Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Χαράκτης Τάσσος: Ἡ ἀργόσυρτη διάρκεια τῆς βυζαντινῆς οἰκουμένης

Το έργο του Τάσσου προσκομίζει μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα μέσα στο φάσμα της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα: Είναι ο προοδευτικά αυτοκατανοούμενος εκείνος εικαστικός δημιουργός ο οποίος, όσον αφορά τον τρόπο (δηλαδή την τεχνοτροπία) της δουλειάς του, αποφασίζει να πειραματιστεί (και) πάνω στη χρήση του «βυζαντινού» κώδικα.
Η εισήγηση εκείνη του Κόντογλου, για την αναζήτηση μιας αυθεντικής ιδιοπροσωπίας των εικαστικών τεχνών μας, υιοθετήθηκε και από άλλους. Ο Τάσσος Αλεβίζος είναι, χωρίς αμφιβολία, ο άνθρωπος που την έχει οδηγήσει στο απόγειό της.
Με αφορμή την (έως και 31 Ιανουαρίου 2016) μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων, του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, το αφιέρωμα ετούτο από πλευράς Αντιφώνου.

Μς εναι τάχα παραίτητη ἡ τέχνη; Ἢ μήπως μπορομε νὰ διατρέξουμε τν πορεία μας καὶ χωρς νὰ μς χρειάζεται ἡ παρουσία της;
σοι παντομε τι, ναί, ἡ τέχνη συγκαταλέγεται στς ζωτικές μας νάγκες, δν γίνεται νὰ μν ναρωτηθομε παρευθς μετά: ποιαδήποτε τέχνη; Μς φορον, δηλαδή, λες ἀνεξαιρέτως οἱ οἱ ἐκφράσεις κενες οἱ ὁποες ατοσημαίνονται ς καλλιτεχνικές;
Ἡ ἀπάντηση δῶ εναι πρόδηλα, χι. πάρχουν μορφοποιήσεις ποὺ ἐπ’ οδενὶ μς γγίζουν – ν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποες μς πωθον.
Ποιός εναι ὁ λόγος, ραγε, γιὰ τν ποο ναν συγκεκριμένο καλλιτεχνικὸ κώδικα τν ναγνωρίζουμε ς “οκεο” – νῷ ἕναν λλο τν κρίνουμε “ξένο”, γι’ ατὸ καὶ τν ρίζουμε “σχημο”;
ν τυχν δν προβαίνει νοθευμένη ἡ ἐπιλογή μας, πὸ κάποια δεολογικὴ προκατάληψη, μς πωθεῖ φυσιολογικὰ ὁ κώδικας κενος ὁ ὁποοςντιστρατεύεται τς βαθύτερες νάγκες τς παρξής μας, νῶ μς λκει ατς ποὺ τος νταποκρίνεται.
ς καίριο ρώτημα, πότε, ναδύεται τὸ ποιές εναι πραγματικὰ οἱ ἀνάγκες μας. Κι πειδή, περὶ τούτου, οἱ ἀπαντήσεις νδέχεται νὰ ποικίλουν, κρίσιμο ζήτημα γίνεται στν πάντηση τούτη νὰ εστοχήσουμε.

ς διακόψουμε μως, γιὰ λίγο, τὴ γενικὴ ατὴ εσαγωγὴ στὰ τοπία τς τέχνης, γιὰ νὰ ἑστιάσουμε στὸ συγκεκριμένο, δῶ ἀφιέρωμα: Τχαρακτική το Τάσσου λεβίζου – ἢ μλλον το, σκέτου, «Τάσσου» – πως τν ξέρουμε λοι μας.
***
λοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουμε μικρὴ ἢ μεγάλη παφὴ μὲ τὰ ζητούμενα τς τέχνης, τὸ ὄνομα Τάσσος τὸ ἔχουμε ταυτισμένο, στς συνειδήσεις μας, μὲ ἕναν νθρωπο ὁ ὁποος προσκόμισε εκαστικὰ ἔργα σὲ τεχνοτροπία – ς τν πομε τσι – «νεοβυζαντινή».
