16.06.2013
Μίκης αποχαιρέτησε!! Είπε στα Νέα «με αυτή τη συναυλία αποχαιρετώ την ενασχόληση μου με τη μουσική σύνθεση”. Δεν γέρασε ακόμα η καρδιά μου.
Λέω η συγκίνηση μου αφορά στο ότι ένας άνθρωπος που η μοίρα τον γέννησε μαζί μ’ άλλον ένα μεγάλο, σε μια χώρα, την ώρα που τους είχε ανάγκη…
Ο ένας έφυγε, είναι ψηλά. Ο άλλος ζει ανάμεσά μας, απέναντι από την Ακρόπολη, στην οδό Επιφανούς, ο επιφανής κι αποχαιρέτησε. Ζει. Εν ζωή. Με το πούρο του και το επιμήκες παράστημα του (κατά τον Μπόστ ο επιμήκης). Ζει την ευτυχία του να βάζει μόνος του τελεία σ’ αυτή την πηγή, σ’ αυτήν τη μηχανή του, την μελωδό, την υπέροχη. Στο δρόμο των ποιητών και της λαϊκής ψυχής. Στα χρόνια της εξορίας, στα βάσανα πάντα παρών. Και με τα χημικά στο δρόμο πριν λίγους μήνες, ο παππούς, ο μπαμπάς Μίκης, είπε «γεία» με μουσική, με ανάστημα. Ο Μίκης ολονών μας, με τα σωστά, με τα λάθη του. Παρών, πάντα γενναίος και αφελής σα γίγαντας. Με την ψύχη πυροδοτημένη και με την αλήθεια που ξέρουμε όλοι…« Δίνουν την Ελλάδα στη λερναία ύδρα του παγκόσμιου κεφαλαίου»
Με τον πατέρα μου στον ΕΑΜ ο Μίκης. Και μετά στα 79 στο θέατρο τέχνης να διδάσκω τους Ιππής του. Την ώρα που τον είχαν όλοι όπα – όπα, τα χρόνια των επανεκτελέσεων, την ώρα που η Ευρώπη ξανάβρισκε μια πίστη για την ανάπτυξη. O Mίκης των νεανικών μου χρόνων με τσάκισε. Τον κοίταζα, προς τα πάνω, πάντα. Ξεστράβωμα να βγάλω τα δίφωνα από 40 πυκνογραμμένες σελίδες παρτιτούρα, χειρόγραφη. «Εδώ έχετε ντο ρε, είναι λάθος; Ή να τ’ αφήσω έτσι; Θ΄ ακουστεί;» «Ναι, ναι είναι διάφωνα. Τα χει και ο Μπαχ…”
Στο σπίτι της Επιφανούς, στο ισόγειο. Αλητείες, κιθάρες και νταβούλια να ντεμάρουμε τη μουσική για τους Ιππής. Πρώτη σκηνοθεσία του Λαζάνη στην Επίδαυρο. Πολλοι μεγάλοι τώρα, τότε στο χορό. Κι ο Αρμένης με το Μόρτζο πρωταγωνιστές. Με έντυσαν διονυσάκι, ο Φωτόπουλος. “Βάλτε – χαχαχχααχ- το Σταμάτη στην ορχήστρα να τους διευθύνει…” Καταδικάστηκα σ’ ένα λεπτό. Που να ξερα ότι τόσα χρόνια μετά θα χοροπήδαγα σα Δικαιόπολης, στο ίδιο θέατρο της νιότης μου… «Ω δήμε τι πιο καλό».
Κύριε Μίκη, μικρός σας είχα στο δωμάτιο μου, πάνω από το κρεβάτι μου. Και τώρα που μ έχεις; Εδώ, στην Καρδιά μου. Την επομένη χρονιά, στην επανάληψη στο Ηρώδειο, με φώναξε να του θυμίσω τη μουσική. Για την ηχογράφηση. Δε δεχόταν να του το βγάλει καμιά εταιρεία 20 λαϊκά χορικά, έλεγε με χωρατό ο επιμήκης. Το τέχνης που να χει λεφτά να πληρώσει. Δε μάσησε ο ψηλός. Τα δώσε σε μια εταιρεία της ομόνοιας. Έτσι το σώσαμε το έργο. Του το θύμισα όλο. Δεν το πολυθυμόταν. Εγώ το θυμόμουνα λέξη - λέξη, γραμμή - γραμμή. Και κοτσάρισα και τα μούτρα μου στο στούντιο Όλη την ηχογράφηση. Εκεί με κοίταζε- ποιον εμένα; - να συναινέσω ότι έτσι ήταν και του θύμιζα “εδώ το πειράξαμε” “Σ αρεσει;” Ναι μ αρεσε η ενορχηστρωση του, τσαγανή , τρελή και αρχαία. “Ε ρε να ξέραμε κι ενορχήστρωση…” αυτοσάρκαζε ο επιμήκης.
