του Γιώργου Καραμπελιά από Το Ποντίκι
Σήμερα, εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή του 1922, έχουν εκλείψει οι λόγοι που επέβαλλαν τη χρήση του όρου Διχασμός ως ενός όρου που χρησιμοποιείται για να κατευνάζειτα εμφύλια πάθη του διχασμού και να επουλώνει τα τραύματα του ξεριζωμού. Και συχνά, μέσα από την «ουδετερότητά» του, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται με τρόπο που να εξισώνει τα δύο στρατόπεδα του Εθνικού Διχασμού και να σχετικοποιεί τις εκατέρωθεν ευθύνες – «όλοι φταίγανε, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο» –, ο Βενιζέλος δε επαινείται κατ’ εξοχήν, αν όχι αποκλειστικά, για το εκσυγχρονιστικό του έργο.
Αρκετοί ιστορικοί εκθειάζουν μάλιστα τον Μεταξά – σταθερά αντίθετο στη Μικρασιατική Εκστρατεία – παρασιωπώντας τον πρωταγωνιστικό, φιλογερμανικό και αντεπαναστατικό ρόλο του στη διάρκεια του Διχασμού. Μάλιστα οι αριστερής απόκλισης συγγραφείς βρίσκονται σε δυσχερέστερη θέση· ενώ συμφωνούν με τις θέσεις του Μεταξά για τη Μικρά Ασία, δυσκολεύονται να τον υπερασπιστούν εξ αιτίας του επιγενέστερου ρόλου του ως του ηγέτη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.
Καθοριστικός ο εμφύλιος
Υποτιμάται έτσι και συσκοτίζεται η επαναστατική διάσταση μιας περιόδου που αποτέλεσε τη συνέχεια και την ολοκλήρωση της Επανάστασης του 1821. Και εάν η ελληνική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση διαρκεί έναν ολόκληρο αιώνα – εγκαινιάζεται το 1821 και λήγει το 1922 –, οι δύο αποφασιστικές στιγμές της βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος της περιόδου, από το 1821 έως το 1830 και από το 1909 έως το 1922.
Με ζητούμενο πάντοτε την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας του Ρήγα, της Φιλικής και του… Βενιζέλου: δηλαδή την απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία και τη δημιουργία ενός κράτους ικανού να στεγάσει τους Έλληνες στη μεγάλη τους πλειοψηφία.
Καθόλου συμπτωματικά δε, και στις δύο περιπτώσεις, το σημαντικότερο εμπόδιο στην υλοποίηση «τῆς μεγάλης ταύτης ἰδέας» υπήρξε ο Εμφύλιος Πόλεμος, που, στη δεύτερη περίπτωση ως «Διχασμός», εστράφη κυριολεκτικώς ενάντια στην Επανάσταση. Διότι, εάν στη διάρκεια των γεγονότων του ’21 ο Κολοκοτρώνης ένιωθε πανίσχυρος στο στρατιωτικό πεδίο αλλά αδύναμος στο διπλωματικό, αναγνωρίζοντας πως «χρειαζόμαστε και τους μπαρμπέρηδες», δηλαδή τους πολιτικούς, δεν συνέβαινε κάτι ανάλογο μετά το 1909.
Τώρα η ηγεσία της επανάστασης διέθετε μακρά επαναστατική εμπειρία και πλήρη ηγεμονία στο πολιτικό, ιδεολογικό και διπλωματικό πεδίο. Γι’ αυτό και οι πολιτικοί της αντίπαλοι, η Αυλή και η ολιγαρχία, για να την αντιμετωπίσουν, θα συμμαχήσουν με τους ίδιους τους αντιπάλους της Ελλάδας, τη Γερμανία, τους Βουλγάρους, ακόμα και τους Οθωμανούς, ώστε να επικρατήσουν στο εσωτερικό πεδίο.
Άλλωστε η ίδια η αφετηρία της περιόδου, η Επανάσταση του 1909, συνιστά ένα κίνημα όχι ενάντια στους Οθωμανούς ή τους Βουλγάρους, αλλά απ’ ευθείας ενάντια στην ολιγαρχία και το Παλάτι. Οι τελευταίοι, μάλιστα, μετά το 1915, παύουν να αποτελούν απλώς μια «αντίπαλη πολιτική μερίδα» και μεταβάλλονται απροκάλυπτα σε αντεπαναστατική δύναμη. Κάτι στο οποίο δεν έφθασε ποτέ ο μέγας αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος εκπροσωπούσε πάντοτε μια πτέρυγα της Επανάστασης – συμπαθή ή αντιπαθή.
Δεν ήταν μοιραίο γεγονός
Όποιος λοιπόν προσεγγίσει, με τη μεγαλύτερη δυνατή αμεροληψία, τις πηγές και τα γεγονότα της εποχής δεν μπορεί παρά να πειστεί πως την καταστροφή του οικουμενικού ελληνισμού δεν την προκάλεσε ένας απροσδιόριστος και εξισορροπητικός «Διχασμός», ούτε υπήρξε ένα μοιραίο γεγονός, ένα fatum.
Χωρίς αμφιβολία αποτέλεσε τη συνέπεια των λυσσαλέων προσπαθειών της ολιγαρχικής αντεπανάστασης να αποτρέψει την ήττα της. Ήττα αναπόφευκτη εάν συντελούνταν η αιφνίδια διεύρυνση των ορίων του ελληνικού κράτους με τη συμπερίληψη του αλύτρωτου ελληνισμού.
Συναφώς η Καταστροφή το 1922 δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί αποκλειστικώς με βάση τα τρία τελευταία χρόνια της περιόδου (1919-1922), μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Πρόκειται για ένα ακόμα σύνηθες σφάλμα, που αρνείται να δει την ιστορική περίοδο 1909-1922 ως ένα όλον, ώστε να ερμηνεύσει αποτελεσματικά και τις εξελίξεις της τριετίας 1919-1922.
