Στοχοποιούν κάθε τι που συγκινεί το λαό οι "ανΎπαρκτοι" "διανοούμενοι" οπαδοί της πολιτικής ορθότητας.
Φαντασιώνονται οι φωταδιστές και κατασκευάζουν ένα άλλο λαό στα δικά τους μέτρα!
Δίχως μνήμη, έξω από τα καλούπια των παππούδων τους.
Όμως ΥΠΑΡΧΟΥΝ ευτυχώς, και Διανούμενοι που ομοψυχούν και συγκινούνται με την μνήμη και τον πόνο του λαού τους!!!
Το έκαναν στον αποχαιρετισμό του Χρήστου Γιανναρά, το επαναλαμβάνουν στην ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη και κουράζουν...
Γιώργος Τασιόπουλος
ΚΑΙ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ...
Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Ένα πρωί του 1978, σε μια από τις πρώτες τους «κοπάνες», τέσσερις μαθητές της Δευτέρας Γυμνασίου βρέθηκαν στο σπίτι ενός απ' αυτούς (του Ιορδάνη Τρ.), όπου μέχρι το μεσημέρι άκουγαν παλιούς δίσκους του Στέλιου Καζαντζίδη. Λίγες ημέρες μετά, ένα από τα παιδιά εκείνης της παρέας, αυτός που γράφει τούτες τις γραμμές, αγόραζε έναν από τους πρώτους του δίσκους βινυλίου. Το περίφημο 33 στροφών lp «Υπάρχω» έπαιζε για μέρες σ' ένα σπίτι που ως τότε ακούγονταν Θεοδωράκης, Χατζιδάκις και Αττίκ.
Ουδέποτε υπήρξα οπαδός μιας άκαμπτης αντικειμενικής αισθητικής αλλά ούτε με έπεισαν ποτέ οι φυγόπονες θεωρίες της πλαδαρής υποκειμενικότητας. Στην περίπτωση του Στέλιου Καζαντζίδη, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά ότι μιλούμε για ένα αδιανόητο μέγεθος φωνής, όμοιο του οποίου δεν γνώρισε ο ελληνικός εικοστός αιώνας. Στον περί ου ο λόγος δίσκο, σε ένα τραγούδι με τίτλο «Τι θέλεις από μένανε» (στο οποίο ο Καζαντζίδης, σχεδόν «αναιρώντας» την κεντρική... διακήρυξή του, τραγουδά «για σένα δεν υπάρχω πια»), μπορεί κανείς να ακούσει πώς αλλάζει διαρκώς μουσικές κλίμακες χωρίς να παίρνει ανάσα ενώ η φωνή του εκτινάσσεται με απίστευτο τρόπο από τον βυζαντινό πλάγιο ήχο σε οκτάβες βαρύτονου όπερας. Πέρα από την φωνή όμως.
Στον Καζαντζίδη έχουμε τη ρητή αποτύπωση της ιωνικής μας ψυχής που ο κόμπος του λυγμού της πνιγόταν και ποτέ δεν έγινε κλάψα (όπως εύκολα και άκριτα κάποιοι νόμισαν) αλλά ένα σιωπηλό, σχεδόν ανέκφραστο δάκρυ. Γνωρίζω πως κάποιοι χαμογελούν και μόνο με το άκουσμα της λέξης «ψυχή». Προτιμούν πιο εγκεφαλικούς όρους, ακόμη και αυτοί που εμπιστεύονται τη ζωή τους σε ψυχ-αναλυτές και ψυχ-ιάτρους. Ας το πούμε λοιπόν και με πιο θετικούς όρους. Στον κόσμο του Καζαντζίδη, τον κόσμο εντός του τετραγώνου που ορίζουν η προσφυγιά, η αντίσταση, η εργασία και η μετανάστευση, οι απόκληροι, είτε τις «Άπονες εξουσίες» τραγουδούν είτε τις «Φάμπρικες της Γερμανίας» αναλογίζονται, ούτε θρηνούν, ούτε γονατίζουν.
Διαμαρτύρονται και αγωνίζονται. Και δεν αγωνίζονται με τον κουτοπόνηρο τρόπο της μεταπολίτευσης, για να αρπάξουν κανένα κοψίδι από το τραπέζι της δανεικής ευωχίας αλλά τιμώντας τα λόγια τους με πράξεις και πληρώνοντας στο ακέραιο τις επιλογές τους και τον πόθο τους για μια «καινούργια κοινωνία άλληνε».
Δεν ξέρω πώς προσλαμβάνουν αυτόν τον κόσμο οι νεώτεροι. Αναδυόμενος ωστόσο στο σήμερα (χάρη στην αξιοπρεπή ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου και την εξαιρετική παρουσία του Βορειοηπειρώτη -και αυτό δεν είναι χωρίς σημασία- Χρ. Μάστορα) ο Καζαντζίδης, μέσα από τις «ρωγμές» της παρακμάζουσας οριστικά μεταπολιτευτικής ευημερίας, φέρνει ξανά στη συζήτηση λαϊκές αξίες που μένουν πεισματικά ισχυρές στον τόπο της ελληνικής μνήμης, όσο κι αν συκοφαντούνται ως «μακρυγιαννικές» ή «τοξικές». Σε εκείνο τον απωθημένο και (για πολλούς που θεωρούν ότι ξέφυγαν από αυτόν) απωθητικό κόσμο, τον άλλοτε ονειρικό και άλλοτε εφιαλτικό, όπου οι γειτονιές, ακόμη κι όταν σχηματίζονταν από παράγκες, μοσχοβολούσαν βασιλικό κι ασβέστη και όχι ούρα, κάρι και πλαστικό.
