Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΦΟΡΝΤ ΣΤΙΣ Μ.Κ.Ο. ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΑΚΗ, ΤΟΥ ΡΟΝΤΟΣ, ΤΗΣ ΡΕΠΟΥΣΗ...

Αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό Αρδην (τ. 56/2005) την τόσο επίκαιρη ερευνά του για το Ίδρυμα Φορντ και τον χρηματισμό της ελληνικής διανόησης από το 1958 μέχρι το 1974.  Οι Μ.Κ.Ο και η εξαγορά συνειδήσεων (κυρίως αριστερών συνειδήσεων όπως θα δείτε από τα ονόματα!!!) από τον ξένο παράγοντα έχουν μακρά ιστορία σ' αυτό το τόπο! Τόσο μακρά όσο ξενοκρατία,  η εξάρτηση και η υποτέλεια του ελληνικού κράτους.


Διανοούμενοι, χρήμα και εξουσία

Συγγραφέας: 
Της Σύνταξης
Διανύουμε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις ανάμεσα στη διανόηση, την «αμφισβήτηση», την εξουσία και το χρήμα μετασχηματίζονται βαθύτατα. Η διανόηση, ως κοινωνικό στρώμα, διευρύνεται αδιάκοπα, μια και ζούμε σε «κοινωνίες της γνώσης και της πληροφορίας», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του πρωθυπουργικού συρμού (σε αυτήν αρέσκονται ιδιαίτερα τόσο ο νυν όσο και ο πρώην πρωθυπουργός). Οι διανοούμενοι –με την ευρεία έννοια, που εκτός από τους καλλιτέχνες, τους λογοτέχνες, τους φιλοσόφους, περιλαμβάνει και τους δημοσιογράφους, τα στελέχη κ.λπ.– αναβαθμίζονται στην κλίμακα της εξουσίας και, εκ παραλλήλου με την οικονομική και πολιτική, μεταβάλλονται συχνά σε ισότιμο πυλώνα της. Τις ποικίλες –θεωρητικές και πρακτικές– διαστάσεις του ζητήματος αυτού θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε σε μια σειρά αφιερώματα του Άρδην, τα οποία θα επικεντρωθούν στην Ελλάδα, και μάλιστα κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, χωρίς όμως να παραβλέψουμε τις διεθνείς διαστάσεις του.

Στο πρώτο αφιέρωμα, θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη διανόηση, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και την εξουσία, όπως διαμορφώθηκε ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60 και την ανάδυση των λεγόμενων «νέων κοινωνικών κινημάτων», με επίκεντρο την πιο παραδειγματική περίπτωση, τις σχέσεις του Ιδρύματος Φορντ τόσο με τους διανοουμένους στην Ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας όσο και με τα «νέα κοινωνικά κινήματα» σε όλο τον κόσμο.



***
Οπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι, μεσούσης της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1972, ένα τεράστιο ηθικό και πολιτικό ζήτημα ήρθε να διχάσει την ελληνική διανόηση: οι επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ. Η συζήτηση άναψε και για δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι την πτώση της δικτατορίας, αποτέλεσε ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του αντιδικτατορικού χώρου. Περί τίνος επρόκειτο;

ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΦΟΡΝΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το Ιδρυμα Φορντ (Ford Foundation), της γνωστής οικογενείας αυτοκινητoβιομηχάνων, ήταν τότε το σημαντικότερο αμερικανικό ίδρυμα, το οποίο επιχορηγούσε άτομα και οργανισμούς σε όλον σχεδόν τον κόσμο, εκτός βέβαια του ανατολικού στρατοπέδου. Στην Ελλάδα άρχισε τις επιχορηγήσεις του από το 1958 και μέχρι το 1967 ενίσχυε κυρίως ημι-κρατικούς ή ημιεπίσημους οργανισμούς και δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ο «Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος» του Κωνσταντίνου Δοξιάδη –πολεοδόμου, καθηγητή σε αμερικανικά πανεπιστήμια και υπουργού από το 1946 έως το 1952– έλαβε, μέχρι το 1972, 100.650.000 δραχμές, όταν οι συνολικές επιχορηγήσεις του ιδρύματος σε οργανισμούς μέχρι το 1974 ανερχόταν σε 215 εκατομμύρια, δηλαδή το 45% του συνόλου. (Και καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ίδια εποχή τα «καλά» μεροκάματα έφταναν τις 100 δραχμές, σε σημερινά ποσά, πρόκειται για δισεκατομμύρια δραχμές). Το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών που δημιούργησε ο Κ. Καραμανλής με πρόεδρο τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1961, έλαβε, μέχρι το 1966, 15  εκατ. δρχ., η Αμερικανική Σχολή που πραγματοποιούσε τις ανασκαφές στη Στοά του Αττάλου, 30 εκατομμύρια, κ.ο.κ. Δηλαδή το Ίδρυμα Φορντ ενίσχυε ιδρύματα που κινούνταν πάντα στο πλαίσιο των επίσημων θεσμών, έστω και στην πιο φιλελεύθερη εκδοχή τους, και μάλιστα στην ενίσχυση των μηχανισμών της φιλελεύθερης σχεδιοποίησης, σε αντίθεση με τη σοβιετική. Όπως θα διαπιστώσουμε και στο κείμενο του Ρ. Ντεσάι για την Ινδία, που ακολουθεί, επρόκειτο για βασική διάσταση της πολιτικής των Αμερικανών και ιδιαίτερα των κύκλων του Δημοκρατικού Κόμματος. Εξ ου και η ενίσχυση του «Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου» του Δοξιάδη, που είχε αναπτυγμένη δραστηριότητα στον Τρίτο Κόσμο, καθώς και του ΚΕΠΕ, που με τον Ανδρέα Παπανδρέου εισήγαγε την «ενδεικτική» σχεδιοποίηση στην Ελλάδα.

Ωστόσο, από το 1968 και εφεξής, οι επιχορηγήσεις, τα «γκραντς», του ιδρύματος στην Ελλάδα κατευθύνονται πλέον προνομιακά σε οργανισμούς ανεξάρτητους από το κράτος και πολλαπλασιάζονται οι ατομικές επιχορηγήσεις προς επιστήμονες, καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Η υπεύθυνη των επιχορηγήσεων του ιδρύματος στην Ελλάδα κ. Μυριβήλη, ενώ μέχρι μια ορισμένη χρονολογία συνέχιζε να εργάζεται στην Aμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (η USIS δεν πρέπει να συγχέεται με την CIA), δήλωσε πως παραιτήθηκε για να αφιερωθεί στη χορήγηση των υποτροφιών. Στις δύσκολες συνθήκες της δικτατορίας, το Θέατρο Τέχνης του Κουν θα επιχορηγηθεί με 12 εκατ., η Δώρα Στράτου με 9 εκατ., ο Σύγχρονος Κινηματογράφος του Βασίλη Ραφαηλίδη με 3.135.000 δρχ. Το Κέντρο Φιλοσοφικών Ερευνών που εκδίδει το περιοδικό Δευκαλίων, με υπεύθυνους τον Θαν. Κιτσόπουλο και τον Χρ. Γιανναρά, με 9.971.000 δρχ. Προσωπικές επιχορηγήσεις θα λάβουν ποιητές όπως ο Οδ. Ελύτης, ο Νίκος Καρούζος και ο Μίλτος Σαχτούρης, και συγγραφείς όπως ο Γ. Ιωάννου, ο Ν. Κάσδαγλης, ο Κ. Ταχτσής, ο Αλ. Κοτζιάς κ.ά. (Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, μετά τον θόρυβο που έγινε, δεν απεδέχθη την επιχορήγηση). Από τους κινηματογραφιστές, ο Θ. Αγγελόπουλος, ο Π. Βούλγαρης, ο Κ. Μανουσάκης κ.ά.. Από ζωγράφους και μουσικούς, ο Θόδωρος, ο Σισιλιάνος, ο Ανωγειανάκης, ο Χρ. Καράς κ.ά. Από επιστήμονες, ο Θ. Κακριδής, ο Δ. Μαρωνίτης, η Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ο Στ. Ράμφος, ο Μανόλης Χατζιδάκης, ο Αλεξ. Δεσποτόπουλος, ο Χρ. Γιανναράς κ.ά. (Ο Δ. Καράγιωργας θα επιστρέψει, το 1974, το ποσό της χορηγίας).

Έτσι η νέα στρατηγική του ιδρύματος στρέφεται πλέον στην ενίσχυση οργανισμών ή ατόμων χωρίς θεσμική σχέση με το (χουντικό) κράτος, ή ακόμα και σε ανοικτή αντιπαράθεση μαζί του. Μάλιστα, με βάση την ελληνική εμπειρία, την ίδια στρατηγική θα ακολουθήσει αργότερα το Ίδρυμα Φορντ και στη Χιλή του Πινοσέτ.

ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗ

Η διαμάχη για το ζήτημα των επιχορηγήσεων θα αρχίσει όταν θα δημοσιευτούν για πρώτη φορά τα ονόματα των επιχορηγούμενων. Ορισμένοι διανοούμενοι όπως ο Γ. Μιχαηλίδης, που εξέδιδε το Ανοιχτό Θέατρο, η Μαριέττα Ριάλδη, καθώς και η συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου απορρίφθηκαν ή απέρριψαν τις χορηγίες. οι εκδότες Λεωνίδας Χρηστάκης, που εξέδιδε το περιοδικό Panderma και Κούρος, ο Γιώργος Χατζόπουλος, των εκδόσεων «Κάλβος», ο Θύμιος Παπανικολάου, ο συγγραφέας Κώστας Χατζηαργύρης, ακόμα και δημοσιογράφοι, όπως η Ροζίτα Σώκου, κ.ά. κατήγγειλαν τις επιχορηγήσεις του ιδρύματος ως τον Δούρειο Ίππο της αμερικανικής πολιτικής. Εφημερίδες αλλά και περιοδικά όπως το Ανοιχτό Θέατρο ή οι Προσανατολισμοί του Γιάννη Τζανετάκου θα δώσουν μεγάλη έκταση στο θέμα. Σύμφωνα με το σκεπτικό των αντιπάλων των επιχορηγήσεων, οι Αμερικανοί με το ένα χέρι –τη CIA– επέβαλαν τη δικτατορία και με το άλλο –το Ίδρυμα Φορντ– πρόβαλλαν το φιλελεύθερο πρόσωπο της υπερδύναμης που επιχορηγούσε τους… αντιπάλους της δικτατορίας και συντηρούσε την ανεξάρτητη πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας! Όταν μάλιστα η Λιλή Ζωγράφου αναδημοσίευσε, από το αμερικανικό περιοδικό Ramparts, μια έρευνα για τον ρόλο του ιδρύματος στο πραξικόπημα της Ινδονησίας που οδήγησε στη σφαγή 600.000 ατόμων, προκλήθηκε εκτεταμένη αναταραχή στους χώρους της αριστερής διανόησης και των φοιτητών.

Η Ροζίτα Σώκου δημοσίευσε στην Καθημερινή μία συνέντευξη με τη Φρανσουάζ Ξενάκη, σύζυγο του επιχορηγηθέντος Γιάννη Ξενάκη, που υποστήριζε ότι το ίδρυμα είναι παράρτημα της CIA, πυροδοτώντας έτσι γενικευμένη αντιπαράθεση.

Στις επικρίσεις απάντησαν πολλοί, ανάμεσά τους ο Κάρολος Κουν, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Δημήτρης Μαρωνίτης κ.ά., οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι επιχορηγήσεις επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί ή ενίσχυσαν ένα πνευματικό και πολιτιστικό έργο που, δεδομένων των συνθηκών, δεν επρόκειτο να ενισχύσει κανένας άλλος. Και πράγματι, δεδομένου του εύρους των επιχορηγήσεων και κάποιες φορές του ήθους των επιχορηγούμενων, το πρόβλημα δεν ήταν εάν «πουλήθηκαν» στους Αμερικανούς – άλλωστε αρκετοί είχαν φυλακιστεί ή διωχθεί από τη χούντα. Αυτό που τους προσήπταν οι επικριτές τους ήταν πως –άσχετα από την προσωπική τους ηθική– με την αποδοχή των επιχορηγήσεων εξωράιζαν το πρόσωπο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, εγκαθίδρυαν μια σχέση υποταγής με τα υπερατλαντικά ιδρύματα, που εκφύλιζε το αντιαμερικανικό φρόνημα του λαού και της διανόησης και άνοιγε τον δρόμο για μια εις βάθος αλλοίωση της σχέσης των διανοουμένων με το χρήμα και την εξουσία.

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΙΡΑΜΑ

Τριάντα ή τριανταπέντε χρόνια μετά, δεν θα ξανανοίξουμε τη συζήτηση –και τις πληγές– εκείνης της εποχής. Δεδομένου μάλιστα ότι πάρα πολλοί από εκείνους που τότε πήραν ενίσχυση από το Ίδρυμα Φορντ αντιστάθηκαν στη χούντα ή παρήγαγαν σημαντικό πνευματικό έργο, δεν θα τους συγκρίνουμε με αυτούς που σήμερα εμφανίζονται απολύτως υποταγμένοι στη λογική της Νέας Τάξης – βλέπε σχέδιο Ανάν. Δεν θα συγκρίνουμε τον Ελύτη, τον Μανόλη Χατζιδάκη, τον Καρούζο ή τον Κουν με τα ποικιλώνυμα ιδρύματα και τους διανοουμένους του συστήματος. Εάν η αποδοχή των χορηγιών του Φορντ ήταν ένα σφάλμα –έστω και βαρύτατο– για τον Ελύτη ή τον Σαχτούρη, δεν καθόρισε ωστόσο τη συνολική φυσιογνωμία του έργου τους. Επομένως, η έρευνα για τις επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ δεν σκοπεύει σε κάποια ταύτιση του τότε με το σήμερα. Αναμφισβήτητα όμως αποτελεί τη σημαντικότερη αντιπαράθεση για τη σχέση διανοουμένων και χρήματος, διανοουμένων και εξουσίας, που έλαβε χώρα στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιπλέον, αποτελεί αφετηρία για μια διαφορετική σχέση εξουσίας και «προοδευτικής διανόησης» που προαναγγέλλει την «μεταπολίτευση»– και θα έπρεπε κάποτε να δημοσιοποιηθούν όλα τα κείμενα που γράφτηκαν εκείνη την περίοδο, τα οποία ήταν πολλά και αξιόλογα.

Όντως, μέχρι τότε, δεδομένου του αποκλεισμού της αριστεράς από το μετεμφυλιακό κράτος, η διανόησή της βρισκόταν εκτός κρατικών θεσμών και σχέσεων με την εξουσία. Στα πανεπιστήμια και τους κρατικούς οργανισμούς, ήταν σχεδόν αδύνατη η οποιαδήποτε πρόσβαση. κατά συνέπεια, οι αντιφρονούντες διανοούμενοι βρίσκονταν αποκλεισμένοι από το σύστημα. Και είναι αυτονόητο ότι αυτός ο αποκλεισμός επιτάθηκε με τη δικτατορία. Σε αυτό συνίσταται και η μεγάλη τομή των χορηγιών Φορντ, ότι κατευθύνονται προνομιακά στους αποκλεισμένους από το σύστημα. Για πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο, ένα ίδρυμα του συστήματος, με έδρα μάλιστα το παγκόσμιο κέντρο του, τις μισητές, για την πλειοψηφία των Ελλήνων, ΗΠΑ, αναλαμβάνει να συνδράμει και να στηρίξει οικονομικά τους αντιπάλους του, και μάλιστα σε συνθήκες δικτατορίας! Επρόκειτο για κάτι το καινοφανές στις ελληνικές συνθήκες, ένα προϊδέασμα αυτού που έμελλε να συμβεί στη μεταπολίτευση, όπου η αντιμετώπιση των «εχθρών» ή των επικριτών του συστήματος θα πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν μέσω της ενσωμάτωσης των διανοουμένων και των εκπροσώπων τους και όχι πλέον με τις τακτικές και τις μεθόδους του Ψυχρού Πολέμου.

Αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δέχθηκαν τις επιχορηγήσεις Φορντ και άνθρωποι που δεν ήταν φιλοχρήματοι ή ανέντιμοι. Διότι το Ίδρυμα Φορντ δεν ήταν μια απλή μεταμφίεση του ψυχροπολεμικού προσώπου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αλλά μια άλλη εκδοχή της Αμερικής: το φιλελεύθερο ρουζβελτιανό κατεστημένο της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον, που όντως διαφοροποιούνταν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την πολιτική έναντι της Ελλάδας. Όταν λοιπόν οι περισσότεροι Έλληνες διανοούμενοι συναντούσαν έναν Αμερικανό, όπως ο Μακ Νηλ Λόουρυ, αντιπρόεδρος του ιδρύματος και υπεύθυνος για τις χορηγίες στους διανοουμένους, που δεν ανταποκρινόταν στο πρότυπο του Αμερικανού καουμπόυ αλλά της πεπαιδευμένης και φιλελεύθερης Αμερικής, και επιπλέον φίλος της αρχαίας Ελλάδας (ίσως και ειλικρινώς αντιχουντικός) ήταν έτοιμοι να «παραδοθούν» και να άρουν τους τυχόν ενδοιασμούς τους – για όσους είχαν όντως ενδοιασμούς. Όταν ο Τσίρκας αναφέρεται στη κοινή τους συγκίνηση για τον Ισπανικό εμφύλιο Πόλεμο και ο Μαρωνίτης για τα κλάματα του ΜακΝηλ, κατά τη συνάντησή τους μετά τα βασανιστήρια στην ΕΣΑ, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο «Φορντ» στην Ελλάδα και τους μετασχηματισμούς του αμερικανικού κατεστημένου.