Εάν, επί παραδείγματι, δεν ληφθεί υπόψη η μακρά περίοδος του Διχασμού, είναι αδύνατον να κατανοηθεί η εκλογική περιπέτεια του 1920 και τα όσα ακολούθησαν. Ο ίδιος ο Διχασμός, δε, θα πρέπει να αναχθεί στις ιστορικές του ρίζες, της αντιπαράθεσης ελλαδισμού και ελληνισμού, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα τουλάχιστον. Και πάντως θα πρέπει να εξεταστεί τουλάχιστον με αφετηρία το 1909.
Η μεγάλη εξόρμηση
Η Επανάσταση του 1909 αποτέλεσε το προανάκρουσμα και την αφετηρία της μεγάλης εξόρμησης· σφραγίζει αποφασιστικά τις επιγενέστερες εξελίξεις, τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, ακόμα και την απόβαση στη Σμύρνη, αφ’ ενός, αλλά και τον Διχασμό και την Καταστροφή, αφ’ ετέρου. Πυροδότησε τη μεγάλη αλλαγή, τη συνάντηση του αλύτρωτου ελληνισμού με το ελλαδικό κράτος, την οποία αποτυπώνει εμβληματικά η έλευση του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Ταυτόχρονα, όμως, ο συμβιβαστικός χαρακτήρας της επέτρεψε τη σταδιακή ανάκαμψη της βασιλικής εξουσίας και την επανεπιβεβαίωση του ρόλου του διαδόχου Κωνσταντίνου στο στράτευμα.
Συχνά μάλιστα υποβαθμίζεται η σημασία του 1909, εξαιτίας ίσως και των μειζόνων ευθυνών του Ελευθερίου Βενιζέλου· ωστόσο υπήρχαν στο επαναστατικό στρατόπεδο δυνάμεις όπως ο Γεώργιος Φιλάρετος, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ή ο ίδιος ο αρχηγός της επανάστασης, ο Νικόλαος Ζορμπάς – ακόμα και παραδοσιακοί πολιτικοί όπως ο Στέφανος Δραγούμης –, οι οποίοι είχαν επισημάνει τις θανάσιμες συνέπειες των συμβιβασμών με το Παλάτι και τον διάδοχο τότε Κωνσταντίνο.
Και είναι νόμος της ιστορίας πως οι ημιτελείς Επαναστάσεις επιτρέπουν πάντοτε την επιστροφή της Αντεπανάστασης με ανανεωμένη ισχύ – η οποία στην ελληνική περίπτωση κορυφώθηκε μετά το 1915. Η δε απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το 1919, «καθυστέρησε» πέντε ολόκληρα χρόνια, εξ αιτίας της αντίδρασης του βασιλιά Κωνσταντίνου στη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Καλλίπολης.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όχι μόνο θα είχε αποφευχθεί ο Διχασμός, αλλά ο ελληνικός στρατός θα είχε καταλάβει τα Στενά και την Ανατολική Θράκη, αλλάζοντας την ίδια την πορεία του μεγάλου πολέμου, ενώ θα είχε αποβιβαστεί στη Μικρά Ασία ήδη από το 1915. Και θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς σε συνεργασία με τις δυνάμεις της Αντάντ και όχι όπως συνέβη μετά το 1919, και ιδιαίτερα μετά το 1920, όταν η σύγκρουση εξελίχθηκε σε ελληνοτουρκική μονομαχία.
Ακόμη ένα θανάσιμο σφάλμα
Ωστόσο, ακόμα και εάν περιοριστούμε στην περίοδο 1919-1922, και πάλι η ήττα δεν ήταν προδιαγεγραμμένη:
Η παραμονή… του μικρασιατικού ελληνισμού στις εστίες του μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από την προσάρτηση ικανού μέρους της δυτικής Μικρασίας, εγχείρημα πράγματι φιλόδοξο αλλά όχι ακραία παράτολμο… Το ότι ένα σχέδιο τελικώς απέτυχε δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ήταν εξ αρχής καταδικασμένο, πόσο μάλλον όταν δεν το υλοποίησε αυτός που το σχεδίασε.1
Διότι, ακόμα και το 1919, το δυναμικό του ελληνισμού παρέμενε ισχυρότερο εκείνου του τουρκισμού· άλλωστε η εντολή της κατάληψης της Σμύρνης το 1919 δεν ήταν μονομερής ελληνική απόφαση, αλλά συμμαχική, ενώ μικρές έστω δυνάμεις της Αντάντ παρέμεναν στην Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία.
Πλέον όμως δεν υπήρχε άνεση χρόνου, όπως το 1914-15, διότι ο ευρωπαϊκός πόλεμος είχε τελειώσει και η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος προϋπέθετε πολύ ταχύτερες και αποφασιστικότερες κινήσεις.
Και όμως, ένα ακόμα θανάσιμο σφάλμα, οι μοιραίες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, μετέφερε τον διχασμό στο πεδίο της μάχης, αναίρεσε εν τοις πράγμασι τη συμμαχική στήριξη και επεξέτεινε για δύο ακόμα χρόνια την εκστρατεία, αναθέτοντας μάλιστα τη συνέχισή της στους ίδιους τους αντιπάλους της. Με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάσει συμμάχους και ο Κεμάλ να κερδίσει: τους Σοβιετικούς, τους Ιταλούς, ακόμα και τους Γάλλους.
* Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το νέο βιβλίο του συγγραφέα «1909-1922, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα»
1. Γ. Μικρούδης, 1909-1922 Το μετέωρο βήμα στη Μικρασία, Νεφέλη, Αθήνα 32022, σ. 297
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.