Ήπειρος φτάνει ως την Επίδαμνο (Δυρράχιο) «Έλληνες εισίν, Ηπειρώται καλούμενοι, άχρις Επιδάμνου πόλεως, ήπερ επιθαλασσία οικείται». Εκεί, στην Επίδαμνο, τοποθετεί και ο Θουκυδίδης (5ος αι. π.Χ.) τα όρια των Ηπειρωτικών φύλων. Ο Διονύσιος ο Περιηγητής (1ος αι. π.Χ.) τα προσδιορίζει βορειότερα της Αυλώνας. Το αρχαίο ρητό «Ωρκίην υπέρ αίαν ερείδεται Ελλάδος αρχή» θέλει την Ελλάδα να αρχίζει από τη γη του Ωρικού. Τέλος ο Στράβων (1ος αι. μ.Χ.) θεωρεί ως όριο Ηπειρωτών και Ιλλυριών το Γενούσο ποταμό και τη γειτονική Εγνατία Οδό, πού ξεκινούσε από το Δυρράχιο και έφτανε στο Βυζάντιο. Αποικία των Κορίνθιων και Κερκυραίων ήταν η Επίδαμνος (Δυρράχιο).
Κατά τον Θεόπομπο (4ος αι. π.Χ.), τα ηπειρωτικά φύλα ήσαν 14, ενώ κατά το Στράβωνα, 11, και όλα ελληνικά. Θρησκευτικό κέντρο όλων των Ηπειρωτών ήταν το Μαντείο της Δωδώνης προς τιμή του Δία.
Οι ιστορικές πηγές και η αρχαιολογική σκαπάνη μαρτυρούν την παρουσία ζωντανού Ελληνισμού στο Βουθρωτό (πλησίον Αγ. Σαράντα), Αντιγόνεια (Τεπελένι), Επίδαμνο (Δυρράχιο), Αντιπάτρεια (Μπεράτι), Απολλωνία (Πογιάνι-Φίερι), Βύλλιδα, Αστάκη, Αμαντία (Πλιόσα), Χίμαιρα (Χειμάρρα), Πάνορμο, Φοινίκη, Ογχησμό (Αγ. Σαράντα), Αδριανούπολη – Δρυϊνούπολη, Νυμφαίο, Ωρικό σε ολόκληρο δηλ. το Βορειοηπειρωτικό χώρο. Η ενότητα της πολιτιστικής κληρονομιάς της Β. Ηπείρου με την λοιπή Ελλάδα αποδεικνύεται περίτρανα και με την αρχαιολογική σκαπάνη: Στην Απολλωνία, αποικία Κερκυραίων και Κορινθίων, έχουν βρεθεί ναοί Απόλλωνα και Άρτεμης ή Ποσειδώνα, ελληνικό θέατρο, Νυμφαίο, αττικά αγγεία και ταφικά ανάγλυφα με σκηνές από την ελληνική μυθολογία, αγάλματα Δωδωναίου Δία, Λυκείου Απόλλωνα, Αθηνάς Παρθένου, Δήμητρας, Ερμή, Απόλλωνα, του Άτλαντα να κρατά στους ώμους του τον Ουρανό, προτομή του Δημοσθένη, νεκρόπολη με πλούσια ευρήματα κ.λπ.
Στο Βουθρωτό (Άγ. Σαράντα), πού ο Βιργίλιος θέλει να έχει κτισθεί από τον ήρωα του Τρωικού πολέμου Έλενο, βρέθηκαν αρχαία τείχη, Ναός Ασκληπιού, Γυμναστήριο, καταπληκτικό ελληνικό θέατρο, πρυτανείο, κεφαλή του Απόλλωνα, βωμός του Διονύσου, πολλές επιγραφές στα ελληνικά. Επίσης στο γειτονικό Φοινίκι βρέθηκε θέατρο, τάφοι με σαρκοφάγους, ναός της Αθηνάς, Γυμνάσιο κ.λπ. Ας σημειωθεί ότι το Φοινίκι κρατάει μέχρι σήμερα το αρχαιοελληνικό όνομα του: Φοινίκη πρωτεύουσα της Χαονίας. (στοιχεία από την ιστοσελίδα www.sfeva.gr).
Στη Βύλλιδα (πλησίον Φίερι) αποκαλύφθηκε: περίφημο θέατρο πού συνδυάζει Δωρικό και Ιωνικό ρυθμό, γυμναστήριο, στάδιο, ταφικά κτίσματα με μακεδονικές επιδράσεις, αρχαία αγορά, οικία με περίστυλη αυλή με πολύχρωμο ψηφιδωτό, νόμισμα με παραστάσεις Δωδωναίου Δία, της Άρτεμης, του Ηρακλή, του Αχιλλέα ή Μ. Αλεξάνδρου, καθώς και επιγραφές στα Ελληνικά.
Οι αρχαιολόγοι παλαιότερα έψαχναν την Αντιγόνεια στο σημερινό Τεπελένι. Αργότερα, ο Νίκολας Χάμοντ ισχυρίστηκε πως βρισκόταν σε μια οχυρή θέση κοντά στο Λέκλη, είπε ο επικεφαλής της ελληνικής αποστολής κ. Κωνσταντίνος Ζάχος, όταν παρουσίασε τα συμπεράσματα της έρευνάς του στην Αρχαιολογική Εταιρεία (Ελευθεροτυπία, 12/04/2006).
Όπως και άλλες πόλεις της Ηπείρου, έτσι και η Αντιγόνεια είχε τραγική τύχη, καθώς φαίνεται ότι ισοπεδώθηκε από τους Ρωμαίους, όταν κατέκτησαν την Ήπειρο, το 168 π.Χ.
Στην ελληνική ομάδα, εκτός του κ. Ζάχου, εργάσθηκαν η Αγγέλικα Ντούζουγλη, προϊσταμένη του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ηπείρου, καθώς και οι αρχαιολόγοι, Γεωργία Πλιάκου, Βιβή Καρατζένη, Σοφία Κίγκα και Δημήτρης Κοντογιώργος. Από την Αλβανία, συμμετέχουν ο διευθυντής του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Τιράνων, καθηγητής Muzafar Kotkuti, η νομισματολόγος Shpresa Gjongecaj και ο Έφορος Αρχαιοτήτων Βουθρωτού Dhimiter Kondi. Μαζί με όλους τους αρχαιολόγους, εργάζονται στην Αντιγόνεια, τοπογράφοι, αρχιτέκτονες, φοιτητές αρχαιολογίας κ.ά.
