Της Αριστέας Σερεμέτη
Συχνά πυκνά πάω στον οφθαλμίατρο να κοιτάξει τα μάτια μου.
Με βάζει σε απόσταση από γράμματα και αριθμούς και με ρωτάει τι βλέπω.
Βάζει φακό πάνω τους, εξετάζει και μετράει για να κάνει διάγνωση.
Αν έχω μυωπία, αστιγματισμό, τώρα πια αν έκανα πρεσβυωπία, στο μέλλον αν έχω καταρράκτη.
Την προτελευταία φορά είπε: «Να βάζεις αυτές τις σταγόνες γιατί έχεις αυξημένη πίεση, μην κάνεις γλαύκωμα».
Τρόμαξα λίγο, αλλά όχι πολύ.
Υπήρχε θεραπεία. Και μάλιστα ανώδυνη κι ευκολότατη.
Οπότε όλα καλά.
Έπειτα συζήτησα για τα μάτια των ανθρώπων με έναν θεολόγο.
Εκείνος είπε πως όταν πεθάνουμε όλα μας παραδίδονται στην παγωνιά και στα σκοτάδια.
Και είναι τόσο φρικτή αυτή η αίσθηση, που είναι ωφέλιμο να κλείνουμε τα μάτια μας, να μας τα σφαλίζουν, έτσι ώστε να μη βλέπουμε πού είμαστε και τρομάζουμε ακόμα πιο πολύ.
Τρόμαξα πολύ γιατί σκέφτηκα αγαπημένους νεκρούς.
Να ήταν άραγε καλά κλειστά τα μάτια τους εκεί που πήγαν για να μην τρομάζουν; Τουλάχιστον να μην τρομάζουν πολύ;
Ύστερα σκέφτηκα πιο ψύχραιμα.
Οι θεολόγοι δεν εξετάζουν, ούτε μετρούν.
Άρα δεν μπορούν να γνωρίζουν.
Μιλάνε για ιστορίες υποθετικές και όπως τους βολεύουν.
Η σκύλα μου με καταλαβαίνει σαν άνθρωπος. Αρκεί η φωνή μου και ο τόνος της, για να κάνει όπως της λέω και να συνεννοηθούμε.
Όταν την κοιτάζω στα μάτια, με κοιτάζει και αυτή.
Δεν ξέρω τι βλέπει μέσα στα μάτια μου, πολύ θα ήθελα να ξέρω.
Ωστόσο στα δικά της βλέπω εμπιστοσύνη. Και αγάπη ας προσθέσω, αν και είναι περιττό.
Όταν υπάρχει εμπιστοσύνη, πάντα υπάρχει και αγάπη.
Οι έρωτές μου λένε ωραία λόγια για τα μάτια μου.
Οι ερωτευμένοι έχουν αυτό το εξαιρετικό ελάττωμα.
Δεν κοιτούν τις ατέλειές σου.
Δίνουν όρκους στα τέλεια μάτια σου.
Γιατί τα μάτια που ερωτεύεσαι, όπως και να είναι το σχήμα και το χρώμα τους, είναι τα ωραιότερα μάτια του κόσμου.
Ποιος δεν το ξέρει αυτό;
Κάποτε με βρήκε απρόσμενα η βροχή σ΄ έναν περίπατο και κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο κάτω από ένα υπόστεγο.
Το ίδιο έκανε κι ένας άγνωστος ηλικιωμένος άντρας.
Στην αρχή κοιτούσαμε από αμηχανία γι΄ αυτήν την τυχαία συνεύρεση, σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Αποφεύγαμε να κοιταχτούμε στα μάτια λες και μάς δέσμευε κάποιο πρωτόκολλο αναγκαστικής αδιαφορίας στην παρουσία του άλλου.
Η βροχή δε σταματούσε. Δεν κόπαζε καν.
Μας κρατούσε δέσμιους εκεί, στο υπόστεγο.
Εγώ τον κοίταξα πρώτη και τον περιεργάστηκα.
Δεν αντέχω για πολύ τους κανόνες, ιδίως τους ηλίθιους κανόνες.
Έτσι είναι η φτιαξιά μου.
Ήταν λοιπόν εκείνος ο κύριος γύρω στα 75 και φορούσε γκρι ζιβάγκο και λεπτό μπουφάν.
Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε. Ήταν θαμπά από την υγρασία.
Δε θυμάμαι πώς ξεκίνησε η μικρή μας συζήτηση.
Στο τέλος όμως μού είπε:
«Ξέρεις; Τα μάτια μας είναι η ιστορία μας. Δεν είναι πολύτιμα μόνο γιατί με αυτά βλέπουμε. Είναι και γιατί αυτά κουβαλούν τη λάμψη της χαράς και το δάκρυ της λύπης μας. Μέσα σε αυτά είναι οι εικόνες μας, οι μνήμες μας, οι αγάπες και οι πίκρες μας. Όσα ποθήσαμε, όσα ονειρευόμαστε, όλα όσα χάσαμε κι εκείνα που σκόρπισαν μακριά μας».
Δεν τα είπε τόσο ποιητικά όσο τα γράφω, για να πω και την πάσα αλήθεια.
Λίγο τα πείραξα τα λόγια του. Εξάλλου είμαι γνωστό πειραχτήρι με τις λέξεις. Έχω ένα πάθος μαζί τους και μια σχέση οικειότητας, δε μού είναι ξένες και έχω την πεποίθηση πως δε με παρεξηγούν, νιώθουν την αγάπη μου για αυτές.
Ένα βράδυ λοιπόν έσπαγα το κεφάλι μου μ΄ ένα επίμονο ερώτημα.
Γιατί οι άνθρωποι ενώ συγκινούνται με ωραίες ιστορίες άλλων, με ηρωικούς χαρακτήρες, με πρωτότυπη πλοκή και απροσδόκητο τέλος, οι ίδιοι δημιουργούν βαρετές ζωές, απόλυτα ρυθμισμένες και καταδικασμένες σε μοτίβα και νόρμες;
Ίσως γιατί τα μάτια τους συνήθισαν να βλέπουν άσχημες ιστορίες και τρέμουν μια τέτοια εκτροπή της δικής τους ζωής.
Ίσως όμως και γιατί δεν προλαβαίνουν. Τρέχουν συνέχεια με δουλειές κι υποχρεώσεις. Αυτό το βρίσκω επίσης λογικό να συμβαίνει.
Ίσως πάλι κι επειδή φοβούνται μην ασθενήσουν από γλαύκωμα και χάσουν το φως τους. Η ένταση μπορεί να βλάψει σοβαρά την υγεία μας.
Ή ακόμη και πως αν δεν είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους, τότε θα αμελήσουν τα παιδιά τους να τους κλείσουν τα μάτια και τότε θα δουν την απόλυτη φρίκη.
Ή γιατί έτσι κι αλλιώς, ο σκύλος τους πάντα θα τους κοιτάει με εμπιστοσύνη, όποια ιστορία και αν ζήσει μαζί τους.
Όμορφη ή ανιαρή.
Οι σκύλοι δε διαμαρτύρονται για βαρεμάρα, ειδικά αν δεν είχαν ποτέ δραστήριο βίο, την αισθάνονται απόλυτα φυσιολογική κατάσταση.
Μπορεί όμως και γιατί οι έρωτες είναι εφήμεροι και κάποια στιγμή τελειώνουν.
Και όλα μετά είναι αλλόκοτα.
Δεν κοιταζόμαστε πια εύκολα στα μάτια. Αδιαφορούμε γι΄ αυτά.
Από την άλλη ποτέ δεν κατάλαβα και γιατί, με ποια λογική φτάνουμε να απαξιώνουμε το εφήμερο. Εμείς οι καμπόσοι τι είμαστε δηλαδή;
Μήπως εμείς είμαστε τίποτε μόνιμοι;
Ας γελάσω!
Ψυχοσάββατο, λέει το ημερολόγιο.
Όλες οι ψυχές της ιστορίας της ζωής μας, ζωντανές ή νεκρές, κολυμπούν στα μάτια μας.
Εκεί είναι τα πάντα από το μικρό μας σύμπαν.
Να το ξέρετε αυτό.
Και όποιος ξέρει να ακούει και να διηγείται ιστορίες, ξέρει και να τις διαβάζει μέσα τους.
Πάλι βρέχει.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.