Οι Επιχορηγήσεις Φορντ αποτέλεσαν λοιπόν ένα μεγάλο ιδεολογικό πείραμα που άνοιξε τον δρόμο για τους μετασχηματισμούς που ακολούθησαν. Κατά έναν τρόπο, το ίδρυμα Φορντ, μέσα στις συνθήκες της χούντας, θα εγκαινιάσει τη μετάβαση στη μεταπολίτευση! Ο «καλός Αμερικάνος» θα προετοιμάσει ιδεολογικά το έδαφος για να «θεραπευτούν» οι πληγές που είχε προκαλέσει ο «κακός»  αδελφός του! Και εάν ο εμφύλιος πόλεμος το 1945 αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου στον μεταπολεμικό κόσμο, η δραστηριότητα του Ιδρύματος Φορντ στην Ελλάδα, μετά το 1968, θα σηματοδοτήσει αντίστροφα τη νέα εποχή στη σχέση των διανοουμένων του ’68 με τα μεγάλα ιδρύματα της Δύσης και την εξουσία. Ως προς αυτό, η Ελλάδα αποτέλεσε, για άλλη μια φορά, τον δοκιμαστικό σωλήνα μιας νέας ιδεολογικής και πολιτικής συγκυρίας. Αυτό το πρότυπο θα εφαρμοστεί αμέσως μετά στη Χιλή και εν συνεχεία θα γενικευτεί σε όλο τον κόσμο.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ... ΣΤΟ ΠΟΡΤΟ ΑΛΕΓΚΡΕ

Γενικότερα, η διαδρομή του Ιδρύματος Φορντ αποτελεί το αρχέτυπο για την πορεία ανάλογων ιδρυμάτων και θεσμών. Κατ’ αρχάς διότι, μέχρι να εμφανιστούν τα ιδρύματα των Σόρος και Μπιλ Γκέιτς, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, υπήρξε για πολλές δεκαετίες το μεγαλύτερο ίδρυμα του κόσμου. Συστάθηκε το 1936 από τον Χένρυ Φορντ, γιατί διαφορετικά η εφορία  θα του αποσπούσε το... 96% των προσωπικών του εισοδημάτων! Το 1947, το ίδρυμα κληρονόμησε το σύνολο της προσωπικής περιουσίας του αποθανόντος ιδρυτή του και άρχισε τη δράση του σε μεγάλη κλίμακα, αρχικώς στις ΗΠΑ και εν συνεχεία σε διεθνές επίπεδο. (Το 1970 διέθετε ενεργητικό περίπου 3,5 δισ. δολάρια, με υψηλά κέρδη από τις επενδύσεις του, κυρίως σε ασφάλειες, και ήταν πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο Ίδρυμα Ροκφέλερ, ενώ σήμερα διαθέτει γύρω στα 13,5 δισ. δολάρια έναντι 23 δισ. του Ιδρύματος Γκέιτς.)

Το Ίδρυμα Φορντ, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τοποθετείται «στα αριστερά» της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, δηλαδή στην αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος (παρόλο που θα υποστηρίξει και την υποψηφιότητα του Αϊζενχάουερ), σε αντίθεση με το πιο «συντηρητικό» Ίδρυμα Ροκφέλερ. Γι’ αυτό εξάλλου θα κατηγορηθεί από τους Μακκαρθιστές για ενίσχυση των αριστερών. Όντως η πολιτική του ιδρύματος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη ή στον Τρίτο Κόσμο, στοχεύει  στην ενίσχυση των φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων και στον αποκλεισμό τόσο των κομμουνιστών όσο και των πιο ψυχροπολεμικών κύκλων της δεξιάς. Στο πλαίσιο της ενδυνάμωσης της αντικομμουνιστικής αριστεράς ενίσχυσε στην Ευρώπη και το «Συνέδριο για την ελευθερία της κουλτούρας», το οποίο όμως χρηματοδοτούνταν εκ παραλλήλου και από τη CIA.

Ο Πωλ Χόφμαν, ο άνθρωπος που οργάνωσε το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν ο πρώτος πρόεδρός του και θα ακολουθήσουν ο Τζων Μακ Κλόυ, πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας και αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία, και στη συνέχεια ο Τζωρτζ Μπάντυ, σύμβουλος του Κέννεντυ και του Νίξον σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη στρατηγική του ιδρύματος ως μια στρατηγική ενίσχυσης της Δύσης, αλλά σε φιλελεύθερη κατεύθυνση. Όταν, μετά την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του 1960, θα καταγγελθεί στην Αμερική και εν συνεχεία στην Ευρώπη για σχέσεις με τις υπηρεσίες ασφαλείας και τη CIA, θα καταρρεύσει η στρατηγική της ενίσχυσης φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών αντικομμουνιστών στην Ευρώπη. Το ίδρυμα θα γνωρίσει δύσκολες μέρες δεδομένου ότι ένα νέο κύμα επαναστατών διανοουμένων, που απέρριπτε κάθε σχέση με τις ΗΠΑ την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, θα περάσει στο προσκήνιο. Την εποχή του ’68 δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί η δράση του ιδρύματος στην Ευρώπη.

Αυτή η κρίση θα σηματοδοτήσει μια νέα εποχή. Το Ίδρυμα Φορντ θα υποχρεωθεί να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από τους επίσημους αμερικανικούς θεσμούς. Έτσι, στην Ελλάδα πρώτα και στη Χιλή εν συνεχεία, θα ενισχύσει τους διανοούμενους που ήταν αντίθετοι στη δικτατορία, ενώ μετά τη δεκαετία του 1980 θα δρα κυρίως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ενισχύοντας τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Η στρατηγική του ιδρύματος, παρακολουθώντας τις εξελίξεις στην «κοινωνία των πολιτών», θα το οδηγήσει να υποστηρίξει ακόμα και το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα κυρίως μέσα από τις αμερικανικές Μ.Κ.Ο.

Επειδή, δε, θα καταγγελθεί από τη ριζοσπαστική πτέρυγα του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος ότι θέλει να το εκτρέψει προς μια κατεύθυνση «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» μέσα στο πλαίσιο της διεθνούς αγοράς, το ίδρυμα, για άλλη μία φορά, θα βρεθεί στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων. Και το δίλημμα θα τεθεί για το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, όπως και για όλες της Μ.Κ.Ο.: είναι θεμιτή, και κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, η χρηματοδότηση των εναλλακτικών δραστηριοτήτων από ιδρύματα, κράτη και οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση; «Το σύστημα» προσφέρει το ίδιο στους αντιπάλους του τους πόρους για να το πολεμήσουν ή, αντίθετα, πρόκειται για «σφαίρες τυλιγμένες με ζάχαρη» που σταδιακώς ενσωματώνουν τα κινήματα και τις ΜΚΟ στο κυρίαρχο σύστημα και τις μεταβάλλουν  από οργανώσεις ανατροπής σε «φιλανθρωπικές οργανώσεις», είτε, ακόμα χειρότερα, σε «Πέμπτη φάλαγγα του συστήματος»;

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Αν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα από μακροσκοπική ιστορική σκοπιά, πιθανώς να συνιστά ένα στοιχείο του «μεγάλου μετασχηματισμού» των κοινωνιών, όπου το νέο αναδύεται μέσα από το παλιό, και οι κοινωνίες μεταλλάσσονται, πέρα από τις προθέσεις των πρωταγωνιστών και των φορέων τους. Και όντως, είναι δυνατό η πανουργία της ιστορίας, όπως έχει συμβεί τόσες φορές, να οδηγήσει σε παράδοξα αποτελέσματα. (Ας θυμηθούμε τον πράκτορα της τσαρικής αστυνομίας παπά-Γκαπόν που ετέθη επί κεφαλής των διαδηλώσεων με τις οποίες άρχισε η επανάσταση του 1905.)
Επειδή όμως εμείς δεν είμαστε «ιστορικοί του μέλλοντος» και ζούμε εδώ, στο παρόν, ως ενεργά υποκείμενα, δεν παύει αυτή η δράση των οργανισμών να διαφθείρει ή να αλλοιώνει, μέσω του χρήματος και της προσαρμογής, διανοουμένους, στελέχη και πολιτικούς αγωνιστές, και κάποτε ακόμα και να ακυρώνει πιθανές ανατροπές. Σημαντικό ρόλο όμως παίζουν τα άτομα και οι φορείς. Όσοι δεν έχουν άμεση σχέση με την πολιτική ή την ανατρεπτική δραστηριότητα επηρεάζονται λιγότερο από τη χορήγηση χρημάτων, απ’ ό,τι εκείνοι που έχουν ως διακηρυγμένο στόχο την ανατροπή του συστήματος. Στους τελευταίους, η αναγκαία προσαρμογή στους κανόνες που επιβάλλουν οι επιχορηγήσεις οδηγεί αρχικώς στην επαγγελματοποίηση της πολιτικής δραστηριότητας, και στην απομάκρυνση των στελεχών από τη βάση των κινημάτων στα οποία αναφέρονται. Έχουμε δει τόσες εκατοντάδες και χιλιάδες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια ώστε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό.
Ας δούμε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, που το έχουμε βιώσει εκ του σύνεγγυς. Όταν αναπτύχθηκε το οικολογικό κίνημα στην Ευρώπη, επρόκειτο για ένα κίνημα ανατρεπτικό με τις ρίζες του στο Μάη του ’68, που έθετε ως προμετωπίδα το σύνθημα, «η κοινωνία της μόλυνσης δεν αλλάζει, ανατρέπεται». Από αυτό δημιουργήθηκαν πολλές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, και κόμματα, όπως οι «Πράσινοι». Στα εικοσιπέντε χρόνια που κύλησαν, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έγιναν μεγάλες επιχειρήσεις του «εναλλακτικού» τομέα και οι «Πράσινοι» κόμματα που προωθούν τη λογική της «Εναλλακτικής Παγκοσμιοποίησης» και συχνά στηρίζουν τη Νέα Τάξη. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα θεωρήσει, πιθανώς, αυτά τα φαινόμενα ενδείξεις και επιφαινόμενα του μεγάλου μετασχηματισμού, που θα οδηγήσει στην κατάρρευση της λογικής της ανάπτυξης. Ταυτόχρονα όμως, ο σημερινός πολίτης δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον Φίσερ, τον Κον Μπεντίτ ή τους «οικολόγους» που χρηματοδοτεί ο Σόρος. Θα αγωνίζεται, αντίθετα, για να δημιουργηθούν αυθεντικές εναλλακτικές οργανώσεις που δεν θα επιθυμούν απλώς την «οικολογικοποίηση του συστήματος» αλλά την αλλαγή του, και θα θεωρεί πως τα «Πράσινα Κόμματα» παρεμποδίζουν πλέον τις αναγκαίες αλλαγές, εξωραΐζοντας το καθεστώς, παρόλο που σε συγκεκριμένα ζητήματα μπορεί ίσως και να ταυτιστεί μαζί τους.
Αν μεταφέρουμε τον αντίστοιχο προβληματισμό σε συνθήκες δικτατορίας, και με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε άτομα και περιπτώσεις, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στα ανάλογα συμπεράσματα για την περίπτωση των χρηματοδοτήσεων Φορντ στην Ελλάδα.
***
Πάντως, η αντιπαράθεση εκείνης της εποχής έχει προ πολλού λήξει και εδώ μας ενδιαφέρει να καταδείξουμε πώς το Ίδρυμα Φορντ υποκατέστησε την κρατική πολιτική ενίσχυσης των πνευματικών θεσμών και προσωπικοτήτων της χώρας, εγκαινιάζοντας μια νέα σχέση ανάμεσα στους χρηματοδοτικούς θεσμούς και τους διανοουμένους. Στον φάκελο που ακολουθεί, παραθέτουμε τρία επικριτικά κείμενα, του Γιώργου Χατζόπουλου, (Νοέμβρης 1972), της Λιλής Ζωγράφου (Δεκέμβρης 1972), του Κώστα Χατζηαργύρη (Μάρτης 1973). Από τους επιχορηγηθέντες, δημοσιεύουμε δύο σύντομα κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη και του Καρόλου Κουν, μια επιστολή στην εφημερίδα Το Βήμα του Δημήτρη Μαρωνίτη, τον Ιανουάριο του 1973, και ένα μεταγενέστερο κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη, του 1991, που εξηγεί τους λόγους αποδοχής της επιχορήγησης. Αναδημοσιεύουμε την αντιπαράθεση μεταξύ Ροζίτας Σώκου και Γιάννη Ξενάκη για τη σχέση μεταξύ του Ιδρύματος Φορντ και της CIA, καθώς και, από την εφημερίδα Καθημερινή, τον κατάλογο των επιχορηγήσεων του ιδρύματος από το 1958 έως το 1974. Ο Σωτήρης Σόρογκας εξηγεί πώς βλέπει την επιχορήγησή του από το Ίδρυμα Φορντ, ενώ η υπεύθυνη του ιδρύματος στην Ελλάδα, η κ. Καίτη Μυριβήλη, σε εκτεταμένη συνέντευξη που μας παραχώρησε, και της οποίας δημοσιεύουμε μέρος, μας παρουσιάζει τη δράση του ιδρύματος βοηθώντας μας να κατανοήσουμε καλύτερα το πνεύμα της εποχής. Παραθέτουμε επίσης ορισμένα σημειώματα που γράφτηκαν από επιφανείς Έλληνες υποτρόφους του ιδρύματος προς τιμήν του Λόουρυ, όταν το 1974 αποχώρησε από το Ίδρυμα, για να κατανοήσουμε καλύτερα το κλίμα της εποχής και τα αισθήματα που μπόρεσε να εμπνεύσει. Τέλος, σε σχέση με την προδικτατορική δραστηριότητα του ιδρύματος, παρουσιάζουμε το πρώτο βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου, που εκδόθηκε με τη συμβολή του Ιδρύματος Φορντ.
Δημοσιεύουμε ακόμα μια σειρά κείμενα για τις διεθνείς διαστάσεις της δραστηριότητας του ιδρύματος: Ο ιμπεριαλισμός της αρετής, των Μπράιαν Γκαρθ και Υβ Ντεζαλέ, Γιατί το Ίδρυμα Φορντ επιχορηγεί την αμφισβήτηση; του Πωλ Λαμπαρίκ, Οι επιχορηγήσεις του ιδρύματος στην Ινδία, του Ρατζανί Ντεσάι και Οι χρηματοδότες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.
Τέλος, κλείνουμε με  το άρθρο της Λένι Μπρέννερ, Η CIA ως μαικήνας της τέχνης, όπου περιγράφει την ενίσχυση της ανεικονικής ζωγραφικής από την… CIA κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου!
***
Στο επόμενο τεύχος του Άρδην θα συνεχίσουμε την έρευνά μας για τους διανοουμένους και τη σχέση τους με την εξουσία και το χρήμα στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση, και στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή.