ΖΩΜΙΝΘΟΣ: η «silicon valley» των Μινωϊτών – Τα εντυπωσιακά αρχαιολογικά ευρήματα του Ψηλορείτη
Μια νέα Κνωσός αναδύεται τα τελευταία χρόνια στην κορυφή του Ψηλορείτη, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων. Σε μια περιοχή, στο οροπέδιο της Ζωμίνθου, που δεν περίμενε κανείς να υπάρχει οικισμός τον 16ο αιώνα π.Χ. βρέθηκε ένα απροσδόκητα μεγάλο κτίσμα που ανατρέπει την μέχρι σήμερα διαμορφωμένη άποψη για τον μινωϊκό πολιτισμό, ότι δηλ. οι Μινωΐτες έκτιζαν τα ανάκτορά τους στα πεδινά. Η μινωϊκή αυτή πολιτεία, που βρίσκεται στα μισά του ιερού δρόμου από την Κνωσό στο Ιδαίον Άντρον, ισοπεδώθηκε από τον μεγάλο σεισμό γύρω στα 1600 π.Χ., όπως και τα άλλα μινωϊκά κέντρα στην Κρήτη. Οι συνέπειες της σεισμικής καταστροφής είναι εύκολα ανιχνεύσιμες σε όλη την περιοχή από τους αρχαιολόγους που από το 2005 έχουν αρχίσει ένα διεπιστημονικό πρόγραμμα αρχαιολογικής έρευνας στην Ζώμινθο, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Ινστιτούτου Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Της αρχαιολογικής ομάδας προΐστανται ο γνωστός αρχαιολόγος και καθηγητής, λάτρης της Κρήτης, του πολιτισμού και της ιστορίας της, κ. Γιάννης Σακελλαράκης, μαζί με τον καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, κ. Διαμαντή Παναγιωτόπουλο, με την ενεργή συμμετοχή της επιτίμου εφόρου Αρχαιοτήτων, κας Έφης Σαπουνά-Σακελλαράκη.
Τα βασικά ερωτήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν οι αρχαιολόγοι είναι: α) γιατί ένα τόσο ισχυρό μινωϊκό κτίριο υπήρχε σε αυτή την θέση και σε αυτό το ύψος, και β) κάτω από ποιες συνθήκες διαβιούσαν οι Μινωΐτες σε τέτοιο υψόμετρο.
Με γαιοσκοπικές και μαγνητικές μεθόδους, οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει κτιριακό συγκρότημα 1.600 τ.μ. και εργαστηριακές εγκαταστάσεις με άριστο εξοπλισμό για την Μινωϊκή Κρήτη.
Το κεντρικό κτίριο που ανασκάπτεται είναι διώροφο εντυπωσιακών διαστάσεων. Μόνο στον ισόγειο δαιδαλώδη χώρο έχουν βρεθεί 40 δωμάτια ύψους μέχρι τριών μέτρων σε ορισμένα σημεία. Η θεμελίωσή του είναι ισχυρή και η βόρεια πλευρά του αποτελεί μια από τις καλύτερα σωζόμενες προσόψεις μινωϊκών κτιρίων. Σε πολλά σημεία έχουν χρησιμοποιηθεί τεράστιοι ογκόλιθοι που έχουν κατάλληλα επεξεργασθεί και οι οποίοι θυμίζουν κυκλώπεια τείχη.
Όπως ανακοίνωσε ο κ. Σακελλαράκης στο Κρητολογικό Συνέδριο, το φθινόπωρο του 2006, τα καινούργια ευρήματα δείχνουν ξεκάθαρα ότι έχουμε να κάνουμε με μια ισχυρή και τέλεια οργανωμένη κοινωνική, θρησκευτική, παραγωγική και οικονομική μητρόπολη που βρισκόταν σε κομβικό σημείο ελέγχου της διακίνησης αγαθών και εμπορικών προϊόντων.
Για τα καινούργια ευρήματά του, ο κ. Σακελλαράκης δήλωσε προ μηνός ότι: «Εφέτος είδαμε ότι το κτίριο είναι τεράστιο, εμείς εντοπίσαμε μόνο 1.600 τ.μ., και προεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε πως λειτουργούσαν εκεί μια οργανωμένη βιοτεχνία και ένα εργαστήριο κεραμικής. Με τα νέα ευρήματα διαπιστώσαμε ότι παράλληλα με την εξαγωγή προϊόντων κεραμικής γινόταν και εισαγωγή τους. Συγκεκριμένα, το μεγάλο πιθάρι που ανακαλύψαμε με λεπτεπίλεπτη κεραμική και ζωγραφική είναι εξαιρετικής ποιότητας και ανήκει στη κνωσιακή ζωγραφική. Επίσης τα μικρά αγγεία που βρήκαμε έχουν σχέδια με χρώματα.
Αυτό που είναι πολύ σημαντικό στοιχείο όμως, είναι πως τα δάπεδα του πρώτου ορόφου και τα κονιάματα έχουν υποστεί υψηλή τεχνική επεξεργασία, διαθέτουν εξαιρετική αισθητική και είναι τοιχογραφημένα διότι έχουν ίχνη χρώματος. Ολα αυτά οδηγούν στη σκέψη ότι έχουμε να κάνουμε με κτίριο ανακτορικό, διότι αυτά τα στοιχεία δεν τα γνωρίζουμε στις επαύλεις της υπόλοιπης Κρήτης τη μινωική εποχή. Δηλαδή ενισχύεται η άποψη ότι ήταν ένα ισχυρό οργανωμένο παραγωγικό, οικονομικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κέντρο, με έλεγχο διακίνησης των αγαθών και των κόμβων αφού από εδώ περνούσαν οι επισκέπτες για να πάνε στο Ιδαίον Αντρο. Η αρχιτεκτονική δομή του κτιριακού συγκροτήματος και ο τρόπος ανάπτυξής του, παρά το εντελώς διαφορετικό υλικό κατασκευής του, παραπέμπει στην αντίστοιχη ανάπτυξη του ανακτόρου της Κνωσού». (Ελευθεροτυπία, 01 Οκτωβρίου 2007).
Όπως εξηγεί ο διαπρεπής αρχαιολόγος, εφ’ όσον οι Μινωΐτες κατοικούσαν μόνιμα σε τέτοιο υψόμετρο, με βαρείς χειμώνες και αντίξοες καιρικές συνθήκες, αυτό σημαίνει ότι «διέθεταν γνώση ειδικής τεχνολογίας» στην χρήση του ξύλου, της πέτρας και άλλων υλικών. «Ίσως αυτός είναι ο λόγος», λέει, «που το κτίριο σώθηκε μετά τον σεισμό και βρέθηκε σε τόσο καλή κατάσταση. Το ενδιαφέρον είναι πως κάποιοι τοίχοι της Ζωμίνθου είναι μονωμένοι με πηλό, που λειτουργεί ως ηχομονωτικό και θερμομονωτικό».
