Το γνωστό σε όλους βυζαντινό εκκλησάκι τις Καπνικαρέας, βρίσκεται στον εμπορικότερο δρόμο του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, στην οδό Ερμού. Καθημερινά, χιλιάδες Αθηναίοι προσπερνάνε αδιάφοροι το μικρό αυτό διαμάντι της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αγνοώντας την ανεκτίμητη αξία του.
Για να δείτε την περιοχή μέσω Google Street View πατήστε εδώ.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Χρονολογία: τρίτο τέταρτο του 11ου αιώνος μ.Χ.,
Τύπος: σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο
Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου και εορτάζει την 21 Νοεμβρίου κάθε έτους. Ύστερα από επίμονες ενέργειες του καθηγητού κ. Αμίλκα Αλιβιζάτου, ο ναός το έτος 1931 μ.Χ. (σχετικός 1268/1931 Νόμος) πέρασε στην κατοχή του Πανεπιστημίου Αθηνών προς άσκηση των λατρευτικών αναγκών των φοιτητών της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών.
τηλ. του Ιερού Ναού 210-3224462.
ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΝΑΟΥ
Θεωρούμε σκόπιμο να παρεμβάλλουμε εδώ ένα εκπληκτικό βίντεο του χρήστη Religious Greece, ανατρέποντας τη συνήθη δομή της παρουσιάσεως των βυζαντινών εκκλησιών, καθότι μέσω αυτού είναι εφικτή η πλήρης ξενάγηση της Παναγίας της Καπνικαρέας σε λιγότερο από πέντε λεπτά.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Η επικρατούσα ονομασία του ναού ως «Παναγία της Καπνικαρέας» απαντάται σε πολλές ανά τους αιώνες πηγές μεταξύ πολλών ονομάτων, όπως: Καμουκαρέα, Καμηκαρέα, Χρυσοκαμουκαριώτισσα, Καμουχαριώτισσα, Καμκαρέα, Καμουχαρέα, Χαμουκαρέα (από ένα είδος υφάσματος μπροκάρ που πουλούσαν τα γύρω μαγαζιά), Παναγία της Βασιλοπούλας (από την Αθηναία αυτοκράτειρα Ευδοκία), Παναγία του Πρέντζα (από το ομώνυμο οπλαρχηγό του 1821 μ.Χ) κ.ά..
Το όνομα της εκκλησίας πιθανότατα προέρχεται από τον κτήτορα του ναού, ο οποίος ως «καπνικάριος» στα χρόνια του Βυζαντίου, εισέπραττε τον αντίστοιχο φόρο οικοδομών. Ο καπνικός φόρος, ήταν ο φόρος καπνοδόχου, αφορούσε δηλαδή τις κατοικημένες οικοδομές, από τις οποίες έβγαινε καπνός από στην εστία που χρησιμοποιείτο για θέρμανση ή μαγείρεμα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Είναι φύσει αδύνατον να προσδιοριστούν με χρονολογική ακρίβεια τα ιστορικά μνημεία της μεσοβυζαντινής εποχής στην Αθήνα, καθότι υπάρχει σημαντική έλλειψη γραπτών πηγών. Παρά ταύτα η ιστορία του φέρεται να είναι μακρά και να έχει αναγερθεί τμηματικά σε διάφορετικές εποχές.
Σύμφωνα με την παράδοση η Καπνικαρέα ανηγέρθη στη θέση παλαιότερης εκκλησίας, που είχε κτίσει η Ευδοκία η Αθηναία, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Μικρού.
Η Ευδοκία, κατά το έθος της εποχής εκείνης, είχε κτίσει την αρχική εκκλησία πάνω στα θεμέλια αρχαίου ελληνικού ναού, αφιερωμένου στην θεά Δήμητρα ή Αθηνά.Σε οποιαδήποτε περίπτωση πάντως, η κατασκευή του σημερινού ναού με βάση τα τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά δόμησης του φαίνεται να πραγματοποιήθηκε σε τρεις φάσεις.
- στην οικοδόμηση του κυρίως ναού πιθανότατα στο τρίτο τέταρτο του 11 ου αιώνος μ.Χ.,
- στην οικοδόμηση του εξωνάρθηκα και του πρόπυλου στις αρχές του 12ου αιώνος μ.Χ.,
- στην οικοδόμηση του μονόχωρου παρεκκλησίου της Αγίας Βαρβάρας στα χρόνια της Φραγκοκρατίας ή της Τουρκοκρατίας.