Μόνο ποὺ ἡ ἐντύπωσή μας ατή, σὲ ἕνα μικρό της μόνο βαθμὸ ἀντιστοιχεῖ στὰ «πραγματολογικὰ δεδομένα» τοῦ θέματος: Ἡ ἀλήθεια εναι τι στὰ περισσότερα ργα του ὁ Τάσσος πειραματίστηκε καὶ μὲ πολλος λλους τρόπους χρήσης τοῦ ὑλικοῦ του – ς τος νομάσουμε συνοπτικ«ρεαλιστικούς».
***
ξίζει νὰ σημειώσουμε, βέβαια, τι τὰ ρεαλιστικὰ ατὰ ἔργα τοῦ Τάσσου, πὸ πλευρς θεματολογικς μπορομε νὰ τὰ διακρίνουμε σὲ τρες μεγάλες νότητες: 1) Τὰ πολιτικ ἔργα του (στὰ ὁποα πρέπει νὰ περιλάβουμε πίσης τς νύξεις του σὲ κορυφαα στορικὰ θέματα τοῦ νεώτερουλληνισμολλὰ καὶ τὰ χαρακτικὰ μὲ σκηνς πὸ τν μόχθο τς γροτικς ζως) 2) τὰ τοπιογραφικά – στὰ ὁποα ς κατατάξουμε τς νεκρς φύσεις καὶ τὰ πορτρατα, καὶ 3) τς ρχαιοελληνικς ναφορς δοκιμές του.
***
Ναί, ὁ χαράκτης Τάσσος παρουσίασε να ργο, κατὰ τὸ μεγαλύτερο ποσοστό του, ρεαλιστικό. Γιατί ραγε λοι μας τν χουμε ταυτισμένο μτν βυζαντιν χαρακτήρα μέρους, μόνο, τοῦ ἔργου του;
Ἡ ἀπάντηση δῶ συμπίπτει, σφαλς, μὲ τν πάντηση στὸ ἐρώτημα: Γιατί ὁ ἴδιος προέκρινε ς πρς τὰ σημαντικώτερα θέματα ποὺ ἀναλάμβανε, στν ρίμανση τς καλλιτεχνικς του φυσιογνωμίας, νὰ τὰ μορφοποιεῖ σὲ σχμα βυζαντινό;
Βυζαντινὴ γιὰ παράδειγμα κανε τὴ μνημειώδη ναφορά του στν ξέγερση τοῦ Πολυτεχνείου, βυζαντινὰ καὶ τὰ ἔργα ποὺ φιλοτέχνησε προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθον ς φίσες (δηλαδή, νὰ κατακλύσουν τος δρόμους τότε, τὸ 1978) γιὰ τὸ πρτο στν στορία νόμιμο συνέδριο τοῦ ΚΚΕ – τοῦ ὁποίου ταν μέλος. Βυζαντινὸ φυσικὰ καὶ τὸ σπαρακτικὸ ἀφιέρωμά του στν κτέλεση τοῦ Τσὲ Γκεβάρα.
***
Στὸ σημεο ατὸ ἀξίζει νὰ ἀνοίξουμε μι παρένθεση, γιὰ νὰ ἀναρωτηθομε τί θὰ γνωρίζαμε σήμερα πὸ τὸ ἔργο τοῦ Τάσσου ν τυχν ὁ ἴδιος δν εχε τολμήσει, κάποια στιγμή, νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴ "βυζαντιν" ζωγραφικὴ συμβουλή − ἂν δηλαδὴ εχε συνεχίσει τσι πως ξεκίνησε (πωςλλωστε δν παψε, περιστασιακά, νὰ ξανα-πειραματίζεται καὶ μεταγενέστερα) μὲ τεχνοτροπίες κάθε φορ φυσιοκρατικές.