Παρ’ όλο που η ανασκαφή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, στο κεντρικό κτίριο του ανακτόρου έχουν βρεθεί ήδη 150 ακέραια αγγεία σε χώρο δίπλα στο κεραμεικό εργαστήριο, πολλά χάλκινα και μολύβδινα αντικείμενα, ένα πιθοειδές αγγείο, ένας μεγάλος ακέραιος αμφορέας σπειροειδούς διακόσμησης, ένας κεραμεικός κλίβανος και άλλα σημαντικά κομμάτια.
Όπως έχει γράψει παληότερα στο βιβλίο του «Ανασκάπτοντας το παρελθόν» ο καθηγητής κ. Γιάννης Σακελλαράκης: «Από τον Όμηρο και κάτω πολλοί αρχαίοι συγγραφείς ξαναγυρίζουν στην παράδοση για το περίφημο, κάθε εννιά χρόνια, ταξίδι από την Κνωσό στο Ιδαίον Άντρον, του γυιού του Δία, του Μίνωα, μετέπειτα ακόμη και στον Άδη, διακαιοκρίτη, για να πάρει τους νόμους από τον πατέρα του. Το δικό μου ερώτημα δεν είναι αν η παράδοση είναι αληθινή. Αλλά αν το κτίριο της Ζωμίνθου βρεθεί άδειο ή γεμάτο. Αν δηλαδή ο σεισμός έγινε τον πρώτο ή τον όγδοο της προετοιμασίας για αυτό το μεγάλο ταξίδι…».
Για να βγουν ολοκληρωμένα συμπεράσματα σχετικά με την προηγμένη τεχνογνωσία την οποία διέθεταν οι Μινωΐτες και που κατέστησε την Ζώμινθο «τεχνολογική πρωτεύουσα» των Μινωϊτών, συνεργάζονται επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων: αρχαιολόγοι, τοπογράφοι, παλαιογεωγράφοι, αρχαιοζωολόγοι, αρχαιοβοτανολόγοι κ.ά. Χρησιμοποιούνται ειδικά μηχανήματα τελευταίου τύπου, η συλλογή πληροφοριών συμπληρώνεται από την μελέτη δορυφορικών φωτογραφιών και τα ανασκαφικά δεδομένα τεκμηριώνονται με ψηφιακό τρόπο και αποθηκεύονται στην συνέχεια σε data base της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Πρόκειται για μια πολύ σημαντική διεπιστημονική έρευνα που τιμά την χώρα μας και θα έχει μεγάλο όφελος για τον τόπο, στον βαθμό μάλιστα που, όπως πιστεύει ο Γιάννης Σακελλαράκης, «η Ζώμινθος μπορεί να είναι πιο σημαντική από την Κνωσό» (από την συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΑΝΩΓΗ» της Κρήτης).
Κάθε χρόνο, ο καθηγητής ενημερώνει τους κατοίκους των Ανωγείων για την πορεία των ανασκαφών. Στην προηγούμενη ανοικτή συγκέντρωση που έγινε στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, στις 30 Αυγούστου 2006, τόνισε ότι η Ζώμινθος είναι το πιο σημαντικό εύρημα της ζωής του.
Σε μια συνέντευξη-ποταμό που έδωσε στην τριμηνιαία εφημερίδα της ενορίας Αγίου Γεωργίου Ανωγείων, λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σακελλαράκης: «Βρισκόμαστε στο ξεκίνημα ενός πολύ μεγάλου αρχαιολογικού προγράμματος. Μιλήσαμε για το κεντρικό κτίριο. Γύρω από αυτό, μέσα στο φράγμα και μέχρι την πηγή είναι γεμάτο από μινωικά σπίτια. Εκτός από αυτό υπάρχει και ένα νεκροταφείο, και ένα ιερό ενδεχομένως. Ξέρουμε ότι οι άνθρωποι ζούσαν εκεί όλο το χρόνο. Αντιλαμβάνεστε ότι είναι ένα τεράστιο θέμα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εν συνοπτώ χρόνο. Διότι πρώτον έχουμε μια μινωική εγκατάσταση στα βουνά. Όπως λέω συχνά εάν αφήσω κάτι στην Μινωική Αρχαιολογία αυτό θα είναι η διάσταση των βουνών. (…) Η Ζώμινθος όμως είναι κάτι το απολύτως αναπάντεχο. Διότι μέσα στην επικρατούσα αντίληψη ότι οι Μίνωες ήταν μόνο στις πεδιάδες και ταξίδευαν με τα πλοία τους στην Ανατολική Μεσόγειο, το ότι είχαν μια τέτοια εγκατάσταση στα βουνά αλλάζει πολλά πράγματα. Γι’ αυτό λέω ότι η Ζώμινθος είναι το σημαντικότερο εύρημα της ζωής μου και αυτό το λέω ξεκάθαρα. Κάνατε ένα συσχετισμό με την Κνωσό. Η Ζώμινθος δεν είναι Κνωσός. Η Κνωσός είναι το κέντρο της Κρήτης αφού εκεί ήταν ο Μίνωας. Αν όμως οι μύθοι μας λένε αλήθεια, ο Μίνωας κάθε εννέα χρόνια ανέβαινε στο Ιδαίον Άντρον να πάρει τους νόμους από τον πατέρα του τον Δία και ασφαλώς σταματούσε και στη Ζώμινθο. Επομένως η Ζώμινθος εξαρτάται από την Κνωσό. Αλλά η Ζώμινθος μπορεί να είναι πιο σημαντική από την Κνωσό, γιατί θυμίζω την κατάντια της Μινωικής Κνωσού σήμερα. Είναι ένα παζάρι… Για σκεφτείτε όμως τη Ζώμινθο ανασκαμμένη μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Είναι ένας θησαυρός. Εγώ νιώθω σαν τον Έβανς, όχι βέβαια τόσο μεγάλος αρχαιολόγος, άλλο θέλω να πω. Ο Έβανς ήταν ένας πάμπλουτος Άγγλος. Αγόρασε όλη την περιοχή της Κνωσού. Αν ήξερε τι θα γινόταν θ’ αγόραζε ως το Ηράκλειο τότε. Εγώ όμως ξέρω και όλοι ξέρουμε τώρα. Καταλαβαίνετε λοιπόν τον ευρύτερο σχεδιασμό μου και το όνειρο που είχε ξεκινήσει από παλιά, της δημιουργίας εθνικών δρυμών στον Ψηλορείτη».