Κατά την επανάσταση του 1821 και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλεως των Αθηνών (1826-1827 μ.Χ.), η εκκλησία υπέστη πολλές φθορές. Κανονιοβολισμοί από τον ιερό βράχο της ακροπόλεως κατέστρεψαν εκτός των άλλων, σχεδόν ολοσχερώς, το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Την ανακατασκευή του την ανέλαβε ιδίοις εξόδοις ο οπλαρχηγός του 1821 Ιωάννης Πρέντζας, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοί του Αθηναίοι να αποδίδουν την επονομασία «Παναγία του Πρέντζα» στο όλο συγκρότημα Tο 1834 μ.Χ. ο Ναός κινδύνεψε με κατεδάφιση επειδή γινόταν η διάνοιξη της οδού Ερμού.
Τελικά σώθηκε ως εκ θαύματος την τελευταία στιγμή κυριολεκτικά, χάρη στην επέμβαση του φιλέλληνα πατέρα του Όθωνα, βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκου.
Τον ίδιο κίνδυνο, όμως, αντιμετώπισε και αργότερα εξαιτίας της κυβερνητικής απόφασης της 20ης Αυγούστου του 1863 μ.Χ., η οποία όμως τελικά ακυρώθηκε χάρη στην παρέμβαση του τότε Μητροπολίτη Αθηνών, Θεοφίλου Α΄ Βλαχοπαπαδόπουλου.
Η ψηφιδωτή παράσταση της Παναγίας στο πρόπυλο φέρουσα την επιγραφή «Η Χαρα των Θλιβομένων» ψηφοθετήθηκε το 1936 μ.Χ. από την Έλλη Βοΐλα.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ο ναός είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και νάρθηκα καλυπτόμενο με καμάρες. Το ιερό είναι τριμερές, με ημικυκλικές κόγχες, ενώ εξωτερικά οι κόγχες αυτές διαμορφώνονται σε τρίπλευρες αψίδες. Η κεντρική αψίδα του ιερού βήματος είναι μεγαλύτερη και έχει τρίλοβο άνοιγμα, αντί διλόβων των άλλων δύο. Η πολύ καλή κατάσταση διατηρήσεως του πιο γνωστού βυζαντινού μνημείου των Αθηνών, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αρχική καλή κατασκευή του.
Ο τρούλλος του ναού είναι αθηναϊκού τύπου, με μαρμάρινα τοξωτά γείσα, προεξέχουσες υδρορροές και μονόλοβα παράθυρα με κιονίσκους που φέρουν καρδιόσχημο φυτικό κόσμημα. Εσωτερικά οι τέσσερις άνευ βάσεων κίονες και τα κιονόκρανα που στηρίζουν τον τρούλο προέρχονται από παλαιότερα μνημεία (spolia), ενώ επιπλέον γλυπτά και επιγραφές άλλων εποχών ενσωματώνονται αρμονικά μέσα στο Ναό. Συγκεκριμένα:
Βορειοδυτικός κίονας.ο βορειανατολικός κίονας έχει κορινθιακό κιονόκρανο, πιθανότατα ρωμαϊκής εποχής,
ο νοτιοανατολικός έχει κορινθιάζον κιονόκρανο ασαφούς χρονολογήσεως με οκτώ φύλλα,
ο βορειοδυτικός έχει μικρό χαμηλό κορινθιακό κιονόκρανο με τέσσερα φύλλα ακάνθης, πιθανότατα παλαιοχριστιανικό,
ο νοτιοδυτικός έχει κορινθιάζον κιονόκρανο μεσοβυζαντινής περιόδου με φύλλα καλάμου.
Για την κατασκευή των τοίχων έχει χρησιμοποιηθεί το πλινθοπερίκλειστο (τρόπος δόμησης κατά τον οποίο ισόδομοι λίθοι πλαισιώνονται από πλίνθους (τούβλα) οριζόντια και κάθετα τοποθετημένες μέσα στο κονίαμα των οριζόντιων και κάθετων αρμών, σε μονές ή διπλές σειρές) σύστημα, ενώ στο κάτω τμήμα του κτιρίου υπάρχουν λευκοί λίθοι διατεταγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν σταυρούς.
Η εξωτερική κόσμηση του ναού είναι σχετικά λιτή. Υπάρχει περιορισμένη χρήση κουφικών κοσμημάτων (κάποια εκ των οποίων θεωρήθηκαν αναγνώσιμα από τους ειδικούς) και οδοντωτών ταινιών, ενώ τα παράθυρα έχουν πεταλοειδή τόξα.