Οι χορηγίες του ιδρύματος Φορντ από το 1958 μέχρι το 1974*

Συγγραφέας: 
Εφ. Καθημερινή
Το Ίδρυμα παρουσιάζει έναν πλήρη κατάλογο των χορηγιών, που δόθηκαν σε οργανισμούς και σε άτομα στην Ελλάδα, από το 1958 ως και το 1974. Όπως είναι γνωστό, χορηγίες δίνονται κατόπιν υποβολής αιτήσεως από τους ενδιαφερομένους και για την εκπόνηση μιας συγκεκριμένης εργασίας ή ενός προγράμματος. Το Ίδρυμα δεν έχει καμιά ανάμιξη στην εκτέλεση του έργου, η πραγματοποίηση του οποίου αποτελεί τη μόνη υποχρέωση του παραλήπτη της χορηγίας προς το Ίδρυμα. Οι χορηγίες που έχουν δοθή από τα 1958 ως και το 1974, ανέρχονται, για μεν τους οργανισμούς, σε δρχ.
215.178.360, για δε τα άτομα, σε δρχ. 22.415.430.
Α΄ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
ΕΡΕΥΝΑ και Προγραμματισμός Ελληνικής Οικονομικής Αναπτύξεως. 1958. Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος. Πρόεδρος: Κ. Δοξιάδης, Γενικός Διευθυντής: Ευάγγελος Παπανούτσος. Διάρκεια προγράμματος δυόμισυ χρόνια (Δρχ. 750.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για το Διδακτικό Προσωπικό και για Υποτροφίες Μαθητών. 1959, Κολλέγιο Αθηνών. Διάρκεια προγράμματος έξη χρόνια (Δρχ. 7.500.000).
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Ερευνών - Φυσικές και Οικονομικές Επιστήμες. Πρώην Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών. 1959. Πρόεδρος Καθηγητής Λεων. Ζέρβας. Διάρκεια προγράμματος πέντε χρόνια (Δρχ. 7.500.000).
ΕΡΕΥΝΑ και Μελέτη σε Προγράμματα Πολεοδομίας. Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος. 1960. Πρόεδρος: Κ. Δοξιάδης. Γενικός Διευθυντής: Ευ. Παπανούτσος. Διάρκεια προγράμματος δύο χρόνια (Δρχ. 4.200.000).
ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ Ειδικής Σειράς Κινηματογραφικών Ταινιών για τη Διδασκαλία της Φυσικής.1960. Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Διάρκεια προγράμματος ένας χρόνος. (Δρχ. 225.000).
Α) ΓΕΝΙΚΗ Ενίσχυση για την Ανάπτυξη του Προγράμματος του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών. 1961. Διευθυντής: Καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου. Διάρκεια προγράμματος πέντε χρόνια (Δρχ. 4.800.000).
Β) ΓΕΝΙΚΗ Ενίσχυση για την Ανάπτυξη του Προγράμματος του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών. Διευθυντής: Καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου (μέσω του Πανεπιστημίου Καλιφόρνιας). Διάρκεια προγράμματος πέντε χρόνια (Δρχ. 4.200.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ Διδακτικού Προ­σωπικού στην Μεταπτυχιακή Σχολή Οικιστικής. 1963. Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος. Πρόεδρος: Κ. Δοξιάδης, Γενικός Διευθυντής: Ευ. Παπανούτσος. Διάρκεια προγράμματος ένας χρόνος (Δρχ. 300.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ Διδακτικού Προ­σωπικού, Υποτροφίες Σπουδαστών και Προγράμματα Ερευνών του Κέντρου Οικιστικής. 1965. Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος, Πρόεδρος: Κ. Δοξιάδης. Διάρκεια προγράμματος πέντε χρόνια (Δρχ. 30.000.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για τις Ανασκαφές στην Αρχαία Αγορά Αθηνών (Στοά Αττάλου). 1965. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Διευθυντής: Καθηγητής Όμηρος Τόμπσον. Διάρκεια προγράμματος έντεκα χρόνια  (30.000.000).
ΓΕΝΙΚΗ Ενίσχυση Προγράμ­ματος του Κέντρου Προγραμματισμού Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). 1966. Διευθυντής: Καθηγητής Γ. Κουτσουμάρης (μέσω του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ – Δρχ. 6.233.430).
Το αρχικό ποσόν της χορηγίας αυτής ανήρχετο σε 15.900.000 δρχ. Το 1968, το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ανεκάλεσε το πρό­γραμμα αυτό, επειδή, κάτω από τις τότε επικρατούσες κυβερνητι­κές συνθήκες στην Ελλάδα, οι στόχοι του προγράμματος ερευνών δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την απαιτουμένη επιστημονική τους στάθμη. Το Ίδρυμα Φορντ επί­σης ανεκάλεσε το υπολειπόμενο ποσόν των 9.666.570 Δρχ. της χορηγίας.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ Οικονομικών Ερευνών 1968. Επιστημονική Διεύθυνση: Καθηγητής Ι. Πεσμαζόγλου, Πρώην Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών. Πρόεδρος: Καθηγητής Λ. Ζέρβας. Στα προγράμματα αυτά μετείχαν οι οικονομολόγοι, Δ. Καράγιωργας,  Λ. Αθανασίου, Ε. Βολουδάκης και Δ. Χαλικιάς. Διάρ­κεια προγράμματος ένας χρόνος. (Δρχ. 300.000).
Το αρχικό ποσόν της χορηγίας αυτής ανήρχετο σε 1.500.000 δρχ. Μετά την αλλαγή του Διοικητικού Συμβουλίου του Β.Ι.Ε., οι οικο­νομολόγοι απεχώρησαν. Το υπόλοιπον του ποσού της χορηγίας εξ 1.200.000 δρχ., μεταφέρθηκε σε άλλο φορέα, το Αμερικανικό Εκ­παιδευτικό Ίδρυμα Ελλάδος (Φουλμπράϊτ) για τη συνέχιση του προγράμματος μελετών.
ΣΥΝΕΧΙΣΗ Ενισχύσεως του Κέντρου Οικιστικής. 1968. Αθη­ναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος. Πρόεδρος: Κ. Δοξιάδης. Διάρκεια προγράμματος δεκατέσσερις μήνες (Δρχ. 9.000.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για την Οργάνωση Βιβλιοθήκης του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου. 1968. Για α­γορά βιβλίων, περιοδικών, μικρο­φίλμ, μηχανημάτων και ειδικών συμβούλων. Πρόεδρος: Κ. Δοξιά­δης. Διάρκεια προγράμματος ένας χρόνος (Δρχ. 1.500.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ Κοινωνιολογικών και Ανθρωπολογικών Ερευνών (μέσω του Αμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Ελλάδος -Φουλμπράΐτ). 1968. Επιστήμονες ερευνητές: Καθηγ. Ι. Περιστιάνης, Τίνα Γκιώκα και Ιωάννα Λαμπίρη. Διάρκεια προγράμματος ένας χρόνος (Δρχ. 300.000).
ΓΕΝΙΚΗ Ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης και της Δραματικής Σχολής Καρόλου Κουν (τρεις χορηγίες 1968, 1970 και 1972). 1968. Διάρκεια προγράμματος επτά χρόνια (Δρχ. 12.310.260).
ΑΡΧΑΙΟΙ Ελληνικοί Οικισμοί (μέσω του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου) 1968. Στις έρευνες - μελέτες του προγράμματος συνεργάσθηκαν επιστήμονες: Δ. Λαζαρίδης, Μ. Σακελλαρίου, Σ. Δάκαρης, Ι. Κοντής, Α. Ζώης, Δ. Θεοχάρης, Ν. Γιαλούρης, Ε. Πεντάζος, Μ. Πετροπουλάκου, Α. Πετρονότης, Δ. Μαρωνίτης, Ι. Τραυλός, Ν. Φαράκλας, Τ. Σπέρλινγκ και Ε. Σβωλοπούλου. Οι επιστήμονες αυτοί εργάσθηκαν σε διάφορους τομείς κατά διαφορετικά διαστή­ματα ανάλογα με τις ανάγκες του προγράμματος. (Τέσσερις χορηγί­ες 1968, 1970, 1972 και 1973). Διάρκεια προγράμματος οκτώ χρόνια (Δρχ. 18.150.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για επιστημονι­κούς συνεργάτες στο πρόγραμμα «Τέχνης του Αγίου Όρους», 1968, του Καθηγητή Παύλου Μυλωνά (μέσω της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και μετέπειτα μέσω της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών). (Δύο χορηγίες 1968 και 1970). Διάρκεια προγράμματος πέντε χρόνια (Δρχ. 1.200.000)
ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ του Ελληνικού Συνδέσμου Σύγχρονης Μουσικής. 1968. Διοικητικό Συμβούλιο: Γ. Α. Παπαϊωάννου, Πρόεδρος, Γ. Παπαϊωάννου, Δ. Τερζά­κης, Μαρίκα Χουρμουζίου - Παπαϊωάννου, Στ. Βασιλειάδης και Γρ. Σεμιτέκολο. Χρηματοδότηση για την οργάνωση της 3ης και 4ης Ελληνικής Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής, ανάθεση για τη σύνθεση έργων σε Έλληνες συν­θέτες, έκδοση δέκα δίσκων (σε δύο σειρές) με έργα συγχρόνων Ελλήνων συνθετών, έκδοση δίσκου με έργα του Γιάννη Χρήστου, πραγματοποίηση οκτώ συναυλιών και αγορά μηχανημάτων και οργάνων για τον εξοπλισμό ηλεκτρονικού εργαστηρίου μουσικής στη διάθεση Ελλήνων συνθετών. (Τρεις χορηγίες, 1968, 1970 και 1974). Διάρκεια προγράμματος επτά χρόνια (Δρχ. 4.284.000).
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ για την Συγκέντρωση του Έργου του Συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα. 1968. Εταιρεία Φίλων Νίκου Σκαλκώτα. Πρόεδρος: Νέλλη Ευελπίδη. Μελέτη χειρογράφων, αντιγραφή και εκτύπωση. Ένας αριθμός έργων έχει ήδη εκδοθεί και αλλά έτοιμα για έκδοση. (Δυο χορηγίες 1968 και 1970). Διάρκεια προ­γράμματος πέντε χρόνια (Δρχ. 615.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ Γενική και Αγο­ρά Οργάνων και Λαϊκών Φορε­σιών. 1968. Συγκρότημα Λαϊκών Χορών Δώρας Στράτου (Δύο επιχορηγήσεις 1968 και 1970). Διάρκεια προγράμματος τέσσερα χρόνια (Δρχ.  9.021.900).
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ Ερευνών για Οικονομική Ανάπτυξη της Ελλά­δας. 1969. (Μέσω του Αμερικανι­κού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Ελλάδος - Φουλμπράϊτ). Η επιχορήγηση αυτή περιλάμβανε και το ποσό του 1.200.000 Δρχ. που μετεφέρθη από το πρώην Βα­σιλικό Ίδρυμα Ερευνών. Επιστη­μονικός Δ)ντής Ομάδος: Καθηγ. Ι. Πεσμαζόγλου. Συμμετέχοντες ερευνητές: Ε. Βολουδάκης, Δ. Καράγιωργας, Π. Παυλόπουλος, Ι. Πεσμαζόγλου, Π. Φακιολάς, Δ. Χαλικιάς και Γ. Χαλκιόπουλος. Η ομάδα περιλάμβανε επίσης συνερ­γάτες και βοηθητικό προσωπικό. Ορισμένες από τις εργασίες των προαναφερθέντων οικονομολόγων και συγκεκριμένα των Καθηγη­τών Ι. Πεσμαζόγλου και Δ. Καράγιωργα έχουν ήδη δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά. Οι υ­πόλοιπες εργασίες βρίσκονται στο τελικό στάδιο επεξεργασίας για δημοσίευση (Δρχ. 3.300.000).
Το 1973, το Αμερικανικό Εκ­παιδευτικό Ίδρυμα Ελλάδος - Φουλμπράϊτ, διαχειριστικός διεκ­περαιωτής της χορηγίας, κατόπιν παραστάσεων του Αμερικανού Πρεσβευτού στην Αθήνα, πληροφόρησε το Ίδρυμα Φορντ ότι δεν ήταν πλέον διατεθειμένο να διαχειρίζεται τα κονδύλια αυτού του προγράμματος. Το υπόλοιπο του ποσού (άνω του ενός τρίτου του συνολικού ποσού) μετεφέρθη τότε, στο Ινστιτούτο Διεθνούς Εκπαι­δεύσεως για την συνέχιση των ε­ρευνών.
ΕΝΙΣΧΥΣΗ Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Κέντρου Οικι­στικής. 1969. Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος, Πρόεδρος: Κ. Δοξιάδης, Διάρκεια προγράμμα­τος τρία χρόνια (Δρχ. 29.250.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για Επιστημονι­κούς συνεργάτες στο Μυκηναϊκό Ίδρυμα. 1970. Διευθυντής: Γ. Μυλωνάς, ακαδημαϊκός. (Δύο επι­χορηγήσεις. 1970 και 1972). Διάρκεια προγράμματος τέσσερα χρόνια (Δρχ. 900.000).
ΓΕΝΙΚΗ Ενίσχυση για την Α­νάπτυξη Μορφωτικών και Καλλι­τεχνικών Προγραμμάτων «Τέχνη» Μακεδονική Καλλιτεχνική Εται­ρεία - Θεσσαλονίκη 1971. Διοικητικό Συμβούλιο Καθηγ. Λ. Πο­λίτης, Πρόεδρος, Μ. Σαλτιέλ. Χρ. Χρήστου. Δ. Δημητριάδης, Β. Τοκατλίδου, Α. Βιδάλη, Α. Κυριακίδου - Νέστορος, Π. Νίκογλου και Δ. Ιωάννου. (Αρχικά η διάρκεια της χορηγίας ήταν δύο χρόνια. Αργότερα δόθηκε παράταση για άλλα δύο) (Δρχ. 2.052.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ Εταιρείας Σύγχρονος Κινηματογράφος. 1971. Διοικητικό Συμβούλιο: Σ. Δημητρίου. Πρόεδρος Β. Ραφαηλίδης, Α. Αργυρίου, Κ. Σκαλιώρας και Θ. Κρητικός. Για την παραγωγή ταινιών μικρού και μεγάλου μή­κους, αγορά μηχανημάτων για τον εξοπλισμό ενός κινηματογραφικού στούντιο και για την έκδοση ενός μηνιαίου περιοδικού. Διάρκεια προγράμματος δύο χρόνια (Δρχ. 3.135.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για την αποπεράτωση και έκδοση στην Ελληνική και Αγγλική του τόμου Στοιχεία Αυτογνωσίας του Αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη.1972. (Μέσω της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών). Μία παρουσίαση με φωτογραφίες, σχέδια και ση­μειώσεις για την Ελληνική Λαϊκή Αρχιτεκτονική. Διάρκεια προ­γράμματος τρία χρόνια (Δρχ. 780.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για την έκδοση σειράς οκτώ βιβλίων της «Βυζαντινής και Νεοελληνικής Βιβλιοθή­κης» (μέσω της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών). 1972. Το πρόγραμμα διευθύνουν οι Καθηγητές, Ι. Θ. Κακριδής. Λ. Πολίτης, Μ. Παπαθωμόπουλος και Ν. Μ. Παναγιωτάκης. (Ιδρυτικό μέλος της Επιτροπής αυτής των καθηγητών ήταν και ο Γιώργος Σεφέρης). Διάρκεια προγράμμα­τος τέσσερα χρόνια (Δρχ. 1.305.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για την επιτόπια συγκέντρωση και την εγγραφή σε δίσκους «Δημοτικής και Εκκλησιαστικής Μουσικής». 1972. Σύλλογος προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής. Πρόεδρος: Σίμων Κα­ράς. Ήδη έχουν κυκλοφορήσει δέκα δίσκοι. Διάρκεια προγράμμα­τος τρία χρόνια (Δρχ. 3.416.670).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ Ειδικών Προγραμμάτων του Κέντρου Οικιστικής. 1972. Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος, Πρόεδρος: Κ. Δοξιάδης. Διάρκεια προγράμματος δύο χρό­νια (Δρχ. 7.500.000).
ΓΕΝΙΚΗ Ενίσχυση του Κέν­τρου Φιλοσοφικών Ερευνών. 1973. Διεύθυνση του Κέντρου: Θαν. Κιτσόπουλος, Διεύθυνση Ερευνών, Χρ. Γιανναράς, Διοικητικό Συμβούλιο: Ακαδημαϊκός Τ. Κ. Παπατσώνης, Πρόεδρος, Μανόλης Χατζηδάκις, Κ. Χριστοδουλίδης, Τ. Ιωάννου και Στέφανος Μάνος. Χρηματοδότηση για σειρές δια­λέξεων, σεμινάρια, ομάδες εργα­σίας, έκδοση του περιοδικού «Δευ­καλίων», ειδικές εκδόσεις, ανάθε­ση ερευνών, συνεργασίες με Έλληνες επιστήμονες στο εξωτερικό και συγκρότηση βιβλιοθήκης. Διάρκεια προγράμματος πέντε χρόνια (Δρχ.  9.971.700)
ΕΝΙΣΧΥΣΗ για επιστημονικούς συνεργάτες στην αποπεράτωση του Γ’ Τόμου του «Λεξικού Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας». 1973. Διεύθυνση προγράμματος: καθ. Εμμαν. Κριαράς (μέσω της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών). Διάρκεια προγράμματος δύο χρόνια. (Δρχ. 777.000).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπι­στημίου Μακ Γκιλλ του Καναδά, για ένα «Πειραματικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσ­σας». 1973. Το πρόγραμμα διευθύνει η καθηγήτρια Άννα Φαρμακίδη. Διάρκεια προγράμματος δύο χρόνια (Δρχ. 401.400).
Β΄ ΙΔΙΩΤΕΣ
1. Επιστήμες
Παναγ. Βοκοτόπουλος (Αρ­χαιολογία), Χρήστος Γιανναράς (Φιλοσοφία), Αλέξανδρος Δεσπο­τόπουλος (Ιστορία), Θεοφάνης Κακριδής (Φιλολογία), Διονύσιος Καράγιωργας [ο Δ. Καράγιωργας επέστρεψε την χορηγία του Φορντ, Σημ. του «Άρδην»] (Οικονομικές Επιστήμες), Γεωργία Κουλικούρδη (Ιστορία), Βασίλειος Κρεμμυδάς (Ιστορία), Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος (Κοινωνική Ανθρωπολογία), Δημήτρης Μαρωνίτης (Φιλολογία), Στυλιανός Ράμφος (Φιλοσοφία), Αθηνά Ρικάκη (Παιδαγωγικά), Κωνσταντίνος Σοφούλης (Οικονομικές επιστήμες), Μιλτιάδης Σπύρου (Φιλοσοφία), Μανόλης Χατζηγιακουμής (Φιλολογία), Μανόλης Χατζιδάκις (Βυζαντινολογία).
2. Καλές Τέχνες
Αχιλλέας Δρούγκας (Ζωγραφική - Χαρακτική), Λουκάς Βενετούλιας (Ζωγραφική). Αριστόδημος Θεοφυλακτόπουλος (Ζωγραφική), Θόδωρος (Γλυπτική), Χρίστος Κα­ράς (Ζωγραφική). Βασίλης Κελαϊδής (Ζωγραφική), Δημοσθένης Κοκκινίδης (Ζωγραφική), Δημή­τρης Κοντός (Ζωγραφική), Κώ­στας Λαχάς (Ζωγραφική), Άννα Βαφία-Λεοντίδου (Ζωγραφική), Θεόδωρος Μήνας (Ζωγραφική), Παντελής Ξαγοράρης (Ζωγραφική-Μαθηματικά), Κοσμάς Ξενάκης (Γλυπτική - Ζωγραφική - Αρχιτεκτονική), Μανώλης Πιλαδάκης (Ζωγραφική), Κάρολος Τσίζεκ (Ζωγραφική - Χαρακτική), Σωτήρης Σόρογκας (Ζωγραφική), Πα­ναγιώτης Τέτσης (Ζωγραφική), Γιώργος Τούγιας (Ζωγραφική -Γλυπτική), Σοφία Ζαραμπούκα -Σαρρή (Γραφικές Τέχνες), Γιάν­νης Φαϊτάκης (Ζωγραφική - Ταπισερί).
3. Κινηματογράφος
Θόδωρος Αγγελόπουλος, Κώ­στας Αριστόπουλος, Παντελής Βούλγαρης, Μίμης Κουγιουμτζής, Θόδωρος Κρητικός, Κώστας Μανουσάκης, Θεόδωρος Μαραγκός, Βασίλης Μάρος, Κώστας Σφήκας.
4. Λογοτεχνία
Πέτρος Αμπατζόγλου (Πεζο­γραφία), Μαντώ Αραβαντινού (Ποίηση), Θανάσης Βαλτινός (Πε­ζογραφία), Οδυσσέας Ελύτης (Ποίηση), Δημήτρης Ευθυμιάδης (Θέατρο), Βασίλης Ζιώγας (Θέα­τρο), Γιώργος Ιωάννου (Πεζο­γραφία), Νίκος Κάσδαγλης (Πε­ζογραφία), Λευτέρης Κανέλλης (Ποίηση - Πεζογραφία), Νίκος Καρούζος (Ποίηση), Δημήτρης Κεχαΐδης (Θέατρο), Γιάννης Κον­τός (Ποίηση), Αλέξανδρος Κοτζιάς (Πεζογραφία), Μένης Κουμανταρέας (Πεζογραφία), Ζέφη Λεοντάρη - Δαράκη (Ποίηση), Γιώρ­γος Μανιάτης (Πεζογραφία), Πρό­δρομος Μάρκογλου (Ποίηση), Γιώργος Παυλόπουλος (Ποίηση), Λεφτέρης Πούλιος (Ποίηση), Κατερί­να Αγγελάκη - Ρουκ (Ποίηση), Μίλτος Σαχτούρης (Ποίηση), Γι­ώργος Σκούρτης (Θέατρο), Κώ­στας Ταχτσής (Πεζογραφία), Στρατής Τσίρκας (Πεζογραφία), Καίτη Τσιτσέλη (Πεζογραφία), Κίμων Φράϊερ (Ποίηση), Γιώργος Χριστοφιλάκης (Θέατρο), Γιώργος Ψυχουνδάκης (Πεζογραφία - Ποίη­ση), [Ο Μανώλης Αναγνωστάκης δεν απεδέχθη τελικώς τη χορηγία, Σημ. του «Άρδην»)].
5. Μουσική - Χορός
Φοίβος Ανωγειανάκης (Μουσι­κή), Μάρκος Δραγούμης (Μουσι­κή), Κάρεν Κάννερ (Χορός), Σωτήρης Νομικός (Χορός), Γιώργος Σισιλιάνος (Μουσική), Αλέκα Συμεωνίδη (Μουσική).
*Τα ονόματα των επιχορηγούμενων οργανισμών και ατόμων, καθώς και το εισαγωγικό σημείωμα, αναδημοσιεύονται αυτούσια από την εφημερίδα Καθημερινή της 04/06/75, σύμφωνα με ανακοίνωση του Ιδρύματος Φορντ.