Τν πάντηση τὴ βρίσκουμε ταν νατρέξουμε στὸ ἔργο λλων, συγχρόνων, μοτέχνων του οἱ ὁποοι πράγματι ποτὲ δν φαίνεται νὰ ὑπέθεσαντι πικαλούμενοι τν καθ' μς προγενέστερη τέχνη δν πέστρεφαν στὸ καλλιτεχνικὸ παρελθν λλά, σα σα, μετακόμιζαν σὲ ἕναξεπέραστο "πέκεινα" − ποὺ ατὸ ἀκριβς θὰ τος πεφύλασσε τὴ διαχρονικὴ ἀμεσότητα.
πρξαν − ἂς ξέρουμε − ἐξαιρετικὰ ταλαντοχοι εκαστικοὶ στν ποίων τὸ ἔργο μως κανες δν πανέρχεται σήμερα, γιὰ τό... πλό... μυστικὸ ὅτι ξαντλήθηκαν σὲ "γραφς" οἱ ὁποες σὲ κανενς τν ψυχὴ δν προορίζονταν νὰ μιλήσουν.
Εκονογραφοσαν μηνύματα τὰ ὁποα νδέχεται, ναί, καὶ νὰ συμμεριζόμαστε. Δν ποψιάζονταν μως τὸ βάθος ασθήματος τς πραγματικς μας νάγκης.
Τς νάγκης, δηλαδή, νὰ μὴ μς μιλνε μόνο τὰ θέματα τς εκαστικς μαρτυρίας τους: Τς νάγκης νὰ μς γγίζει, πρν π' ατά, ἡ ἴδια γλώσσα τους.
να πολύτως χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, σον φορᾶ τὴ σημασία τοῦ εκαστικοῦ κώδικα ποὺ θὰ ἐπέλεγε, εναι ὁ κύκλος τν κκλησινποὺ εκονογράφησε ὁ Τάσσος. χουμε δῶ ναούς, κατὰ τν ρχιτεκτονική τους, βυζαντινούς. πειδὴ ὅμως ἡ τεχνοτροπία μὲ τν ποίαπεικονίζονται εναι τεχνοτροπία φυσιοκρατικ ἐκπίπτουν, μέσως, σὲ ὀπτικς ντυπώσεις οἱ ὁποες δν ἐγγράφονται στν νάμνηση κανενός μας.
***
Ὁ Τάσσος λεβίζος δν φαινόταν νὰ ἀρκεται στν πιβίωσηθελε μι ζωὴ περιβεβλημένη μὲ δικαιοσύνη. Δν ρκετο οτε στν γώνα γιδικαιοσύνη, πάντως: θελε μι ζωὴ περιβεβλημένη μὲ κάλλος. Δν ταν μως, ατὸ ποὺ ἔψαχνε, διόλου μία ραιότητα τς ραιοπάθειας. Εχεἡ ψυχή του ἀνάγκη να κάλλος παιτητικ-γιθυπερβάσεις. Εχε κόμα, ὁ μεγάλος ατς ναζητητής, τὸ σθένος νὰ ὁμολογήσει μπράκτως πς τν πρόσβαση σ' ατὸ τὸ ἐπίπεδο, σον φορᾶ τν τέχνη του, τν παρεχαν μόνες οἱ μορφοποιήσεις τς βυζαντινς δο
Ατὴ τν δὸ βημάτισε ἡ δημιουργία του − διστακτικὰ στν ρχή, μὰ ὁλοένα καὶ ἀποφασιστικώτερα μὲ τν πρόοδο τς πείρας του.
Διαπίστωνε τότε τι ἡ "γραμματικ" ατὴ δν τν ξυπηρετοσε μόνο στὰ θρηνητικά του θέματα: ξ σου γενναιόδωρες καλλιτεχνικς δικαιώσεις τοῦ χάριζε ταν ὁ ἴδιος ποφάσιζε νὰ ἐγκαταστήσει, μέσα στὴ δική της πικράτεια, καὶ θέματα φ' αυτν "λιόλουστα".
