Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Κωστής Μοσκώφ: Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)



Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)

1

Ποιοι βγήκαν των Βαΐων
να με δεχτούν;
Ποιοι με άλειφαν μύρο τη ματιά τους
τις παραμονές των Αγίων;
Ριπές οι μνήμες — χαρακιές
και το μπλουτζίν αγριεμένο..
Αυτό το μήνα η πανσέληνος
είναι τυφλή·
στον τόπο μου ξένος
ούτε ’Αφέντης ο Θεός
ούτε ο Αγαπημένος…

«Λεμονάκι, λεμονάκι μυρωδάτο…»

Ποιος λοιπόν θα βάλει
τα παιδιά να κοιμηθούν;
Ποιος θα πυκνώσει τα όνειρα;
Η ποίηση,
Πράξη
καιρών
λυπημένων…
Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά
να φωτίσω το σκοτάδι μου…

***

«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμεναν»
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα…
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-— οι φανοστάτες δεν άναψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει…

***

Πέρασαν εκατό χρόνια μοναξιάς
να σ αγαπάω’
Γέρασα τώρα,
δε σκύβω στο πηγάδι,
μην αντικρίσω τον Καιρό…
Έβαλα
το μαχαίρι
στη θήκη του
τίποτα πια δεν περιμένω

***

Που ξέρεις,
μπορεί ό θάνατος και να νικήσει·
το Καράβι μας
αραγμένο αιώνες τώρα στο λιμάνι
—μέσα στην ιστορία νεκρό—
να σαπίσει,
φορτωμένο τόση μοναξιά…
Ίσως ωστόσο,
και αν πεθάνεις,
κάποτε να γεννηθείς πάλι,
μην αντέχοντας στη Σιωπή…
Βλέπω
τις νύχτες
το ίδιο αστέρι,
πού μέσα στο Έρεβος
μας φώτιζε…

***

Τά δέοντα τελέστηκαν λαμπρά,
κηδείες, μνημόσυνα,
γιορτές για την πρώτη χιλιετηρίδα,
και άλλες γιορτές
για τη δεύτερη…
Περίμενα αυτός ο θάνατος
να μάς ενώσει



όμως εσύ δε φάνηκες·
ή Άβυσσο βυθίστηκε
είκοσι αιώνες ακόμα,
μέσα στην ’Απουσία…

***

Μου έλειψε ο αχνιστός καφές σου
από το όρος Χορτιάτη
αγναντεύω,
—σε ποιά γη κρύφτηκες,
Δίχως εσένα όλα Άβυσσος…
Θα βλαστήσεις πάλι, άραγε,
την άνοιξη τούτη;

***

Ο έρωτας δεν ήταν για μας γέφυρα·
τρόμαξες·
έμεινες μόνη στη σκοτεινή όχθη·



και εγώ
σε περιμένω από την εποχή του χαλκού.
Ποιος σήκωσε τα κύματα
καί τούς ανέμους;
Ποιος γέννησε την ιστορία
δίχως πρόσωπο;
Ποιος σε έριξε
ακόμα ζωντανή μες στους νεκρούς;
Έχω ανάψει την πυρά
να ζεστάνω
τον κόσμο όλο
με την αγάπη μας.
Πότε θα έρθεις;

***

Κάτω από τη σελήνη
κοιμάται ωχρή
ή ’Επανάσταση…
Ο θόρυβος του δήμου κόπασε,
οίκαδε, οίκαδε οδεύει
τώρα
η ιστορία…
Μήπως δεν έρθεις —το πρωί—
ηγεμόνας
ο ήλιος;

***

«…το καράβι τοϋ Έρωτα
συντρίφτηκε ατά βράχια
της καθημερινότητας…»
ΒΛ. ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΥ
Μέσα στη σπηλιά του νεκρού Έρωτα
ΕΙΣΑΙ…
Ποιος θα μαζέψει τα συντρίμμια,
ποιος θα ετοιμάσει την πυρά
για να πυρποληθούμε;
Είμαι ακόμα μες στους ζωντανούς
τρεις χιλιάδες χρόνους
μετά την ’Απουσία…
Ποιος ουρλιάζει ότι ο Έρωτας
καρφώνει τον Καιρό στη Μνήμη;

***

στον καπετάν Αποστόλη Σαρίδη
που πυρπολήθηκε με το καράβι του
στη ρότα του Σεβάχ,,.
Πώς να κοιμάσαι ήσυχος
σε αυτή την όχθη;

—- Πρέπει να διαβείς τον ποταμό…
Σε περιμένει
όρθιος
πάνω στο καράβι του
ό θάνατος…
Σε περιμένει
Εκείνος,
ο γνήσιος,
ο Αδύναμος,
Αυτός που τόλμησε,
Αυτός που δεν τόλμησε,
η μυστική χοάνη·
— ο Αποστολής…

***
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει;»
Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «Προχτές»
Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου·
η Επανάσταση
κοιμάται
στα ανάπηρα σκέλη του χρόνου…

«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει»
Το ταξίδι τέλειωσε,
το ταξίδι ποτέ δεν έγινε·
όλα από καιρό έχουν σιγήσει…

Είμαι μία σχισμένη ταυτότητα
κομματική
— ο έρωτας ανύπαρκτος
Σιωπή ή ιστορία…

***

Έδυσε
και η πανσέληνος
του Μάη…
Έμεινα μόνος,
στη σκοτεινή πλευρά
Εγώ και το βλέμμα Σου…
Σε ποιά χοάνη μυστική,
σε ποιο θάνατο
να Σε γυρέψω;
Ξέρεις,
δε φοβήθηκα ποτέ
την πυρκαγιά…

***

«Μα εσύ βέβαια σκοτώθηκες νωρίς»
’Άλλοι όμως επέζησαν
συγκατοικούμε χρόνια
— μαζί όσοι πάθαν και μάθαν
και όσοι
δεν πάθαν και δε μάθαν…
Η Επανάσταση
κρύφτηκε
Μέσα στην Άβυσσο
επέλεξα
να πορευτώ
ευθυτενής…ΠΗΓΗ-Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.