Η Ζώμινθος ήδη κηρύχθηκε αρχαιολογικός τόπος και ορίστηκε η Α και Β Ζώνη. Ξεκίνησε, επίσης, και το πρόγραμμα των αρχαιολογικών δρυμών, ενώ προγραμματίζεται ο χωροταξικός σχεδιασμός για την μελλοντική τουριστική αξιοποίηση του αρχαιολογικού χώρου.
Η Πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Κουβέϊτ, σε πολύ στρατηγική περιοχή
Δεκαμελής ελληνική επιστημονική αποστολή εργάζεται χρόνια για να φέρει στο φως μια ελληνική αποικία που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος στο νησί Φαϊλάκα του Περσικού Κόλπου.
Το νησί βρίσκεται κοντά στην κουβεϊτιανή ακτή και είχε στρατηγική σημασία στα χρόνια που ο Νέαρχος, ναύαρχος του μεγάλου Έλληνα στρατηλάτη, άρχισε τον εποικισμό του.
Οι Έλληνες αρχαιολόγοι έχουν εξασφαλίσει την κουβεϊτιανή υποστήριξη στο έργο της ανάδειξης του σημαντικού αυτού αρχαιολογικού πάρκου που αποτελεί πλέον το, ακατοίκητο σήμερα, νησί (όπως η Δήλος στο Αιγαίο) κατόπιν της συμφωνίας επιστημονικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Η σχετική συμφωνία υπογράφηκε στις 25 Ιουλίου του 2007, στο Κουβέιτ, από τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού κ. Ζαχόπουλο και τον Γενικό Γραμματέα του Εθνικού Συμβουλίου του Εμιράτου του Κουβέιτ για τον Πολιτισμό, τις Τέχνες και τα Γράμματα κ. Μπαμπέρ Εσέι Αλ Ρίφαε και προβλέπει:
Την ανασκαφή από Έλληνες Αρχαιολόγους της αρχαίας πόλης Ίκαρος που βρίσκεται στο νησί Φαϊλάκα.
Τη δημοσίευση από τους Έλληνες επιστήμονες των ευρημάτων.
Την επίβλεψη-οργάνωση από Έλληνες ειδικούς του έργου της συντήρησης των αρχαιοτήτων στον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και στο Μουσείο του Κουβέιτ.
Τη στερέωση, προστασία, οργάνωση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Ικάρου.
Την ευρύτερη συνεργασία των δυο χωρών σε θέματα διαχείρισης, προστασίας, ανάδειξης και προβολής των αρχαιοτήτων.
Διευθύντρια της ελληνικής αποστολής είναι η δρ. Αγγελική Κοτταρίδη, αρχαιολόγος του Υπουργείου Πολιτισμού, που υπηρετεί στη ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, υπεύθυνη του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου των Αιγών στη Βεργίνα και αναπληρωτής διευθυντής ο δρ. Παναγιώτης Χατζηδάκης, αρχαιολόγος του Υπουργείου Πολιτισμού, υπεύθυνος του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου της Δήλου.
Το νησί Φαϊλάκα δεν έχει ρίζα αραβική και πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «φυλακαί – φυλάκιον», βρίσκεται στον Κόλπο του Κουβέιτ σε απόσταση 12 έως 16 χιλιόμετρα από την ακτή και έχει έκταση περίπου 24 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Στο νησί έχει εντοπιστεί και εν μέρει ανασκαφεί ελληνική αποικία, που ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και συγκεκριμένα συνδέεται με τον πλου του Νεάρχου, του Ναυάρχου του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την κεντρική – νότια Ασία, δυτικά, όπου στον πλου αυτό ιδρύθηκε η συγκεκριμένη αποικία.
Έχει αποκαλυφθεί μικρό μέρος της πόλης, καθώς και ναός της Άρτεμης. Στις ανασκαφές βρέθηκαν πολλά ελληνικά νομίσματα και επιγραφές, ειδώλια και αγγεία. Το σημαντικότερο εύρημα είναι η λεγόμενη επιγραφή της Ικάρου, η οποία αποτελείται από 43 στίχους, στην ελληνική γλώσσα φυσικά και υπήρξε καθοριστική τόσο για την ταύτιση του νησιού με την Ίκαρο, που αναφέρεται από τον Στράβωνα και τον Αρριανό, όσο και για τη χρονολόγηση της πόλης.
Οι Αρχές του Κουβέιτ εξέφρασαν την επιθυμία, πέρα από τη βοήθεια που θα μπορούσε να παράσχει μια ελληνική αποστολή στην ανασκαφή και στη συντήρηση των αρχαιοτήτων, να συμβάλει η ελληνική πλευρά στις προσπάθειές τους και η εγγραφή της νήσου Φαϊλάκα στον Κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Οι Αρχές του Κουβέϊτ έχουν σχέδια για την αρχαιολογική ανάδειξη και ταυτόχρονα την τουριστική αξιοποίηση του νησιού.
Η ελληνική πλευρά με την εμπειρία της και την τεχνογνωσία της μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ανάδειξη της ελληνιστικής θέσης στη νήσο Φαϊλάκα, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας, γιατί είναι κάτι που ίδρυσαν οι Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες του εκστρατευτικού σώματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ήταν με τον Νέαρχο. Είναι μια πολύ στρατηγική περιοχή.
Είναι σαφείς οι περιγραφές εκεί στον ιερό του χώρου της Αρτέμιδος και τα χαράγματα ελληνικών ονομάτων και ήταν έκδηλη η συγκίνηση όσων Ελλήνων βρέθηκαν εκεί. Η ανασκαφή αυτή τονίζει μια άλλη διάσταση της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιατί δείχνει μια μακραίωνη ιστορία καλών σχέσεων των Ελλήνων με τους κατοίκους των περιοχών αυτών που συνεχίζεται σε ένα πλαίσιο μέσω της βυζαντινής περιόδου και της νεότερης ιστορίας με τον αραβικό κόσμο γενικά.
Βρέθηκε το σπίτι του Ηρακλή!
Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο διασημότερος μυθικός ήρωας της ελληνικής αρχαιότητας, δηλαδή το σπίτι του πατέρα του Ηρακλή, του Αμφιτρύωνα, ανακάλυψαν έξω από τις Πύλες Ηλέκτρες της Θήβας οι αρχαιολόγοι της Θ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ). Η πολύ σημαντική αυτή αρχαιολογική ανακάλυψη έγινε κατά την διάρκεια ανασκαφών σε ένα μικρό ιδιωτικό οικόπεδο επί της οδού Πολυνείκους 13, στην ΝΑ πλευρά της Καδμείας (της οχυρωμένης πόλης του Κάδμου), διακόσια μέτρα νότια των Ηλέκτρων Πυλών (Θήβα) και σε μικρή απόσταση από τον λόφο του ναού του Ισμηνείου Απόλλωνα… Το οικόπεδο ανασκάπτεται εντατικά τα τρία τελευταία χρόνια. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν πως είναι ο τόπος που είδε ο Παυσανίας, μπαίνοντας στην πόλη, στα αριστερά του. Πρόκειται για τον ναό του Ηρακλή με έργα του γλύπτη Αλκαμένη και τον οίκο του Αμφιτρύωνα. Εκεί έζησε ο Ηρακλής με την γυναίκα του Μεγάρα, κόρη του Κρέοντα, βασιληά των Θηβών, μέχρι που σκότωσε και αυτήν και τα τρία παιδιά τους όταν τον κατέλαβε η τρέλλα που του έστειλε η Ήρα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ονομάστηκε Ηρακλής, δηλαδή αυτός που θα αποκτήσει κλέος (=δόξα) εξαιτίας της Ήρας. Παρόλο που καταγόταν από έναν άλλο σημαντικό μυθικό ήρωα, το βασιλιά της Αργολίδας, τον Περσέα, γεννήθηκε στη Θήβα, όπου και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Στη Θήβα κατέφυγαν η μητέρα του Αλκμήνη και ο σύζυγός της Αμφιτρύωνας, για να καθαρθεί ο τελευταίος από το μίασμα της κατά λάθος δολοφονίας του πεθερού του Ηλεκτρύωνα, γιου του Περσέα και βασιλιά των Μυκηνών. Στη διάρκεια μιας απουσίας του Αμφιτρύωνα από τη Θήβα σε εκστρατεία, ο Δίας θαμπωμένος από την ομορφιά της Αλκμήνης αποφάσισε να την πλανέψει. Πήρε λοιπόν τη μορφή του Αμφιτρύωνα και προσποιήθηκε ότι γύρισε νικητής από την εκστρατεία.
Η νύχτα εκείνη ήταν πολύ μεγάλη, τριπλάσια της κανονικής, και συνευρέθηκαν με την Αλκμήνη και ο Δίας και ο Αμφιτρύωνας, που στο μεταξύ είχε επιστρέψει από την εκστρατεία. Καρπός αυτής της νύχτας ήταν δίδυμα αγόρια, ο Ηρακλής από τον Δία και ο Ιφικλής από τον Αμφιτρύωνα. Ο Δίας, όμως, ήταν αλαζονικός και καυχησιάρης. Έτσι, όταν πλησίαζε η μέρα της γέννησης του Ηρακλή, ανακοίνωσε μπροστά σ’ όλους τους θεούς ότι θα γεννηθεί κάποιος απόγονος του Περσέα που θα γίνει βασιλιάς των Μυκηνών.
Η Ήρα, όμως, που φρόντιζε να αποκαθιστά τις ισορροπίες αλλά και να κυνηγάει ανελέητα τις ερωμένες του Δία και τους καρπούς τους, καθυστέρησε τη γέννηση του Ηρακλή, ενώ παράλληλα επιτάχυνε τη γέννηση του γιου του Σθένελου, βασιλιά της Αργολίδας και γιου του Περσέα, του Ευρυσθέα. Ο Ηρακλής ήταν δεκαμηνίτικο μωρό, ενώ ο Ευρυσθέας επταμηνίτικο. Σύμφωνα λοιπόν με τα λόγια του Δία, μπροστά σ’ όλους τους θεούς, ο Ευρυσθέας αναγνωρίστηκε βασιλιάς της Αργολίδας και ο Ηρακλής έπρεπε να τον υπηρετεί.
Όταν ήταν ακόμη νέος ο Ηρακλής, σκότωσε ένα λιοντάρι στον Κιθαιρώνα. Η παράδοση λέει ότι το δέρμα αυτού του λιονταριού φορούσε αργότερα ο Ηρακλής και αποτελούσε το σύμβολό του. Άλλοι, βέβαια, υποστηρίζουν ότι η λεοντή που φορούσε ο Ηρακλής προερχόταν από το λιοντάρι της Νεμέας. Ο Ηρακλής πήρε ως δώρο από το βασιλιά της Θήβας την κόρη του Μεγάρα για γυναίκα του. Η Ήρα, όμως, δεν είχε ησυχάσει. Ζήλεψε την ευτυχία του ήρωα και του προκάλεσε καταστροφική μανία. Αυτή η μανία οδήγησε τον Ηρακλή στο να σκοτώσει τη Μεγάρα και τα τρία παιδιά του. Για να εξαγνιστεί, κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός έλεγε πως ο εξαγνισμός θα συντελούνταν αν ο Ηρακλής υπηρετούσε για δώδεκα χρόνια το βασιλιά Ευρυσθέα. Όταν πραγματοποιούσε τους άθλους που θα του επέβαλε ο Ευρυσθέας, θα γινόταν αθάνατος.
Έτσι, ο ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, που έγινε παγκόσμιο σύμβολο της ανδρικής ρώμης, και τα κατορθώματά του συνδέονται κατ’ εξοχήν με τους τόπους όπου αναπτύχθηκε ο μυκηναϊκός πολιτισμός.
Τώρα, μετά από χιλιάδες χρόνια, έρχεται η επιστήμη να συναντήσει την μυθολογία, αναδεικνύοντας άλλη μια φορά την αστείρευτη δύναμη της ελληνικής διαχρονικής παράδοσης.
Μέχρι σήμερα, έχουν αποκαλυφθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά ευρήματα, σε όλη την έκταση του οικοπέδου που χρονολογούνται από τους Πρωτοελλαδικούς (ΠΕ) χρόνους έως και τους ύστερους βυζαντινούς.
Από τους προϊστορικούς χρόνους οι ανασκαφείς συνέλεξαν ΠΕ κεραμική, ενώ εντοπίστηκαν, σε όλη την έκταση του οικοπέδου, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μυκηναϊκών χρόνων που συνθέτουν με σαφήνεια κτίσματα. Μεταξύ των θεμελίων των κτισμάτων αυτών, βρέθηκαν 2 ταφές, ακτέριστες, σε συνεσταλμένη στάση.
Στο ΝΔ τμήμα του οικοπέδου, αποκαλύφθηκε τμήμα στυλοβάτη με τους κατώτερους σφονδύλους δωρικής κιονοστοιχίας και τμήμα οικοδομήματος αρχαϊκών χρόνων. Από το χώρο αυτό συλλέχθηκαν πολλά κινητά ευρήματα, όπως χάλκινες οφθαλμωτές φιάλες, χάλκινα αγαλματίδια, άνω τμήμα κορμού πώρινης δαιδαλικής κόρης, κορινθιακή κεραμική, τμήματα λίθινου περιρραντηρίου, λίθινο άκρο λέοντος, λίθινες βάσεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για το μοναδικό ναϊκό οικοδόμημα της ύστερης αρχαϊκής εποχής, που έχει βρεθεί στην πόλη της Θήβας.