Ανοιχτή επιστολή προς τους επιχορηγούμενους*

Συγγραφέας: 
Λιλή Ζωγράφου
Προς τους επιχορηγημένους από το ίδρυμα Φορντ

Γέροι και Νιοί

Όλοι παίξαμε «κρυφτό» σαν είμαστε παιδιά. Όλοι «φυλά­­ξαμε», με τα μούτρα κολλημένα σε κάποιο τοίχο, μετρώντας ως τα σαράντα για να κρυφτούνε οι άλλοι σε κρυψώνες που τους ξέραμε καλά, είτε στην αυλή μας παίζαμε είτε στη γειτονιά.

Μα, σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, έπρεπε να κάνουμε πως τάχα δεν ξέρομε. Αλλιώς πώς θα γινόταν «παιχνίδι»; Πώς θα τρέχαμε να πιάσουμε τον αφελή και δυσκίνητο, να τον στήσουμε στον τοίχο με τη σειρά του; Να κρυφτούμε τώρα και μεις στους ίδιους πασίγνωστους κρυψώνες. Έτσι, για να παρατείνεται η ηδονή του παιχνιδιού, για να ξεπροβοδίσουμε τη μέρα, σκίζοντας τ’ απομεινάρια της με τους αλαλαγμούς της ακούραστης ζωντάνιας που μας κυβερνούσε.

Μα τώρα τι γίνεται; Τι σόι κρυφτό είναι αυτό που παίζεται στις μέρες μας; Κι αφού δεν παίζομε –ελάχιστοι έστω– γιατί υπολογίζετε πως εμείς θα κρατήσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού κάνοντας τάχα πως δεν ξέρομε;

Τελευταία δημοσιεύτηκαν σαφείς κατηγορίες κατά του θεσμού των επιχορηγήσεων Φορντ, κατά του πράκτορα της Φορντ στην Ελλάδα, καθώς και κατά των επιχορηγουμένων.

Κι όμως κανείς από τους θιγόμενους δεν απάντησε. Το κρυφτό λοιπόν συνεχίζεται: Ξέρομε πως ξέρετε. Ξέρετε πως ξέρομε. Άλλα τώρα δε μιλάμε. Είμαστε κρυμμένοι.

- Πού;
Και να μην ξέραμε τους κρυψώνες της γειτονιάς!
Κρυψώνα Αη: Περιφρόνηση των κατηγοριών.
Κρυψώνα Βη: Οι κατηγορούντες αγνοούνται.
Κρυψώνα Γη και καλύτερη: Ελπίδα παρέμβασης της λογοκρισίας. Τι κάνει η ευλογημένη και δεν κλείνει το στόμα μερικών αναιδών που τα βάζουν με τη μεγαλοψυχία των Φορντ; Αντί να τους ευγνωμονούμε για την ανιδιοτελή τους πρόθεση να βοηθήσουν τη χώρα μας να αναπτυχθεί; Πώς είναι δυνατό να προστατεύεται το πρώτο άταχτο ναυτάκι από την ετεροδικία και να επιτρέπουν να σπιλώνεται κοτζάμ Φορντ;

Σπιλώνεται όμως; Ή ισχύει στην περίπτωση το ανέκδοτο του ψύλλου που κέρδισε σε στοίχημα το δικαίωμα να βιάσει τον ελέφαντα; Τη στιγμή, λοιπόν, που τον βίαζε, έπεσε στο κεφάλι του ελέφαντα ένας χοντρός κλάδος δέντρου και του ’ξυσε την αυτάρα. Ο ελέφαντας μούγκρισε με την αυθάδεια του κλάδου. Κι ο ψύλλος «βιάζων» τον ρώτησε: «Σέ πόνεσα ψυχή μου;»

Αν κάποιος λοιπόν σπιλώνεται, είμαστε μεις. Ας μείνουν κρυμμένα τα παιδιά της παρέας και σιωπηλά. Έτσι θ’ ακούσουν καλύτερα, αυτό που υποτίθεται πως δεν ξέρουν, πως ξέρομε πως ξέρουν.

Εμείς, πάντως, δεν παίζομε άλλο. [  ]
- Τι είναι η επιχορήγηση Φορντ;

Το ’πα πριν δυο χρόνια στο βιβλίο μου «Ελύτης ο Ηλιοπότης». [ ]

Εκεί, στη σελίδα 69, έγραφα πως ανακάλυψα στο αμερικάνικο περιοδικό Ράμπαρτς –Οκτώβρης ’70– το κείμενο του Δρ. Ντάβιντ Ράνσον, διαπρεπούς μέλους του Κέντρου Σπουδών του Ειρηνικού. Τριάντα δύο σελίδες αποκαλύψεων, με το γενικό τίτλο: «Ο Νέος Δούρειος Ίππος - Αλλοτρίωση». Ο Ράνσον κατάγγελνε τη δράση μιας διεθνούς συνωμοσίας με στόχο τη διανόηση. Με το πρόσχημα των ευγενέστερων ιδανικών, τη βοήθεια για την ανύψωση των υπανάπτυκτων λαών, η Οργάνωση εξουδετερώνει τους μόνους που μπορούν να της κλείσουν το δρόμο: τους διανοούμενους. Πώς; Κόβοντάς τους ένα επίδομα. Έτσι εξασφαλίζει τη σιωπηλή ανοχή τους. Από κει κι έπειτα είναι πια πολύ εύκολο να προσφέρει στην αποικιοκρατική μηχανή της Αμερικής τους λαούς που εποφθαλμιά στο πιάτο.

Μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα σαν το Κάρνεγκυ, το Ροκφέλλερ και το Φορντ συνεργάζονται γι’ αυτά τα «υψηλά ιδανικά» και τη διάβρωση εκείνων που θεωρείται φυσιολογικό ν’ αντιδράσουν.

Για την πρώτη χειροπιαστή επιτυχία της επιχείρησης «Βοήθεια σε υπανάπτυκτους» σεμνύνεται, έγραφα, το ίδρυμα Φορντ με τα λαμπρά αποτελέσματα της δράσης του στην Ινδονησία.

- Ποια ειν’ αυτά;

Οι υποτροφίες σε καλλιτέχνες, συγγραφείς κ.λπ., οι επιχορηγήσεις σε οργανισμούς, οι δωρεάν σπουδές νέων στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, η μετεκπαίδευση νέων επιστημόνων, και γενικά η παρέμβαση παντού όπου ήταν δυνατόν, προκειμένου να αλλοιωθεί η εσωτερική δομή, ετοίμασαν σε μια δεκαπενταετία (1950-’65) το κλίμα, την ανοχή, τη μισαλλοδοξία και κατά συνέπεια τους ντόπιους σφαγιαστές των 600.000 Ινδονήσιων συμπατριωτών τους, που κατηγορήθηκαν σαν κομμουνιστές ή και συμπαθούντες.

Έτσι το ίδρυμα Φορντ ξόδεψε βέβαια γενναιόδωρα (ποσά εξάλλου που εκπίπτονται στη φορολογία), αλλά πρόσφερε στην αμερικάνικη κυβέρνηση μια ξενυχιασμένη και αποκεφαλισμένη Ινδονησία. Κι επειδή, φυσικά, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν και τους καλούς φίλους, οι Φορντ βγάζουν τα λεφτά τους στο εκατονταπλάσιο, από τον ινδονησιακό λαό πού δουλεύει στις επιχειρήσεις τους με μεροκάματα πείνας.

Αυτά μας πληροφορούσε ο καλός κύριος Ράνσον.    

Όταν κυκλοφόρησα το βιβλίο μου, πίστευα, πως δε θα βρισκόταν πια Έλληνας, συγγραφέας, καλλιτέχνης ή ποιητής που θα δεχόταν την επιχορήγηση Φορντ. Ως τότε κανείς μας δεν ήξερε τι σήμαιναν και που απόβλεπαν αυτές οι μεγαλόψυχες προσφορές. Ακόμα, υποτίθεται, ούτε και εκείνοι που είχαν «τιμηθεί» μ’ αυτή τη διάκριση. Για τις εκπλήξεις-σοκ που με περίμεναν, δεν αξίζει τον κόπο να μιλήσουμε τώρα. [ ]

Έκτοτε κι αλλά έντυπα ασχολήθηκαν με τις επιχορηγήσεις Φορντ. Οι απανωτές αποκαλύψεις όχι μόνο δεν εμείωσαν τον ζήλο των διανοουμένων μας, αλλά είδαμε τη ζητιανιά τους να φτάνει σε παροξυσμό. Αλληλοφαγωμοί και μίση αδελφοκτόνα χωρίζουν κείνους που επιχορηγούνται με τα επιδόματα αλλοτρίωσης, από όσους δεν επιχορηγήθηκαν ακόμη. Αυτοί μάλιστα, οι τελευταίοι, είναι που κατηγορούν τον εδώ πράκτορα της Φορντ, σαν αναρμόδιο πρόσωπο εξ αιτίας της αμορφωσιάς του.

- Θεέ και Κύριε. Το πρόβλημά μας, λοιπόν, είναι κει; Αν αυτή η καημένη κυρία ήταν μορφωμένη, δεν θα υπήρχε πρόβλημα; Δεν αφήνομε στους Αμερικανούς το περιθώριο, ούτε καν να μας τιμήσουν με κάποια αμφιβολία; Θέλω να πω, πως δεν αποκλείεται να πίστευαν οι Αμερικανοί, πως δε θα βρισκόταν κανείς Έλληνας, μορφωμένος και μάλιστα διανοούμενος, πρόθυμος να παίξει το ρόλο του πράκτορα. Να όμως που γελάστηκαν κι αυτοί και μεις.

Όσο για σας, που είστε μορφωμένοι, δε θίγεστε για τίποτ’ άλλο παρά για την αμορφωσιά της Μυριβήλη; [Σ. Άρδην, Η κα Μυριβήλη ήταν η εκπροσωπος του ιδρύματος στην Ελλάδα].

- Μα ποιοι είμαστε, λοιπόν; Είμαστε έθνος εμείς; Μην είμαστε καμιά φυλή της κεντρώας Αφρικής από τις ελάχιστες που ξεχάστηκαν στις βαθιές ζούγκλες; Έτσι  ασύστολα που διαμαρτυρόμαστε, έτσι ξεδιάντροπα και ξετσίπωτα που επαιτούμε; Ούτε ένα ντύμα ντροπής δεν κρατήσαμε. Ούτε τις αναστολές των κοινών γυναικών δεν έχομε. Αυτές, τουλάχιστον, κρατήθηκαν μακριά από το επάγγελμα, επί ένα μήνα, όταν πρωτομπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Δεν είναι το ίδιο, θα μου πείτε,

- Φτάνει πια το κρυφτούλι. Το ίδιο είναι.

Αλλά, ας υποθέσουμε πως κάνω λάθος. Ας παραδεχτούμε πως δεν μας αντιμετωπίζουν ούτε και μας χρησιμοποιούν οι Αμερικανοί σαν αποικία.  

- Τότε πώς να εξηγήσουμε το ενδιαφέρον του ιδρύματος Φορντ για την ελληνική διανόηση; Ποιο είναι το κίνητρο τους; Γιατί δε βγήκαν, όπως και τ’ άλλα ξενόγλωσσα ινστιτούτα, να προκηρύξουν διαγωνισμούς, υποτροφίες ή και απονομή βραβείων; Γιατί όλα γίνονται στα μουλωχτά, με κρυφές συνεννοήσεις, ψιθυρίσματα και παζαρέματα; Γιατί στέλνονται σαν εμπροσθοφυλακή τα «κοπέλια» της Μυριβήλη (οι ήδη επιδοτούμενοι και ελπίζοντες να ξαναεπιδοτηθούν) και ανιχνεύουν το έδαφος –που σημαίνει την φιλική ή μη διάθεση των υποψηφίων– προτείνοντας να τους βοηθήσουν, δίνοντάς τους το Φορντ; Και γιατί στους πιο σκληρούς και αλύγιστους προσεγγίζει προσωπικά η ίδια η κ. Μυριβήλη;  [ ]

- Κι ακόμα, γιατί όσοι παίρνουν Φορντ, το κρύβουν; Πέρυσι βραβεύτηκε ο Τσίρκας μ’ ένα γαλλικό βραβείο. Δεν έμεινε «δημοκρατική» εφημερίδα να μην αναφέρει το τιμητικό για τον συγγραφέα και την Ελλάδα γεγονός, με πηχιαίους τίτλους, καλλιτεχνικές φωτογραφίες του συγγραφέα και συνεντεύξεις. Θαυμάσια!