Τι τα θυμήθηκα όλα αυτά, σήμερα που έχουν χτυπήσει τα παιδιά. Που τα σαπίσανε, που η Αμερική λέει σκοτώστε. Που δέρνουν κόσμο, πολύ στα μουγγά. Που χάνονται άνθρωποι κάθε μέρα, που δεν τα δείχνει καμιά τηλεόραση, γιατί το ερουσου- ερεσυ- ε ρε συ !!!!!!!!! Δε θέλει να δείχνει σκηνές βίας…
Τώρα ο Μίκης αποχαιρετάει εν ζωή επι κολωνω. Ο επιφανής αποχαιρετάει ευτυχισμένος. Μέτα ήρθαν τα χρόνια της αμφισβήτησης. Ο Σαββόπουλος που τον σατίριζε και την καταβρίσκαμε κι εγώ με την Γκαίηλ Χόλστ, μια φίλη, που έκανε βιβλία για τους ρεμπέτες, να της μεταφράζω, για χίλιες δραχμές, σ ένα σπιτάκι στην Πλάκα, το βιβλίο της για τον Μίκη. “Ναι ναι αυτή είναι η σωστή λέξη. Διηύθυνε μ’ ένα πάθος Αντικαθεστωτικο; Ας το έτσι, μ ένα πάθος αντικαθεστωτικό”. Η Γκαίηλ σήμερα διδάκτωρ στην Αμερική.
Έπαιζε τσέμπαλο στους Ιππής. Ένα σαραβαλιασμένο τσέμπαλο, χειροποίητο. Χάθηκε σκεβρωμένο στα χρόνια. Μου το χάρισε, δεν παίζει πια, δεν διορθώνεται μου πε ο μάστορας πήγε στα σκουπίδια.
Αποχαιρετάω τη μουσική σύνθεση είπε ο δάσκαλος. Σαν να έκλεισε μια βαρεία πόρτα, σιδερένια, με κρότο. Μόνο ο καημός και η μαγιοπούλα στο γιουεσμπι, για μια ζωή είναι αρκετα… Τα ασπρόξανθα μαλλιά της Ντόρας Γιαννακοπούλου, ροκού, στις μικρές Κυκλάδες. Η φωνή της Ζαβιτσιάνου στο νεκρό αδερφό…”φύγε Παύλοοοοοοο”. Ο μέγας Μπιθικώτσης στα αιώνια. Για τρεις ζωές έγραψες Μίκη. Κι ας τον Ανδρουλάκη να λέει ανέκδοτα. “Στο βάθος το ζηλεύουμε αυτό που ρεζιλεύουμε”.
Στην πρώτη μεταπολιτευτική συναυλία στο Καραΐσκάκη, Κάντο Χενεράλ. πριν το πάρουν οι συμφωνικές και το τσετουλιάσουνε, με τον πρίγκηπα Πανδή και την πιστή σου Φαραντούρη. Όλα γίναν αλλά στα χρόνια ήρθε η πασοκογουρουνιά και τα ισοπέδωσε. Σε πληγώσανε, σε απαξιώσανε. Αλλά οι βράχοι της Ακρόπολης, ω επιμήκη μου Μίκη, δεν παθαίνουν τίποτα. Αποχαιρέτησε μας από το βράχο σου, άρχοντα μου εν ζωη, πλήρης ημερών αγωνιστής και μακάριος.
Έχω τόσα πολλά που να φτάσει ένα δεκάλεπτο. «Θέλουμε τώρα να παινέσουμε τους πατεράδες μας». Γιατί βαράνε τα παιδιά, η αστυνομία τους λιώνει τα μούτρα Μίκη μου, πάλι και πάλι και πάλι. Οι τίτλοι της Ηλέκτρας, σαντουροκλαρινα και πέτρες και κρουστά. Κι ολη η τοπ Ελλάδα του τότε, ροή ονοματεπώνυμα στα αγγλικά. Και το ξύλο ειναι τζάμπα. Τι είναι αυτό; Η εξουσιοδότηση ματάκια μου. Σε εξουσιοδοτώ, σε ορίζω να βαρέσεις. Με αυτή την εξουσιοδότηση βαράνε όλοι. Χαίρετε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.