Κατ' ξοχήν, ποτε, ποδεικνυόταν κώδικας γιὰ νὰ τιμᾶ κανες τς στιγμς καὶ τος καιρος τοῦ ἔρωτα. 
Τὴ διαφορά, δ, κάνει τὸ γεγονς τι ὁ ἔρωτας, στὸ ἔργο τοῦ Τάσσου, δν πασχίζει νὰ ποθεώσει τν αυτό του: Δν ζητᾶ νὰ ἐκβιάσει μλαμπρὰ χαμόγελα τν παινό μας. Εναι νας ρωτας σχεδν θλιμμένος. Κατ' οσίαν, εναι νας ρωτας τς χαρμολύπηςπως λο τβυζαντινότροπο ργο του.
Μά, τοτος κριβς εναι ὁ λόγος ποὺ ὁλόκληρο, ατό, τὸ ἔργο μς μιλᾶ μὲ τος τρόπους μόνο τοῦ συγκλονισμο τς χρείας μας: κενο ποπροσκομίζει, νώπιον τν φθαλμν μας, εναι τὸ να, εδικὰ ποὺ θέλουμε.
*** 
δοὺ ἐν τέλει ποὺ ἔχουμε ξαναβρεῖ τὸ νμα τοῦ εσαγωγικοδ, προβληματισμοῦ πο προσωρινὰ διακόψαμε: Τί ληθινὰ λαχταρᾶ ἡ ψυχή μας – ν προκειμένῳ – ποιά εναι ἡ πραγματικὴ καλλιτεχνική μας χρεία;
ς πρώτιστη ἀνάγκη τς ψυχς τοῦ κόσμου, δχουμε ποθέσει τὴ λαχτάρα τς ζως γιὰ νόημα.
ν τυχν τώρα εστοχομε, σ’ ατό, θὰ σημαίνει τι νάμεσα σ’ λες τς κφράσεις τοῦ χαράκτη Τάσου ἡ ματιά μας αχμαλωτίζεται (καὶ ἔκτοτε ατς κυρίως θυμται) μόνο π’ τς βυζαντινότροπες γιὰ τν σαφῆ λόγο τι ἡ εκαστικὴ ατὴ γλώσσα τοῦ προσέφερε τν εκαιρία νὰ ἰχνηλατίσει τὴ Λύση σὲ ἕνα σο τὸ δυνατν πυκνότερο καὶ οσιωδέστερο Ατημα.
Τὸ ὁποο ν λοιπν θελήσουμε νὰ ἀναλύσουμε, θὰ πομε τι πρόκειται γιὰ τὸ κατόρθωμα μις σύλληπτης σοσταθμίσεως ἀνάμεσα σὲ Χαρκαὶ Λύπη – μις σορροπίας τόσο καθοριστικς στε ς μόνο τς πόσταγμα νὰ προκύπτει ἡ ἐλευθερία: νας, πιτέλους πλετος, νασασμς τς παρξης!

Ὁ ἴδιος ὁ χαράκτης Τάσσος προτιμοσε τὴ βυζαντινὴ γραφή, μες μὲ τὴ σειρά μας τοῦ πικυρώνουμε ατὴ τν πρόκριση, γιὰ τν πλὸ στβάθος λόγο τι πρόκειται γιὰ τὸ εκαστικὸ ἐκενο "συντακτικ" τὸ ὁποο νταποκρίνεται πληρέστερα στὴ βαθειὰ ἀνθρώπινη λλειψη: Σέ, ατκαθαυτή, τν νάγκη μας γιὰ τὴ μεγάλη τέχνη. Πο θὰ πε, τὴ λαχτάρα γιὰ τὴ μεταμόρφωση τς πόστασης σὲ κοινωνία.
Πλήρωση, ναί! λλὰ καὶ μι μυσταγωγία ποὺ μς ποδέχεται πέκεινα πάσης πληρώσεως...

ΠΗΓΗ:infognomonpolitics.blogspot.g

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.