- Γιατί όμως, όταν δυο χρόνια πριν, εισέπραξε την επιχορήγηση Φορντ, το πέρασε στα μουγκά;

- Γιατί αλήθεια; Μήπως ντρεπότανε; Τόση συνωμοσία σιωπής πώς να εξηγηθεί, παρά πως είχε την πεποίθηση πως δεχότανε βρώμικα αργύρια;

Αλλά και οι Αμερικανοί που είναι τόσο αθώοι, αγαθοί και γενναιόδωροι, γιατί μας κρύψανε το στοργικό ενδιαφέρον τους και δεν το δημοσίεψαν; Να πληροφορηθούν κι οι μάζες πόσο ανοιχτοχέρηδες είναι. Ή μήπως αυτό ακριβώς δεν θέλουν; [ ]

Και γιατί να μην πληροφορηθούμε την ακόμα ευγενέστερη χειρονομία των Αμερικανών, που εκδώσανε με δικά τους έξοδα τα 18 και 38 «Αντιστασιακά Κείμενα» όλων των οργισμένων συγγραφέων του τόπου, όπως θα εκδώσουν μελλοντικά και τα 108;

- Ή μήπως δεν ήταν αντιστασιακά; [ ]

Αυτό μου θύμισε κάποιον άλλον, αγαθιάρη όμως, που μου ανακοίνωσε στο Παρίσι, πως όσο ήταν στην Ελλάδα μάζευε δυναμίτιδα γιατί είχε καταστρώσει ένα μεγαλεπίβολο σχέδιο που θ’ ανέτρεπε το καθεστώς, μόλις θα επέστρεφε.

- Τι λες βρε παιδί μου! Και πως θα γίνει αυτό;

- Να, μου λέει. Άμα θα ’χω μαζέψει εκατό κιλά δυναμίτιδα, θ’ ανοίξω λάκκους γύρω-γύρω στην Ακρόπολη και θα τους γεμίσω. Ύστερα θα μαζευτούμε εκατό ψυχωμένοι διανοούμενοι και…

- Κατάλαβα, τον διέκοψα. Το καθεστώς μπορεί να κοιμάται ήσυχο.

- Γιατί; με ρωτά θιγμένος.

- Ε, ώσπου να γεννηθούν παιδί μου, εκατό διανοούμενοι ψυχωμένοι!

Και δεν περιμένει κανείς από τους καλλιτέχνες να παραστήσουν τα αιμοβόρα πρωτοπαλλήκαρα. Το ρόλο αυτό μπορούν να τον παίζουν οι πολλοί. Ενώ, αντίθετα, μόνο ο πνευματικός άνθρωπος είναι ικανός να εκφράζει, με την παρουσία του, συμπυκνωμένη την εθνική συνείδηση. Αλλά και να την αφυπνίζει. Ακόμη και να την προσανατολίζει.

Ένας τέτοιος προορισμός προϋποθέτει διαφορετικές αρετές και διαφορετικές ευθύνες από κείνες που διακρίνουν τον επιδέξιο πολεμιστή στο πεδίο της μάχης.

Γιατί ο πνευματικός άνθρωπος είναι ένας πολεμιστής πού δεν τον καλεί κανείς να πολεμήσει. Έχει όμως το προνόμιο πως διαλέγει τον αντίπαλό του. Τον πιο επικίνδυνο, τον πιο αμείλιχτο δυνάστη του στη ζωή: Τη συνείδησή του. Γίνεται ο θύτης του εαυτού του μα και το θύμα του. Μόνος του στρατεύεται και μόνος του σταυρώνεται απάνω στις απαιτήσεις του από τον εαυτό του, αλλά και στις παραιτήσεις του.

Η αυτοσταύρωση είναι η υψίστη θυσία. [ ]  «Αυτό που είναι τρομερό, όταν αναζητάς την αλήθεια, είναι ότι την βρίσκεις», λέει ο Βίκτωρ Σερζ. Το φορτίο είναι αλήθεια βαρύ. Αλλά είναι κι αυτό πού διαφοροποιεί τον πνευματικό άνθρωπο από τις μάζες. Η ευθύνη του να ερευνήσει για λογαριασμό τους, να τις πληροφορήσει και ν’ αγωνιστεί γι’ αυτές, του δίνει αυτόματα το δικαίωμα να διεκδικήσει μια θέση στο παιχνίδι της Ιστορίας. Όχι για τον εαυτό του, φυσικά, αλλά για το λαό που αντιπροσωπεύει, συνεχίζοντας την ιστορική κληρονομιά του, αν υπάρχει, ή δημιουργώντας ένα παρελθόν για τους επερχόμενους. [ ]

- Και μεις τι κάνουμε; Τι κάναμε χθες, τι πριν πέντε χρόνια, τι πριν δέκα;

Όσο για σήμερα, οι δικοί μας ποιητές γράφουν τραγουδάκια για τις νυχτερινές μπουάτ.

Θα ’πρεπε ίσως να μελετήσουμε κάποτε με ιδιαίτερη προσοχή και ν’ αναζητήσουμε τις αιτίες που δρουν ανασταλτικά στην πνευματική μας πρόοδο. Το γεγονός π.χ. πως μερικοί δημιουργοί δώσανε κάποτε ένα έργο αληθινά αξιόλογο και πως έκτοτε, αν και ζήσανε χρόνια πολλά και μακάρια, δεν έφτασαν ποτέ πια στο ίδιο επίτευγμα αν και το φυσικό θα ’ταν να το ξεπεράσουν, πρέπει να ’χει κάποια εξήγηση. Η «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη (πριν ακρωτηριαστεί), το «Νούμερο» του Βενέζη, το «Άξιον εστί» του Ελύτη, έδωσαν ανάλογες συνέχειές τους; Μήπως έφτασαν σ’ αυτή την κορύφωση, γιατί οι δημιουργοί τους ταυτίστηκαν, έστω και υποχρεωτικά, με το σύνολο κι εκφράσανε καθολικά προβλήματα;

- Τι γίνηκε από κει κι έπειτα; Πού και πότε αγγίξανε τα προβλήματά μας; Ποιος μας εκφράζει; Πού βρίσκεται η λογοτεχνική και ποιητική μας παραγωγή σε σχέση με τα δράματα που μας συγκλονίζουν και σε σύγκριση με τα παγκόσμια επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων και των νέγρικων; Σ’ ένα μηδέν τόσο μεγάλο ώστε να χωράει μέσα όλος ο ναρκισσισμός του κόσμου.

Από τη στιγμή που θ’ αξιωθεί ο ρωμιός να πιάσει την πένα στο χέρι του και να συντάξει μια φράση υποφερτή ή ένα στίχο, θεωρεί πλέον τον εαυτό του ξεχωριστή περίπτωση. Αμόρφωτοι, αδιάβαστοι, ακατατόπιστοι για το τι συμβαίνει γύρω τους και κυρίως αδιάφοροι, μα πόσο αδιάφοροι, περιφέρουν την ύπαρξή τους σαν παράσημο στο στήθος της ανθρωπότητας.

Ούτε εφημερίδα δε διαβάζουν, ξένη ή ελληνική. Αποκομμένοι από τους συνανθρώπους τους, άλλη φιλοδοξία δεν έχουν, παρά πώς να εγκριθούν από τους παλιούς. Ψάχνουν αγωνιωδώς να βρουν μια χαραμάδα, να εισχωρήσουν στα τείχη του κατεστημένου. Μα μπορεί κανείς να πάει μπροστά, όταν φιλοδοξεί να αρέσει στις πίσω γενιές; Κι αυτοί –το ισχυρόν κι αμετακίνητο κατεστημένο– άλλο που δε θέλουν, παρά τούτα τα ανώδυνα ναρκισσάκια που δε δημιουργούν προβλήματα, ούτε κι έργο που θ’ απειλούσε την ύπαρξή τους. [ ]

Ύστερα απ’ αυτό καταλαβαίνετε πόσο απλό είναι να σε πάρει υπό την προστασία του το κατεστημένο: Ό,τι κι αν γράφεις, οικονομολογικά άρθρα, κοινωνικά, κριτική θεάτρου ή κινηματογράφου, πρέπει πάντα ν’ αναφέρεις, τουλάχιστον μια φορά, τ’ όνομα του Σεφέρη. Αν βέβαια κάμεις καμιά βαθυστόχαστη έρευνα για το πόσα «ε» και πόσα «αι» έχει μέσα στους στίχους του ο Καβάφης ή για το νούμερο τα παπούτσια που φορούσε ο Σεφέρης, τότε, αν δε σε προτείνουν για νόμπελ, σε καθησυχάζουν πως είσαι οπωσδήποτε μεγάλος ποιητής ή συγγραφέας, πως έχεις μεγάλο μέλλον στα ελληνικά γράμματα και πως γι’ αυτό πρέπει να υπάρξεις. Και περιμένοντας το νόμπελ, μπορείς για την ώρα να πάρεις το Φορντ.

Σ’ άλλους αιώνες υπήρχαν οι μαικήνες, οι αυλές, οι φεουδάρχες. Σήμερα είναι τα μεγάλα βιομηχανικά, πολεμικά, δημοσιογραφικά μπλοκ που επιβλέπουν και ελέγχουν την πνευματική πορεία της ανθρωπότητας, μην πάθουν κι αυτά (τα μπλοκ) τη λαχτάρα που πάθανε οι βασιλιάδες, οι ευγενείς κι οι φεουδάρχες με τις παροχές τους. Και τώρα οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι γιατί η κουλτούρα κατεβαίνει και στο λαό. Εισδύεις λοιπόν παντού, εξαρθρώνεις το εσωτερικό σύστημα σε βάθος, διαφθείρεις κι εξαγοράζεις συνειδήσεις και τα πάντα διαφοροποιούνται προς όφελός σου.

Σ’ όλη την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη, δυνάστες στάθηκαν οι προνομιούχοι οικονομικά εύρωστοι λαοί. Αλλά τους αρέσει δεν τους αρέσει, επαναλαβαίνω, η Ιστορία είναι ισοπεδωτική. Γιατί η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία των Νέων Ιδεών και όχι των κατεχόντων. Ο πολιτισμός είναι Πνεύμα.

Και το πνεύμα δεν τράφηκε ποτέ από τους συμβιβασμούς και την επαιτεία, υπηρετήθηκε όμως συχνά από πεινασμένους. Στο πείσμα των λογιών λογιών ιδεολογικών κατευναστικών που χρησιμοποίησαν οι κατά καιρούς προνομιούχοι ισχυροί του κόσμου, για να το εξουδετερώσουν.[ ]

- Μα τα χειροκροτήματα, αγαπητοί μου, σας δημιουργούν υποχρεώσεις. Το κοινό σάς εξαργύρωσε επιταγές πίστης.

- Τι θα κάνετε χωρίς αντίκρυσμα;

Θα μου πείτε, βέβαια, πως τα αργύρια της εξουδετέρωσης και της αλλοτρίωσης τα δέχτηκαν πριν από σας,  πρώτοι οι ήδη αναγνωρισμένοι, που στάθηκαν σύμβολα για όλους μας. Και ποιος ισχυρίστηκε πώς απαλλάσσονται; Όταν μάλιστα έχουν επί χρόνια προεισπράξει την πίστη και τη δόξα, η χρεωκοπία τους είναι δόλια. Έτσι κι αλλιώς ανήκουν στην παρακμή. Δεν είχαμε πια τίποτα να περιμένουμε απ’ αυτούς.

- Σεις όμως; Ποιο ήθος και ποια υγεία αντιπαραθέσατε στην παρακμή και τη δόλια χρεωκοπία τους;

Η Μάργκαρετ Μηντ, γνωστή Αμερικανίδα κοινωνιολόγος επισημαίνει στο τελευταίο της βιβλίο πως οι σχέσεις των γενεών αντιστράφηκαν: «Είναι οι νέες γενιές που γίνονται δάσκαλοι των παλαιότερων».

Σε μας, νέοι, μεσήλικες και γέροι, διαπληκτίζονταν στις πόρτες της Φορντ, σαν τους ζητιάνους στα σκαλιά της εκκλησιάς. Μα ποτέ δε βγήκε έργο από χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Μόνο μέσα σε γροθιές σφιγμένες από αγανάχτηση, απόγνωση και μοναξιά γεννήθηκαν ποιήματα.

Όλοι από τις ίδιες δυσκολίες φθειρόμαστε. Κι όλοι στο ίδιο καζάνι ανασφάλειας ζούμε. Ο πειρασμός για τη σιγουριά και την άνοδο είναι τόσο δυνατός.

Αλλά πιστέψτε με, δεν υπάρχει αντίτιμο της λευτεριάς. Αν οι μεγάλοι της γης αποφάσιζαν να βγάλουν σε πλειστηριασμό τη Σελήνη, σίγουρα οι Αμερικανοί θα την αγόραζαν. Αλλά δε θα μπορέσουν ποτέ ν’ αγοράσουν έναν ελεύθερο άνθρωπο.

«Και ο καλύτερος εαυτός μας είναι κείνος που ανταλλάξαμε με την ασφάλειά μας».

Δεν ισχυρίζομαι πως η φτώχεια είναι δημιουργική. Η λευτεριά όμως είναι.

Σκεφτείτε, πόσο μεγάλη είναι μια λευτεριά που δε μπορεί να την αγοράσει η Αμερική!

Αφού, λοιπόν, η λευτεριά δεν έχει αντίτιμο, είναι υποχρεωτικά, πάντα, φτωχότερη από το μέγεθός της.

Κι όμως ο αληθινός δημιουργός είναι πραγματικά άπληστος. Όχι για να χορτάσει, μα για να σημαδέψει το χρόνο και το χώρο με το πέρασμά του. Κοιτάξτε γύρω σας. Όλα τα μνημειώδη έργα έχουν τη σφραγίδα της απληστίας. Οι δημιουργοί τους εκσπερμάτωσαν στη γη και τη γονιμοποίησαν. Τι να τους κάνει ο κόλπος μιας γυναίκας; Με τα νύχια και τη μεγαλοφυΐα τους σκαλίσανε τη γη και της φυτέψανε τ’ αριστουργήματά της. Σκίσανε τα μάρμαρα με την αρρενωπότητά τους και προκαλέσανε γη και ουρανούς στολίζοντάς τους με αγάλματα, παρθενώνες, πυραμίδες, γοτθικούς ναούς.

- Και σεις παιδιά; Ούτε στην άλλη γειτονιά δεν τινάξατε το σπέρμα σας.

- Γιατί; Για ένα επίδομα δέκα χιλιάδων δραχμών το μήνα!

- Γιατί; Για να παχύνει η αδιαφορία σας επί 365 μέρες;

Και την 366η μέρα, τι θα μας πείτε; Ποιο τραγούδι θα μας τραγουδήσετε; Να σας πω εγώ: Κανένα.

Σας γέλασαν. Και οι άλλοι, μπορεί και μεις, και ο εαυτός σας. Ο άνθρωπος γεννιέται λεύτερος και περήφανος, έρημος σαν τους Θεούς. Ακατάδεχτος σαν κι αυτούς. Τότε είναι και Ποιητής.

Αθήνα 12 Δεκ. ’72

*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικά Panderma, που εξέδιδε ο Λεωνίδας Χρηστάκης, τον Δεκέμβριο του 1972

Το σχοινί της διανόησης και η θηλειά της Φορντ*

Συγγραφέας: 
Γιώργος Χατζόπουλος
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ανοιχτό Θέατρο που εξέδιδε ο Γιώργος Μιχαηλίδης στο τεύχος του Νοεμβρίου του 1972, είχε αποσταλεί ως επιστολή, για ευνόητους λόγους υπό το ψευδώνυμο Δ.Φ. Ελευθερίου. Σήμερα μπορούμε, τουλάχιστον, να δημοσιεύσουμε το όνομα του συγγραφέα, του Γιώργου Χατζόπουλου των εκδόσεων «Κάλβος» (Άρδην).

Της θαλάσσης καλύτερα φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκαν. […]. Παρά προστάτας νάχωμεν.
Ανδρέας Κάλβος

Αγαπητό Α.Θ.
Παρακαλώ να δημοσιεύσεις τις ακόλουθες απόψεις μου, που αναφέρονται στο γνωστό πια πανελλήνια γεγονός της «μαζικής» επιχορήγησης των συγκαιρινών μας Ελλήνων διανοουμένων από το «ίδρυμα Φορντ».