Κατά μια εκδοχή το 1689 πυρπολήθηκε η Αθήνα από τους Τούρκους, η φωτιά έφτασε και στην εκκλησία, αλλά η εικόνα δεν κάηκε. Κάηκε μόνο το γύρω ξύλο και το πρόσωπο καπνίστηκε. Από τις λέξεις “καπνός” και “κάρα” (πρόσωπο, κεφάλι) είπαν πως σχηματίστηκε η λέξη “καπνικαρέα”.
Όμως οι περιηγητές Σον και Γουέλερ, που είχαν έρθει στην Αθήνα έντεκα χρόνια πριν, στις περιγραφές τους την ονομάζουν “Καμουχαρέα”. Άρα, αλλού πρέπει να αναζητήσουμε το όνομα “Καπνικαρέα”. Με το όνομα “Καμουχαρέα” βρίσκουμε την εκκλησία στα διάφορα γραπτά μνημεία της παλιάς εποχής. Έτσι, με βάση αυτή τη λέξη, οι ιστορικοί έφτασαν σε άλλο αποτέλεσμα.
Με διαταγή του Μιχαήλ Ατταλειώτη, το 1077, αναφέρει ότι τις εικόνες, που είναι επάνω σε ξύλο ζωγραφισμένες, τις στόλιζαν γύρω-γύρω με ασήμι, για να τις προφυλάσσουν από τις σκόνες αλλά και για καλλωπισμό. Έβαζαν ακόμα κι ένα αραχνοΰφαντο ύφασμα πάνω απ’αυτές σαν είδος κουρτίνας, που κρεμόταν μέχρι κάτω.
Η εικόνα ακουμπούσε σ’ ένα έπιπλο, που ήταν ντυμένο με ένα βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα, πάνω στο οποίο κρεμούσαν οι πιστοί τα διάφορα αφιερώματά τους.
Το ύφασμα αυτό λεγόταν “Καμουχάς”. Είναι αυτό το είδος, που οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έκαναν τους μανδύες τους.
Η εικόνα της Παναγίας ήταν ντυμένη με καμουχά. Και τούτο έγινε αφορμή να την πουν Κουμουχιριώτισσα και Καμουχαρέα, ώσπου με τον καιρό ο λαός αλλοίωσε τη λέξη και την έκανε Καπνικαρέα.
Ο φόρος του καπνού
Μια άλλη τελείως διαφορετική άποψη είναι η εξής: Το 802 μ.Χ., ο Νικηφόρος, πατρίκιος και λογοθέτης, επέβαλε στην Αθήνα τον φόρο του καπνού. Φυσικά, εδώ δεν πρέπει να φανταστείτε σαν καπνό το τσιγάρο, γιατί ακόμα δεν είχε ανακαλυφθεί, αλλά τον καπνό που βγαίνει από τις καμινάδες.
Κάθε πολίτης, λοιπόν, σύμφωνα με τις καπνοδόχους που είχε το σπίτι του πλήρωνε και τον ανάλογο φόρο (από ‘δω βγήκε και η έκφραση “από μεγάλο τζάκι”).
Ο εισπράκτορας που μάζευε τους φόρους αυτούς, κατά τη βυζαντινή ονοματολογία, ονομαζόταν “καπνικάριος”, όπως σπαθάριος, πρωνοτάριος κλπ.
Ίσως, λοιπόν, κάποιος τέτοιος καπνικάριος να έκτισε την εκκλησία, η οποία πήρε το όνομα Καπνικαρέα.
Και η τελευταία εξήγηση είναι του αθηναιολόγου Καμπούρογλου. Την ονομασία την αποδίδει μόνο στην εικόνα της Παναγίας ειδικά και γενικότερα, βέβαια, στην ιδιότητα της Παρθένου ως μητέρας του Χριστού η οποία, όπως είναι γνωστό, είναι το πλέον λατρεμένο από τον λαό πρόσωπο του χριστιανικού αγιολόγιου.
Η Παναγία της βυζαντινής εκκλησίας της οδού Ερμού των Αθηνών “έκαμε χάριτας” στους χριστιανούς. Το Κάμη-Χαρέα, όπως την ονόμαζαν τότε με τη διάλεκτο της εποχής τους, έγινε Καμουχαρέα και τέλος Καπνικαρέα.
Πηγή: “3.000 λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις” του Τάκη Νατσούλη, Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.