Μέχρι στιγμής έχουν συλλεχθεί 380 ακέραια αγγεία, ενώ πολλά είναι αυτά που βρέθηκαν σε θραύσματα και μπορούν να συγκολληθούν. Βρέθηκαν, επίσης, χάλκινα κοσμήματα, ειδώλια και μία σφραγίδα. Στα ανώτερα στρώματα και προς τα βόρεια του βωμού, τα ευρήματα είναι αρχαϊκής εποχής. Σε πιο βαθιά στρώματα και κυρίως προς τα νότια, τα ευρήματα είναι γεωμετρικών χρόνων. Ο βωμός από τέφρα (παρόμοιος με το βωμό του Διός στην Ολυμπία) πιθανών να ταυτίζεται με το μαντικό βωμό του Απόλλωνα σποδίου, τον οποίο είδε ο Παυσανίας προ των Ηλεκτρών Πυλών και που τον αναφέρει και ο Σοφοκλής στην αρχή της τραγωδίας του Οιδίποδα Τυράννου ή με τον οίκο του Αμφιτρύωνα. [πηγή: Α.Π.Ε. ]
Δεν είναι η πρώτη φορά -και φυσικά δεν είναι η τελευταία- που η θηβαϊκή γη αποκαλύπτει θησαυρούς. Αρκεί να αναφέρουμε πως σχετικά πρόσφατα ανασκάφηκαν μεγάλα νεκροταφεία με την ευκαιρία του έργου κατασκευής της υπόγειας διάβασης κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Θεσσαλονίκης.
Αν, μάλιστα, ανατρέξουμε λίγο παλαιότερα, βλέπουμε πως συνολικά τα έτη 2001 και 2002 βρέθηκαν περίπου χίλιοι διακόσιοι τάφοι σε ανασκαφές υπό τη διεύθυνση του Βασίλη Αραβαντινού.
Η κατοίκηση της Θήβας άρχισε στα νεολιθικά χρόνια (Πυρί) και ο οικισμός ήταν ήδη ισχυρός στην πρωτοελλαδική (3000-2000 π.Χ.), καθώς και στη μεσοελλαδική εποχή (2000-1600 π.Χ.). Η πόλη έφθασε στο απώτατο σημείο υπεροχής και δύναμης τη μυκηναϊκή περίοδο (1600-1100 π.Χ.). Αξιόλογη ήταν η δύναμη της Θήβας και τα γεωμετρικά και αρχαϊκά χρόνια, ενώ την κλασική περίοδο κερδίζει την ηγεμονία της Ελλάδας (371-362 π.Χ.). Μετά, όμως, τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 πΧ και την πλήρη καταστροφή της από τους Μακεδόνες το 335 π.Χ. η Θήβα ουδέποτε ανέκτησε την παλιά δόξα της. Στα σημαντικότερα μνημεία της Θήβας περιλαμβάνεται το Μυκηναϊκό Ανάκτορο ή Καδμείον, ένα από τα σημαντικότερα διοικητικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο κέντρο της Καδμείας Ακρόπολης. Επίσης, ο ναός του Ισμηνίου Απόλλωνος και οι Πύλες της Καδμείας. Από τις επτά μυθολογικές πύλες των Θηβών μόνον η είσοδος ανάμεσα στους δύο κυκλικούς πύργους των Ηλεκτρών Πυλών σώζεται σήμερα. [Πηγή: Απογευματινή, 11 Νοεμβρίου 2004, Τέχνες, Δέσποινα Κονταράκη, σσ. 48 – 49].
Εντοπίστηκε η Αρχαία Πρωτεύουσα της Αρκαδίας
Η αρχαία Τραπεζούντα, πρωτεύουσα της Αρκαδίας πριν εγκαταλειφθεί το 371 π.Χ. από τους κατοίκους της, προσδιοριζόταν από τους αρχαιολόγους ανάμεσα στα σημερινά χωριά Κυπαρίσσια και Μαυριά. Όμως, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν είχε καταφέρει να την ανακαλύψει και έτσι δυστυχώς εντοπίστηκε πρώτα από… τους εκσκαφείς της ΔΕΗ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφεί (εκούσια ή ακούσια) το 40% της αρχαίας πόλης, πριν οι αρχαιολόγοι φθάσουν στην περιοχή.
Η Δρ. Άννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου, αρχαιολόγος στην Ε’ ΕΠΚΑ και υπεύθυνη των ανασκαφών στα Κυπαρίσσια, η οποία διαπίστωσε την σπουδαιότητα των ευρημάτων, έχει σχεδόν πεισθεί για την ταύτιση της αποκαλυφθείσας αρχαίας πόλης με την αρκαδική Τραπεζούντα.
[Στοιχεία από την διάλεξη που έδωσε η αρχαιολόγος Δρ. Άννα Βασιλική Καραπαναγιώτου στα εντευκτήρια της Ένωσης Τριπολιτών Αττικής, την Παρασκευή 17.2.2006]:
«Η Αρκαδία υπήρξε κοιτίδα πολιτισμού. Τα νεώτερα στοιχεία της επιστημονικής έρευνας μας έχουν πλέον πείσει ότι ο άνθρωπος παρουσιάστηκε και έδρασε στην Αρκαδία πολλές δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού. (!!!)
Ασυνήθεις λατρείες, απίθανοι μύθοι, μυστηριακές τελετές, κραταιές πόλεις – κράτη, φημισμένα ιερά, σημαντικά ιστορικά και πολιτικά γεγονότα συνθέτουν την εικόνα της Αρκαδίας κατά την αρχαιότητα. Μία χώρα ορεινή, μεσογειακή που δεν βρεχόταν πουθενά από θάλασσα. Η αρχαία Αρκαδία καταλάμβανε μεγάλο τμήμα της σημερινής νότιας Αχαΐας, τμήμα της δυτικής Κορινθίας καθώς και τη σημερινή νοτιοδυτική Ηλεία. Η ορεινή αυτή χώρα δεν εκτεινόταν στην παράκτια ζώνη της Κυνουρίας, η οποία ανήκε άλλοτε στη Σπάρτη και άλλοτε στο Άργος.