1) Έχω τη γνώμη ότι επιβάλλεται η, σύντομη έστω, διαπραγμάτευση των ηθικών, ιδεολογικών και ψυχολογι­κών προβλημάτων, τα οποία έφερε στην επιφάνεια ­–και απασχολούν μεγάλη μερίδα την κοινής γνώμης– τόσο η πρωτοβουλία των ιθυνόντων του ιδρύματος Φορντ να πε­ριλάβουν γενναιόψυχα και τους Έλληνες δημιουργούς υπό «τας χρυσάς πτέρυγας» της προστασίας τους, όσο και η σπουδή των διανοουμένων μας (πρεσβυτών και νεοσ­σών, καλλιτεχνών κι επιστημόνων, ατόμων και ομάδων) να ζητήσουν και να δεχτούν τη δωρεά. Πράγματι, θα ή­τανε σωστή στραβωμάρα αν δεν βλέπαμε ότι τ’ αποτελέ­σματα των πράξεων τούτων βαραίνουν ιδιαίτερα στην πνευματική και κοινωνική ζωή του τόπου κι ότι τέτοιες πράξεις ενσαρκώνουν μια νέα αντίληψη για το ήθος και την ευθύνη του διανοούμενου. Είναι, δηλαδή, φανερό ότι δεν πρόκειται για ιδιωτικό ζήτημα, που αφορά τα «συμ­βαλλόμενα» μέρη, κι ότι τούτο συμβαίνει ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις κι εξηγήσεις τους. Για τη σα­φή κι ολοκληρωμένη αντίληψη του προβλήματος δεν αρκεί (παρά τη χρησιμότητά της) η άντληση πληροφορι­ών από ξενόγλωσσα έντυπα και η υιοθέτηση γενικών απόψεων για τις προθέσεις και τη διεθνή δραστηριότη­τα του Ιδρύματος Φορντ, άλλα πρωταρχικά χρειάζεται ή συγκεκριμένη κι ανεξάρτητη ανάλυση των δεδομένων που έχουμε στη διάθεσή μας. Κατά συνέπεια, ούτε οι ιερές προκαταλήψεις των επικριτών, ούτε οι «ειλικρινείς» εξομολογήσεις των πρωταγωνιστών έχουν ουσιαστι­κή αξία — και αλλίμονο αν μετεωριστούμε ανάμεσά τους.

2) Ανάμεσα στις απρόβλεπτες συνέπειες από την α­νατροπή ενός συγκεκριμένου συστήματος πολιτικών σχέσε­ων είναι, κατά κανόνα, και η συνήθως ανεπιθύμητη απο­δέσμευση ατόμων και ομάδων διανοουμένων από συμφέροντα και σχέσεις, με τα οποία είχαν συμβιβαστεί και, το σημαντικώτερο, είχαν παγιδέψει τη σκέψη, την πρωτοβουλία και τη συνείδησή τους στο στενό ορίζοντα αυτού του συμβιβασμού. Η ανατροπή των πολιτικών σχέσεων, που ίσχυαν μέχρι το 1967, διετάραξε και την εξάρτηση των περισσό­τερων διανοουμένων από τους μέχρι τότε νομείς της εξου­σίας και κατεστημένους φορείς του κομματικού ανταγωνισμού. Η σοβαρότερη μερίδα της βολεμένης διανόησης βρέ­θηκε ακούσια στην σκληρή και ηθικά πλεονεκτική θέση της σχετικής ανεξαρτησίας, γιατί χάνοντας υλικά προνόμια απαλλάχτηκε και από την στενή πολιτική ποδηγέτηση. Η εξάτμιση των παλινορθωτικών ονείρων της, με την πάροδο του χρόνου, από τη μια, και από την άλλη η απόλυτη ψυ­χολογική δυσκολία να ενταχθεί στις σχέσεις που διαμόρ­φωσε η «μεταπολίτευση», έτειναν να μονιμοποιήσουν την αδεσμευσία της διανόησης. Συνεπώς υπήρχε η πιθανότητα ώστε η νέα υλική θέση των διανοουμένων, μαζί με την βαθμιαία αποβολή των αυταπατών, να τους φέρει κοντά στην κατάσταση και τα προβλήματα των μονίμως αδικούμενων και ταπεινωμένων. Κατά ιστορική συγκυρία, ήτανε πράγ­ματι δυνατό να μεταμορφωθούν σε συνειδητούς φορείς α­ληθινά λαϊκών προοπτικών ή τουλάχιστον, σε σοβαρούς εκ­φραστές βαθύτερων και κρισιμότερων προβλημάτων. Η προσέγγιση της διανόησης στην αληθινή ζωή του τόπου, και μάλιστα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της μι­κροπολιτικής, απόκτησε τη σημασία της μοναδικής διεξό­δου και αποτέλεσε μέρος εντελώς αντικειμενικών διαδικα­σιών. Η προοπτική για την προσέγγιση αυτή έγινε πραγ­ματικός εφιάλτης όχι τόσο των κορδωμένων χατζηαβάτηδων της επιφάνειας, όσο των έμπειρων και άγρυπνων κη­δεμόνων της «ελευθερίας» και της «ησυχίας» μας. Έτσι έγινε αναπόδραστη η ανάγκη για το σβήσιμο αυτής της προοπτικής, πράγμα που μόνο με λεπτή και μελετημένη παρέμβαση μπορούσε να γίνει. Το ευφυές εγχείρημα της Φορντ, η ψυχολογημένη τεχνική του κι η γαλαντόμα διάθεση των διαχειριστών της, έφεραν αποτελέσματα και η συγκομιδή υπήρξε πλούσια.

3) Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ψυχικού ρήγματος ανάμεσα στο λαό και στις ομάδες εκείνες της διανόησης, που, παρά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν τους, φάνηκε πως συμμερίζονταν τη θέση και τις αγωνίες του. Η μεταμόρφωση των διανοουμένων σε προικοδοτούμενους και τροφίμους αλλοδαπών ιδρυμάτων εξουδετέρωσε τις δυνατότητες επικοινωνίας και διέλυσε το κλίμα εμπιστο­σύνης ανάμεσά τους. Γιατί είναι απλή αλήθεια, βεβαιωμέ­νη από την ιστορική πείρα και μεταπλασμένη σε κοινή συ­νείδηση, ότι οι οικονομικές παροχές σε άτομα και ομάδες από τα διάφορα ιδρύματα, ανεξάρτητα από την υποκειμε­νική προαίρεση του κάθε αποδέχτη της παροχής, αποβλέπουν σε σκοπούς πέρα από κείνους που αναφέρουν οι επίσημες ανακοινώσεις και ότι οι ελέω μικροπρονομιούχοι που πα­ρουσιάζονται έτσι δεν αξίζουν την τιμή να τους εμπιστευ­θείς. Η αίτηση και η αποδοχή των χορηγήσεων από γνω­στά και μη πρόσωπα του πνευματικού κόσμου, εκτός των άλλων, φανέρωσε την πανικόβλητη μέριμνα για το προσωπικό προνόμιο και την ανικανότητα να καταλάβουν την πα­γίδα στην οποία τους οδήγησαν, δηλαδή την απομόνωση από το ανθρώπινο περιβάλλον τους και την συνακόλουθη ιδεο­λογική και συνειδησιακή συρρίκνωσή τους. Η σύμπραξη στην πρωτοβουλία της Φορντ από τη μια και από την άλ­λη η κραυγαλέα καταγγελία των δραστών για τις «δεσμεύ­σεις», που αναλάβανε τάχα προσωπικά για να εξασφαλίσουν την εύνοια, αποτέλεσαν την θετική και την αρνητική προϋπό­θεση για την ευόδωση των σχεδίων της Φορντ, δηλαδή την έκθεση, την απομόνωση και την πολιτική αχρήστευση της διανόησης. Με τον τρόπο αυτό δύο διαμετρικά αντίθετες στάσεις έγιναν την κρίσιμη ώρα, η μία εκούσια, η άλλη ακούσια, προωθητικοί παράγοντες του στόχου της Φορντ.

4) Οι χορηγοί του ιδρύματος Φορντ επιλέγουν τους «τυχερούς» μέσα από τις διάφορες αντιστασιακές λεγόμενες ομάδες. Τόσο προκλητική κι επίμονη είναι αυτή η εύνοια προς τους προοδευτικούς διανοούμενους, ώστε έγινε λαϊκό σκωπτικό αξίωμα η φράση: «Κάνεις αντίσταση—παίρνεις Φορντ». Αλλά εκτός από το λόγο που αναφέραμε παραπά­νω (ότι η κατηγορία αυτή των διανοουμένων έμεινε χωρίς πολιτικούς κηδεμόνες και, συνεπώς, είναι επικίνδυνη) υ­πάρχει και η ανάγκη να οροθετηθεί η αντίθεση στις κατα­στάσεις που εν τω μεταξύ προέκυψαν. Και την ανάγκη αυτή μόνο οι «αντιστασιαζόμενοι» διανοούμενοι είναι σε θέση να την καλύψουν. Γιατί μόνο αυτοί μπορούν να πλάσουν τα υποκατάστατα εκείνα που κάνουν να ξεχνιέται το πραγμα­τικό πρόβλημα και μας ανακουφίζουν από τις διάφορες πιέσεις. Άλλωστε, η απαγόρευση της ανοιχτής πολιτικής δραστηριότητας προκάλεσε την πολιτική φόρτιση της πνευματικής κι εκπολιτιστικής ζωής. Κάθε πρωτοβουλία κι εκδήλωση στον χώρο αυτό απόκτησε πολιτικό ενδιαφέ­ρον, βρέθηκε σε στράτευση, γιατί αντικειμενικά δεν υπήρ­χε θέση για την ουδετερότητα. Κι αυτό το αποτέλεσμα υπήρξε απόρροια αντικειμενικών συγκυριών και δεν ανα­χαιτίστηκε ούτε από τη «γραμμή» για «αποχή» και «σιωπή». Έτσι, όμως, άνοιγαν οι ασκοί του Αιόλου και όλοι οι θεσμοί, όλες οι κοινωνικές σχέσεις, όλες οι στάσεις απέ­ναντι στα μικρά και μεγάλα προβλήματα ήταν δυνατό να μπουν κάτω από την ανελέητη κριτική, πράγμα που θα συνεπέφερε νέες συνειδητοποιήσεις και πιθανά αποκρυσταλλώματα άλλου είδους. Αλλά, αντί να επιταχυνθεί και να βαθύνει η διαδικασία αυτή, επιχειρήθηκε το καναλιζάρισμα της αυθόρμητης ριζοσπαστικής τάσης και η διο­χέτευση του ενδιαφέροντος στα κραυγαλέα μικροζητήματα και στους άγονους χώρους των «αντιστασιακών» απω­θήσεων. Νοσταλγικοί εξωραϊσμοί του παρελθόντος, μεγα­λόσχημα επαναστατικά αναμασήματα και άλλα γνωστά τέτοια κάλυψαν τον ορίζοντα, εμπόδισαν τη διαδικασία του προσανατολισμού και συγκρότησαν το αλλοπρόσαλλο σύμπαν των «αντιστασιαζομένων». Και είναι βέβαιο ότι όποιος βρίσκεται μέσα στη στεγανή σφαίρα αυτού του σύμ­παντος, όσο κι αν έχει βολεμένη τη συνείδησή του, είναι ένας αχρηστευμένος πολίτης. Γιατί ο υποκατάστατος αυτός κόσμος που κατασκεύασαν οι διανοούμενοι (με δική τους ευθύνη κι έξοδα άλλων) δεν είναι τίποτα άλλο από πνευ­ματικό γηροκομείο, από το οποίο τίποτα καινούργιο δεν πρόκειται να προκύψει. Και κάθε δολάριο που ξοδεύε­ται για την άνετη οικοδόμηση ενός τέτοιου έργου είναι απόλυτα δικαιωμένο.

5) Η καταφυγή σε ορισμένες αξίες στις ώρες των κρίσεων αποκτά μεγάλη σημασία. Ακριβώς τις ώρες αυ­τές κρίνεται η συνέπεια των πράξεων στις άνετες διακη­ρύξεις άλλων εποχών. Αλλά η εύκολη ένταξη στο εκτρεφόμενο από το ίδρυμα Φορντ κοπάδι, η απεγνωσμένη αναζήτηση μαικηνών και η αυθάδης τακτοποίηση των ιδίων αναγκών δείχνουν ότι «εμωράνθη το άλας της γης», ότι η κιβωτός των δημιουργημένων με βάσανα και αίμα αξιών της εθνικής και λαϊκής μας ζωής προσβλήθηκε από τα τρωκτικά, τους ταγούς της πνευματικής ζωής. Η χα­μηλή συνείδηση της κοινωνικής ευθύνης, ο παρασιτικός χαρακτήρας και η προπέτικη ιδιοτέλεια τονίζουν τη φυ­σιογνωμία ευάριθμης κατηγορίας διανοουμένων (και πι­στοποιούν την ηθική τους χρεοκοπία). Η υποβολή, για αναγνώριση από τους διαχειριστές της Φορντ, της όποιας δημιουργίας τους, και όχι η αυτοδύναμη λειτουργία του έργου τους μέσα στο κοινό. η εξασφάλιση από τα αμερι­κανικά χρήματα, και όχι η απήχηση του έργου. η μετα­τροπή του διανοούμενου σε ικέτη αιτησιογράφο, και όχι η αξιοπρεπής άρνηση της «προστασίας» _ ιδού οι τρό­ποι των καιρών μας. Με δεδομένη τούτη την «ευαισθησία» οδηγεί σε «πολυτελή σχολαστικισμό» η εξέταση για την προέλευση των χρημάτων με τα οποία συντηρούνται και χάρη στα οποία μπορούν και «συνεχίζουν» την δημιουργική τους ανάπτυξη οι διανοούμενοί μας.
6) Στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας παρατη­ρούμε την εκδήλωση συμπλέγματος ενοχής στον τρόφιμο της Φορντ. Όταν φτάνει, ταπεινός αυτός ικέτης, στα α­πρόσιτα άδυτα των εκπροσώπων της Φορντ, από τη μια έχει παραμερίσει πολλούς ενοχλητικούς ενδοιασμούς και είναι πρόθυμος να διαβεβαιώσει για τις προθέσεις του (δηλ. είναι «ώριμος», που πάει να πει ότι έχουν συν­τελεστεί οι σχετικές συνειδησιακές αλλοιώσεις, χωρίς τις οποίες η αίτηση και η αποδοχή της δωρεάς είναι μια επονείδιστη πράξη) κι από την άλλη η μυωπία του τον εμποδίζει να αντιληφτεί τη μεγάλη παγίδα στην οποία πέφτει (με καλές ή κακές προθέσεις). Κι όταν φεύγει με τη βεβαιότητα της προσεχούς ικανοποίησής του, λευκός από «συμφωνίες» και «όρους», αλλά ολοκληρωτικά τυφλός ως προς την σημασία και το πολυσήμαντο της σύμπραξής του με την Φορντ, έχει ανοίξει λογαριασμούς με τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα στην επικοι­νωνία με το περιβάλλον του, στις κοινωνικές του σχέσεις, παρουσιάζονται τα συμπτώματα του «προβλήματός» του με φορτικότητα (που έχει χάσει το μέτρο της) και εμπι­στευτικά (σα να μιλάει στον ίδιο τον εαυτό του) σας δια­βεβαιώνει ότι «τους ξεγέλασε» (αυτός!), ότι «θα τους την φέρει» (εννοεί τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές), ότι εί­ναι «καθαρότατος» (δεν έκανε παραχωρήσεις) και δεν ξεχνά να σας παροτρύνει ν’ ακολουθήσετε και σεις το πα­ράδειγμά του, το μαγικό του τρόπο που συμβιβάζει τα α­συμβίβαστα. Η καταιγιστική ρητορεία του πραγματικά απευθύνεται στον χτεσινό εαυτό του, στη χτεσινή ανοι­χτή συνείδησή του που την κολόβωσε η ιδιοτελής σωφρο­σύνη του και πάει να την παρηγορήσει με «λογικές» πα­ραδοξότητες και με την άγρευση συνενόχων. Χαρακτηρι­στική αυτού του τελευταίου είναι η προτίμηση του να εμφα­νίζεται δημόσια, όταν είναι απαραίτητο, πάντοτε μαζί με άλλους «δωρεοδόχους». Έτσι διαμορφώνεται ο διχασμέ­νος και αυτάρκης «τύπος», ο φουκαράς κράχτης στο κο­πάδι της Φορντ, ο κατά κανόνα ανίκανος να δει κριτικά την πράξη του, ο «αντιστασιαζόμενος».