Η Ελλάδα στο μεταξύ έχει και πάλι μετανάστες μα δεν έχει πια καημό της ξενιτιάς. Έχει φτώχεια μα δεν έχει πια τραγούδι για αυτήν. Πόσοι δημιουργοί έχουν σήμερα τη γενναιότητα εκείνου να πούνε «άει σιχτίρ» στην εταιρεία και να πάνε για ψάρεμα;
Όσο για τον λυγμό της ερωτικής ματαίωσης, πόσοι δεν παρασύρθηκαν από τη χυδαιότητα του σκυλάδικου, την ελαφρότητα της τηλεόρασης και, εσχάτως, την παράνοια του διαδικτύου;
Η φτώχεια ενώνει τους ανθρώπους αλλά η μιζέρια τούς απομονώνει. Και η κοινωνία μας δεν είναι πια κοινωνία γιατί την έχει διαλύσει η μιζέρια. Η μιζέρια που νομίζει πως είναι κλάψα ο λυγμός του Καζαντζίδη και όχι η σταδιοδρομία που επιτυγχάνεται γλείφοντας και έρποντας. Που δεν μπορεί ούτε καν να καταλάβει τη διαδρομή Ορντού - Αλάγια - Νέα Ιωνία και το μοιρολόι του πρόσφυγα την ώρα της πάλης του για να φτιάξει τη ζωή του ξανά, είτε στη Δραπετσώνα είτε στη Γερμανία, με τον τίμιο μόχθο του κι όχι με επιδόματα, μίσος ή απάτες.
«Δεν μπορείς να είσαι ικανοποιημένος νομίζοντας πως γνωρίζεις το καλό και το αληθινό στο ανώτερο πάτωμα ενώ στα υπόγεια βασανίζονται τα αδέλφια σου», έγραφε ο Ernst Jünger, στην «Πραγματεία του αντάρτη». Ο Καζαντζίδης προφανώς δεν είχε διαβάσει Γιούνγκερ, όμως με αυτή την αρχή πορεύτηκε σε όλη τη ζωή του. Μετά την ταινία, για την οποία τόσος λόγος έγινε αυτές τις μέρες, θα ήταν ευχής έργο να αποδώσουμε λοιπόν όχι μόνο στον ίδιο αλλά σε όλη τη γενιά του Καζαντζίδη την αγάπη και τον σεβασμό μας όχι γιατί ικανοποιούν πάντα τις αισθήσεις, τον νου ή το γούστο μας αλλά κυρίως επειδή με τη δουλειά και τις θυσίες της πέτυχε το μεταπολεμικό θαύμα το οποίο εμείς τις τελευταίες δεκαετίες καταστρέψαμε. Και να τους τιμήσουμε για έναν λόγο ακόμη. Επειδή είναι η Ιστορία και η Φύση μας. Επειδή το αίσθημα που πλανιέται πάνω από τις λέξεις και τις νότες του Καζαντζίδη, το θέαμα μιας αθώας αδικημένης φύσης μέσα σε έναν τεχνητό κόσμο (όπου όλες οι σχέσεις που συνάπτονται με την πονηριά, την προσποίηση ή το τυχαίο έχουν τον πρώτο λόγο), φωτίζει την αυτόνομη ύπαρξη του λαού μας, τη βαθύτερη αναγκαιότητα, την αιώνια ενότητα του ανθρώπου αυτής της γωνιάς του κόσμου με τον εαυτό του.
Αδιέξοδη νοσταλγία; Ναι, αφού οι κύριοι του παρόντος δεν έχουν να προτείνουν κάτι πιο αισιόδοξο και... διεξοδικό. Να ξαναγίνουμε αυτό που ήμασταν, δηλαδή φύση, δεν είναι πια δυνατό. Είναι σημαντικό ωστόσο να γνωρίζουμε ότι καταγόμαστε από έναν αρχαίο λαό για τον οποίο ήμασταν κάποτε περήφανοι για την ιστορία, για τους αγώνες αλλά και για το τραγούδι του. Δεν ήταν μια ιστορία πάντοτε λαμπρή, είχε και σκοτεινές στιγμές. Μα πάντα, ακόμη και στις πιο σκληρές της μέρες, υπήρχαν αναμνήσεις που παρηγορούσαν για τους εξευτελισμούς που συνεπάγεται η δουλεία, η υποταγή και η εξάρτηση. Που η μουσική της ήταν μορφή και όχι μίμηση.
Είναι πολύς καιρός πια που είμαστε ένας τόπος που δεν θέλει να θυμάται από πού έρχεται και δεν ξέρει πού να πάει. Οι λυγμικές αποστροφές της φωνής του Καζαντζίδη μάς το θύμισαν. Να βρίσκεις τη δύναμη να ξεκινάς και πάλι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία για έναν άνθρωπο, για έναν λαό. Το παιδί εκείνο που μεγάλωσε στους λασπόδρομους της Νέας Ιωνίας και είδε πώς αντιφεγγίζονταν σ' αυτούς οι καθαρές ψυχές της προσφυγιάς και της εργασίας, δεν έγινε τυχαία η φωνή και η καρδιά ενός ολόκληρου λαού.
Ο ορθός λόγος θα ηττάται πάντα από την φύση.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.