Η αρχαία Αρκαδία είναι η χώρα των θεών. Για να σώσει τα παιδιά της από τον Κρόνο η Ρέα έκρυψε το Δία μωρό στο Λύκαιο Όρος, τον Όλυμπο της Αρκαδίας, και παρέδωσε τον Ποσειδώνα για ανατροφή κοντά σε ένα κοπάδι προβάτων στη Μαντινεία. Η Αρκαδία μπορεί να υπερηφανεύεται ότι μέσα από τα σπλάχνα της βγήκε ο θεός των βουνών και της βουκολικής ζωής, ο Πάνας, που είχε στο Μαίναλο τα λημέρια του και έτρεχε στα λαγκάδια παίζοντας τη σύριγγά του συνοδευόμενος από τις Νύμφες…
Από τον κάμπο της Μεγαλόπολης διακρίνει κανείς στο βάθος τον μυστηριώδη αρκαδικό Όλυμπο, το όρος Λύκαιο. Το Λύκαιο αποτελεί μία ολόκληρη οροσειρά και έχει μία ψηλότερη κορφή, τον Αγιολιά (1.425μ.), την ιερή κορφή των Αρκάδων, που μέσα στους κόρφους της περικλείει αρχαιολογικό πλούτο και το μεγαλύτερο μέρος της Αρκαδικής μυθολογίας. Πανάρχαιες ιεροτελεστίες περιβάλλουν με μυστήριο και γοητεία τον Όλυμπο της Αρκαδίας. Στις πλαγιές του βρίσκεται ένα από τα πιο φημισμένα ιερά της αρχαιότητας, το ιερό της Δέσποινας στην Λυκόσουρα, γνωστό παγκοσμίως από το γλυπτό λατρευτικό σύνταγμα του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος, του Φειδία της ελληνιστικής εποχής, το οποίο, δυστυχώς, σήμερα σώζεται διαμελισμένο μεταξύ του τοπικού Μουσείου και του Εθνικού Αρχαιολογικού στην Αθήνα.
Δυτικά του Λυκαίου, στα σύνορα της σημερινής Ηλείας με την Αρκαδία, σε υψόμετρο 1.131 μέτρα, σε ένα τοπίο αρκαδικό, γυμνό και βραχώδες, όπου το άπλετο φως διαχέεται παντού βρίσκεται ο μεγαλειώδης ναός του Επικουρείου Απόλλωνος Βασσών, ένα από τα σημαντικότερα και επιβλητικότερα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας, ονομαστός για το κάλλος και την αρμονία του.
Κατέχει μία ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής και φέρει τη σφραγίδα ενός εξαιρετικά ιδιοφυούς και επινοητικού αρχιτέκτονα, του Ικτίνου, ο οποίος υπήρξε ένας από τους δύο αρχιτέκτονες του Παρθενώνα. Εσωτερικά ο ναός ήταν διακοσμημένος από μαρμάρινη ζωφόρο με ανάγλυφες παραστάσεις Κενταυρομαχίας και Αμαζονομαχίας. Οι ύψιστες αυτές γλυπτές συνθέσεις κοσμούν σήμερα το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου…
Την περιοχή αυτή, που εκτείνεται από τις ανατολικές υπώρειες του Λυκαίου έως τον Αλφειό και φθάνει βόρεια έως το δασωμένο λόφο των Μαυριών καταλάμβανε στην αρχαιότητα η Τραπεζουντία χώρα, όπως μας διαφωτίζει το οδοιπορικό του Παυσανία. Με βάση την περιγραφή του Παυσανία ήδη από τις αρχές του 19ο αιώνα περιηγητές – ερευνητές θεώρησαν ότι η Τραπεζούς πρέπει να τοποθετηθεί στην περιοχή των Μαυριών και η Βασιλίς στην περιοχή των Κυπαρισσίων.
Την πρόσφατη ανασκαφική διερεύνηση στην πεδιάδα υπαγόρευσαν λόγοι προστασίας του αρχαιολογικού χώρου των Κυπαρισσίων μπροστά στη συνεχιζόμενη εξορυκτική δραστηριότητα της ΔΕΗ, που σκοπό έχει την εκμετάλλευση των λιγνιτοφόρων κοιτασμάτων της περιοχής για την παραγωγή θερμοηλεκτρικού έργου.
Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν να έλθει στο φως μία αρχαία πόλη που δημιουργήθηκε από την αρχή με βάση ένα μελετημένο πολεοδομικό σχέδιο σε εντελώς ελεύθερο χώρο. Πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι η εποχή μετά τους περσικούς πολέμους είναι η εποχή της υψηλής δημιουργίας και της εφαρμογής της πολεοδομίας ως επιστήμης. Σε πόσο υψηλό επίπεδο είχε φθάσει η πολεοδομία στα κλασικά χρόνια μπορούμε να το δούμε καθαρά στους Νόμους του Πλάτωνα και στα Πολιτικά του Αριστοτέλη, που ασχολούνται διεξοδικά και διατυπώνουν τις απόψεις τους για τη δημιουργία μίας καινούργιας πόλης. Στην ιστορία της πολεοδομίας και στη συμβολή των αρχιτεκτόνων στη δημιουργία των αρχαίων πόλεων μόνο το όνομα του Ιπποδάμου παρέμεινε γνωστό, γιατί ακόμα και στην αρχαιότητα οι ιδέες που ανέπτυξε προκάλεσαν πολλές συζητήσεις. Στις βασικές ιδέες της μεγάλης αυτής προσωπικότητας στηρίζεται και το ρυμοτομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης που αποκαλύφθηκε πλησίον των Κυπαρισσίων Γορτυνίας. Η πόλη αυτή ακολουθεί το λεγόμενο κανονικό σύστημα ρυμοτομίας , με ευθύγραμμους, παράλληλους και κάθετους δρόμους. αποδεικνύοντας την έννοια των αρχαίων Αρκάδων για τη δημιουργία μίας πόλης με καθορισμένες χρήσεις γης και χωροταξικό σχεδιασμό.
Παράλληλοι δρόμοι, το πλάτος των οποίων υπολογίζεται σε 4.60 μ. ή 15 πόδια, οι στενωποί, με κατεύθυνση από Δ./Ν.Δ – Β./Β.Α, διασχίζουν κατά μήκος την κεντρική και νότια ζώνη του οικισμού σχηματίζοντας επτά στενόμακρες οικοδομικές νησίδες. Κάθε νησίδα έχει πλάτος 54 μέτρα ή 180 πόδια.
Ο οικισμός προστατευόταν με οχυρωματικό τείχος. Από αυτό έχει προς το παρόν εντοπισθεί και μερικώς ανασκαφεί το βόρειο – βορειοδυτικό σκέλος του, το οποίο απέχει 30 – 85 μέτρα νότια του αρχικού ρου του ρέματος της Σικαλιάς.