7) Παρά τα εγωιστικά πάθη και τις αμέτρητες μι­κρότητες, είναι πραγματική η τάση για συσπείρωση ανά­μεσα στους «αναγνωρισμένους» από (ή και από) τη Φορντ. Ήδη σημειώσαμε την προτίμηση τους για κοινή εμφάνι­ση. Το πνεύμα αυτό της καστοποίησης (δυστυχώς δεν μπορεί να ονομαστεί διαφορετικά, γιατί δεν υπάρχει καμμιά αναφορά σε κοινές αρχές) έχει ήδη ορισμένες θετι­κές και αρνητικές εκδηλώσεις. Χορηγοί και επιχορηγού­μενοι, κι ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, έχουν χρέος να αποδείξουν ότι τα δολλάρια που διατεθήκανε δεν πήγαν στο βρόντο, αλλά απέδωσαν δημιουργικά. Για να δικαιωθούν ή για να διασκεδάσουν την απορία των τρί­των (και επειδή η κάθε ατομική υπόθεση κρίνεται ως ένα βαθμό από τη γενικώτερη απόδοση της πρωτοβουλίας), έχουν εξασφαλίσει μονοπωλιακούς όρους προβολής και αλληλολιβανίσματος. Πολύς θόρυβος και σπατάλη μελανιού γίνεται για δημόσιες υποκλίσεις και φιλοφρονήσεις ανάμεσά τους. Η αποδοχή της επιχορήγησης φέρνει σε δεύτερη θέση κάθε προηγούμενη σχέση, αμβλύνει άλλες αν­τιθέσεις και γίνεται ο κοινός παρονομαστής της νέας συ­νοχής και της αναγνώρισης. Η επιλογή και η πρόταση για κάποιο νέο υποψήφιο για τη χορηγία γίνεται με τη «γνωμάτευση και τη σύσταση» κάποιων παλαιμάχων του κύκλου, σύσταση που δημιουργεί ιδιαίτερους ψυχικούς δεσμούς — όλους σε αναφορά προς τον απρόσωπο προστά­τη. Οι παρόμοιες διαδικασίες (φθοράς), η κοινή πηγή της ατομικής άνεσης και τα ίδια ψυχολογικά προβλήματα αποτελούν την πραγματική βάση της «αλληλεγγύης» και της αλληλοανοχής τους. Αλλά η παροχή σχέσεων, διευ­κολύνσεων και προνομίων μετατρέπεται σε περιφρόνηση κι εμπαθή άρνηση για όποιον αποτολμήσει να διαχωρίσει την ευθύνη του από το κοπάδι (υπήρξε μια τέτοια περί­πτωση στην πόλη μας, εδώ στη Θεσσαλονίκη).

8) Μέχρι που μπορεί να φτάσει η εξαχρείωση των δολλαριοβόρων τροφίμων της Φορντ, το δείχνει το κεί­μενο της συνέντευξης του παρεπιδημούντος ομογενούς σκη­νοθέτου του θεάτρου κ. Ν. Ψαχαρόπουλου, που πήρε και δημοσίευσε—με τον προφανή σκοπό να καμφθούν οι επιφυ­λάξεις («ορισμένοι αρνούνται να την δεχτούν», την υπο­τροφία) απέναντι στο ίδρυμα Φορντ και να εξοπλιστούν με επιχειρήματα οι εδώ απολογητές του—στην εφημερίδα «Τα Νέα» 22/5/72) ο κ. Γ. Κ. Πηλιχός. Αυτό το α­συνήθους θρασύτητας κείμενο δεν αρκείται στις δουλόφρονες ευχαριστίες προς την τροφό Φορντ, αλλά δικαιολογεί ακόμη και την πολεμική (στο Βιετνάμ) δραστηριότητά της. Ιδού τι αποφαίνεται ο κ. Ν. Ψ.: «Κατ’ αρχήν δεν είναι η Φορντ μονάχα που κερδίζει από τον πόλεμο. Ό­λες οι μεγάλες βιομηχανίες στην Αμερική κερδίζουν χρή­ματα από τον πόλεμο, αφού είναι υποχρεωμένες (δηλ. είναι υποχρεωμένες να κερδίζουν!) να παραστέ­κονται στο κράτος σε κατάσταση πολέμου. Συνεπώς, δεν είναι που η Φορντ επιζητά να κερδίσει σήμερα από τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά ότι είναι υποχρεωμένη όπως και οι άλλες αμερικανικές βιομηχανίες να συμπαρασταθεί στο αμερικανικό κράτος που έχει εμπλακεί στον πόλεμο του Βιετνάμ (για χάρη των Αμερικανών εργατών προφανώς, αφού οι βιομηχανίες εξαναγκάζον­ται!). Τώρα αν (sic) είναι δίκαιος ή άδικος τούτος ο πόλεμος, αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα κι άσχετο εντελώς (sic) με την Φορντ και την “υποτροφία” της». Με αυτές τις ασυνάρτητες σκέψεις οι ταλαίπωροι προστατευόμενοι της Φορντ προσπαθούν να δικαιολογήσουν την πράξη τους αλλά το μόνο που πετυχαίνουν εί­ναι να φιλοτεχνούν την κακόγουστη ρεκλάμα των πολε­μικών επιδόσεων του αμερικάνικου κατεστημένου. Μπλεγ­μένοι, με δική τους ευθύνη, στη διαλεκτική της ηθικής χρεωκοπίας φτάνουν στο τελευταίο σκαλί – στου κακού τη σκάλα. Άραγε τι να μας επιφυλάσσει ακόμα το μέλ­λον...

9) Μια άλλη όψη της θλιβερής αυτής ιστορίας εί­ναι ότι εγκαθιστά τον εγχώριο μηχανισμό του ιδρύματος Φορντ –δηλ. την «Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφο­ριών, δίδα Μυριβήλη» («Το Βήμα» 3-8-72, στήλη «Ρεπορτάζ αμέσου δράσεως»)– κριτή των πνευματικών αξιών του τόπου μας. Έτσι παρέχεται η «διευκόλυνση» σ’ ένα ξένο ίδρυμα (το οποίο, με την ευκαιρία, όχι μό­νο τρέφεται με το αίμα που ρουφάει η Φορντ από κει που ξέρουν οι Πηλιχοί και Ψαχαρόπουλοι, άλλα έχει μετο­χές σε πολλές άλλες ομογάλακτες επιχειρήσεις) να πα­ρεμβαίνει στην πνευματική μας ζωή. Το τι αξίζει ή όχι, το τι πρέπει να ενισχυθεί ή όχι αποφασίζεται με βάση τις σκοπιμότητες της Φορντ, από τους ανθρώπους της Φορντ και με την ηθική κάλυψη των μικρονόων ιδιοτελών τροφίμων της. Δεν χρειάζεται φαντασία για να προβλε­φτούν οι παραμορφώσεις των μεγεθών και οι εκφυλισμοί των αξιών. Από τα τώρα βλέπουμε να ανακηρύσσονται προικισμένοι και άξιοι λογοτέχνες, ζωγράφοι, σκηνοθέτες κ.λπ. άτομα, που επί σειρά ετών δεν παρουσίασαν τίποτε και είναι άγνωστοι έξω από τους τοίχους των σαλονιών όπου συχνάζουν, ενώ άλλοι (που δε δέχονται την προστατευτική θωπεία της Φορντ, και ακριβώς γι’ αυτό) αμφισβητούνται, συκοφαντούνται, περιλαμβάνονται στη «συνωμοσία σιωπής».

10) Τέλος, ένας γενικότερος συσχετισμός είναι α­παραίτητος. Βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο φαι­νόμενο: εκείνοι που διακηρύσσουν (ειλικρινώς ή υποκρι­τικά) την ανάγκη για την πολιτική κ.λπ. αποδέσμευση της χώρας από τις κηδεμονίες των ξένων και φιλολογούν «περί διευκολύνσεων κι ελλιμενισμών», εμπεδώνουν την κηδεμονία, την εξ­άρτηση και την επέμβαση των ξένων στους πιο νευραλγικούς τομείς της εθνικής μας ζωής, στην εθνική ψυχή, εκεί απ’ όπου δεν φτάνει να την βγάλει μια απόφαση. «Αν άλλοι χτίζουν φυλακές, τούτοι χαλκεύουν αλυσίδες, θολώνουν τα μυαλά και νοθεύουν τις συνειδήσεις». Αυτά, και σας ευχαριστώ.

Δ. Φ. Ελευθερίου
40 Εκκλησίες,
Θεσσαλονίκη, 16 Αυγούστου 1972

Η δύσκολη ζωή ενός Έλληνα

Συγγραφέας: 
Βασίλης Ραφαηλίδης
Η συνεργασία με το Ίδρυμα Φορντ*
Να ζει κανείς ή να μη ζει; Το δίλημμα του Άμλετ έγινε διάσημο, γιατί επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Μια απ’ αυτές θα μπορούσε να είναι: Εμείς οι άνθρωποι, τα τελειότερα έμβια όντα, που βρεθήκαμε, πεταγμένοι ανάμεσα στα άλλα έμβια όντα αυτού του πλανήτη, μήπως θα ’πρεπε να επιβεβαιώσουμε την τελειότητά μας αυτοκαταργούμενοι ως έμβια όντα;

Ο καλός χριστιανός Σαίξπηρ δεν είναι υπέρ της αυτοκτονίας. Εντούτοις, ο ευγενέστερος των σαιξπηρικών ηρώων, ο πρίγκιπας Άμλετ, έχει σαφώς αυτοκτονικές τάσεις. Παραείναι ευαίσθητος και τίμιος για να μπορεί να ζήσει στα βρόμικα ανάκτορα του Ελσινόρ, τα γεμάτα αίμα και προδοσία. Ωστόσο, δεν αυτοκτονεί. Σκοτώνεται σ’ εκείνη τη φοβερή μονομαχία με τον Λαέρτη, τον αδερφό της Οφηλίας. Όμως, θα μπορούσε και να μη σκοτωθεί αν ήταν περισσότερο συμβιβαστικός. Άρα, στο θάνατο τον οδήγησε η ηθική του απολυτότητα και η αδυναμία προσαρμογής στο βρόμικο περιβάλλον. Βέβαια, ο Άμλετ πριν πεθάνει σκοτώνει το δολοφόνο του, αλλά η κατά λάθος ανταλλαγή των ξιφών, αμέσως μετά το χτύπημα που του δίνει ο Λαέρτης με το δηλητηριασμένο ξίφος, δεν είναι παρά ένα δραματουργικό τέχνασμα αυτομάτου αποδόσεως δικαιοσύνης. Ο δολοφόνος δολοφονείται από το δικό του δηλητήριο, που ωστόσο πρόλαβε και έκανε τη δουλειά για την οποία προοριζόταν. Ο Άμλετ χτυπάει τον Λαέρτη με το δηλητηριασμένο ξίφος του Λαέρτη, λίγα δευτερόλεπτα πριν τον σκοτώσει το δηλητήριο του Λαέρτη, που ήδη τον σκοτώνει τη στιγμή που σκοτώνει τον Λαέρτη. Αυτή η σκηνή του ταυτόχρονου θανάτου δύο ανθρώπων, που ήταν φίλοι πριν τους μπλέξουν και τους δυο οι δολοπλόκοι, είναι το πιο μεγαλοφυές σχόλιο που θα μπορούσε να βρει κανείς σε ολόκληρη την παγκόσμια φιλοσοφία πάνω στην τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Λοιπόν, να ζει κανείς ή να μη ζει; Να ζει αλλά να είναι πάντα έτοιμος να πεθάνει ακόμα κι από τα χτυπήματα των φίλων. Κανείς δεν μπορεί να επισημάνει τα τεχνάσματα του Χάρου. Μπορεί να σου δώσει ραντεβού εδώ και να σε συναντήσει στη Σαμαρκάνδη από δικό σου λάθος, όπως σ’ εκείνο το τρομερό διήγημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Όταν το τραγικό, που συνίσταται στην επενέργεια πάνω σου δυνάμεων που σε ξεπερνούν, εκπίπτει σε ευτελές, αντικαθίσταται αυτόματα από το κωμικό. Αυτό περίπου έπαθα κι εγώ κατά την εμπλοκή μου με το Ίδρυμα Φορντ.

Σχεδόν όλοι αντιμετώπισαν τη συνεργασία με τους Αμερικάνους ενός κομμουνιστή, που πριν από λίγο βρισκόταν στη φυλακή για τις ιδέες του, σαν τραγωδία στην ευγενέστερη περίπτωση και σαν κυνισμό στη χειρότερη. Όμως, δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Ήταν μια συνεπής εφαρμογή της μαρξιστικής αρχής, σύμφωνα με την οποία το χρήμα από μόνο του, νοούμενο ως αντικείμενο, τοποθετείται πέραν του καλού και του κακού. Γίνεται καλό ή κακό ανάλογα με το ήθος αυτού που το κρατάει στα χέρια του κι όχι αυτού που το δίνει. Η χρήση του χρήματος, που στην κυριολεξία σημαίνει «χρήσιμο πράγμα», είναι αυτή που μεταθέτει στο χώρο της ηθικής τούτο το πέραν της ηθικής τοποθετούμενο αντικείμενο.

Άρα, δεν υπάρχει βρόμικο χρήμα καθαυτό. Υπάρχουν μόνο βρόμικοι άνθρωποι που έχουν βρόμικες σχέσεις με το χρήμα.

Τα χρήματα του Ιδρύματος Φορντ βρίσκονταν στα δικά μου χέρια. Συνεπώς τα δικά μου χέρια έπρεπε να κοιτάξουν για να δούνε αν το «βρόμικο αμερικάνικο χρήμα» συνέχιζε να παραμένει βρόμικο.

Αλλά, αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους κατ’ ουσίαν πέραν της ηθικής ηθικολογούντες ανοήτως, που δεν τολμούν να πιάσουν στα χέρια τους «βρόμικο χρήμα», αφενός γιατί δεν ξέρουν πως κάθε χρήμα, απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται, είναι εξ ορισμού βρόμικο, αφού συγκεκριμενοποιεί την παρακρατημένη υπεραξία της δουλειάς, και αφετέρου γιατί δεν είναι καθόλου σίγουροι για το ηθικό τους ποιόν. Είναι έτοιμοι να καταρρεύσουν κάτω από τον πειρασμό του χρήματος.

Αυτά περίπου έλεγα σ’ ένα κείμενό μου με τον τίτλο «Αστική ηθικολογία και Ίδρυμα Φορντ», δημοσιευμένο στο πολύ καλό περιοδικό του Γιάννη Τζαννετάκου Προσανατολισμοί το 1973, λίγο μετά την αποχώρησή μου τόσο από το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, όσο και από την αστική εταιρεία «Σύγχρονος Κινηματογράφος», που και τα δυο ήταν δικά μου δημιουργήματα.

Το εν λόγω κείμενο έκανε πάταγο σε μια εποχή που όλοι ούρλιαζαν ανοήτως για το Ίδρυμα Φορντ, που στην διάρκεια της χούντας είχε γίνει το κόκκινο πανί που τραβούσε πάνω του όλους τους αριστερούς ταύρους. Που, εδώ που τα λέμε, ήταν περισσότερο ταύροι και λιγότερο αριστεροί.

Έπεσαν απ’ τα σύννεφα όταν είδαν έναν άνθρωπο να ομολογεί καθαρά πως συνεργάστηκε με τους Αμερικανούς εν πλήρει επιγνώσει των κινδύνων και εν πλήρει γνώσει τού τι ακριβώς είναι το Ίδρυμα Φορντ, ο ρόλος του οποίου σε μερικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στην Ινδοκίνα, όπου λιάνισαν τους κομουνιστές με χρήματα αυτού του Ιδρύματος, ήταν πέρα για πέρα βρόμικος.

Όμως, εκεί ο ρόλος της Φορντ ήταν βρόμικος όχι γιατί ήταν βρόμικο εξ ορισμού το Ίδρυμα Φορντ, αλλά διότι ήταν βρόμικα τα χέρια που έπιασαν τα χρήματα του ιδρύματος Φορντ.

Που όταν θέλει να κάνει βρόμικες δουλειές, διαλέγει βρόμικα χέρια. Αυτό είναι όλο και είναι πολύ απλό.

Ο καλός δημοσιογράφος Κώστας Χατζηαργύρης, πολύ γνωστός από την εμπλοκή του στην υπόθεση Πολκ και γνώστης ως εκ τούτου της αμερικανικής δολιότητας, ζήτησε να με γνωρίσει όταν διάβασε το κείμενό μου στο περιοδικό του δικηγόρου Τζαννετάκου, που αργότερα θα γίνει πολύ γνωστός σαν ραδιοσχολιαστής και διευθυντής ραδιοφωνικών σταθμών.

Μου ζήτησε συγνώμη για τους πολλούς λιβέλους που είχε ήδη γράψει και εναντίον μου και εναντίον όλων όσοι δέχθηκαν τα «γκραντ», όπως έλεγαν τις χορηγίες του Ιδρύματος Φορντ. Δεν ήξερε, λέει, πως εγώ προσωπικά διαχειριζόμουν τα χρήματα της επιχορήγησης του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» από το ίδρυμα Φορντ.

Το ποσό ήταν σημαντικό. Τρία εκατομμύρια δραχμές της εποχής. Τόσο σημαντικό, που μ’ αυτά τα χρήματα γυρίσαμε δέκα μικρού μήκους ταινίες, συμμετείχαμε στην παραγωγή δύο μεγάλου μήκους ταινιών, μιας της Τώνιας Μαρκετάκη και μιας του Κώστα Σφήκα και, το σημαντικότερο, αγοράσαμε μια πλήρη σειρά ακριβών μηχανημάτων που χρειάζονται για το γύρισμα της ταινίας.

Μ’ άλλα λόγια, η αστική (μη κερδοσκοπική) εταιρεία «Σύγχρονος Κινηματογράφος», δημιούργημα του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος, ήταν μια απόπειρα συγκρότησης ενός Κέντρου Κινηματογράφου με ιδιωτική πρωτοβουλία, σε μια εποχή που το κράτος ούτε καν διανοούνταν πως θα ήταν δυνατόν να φτιάξει κάτι τέτοιο.