Ο οικισμός των Κυπαρισσίων διέθετε οργανωμένο υδρευτικό και αποχετευτικό σύστημα, αφού εντοπίστηκαν λιθόκτιστα πηγάδια και κτιστοί λίθινοι και πήλινοι αγωγοί.
Πληρέστερη εικόνα για τις οικονομικές και πολιτισμικές σχέσεις του οικισμού των Κυπαρισσίων με άλλες ελληνικές περιοχές σχηματίζουμε από τα νομίσματα που βρέθηκαν στις ανασκαφές.
Με βάση λοιπόν τα νομίσματα, την κεραμική, την τεχνική κατασκευής του οχυρωματικού τείχους και το πολεοδομικό σχέδιο θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τη διάρκεια ζωής του οικισμού τουλάχιστον από τον 5ο έως και τον ύστερο 4ο αι. π.Χ. Υπολογίζεται ότι η αρχαία πόλη παρά τα Κυπαρίσσια κάλυπτε συνολική επιφάνεια τουλάχιστον 40 εκταρίων εντός των τειχών.
Η αρχαία πόλη πλησίον των Κυπαρισσίων ανήκε στο έθνος των Παρρασίων, σε ένα δηλαδή από τα έθνη που συγκροτούσαν το φύλο των Αρκάδων. Οι Παρράσιοι, όμοροι του φύλου των Μαιναλίων, κατείχαν στη Ν.Δ. Αρκαδία τις παρυφές και τον ορεινό όγκο του Λυκαίου με ανατολικό όριο τον ποταμό Αλφειό.
Ποιο είναι το όνομα της αρκαδικής πόλης που αποκαλύφθηκε πλησίον των Κυπαρισσίων; Θα μπορούσε να ταυτιστεί με την Τραπεζούντα ή τη Βασιλίδα, που αναφέρει ο Παυσανίας; Θα αναφέρω μόνο ένα επιχείρημα που με οδηγεί στον πειρασμό να προτείνω την ταύτιση της αποκαλυφθείσας αρχαίας πόλης με την αρκαδική Τραπεζούντα. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τα ευρήματα της ανασκαφής χρονολογούνται έως τον ύστερο 4ο αι. Η απότομη διακοπή της ζωής στον οικισμό συμπίπτει με την περίοδο μετά τον συνοικισμό της Μεγαλόπολης στη δεκαετία του 370. Η μαρτυρημένη αρχαιολογικά ερήμωση του οικισμού ανταποκρίνεται πλήρως σε γεγονότα που παραθέτει ο Παυσανίας και συνδέονται με την ιστορία της Τραπεζούντος. Μεταξύ των πόλεων των Παρρασίων που συμμετείχαν στο συνοικισμό της Μεγαλόπολης ήταν – κατά τον Παυσανία – και η Βασιλίς, αλλά όχι η Τραπεζούς. Ο περιηγητής (8.27, 5-6) σημειώνει μάλιστα την άρνηση των κατοίκων της Τραπεζούντος να συμβιβαστούν με την απόφαση των φυλετικών οργάνων των Παρρασίων για εγκατάστασή τους στη νεοϊδρυθείσα πόλη. Η αντίδρασή τους αυτή δεν έμεινε ατιμώρητη από τους υπόλοιπους Αρκάδες όσοι δε από τους Τραπεζουντίους διεσώθησαν από τη θανάτωση, εγκατέλειψαν την πόλη τους και αναχώρησαν για την Τραπεζούντα του Πόντου, η οποία τους δέχθηκε ως μητροπολίτας τ’ όντας και ομωνύμους.
Λέει γι’ αυτό ο Παυσανίας Η΄ κεφ. 27 παρ. 5,6: «Και άλλοι Αρκάδες δεν παραμέλησαν την κοινή υπόθεση και συναθροίζονταν με βιασύνη στην Μεγαλόπολη. Οι μόνοι από τους Αρκάδες που άλλαξαν γνώμη ήταν οι Λυκοσουρείς, οι Λυκαιάτες, οι Τρικολωνείς και οι Τραπεζούντιοι, διότι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις αρχαίες πόλεις των. Μερικοί από αυτούς υποχρεώθηκαν χωρίς την θέλησή των και με εξαναγκασμό να μετακομίσουν στην Μεγαλόπολη. Οι Τραπεζούντιοι όμως αναχώρησαν από την Πελοπόννησο δια παντός, όσοι από αυτούς εγλύτωσαν και δεν θανατώθηκαν από τους οργισμένους Αρκάδες, που τους σκότωναν αμέσως. Εμπήκαν, λοιπόν σε πλοία και πήγαν στον Εύξεινο Πόντο και έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους της Τραπεζούντος, διότι είχαν το ίδιο όνομα και προήρχοντο από την μητρόπολή τους…».
Ενδείξεις για άμεσες επαφές μεταξύ των δύο ομωνύμων πόλεων αντλούμε μέσα και από ένα ιστορικό γεγονός. Πρόκειται για την περίφημη Κάθοδο των Μυρίων, των 10.000 Ελλήνων μισθοφόρων, οι οποίοι κατόρθωσαν το 401/400 π.Χ. να διασχίσουν με αρχηγό τον Αθηναίο Ξενοφώντα την εχθρική και άγνωστη Ανατολία και να φθάσουν στην Τραπεζούντα του Πόντου, από όπου πήραν το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα. Είναι γνωστό ότι ένας μεγάλος αριθμός των μισθοφόρων αυτών ήταν Αρκάδες. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν και επώνυμοι Παρράσιοι κατά τον Ξενοφώντα.
Συμπερασματικά, η ανασκαφή στην ορεινή Αρκαδία αποτελεί μια αληθινά συναρπαστική εμπειρία για τους αρχαιολόγους, τους εργάτες της ανασκαφής, τους μηχανικούς, τους σχεδιαστές και τους απλούς χωρικούς. Μια εμπειρία που, όταν ολοκληρωθεί, θα φωτίσει κρίσιμα ιστορικά ζητήματα. «Όλοι αυτοί οι μικροί παράδεισοι, που μας κληρονόμησαν η φύση και η ιστορία, πρέπει να προστατευθούν και να αναδειχθούν», όπως τονίζει η Δρ. Καραπαναγιώτου. Γιατί είναι χρέος όλων μας, αρχών και λαού, να παλέψουμε για την ιδιαίτερη ελληνική πολιτιστική κληρονομιά μας και να την κατοχυρώσουμε με τον καλύτερο τρόπο στο αύριο που έρχεται.
*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Τρίτο Μάτι τ.157, Δεκέμβριος 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.