Το Κρατικό Κέντρο Κινηματογράφου, που υπάρχει σήμερα, έχει τέτοια χάλια, που δεν τα είχε ούτε το στοιχειώδες δικό μας Κέντρο, ας το πούμε έτσι. Που όμως δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί με τα λεφτά που υποτίθεται πως θα παίρναμε από τη Φορντ συνεχώς, και θεωρητικά επ’ άπειρον.

Εγώ σχεδίασα και εγώ οργάνωσα αυτή τη δουλειά. Εγώ και μόνο εγώ έχω την ευθύνη της συνεργασίας με του Αμερικανούς. Τα άλλα 33 μέλη της εταιρείας δεν έβαλαν την υπογραφή τους στα συμβόλαια με τη Φορντ.

Τα πράγματα έγιναν ως εξής. Το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος φυτοζωούσε και ο Γιώργος Χατζόπουλος, διευθυντής των εκδόσεων Κάλβος που το πατρονάριζε, είχε αρχίσει να μας κάνει τη ζωή πολύ δύσκολη.

Πάνω εκεί, έρχεται ο φίλος Παντελής Βούλγαρης που ήδη είχε πάρει προσωπικό «γκραντ», όπως και ο Αγγελόπουλος, όπως και ο Σφήκας και ένα σωρό άλλοι, τόσο από το χώρο του κινηματογράφου όσο και από άλλους χώρους, και μου λέει πως θέλει να με δει ο Κωστής Σκαλιώρας, κινηματογραφικός κριτικός στην εφημερίδα «Το Βήμα», όπου θα τον αντικαταστήσω αργότερα.

Πάω στο σπίτι του Κωστή και μου λέει αν θέλω να μεσολαβήσει στην Καίτη Μυριβήλη, εκπρόσωπο στην Ελλάδα του Ιδρύματος Φορντ, που έμενε σ’ ένα διαμέρισμα του Σκαλιώρα.

Με ξάφνιασε η πρόταση. Του είπα πως πριν απαντήσω έπρεπε πρώτα να κουβεντιάσω με τους άλλους. Είχα στο νου μου καταρχήν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αλλά και τους κομματικούς συντρόφους, τη σύμφωνη γνώμη των οποίων ήθελα να έχω.

Ο Αγγελόπουλος ήταν κατηγορηματικά υπέρ, ενώ οι σύντροφοί μου είπαν να σταθμίσω εγώ τα πράγματα και να πάρω εγώ προσωπικά την ευθύνη για μια τόσο επικίνδυνη, όπως τη χαρακτήρισαν, συνεργασία.

Πήρα, λοιπόν, την ευθύνη και πήγα στο σπίτι της Καίτης Μυριβήλη για μια πρώτη γνωριμία. Με εντυπωσίασε πολύ τόσο το πάθος της όσο και η γοητεία της, αλλά δυσκολευόμουν να καταλάβω το φανατικό φιλοαμερικανισμό της, σε μια εποχή μάλιστα που όλοι ξέραμε το ρόλο των Αμερικανών στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας.

Βλέποντάς με διστακτικό, ξεχνάει το σκοπό της επίσκεψής μου, που ήταν η χρηματοδότηση του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος, και αντιπροτείνει ένα προσωπικό γκραντ, είτε για να γράψω την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, είτε για να πάω για τρία χρόνια στην Αμερική για να μελετήσω τον αμερικάνικο κινηματογράφο στο Χόλιγουντ.

Με διέλυσε τούτη η άκρως δελεαστική πρόταση. Ήμουν έτοιμος να πω ναι, και την άλλη κιόλας μέρα να πάρω δρόμο για το Χόλιγουντ ως υπότροφος του ιδρύματος Φορντ. Ωστόσο, διατήρησα την ψυχραιμία μου και, ύστερα από τρία λεπτά αμηχανίας και συνειδησιακών διλημμάτων, απορρίπτω την πρόταση για προσωπικό γκραντ και επανέρχομαι στο σκοπό της επισκέψεώς μου, το συλλογικό γκραντ για την ομάδα του Σύγχρονου Κινηματογράφου.

Περιττό να πω πως ύστερα από δυο χρόνια, όταν όλα πήγαν κατά διαβόλου, χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο που έχασα την εντελώς μοναδική ευκαιρία να πάω στο Χόλιγουντ και να ζήσω εκεί τρία χρόνια. Πίστευα πολύ στη συλλογική δουλειά, ο βλαξ.

Δεν είχα συνείδηση τότε πως πρέπει και οι άλλοι να πιστεύουν στη συλλογική δουλειά για να υπάρξει συλλογική δουλειά. Και από τότε που καταστράφηκε αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο, δεν ασχολήθηκα ποτέ πια στα σοβαρά με συλλογικές δραστηριότητες. Η απογοήτευση ήταν πλήρης, ολική, ριζική, απόλυτη. Είχε αποτύχει το πιο δύσκολο εγχείρημά μου, η πιο φιλόδοξη προσπάθειά μου. Θα σας πω πώς.

Το ίδρυμα Φορντ δεν μπορούσε να δώσει λεφτά σε ομάδα, αν αυτή δεν είχε ένα συγκεκριμένο έργο πίσω της.

Ο υποδιευθυντής του Ιδρύματος Φορντ, Μακ Νιλ Λόουρι, που συνάντησα, ήταν κατηγορηματικός επ’ αυτού. Εμείς είχαμε, βέβαια, το περιοδικό, όμως το περιοδικό ήταν ΕΠΕ, δηλαδή κερδοσκοπική επιχείρηση κι ας μην έβγαζε φράγκο.

Αλλά η Φορντ δεν έδινε λεφτά σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Άρα έπρεπε να φτιάξουμε μια μη κερδοσκοπική. Όμως, αν την ιδρύαμε τώρα, έπρεπε να περιμένουμε τρία χρόνια για να μπορέσουμε να ζητήσουμε λεφτά από τη Φορντ. Πάω στην εφορία και τους λέω το και το. Δώστε μας μια βεβαίωση που να λέει πως δεν είμαστε κερδοσκοπική επιχείρηση διότι έτσι κι έτσι.

Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς ξέρετε πως κατ’ ουσίαν δεν είμαστε κερδοσκοπική επιχείρηση. Εντάξει, μου λέει ο έφορος, θα ’ρθει κάποιος να κάνει έλεγχο. Έρχεται ο κύριος και στρώνεται στο μίζερο γραφείο μας, στην οδό Αναξαγόρα, τέσσερις μέρες.

Μπα, λέω, τι διάολο παιδεύεται τόσες μέρες με τρία μπακαλοτέφτερα. Την τέταρτη μέρα καταλαβαίνω επιτέλους. Και την πέμπτη ημέρα του ευσυνείδητου ελέγχου, του βάζω με τρόπο στο βιβλίο δούναι και λαβείν είκοσι χιλιάδες δραχμές της εποχής.

Σε δέκα λεπτά είχα το πιστοποιητικό που περίμενε η Φορντ. Ήταν μια καθαρή, σιωπηρή συναλλαγή. Η δουλειά έγινε χέρι με χέρι. Εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν. Και βροντήξομεν το ελληνικότατο πιστοποιητικό στους Αμερικανούς, που ήξεραν τη βρωμιά που έκανα και δεν έφεραν καμία αντίρρηση.

Όλοι στο «Σύγχρονο Κινηματογράφο» ήξεραν με ποιον καθαρά ελληνικό τρόπο πήρα το πιστοποιητικό. Λέω ελληνικό, όχι γιατί ήμουν κι εγώ Έλληνας αλλά διότι ο εφοριακός παραήταν Έλληνας ο άτιμος, από τους πιο γνήσιους Έλληνες που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Και όταν ήρθαν τα λεφτά, ζήτησα να μου δώσουν τις είκοσι χιλιάδες της δωροδοκίας.

Πώς θα τα δικαιολογήσουμε, λέει ο τυπικότατος Παύλος Ζάννας. Θα μας κάψεις, συμπληρώνει ο καλός μου φίλος Κωστής Σκαλιώρας. Δεν είναι δυνατόν, λέει ο πάντα ήπιος Σωτήρης Δημητρίου, πρόεδρος της εταιρείας.

Ο άλλος καλός μου φίλος, ο Κώστας Σταματίου, έκανε την πάπια. Ενώ ο Αγγελόπουλος είχε σοβαρότερα πράματα να κάνει, γύριζε την «Αναπαράσταση», και δεν ασχολούνταν με την εταιρεία.

Ναι, αλλά εγώ ήμουν ο διευθύνων σύμβουλος. Εγώ κρατούσα το καρνέ με τις επιταγές, εγώ έκανα τις πληρωμές. Βλέποντας τον αστικό καθωσπρεπισμό εν πλήρει δράσει, υπογράφω κι εγώ μια επιταγή στο όνομά μου, βάζω τον πρόεδρο να συνυπογράψει πριν γράψω το όνομά μου και πάω και την εισπράττω.

Μου τα χρωστούσαν και έπρεπε να τα πάρω. Τράβηξα όλη την μπόρα, φορτώθηκα ολομόναχος όλη τη μομφή της συνεργασίας με τους Αμερικάνους και τώρα σκόνταφτα στον αστικό καθωσπρεπισμό, για να μην πω τίποτα άλλο και θίξω σοβαρούς κυρίους.

Καλά έκανα που υπέγραψα το συμβόλαιο με τη Φορντ, καλά έκανα που δωροδόκησα τον εφοριακό – κακά έκανα που ζήτησα τα χρήματα της δωροδοκίας! Αϊ, σιχτίρ κύριοι..

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής» στις 20/10/1991

  "Τα βρώμικα λεφτά και οι μωρές παρθένες"*

Συγγραφέας: 
Δημήτρης Μαρωνίτης
 *αναδημοσίευση της επιστολής του Δ.Μ. Μαρωνίτη που είχε σταλεί στο Βήμα
Εδώ κι ένα χρόνο αυτόκλητοι παράγοντες της πνευματικής μας ζωής ανακάλυψαν ένα ψευδοπρόβλημα, συμπτωματικά σκανδαλοθηρικό και κυκλοφοριακά επικερδές: το πρόγραμμα της Ford Foundation στην Ελλάδα και αλλού. Ομολογώ πως ξεπερνά κάθε πρόβλεψη ο τρόπος και το ήθος της εκστρατείας, για την οποία σεμνύνονται σαφώς όσοι την διεκπεραιώνουν και ηδονίζονται όσοι την υποκινούν ή την καρπώνονται. Συμβαίνει να είμαι ένας από τους ευνοημένους της F.F., και ο λόγος μου δεν διεκδικεί το κύρος της αντικειμενικότητας. Η δέσμευση όμως αυτή δεν θολώνει σε τέτοιο βαθμό την όρασή μου, ώστε να μη βλέπω ορισμένα κενά στην σπαραξικάρδια πολεμική που ανέλαβαν, δυστυχώς, άνθρωποι επαγγελλόμενοι κατά το πλείστον την πνευματική και πολιτική πρωτοπορία. Συγκεκριμένα:

1ον) Συνεντεύξεις, επιστολές και σοβαροφανή άρθρα, που φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, σκηνοθετούν μία πολεμική τουλάχιστον αφελή: παρουσιάζουν την F.F. με ανοιχτά τα όποια παρασκήνιά της, με κλειστή όμως τη σκηνή της. Έτσι οι αυτοσχέδιοι κριτές μοιάζει να εντρυφούν ανενόχλητοι στα μυστικά υπνοδωμάτια της σκοτεινής αυτής υπόθεσης, ως παρακοιμώμενοι των πιο υπευθύνων παραγόντων του ιδρύματος, δεν λεν όμως λέξη για πράγματα πασίγνωστα, προσιτά σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή: η οικονομική άρθρωση, η οργάνωση, η λειτουργία και η πολιτική της F.F. στον αμερικανικό και παγκόσμιο χώρο παραγράφονται, και στη θέση τους ανασταίνονται ο Χένρυ Φορντ και οι μυστικές υπηρεσίες, που εγκαθιδρύουν απανταχού της γης δικτατορίες και ύστερα εξουδετερώνουν τους φιλελευθέρους διανοουμένους με ενισχύσεις και βραβεία, στομώνοντας την πείνα τους και κολακεύοντας τη μωροφιλοδοξία τους. Ανεύθυνη, δηλαδή, και καιροσκοπική δημαγωγία, που δεν ξέρω από πού τη δανείζονται οι εγχώριοι διαφωτιστές.

Ή μήπως μας έχει ήδη διαβρώσει σε τέτοιο βαθμό η εξαετής θητεία μας σ’ ένα μηχανισμό, που περισσότερο από όλα απεχθάνεται την άσκηση της λογικής;

2ον) Ειδικά το πρόγραμμα της F.F. στην Ελλάδα είναι γνωστό: ονόματα ατόμων και τίτλοι οργανισμών που παίρνουν οικονομική ενίσχυση, ανακοινώνονται κάθε χρόνο στον Τύπο, και το ελληνικό κοινό έχει την ευκαιρία να σταθμίση κάθε φορά τα κριτήρια, τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα αυτών των επιλογών. Γιατί κανένας από τους αυτόκλητους διαφωτιστές δεν είχε ως τώρα το θάρρος να αναφερθή ονομαστικά σε κάποια ατομική ή συλλογική περίπτωση, για να αποδείξη τον πνευματικό, ηθικό και πολιτικό εξανδραποδισμό της, που τον επισείει εν τούτοις, ασαφώς, ως γενικό κατηγορητήριο όλων των τροφίμων του ιδρύματος;

3ον) Καταλαβαίνω την πικρία όσων κατά καιρούς υπέβαλαν αίτηση στη F.F. για οικονομική ενίσχυση δίχως ανταπόκριση. Είναι όμως λόγος αυτός να δραματοποιή ο άτυχος την ατυχία του, να αποκρύπτει ο υποψήφιος την υποψηφιότητά του ή –το χειρότερο– να εμφανίζει τον εαυτό του ως όψιμα μετανοημένο καλόγηρο, που προειδοποιεί τους πιστούς του να αποφύγουν κάποια αμαρτία, στην οποία ο ίδιος ενέδωσε;

4ον) Δεν ξέρω κανέναν από όσους πήραν ως τώρα την ενίσχυση της F.F. που να ανέλαβε οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση έναντι του ιδρύματος πέρα από τη νόμιμη δέσμευση, να περατώση μέσα σε εύθετο χρόνο το έργο για το οποίο ζήτησε την χορηγία. Όσοι ενοχλούνται από μια τέτοια δέσμευση, σημαίνει ότι προτείνουν τη χειμερία νάρκη αντί της πνευματικής εγρήγορσης, και τη λιμοκτονία αντί της επιβίωσης. Αλλά τότε ας εφαρμόσουν πρώτα για τον εαυτό τους την ασκητική τακτική τους, και ύστερα ας την υποδείξουν στους άλλους.

5ον) Και για να τελειώνω: Σκοπός μου δεν είναι να υπερασπιστώ την F.F. –δεν χρειάζεται υποθέτω την προσωπική μου υπεράσπιση– ούτε να απολογηθώ γιατί πήρα την χορηγία της– δεν αναγνωρίζω σε κανέναν την στιγμή αυτή το δικαίωμα του ελέγχου. Απλώς ρωτώ: όσοι αφελώς ή σκόπιμα ηθικολογούν ή πολιτικολογούν με αφορμή τις χορηγίες της F.F. στην Ελλάδα, πιστεύουν πραγματικά ότι οι αντικειμενικοί όροι επιτρέπουν σήμερα μια ξεκάθαρη συζήτηση πάνω στο θέμα; ή, μήπως, έχοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι ίδιοι ασφαλισμένην τη ράχη τους, προκαλούν σε μια σκηνοθετημένη μάχη ανθρώπους πολιτικά ευάλωτους;

28  Δεκεμβρίου 1972
Δ. Μ. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

Υ.Γ.: Την επιστολή αυτή, όπως το δηλώνει και η ημερομηνία της, την έγραψα πριν από τρεις περίπου βδομάδες. Ως συντάκτης της δεν ευθύνομαι αν η ενημέρωσή της σταματά στο χρονικό αυτό όριο. Όσα εξ άλλου στο μεταξύ μεσολάβησαν δεν αλλοιώνουν βασικά τις θέσεις μου και δεν με υποχρεώνουν παρά μόνο για μια υστερόγραφη, πικρή διαπίστωση: άλλο πράγμα να ψάχνεις την αλήθεια κι άλλο να παριστάνης τον ιχνευτή της. Στην πρώτη περίπτωση πιέζεις το μυαλό σου πρώτα από όλα να σκεφτή σωστά. στη δεύτερη ακκίζεσαι, για να είσπραξης χειροκροτήματα. Τελεία, λοιπόν και παύλα.

16/1/1973

Εφημερίδα Το Βήμα 17-1-73

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.