(συνοπτική καταγραφή της ομιλίας που εκφωνήθηκε στις 23 Νοεμβρίου κατά τον εορτασμό της επετείου της εθνικής αντίστασης στην αίθουσα των «Επάλξεων», Αθήνα)
Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί χτυπούνε πισώπλατα την Ελλάδα και προκαλούν την οπισθοχώρηση του νικηφόρου ελληνικού στρατού που κυνηγούσε τους Ιταλούς βαθειά μέσα στην Αλβανία. Στις 21 Απριλίου ο στρατηγός Τσολάκογλου αυτοβούλως συνθηκολογεί και παραδίδει τα όπλα στους εισβολείς, την ίδια ώρα που ακόμη κρατούσαν τα οχυρά και ο Ελληνικός Στρατός στην Πίνδο ήταν οργανωμένος και έτοιμος για μάχη. Από τότε ξεκινάει η περίοδος της ξενικής κατοχής που κρατάει σαράντα δύο σκοτεινούς και θανατηφόρους μήνες. Το δράμα των Ελλήνων είναι απερίγραπτο. Η πείνα θερίζει πεντακόσιες χιλιάδες ανθρώπους, κυρίως των πόλεων. Το κρύο και η παγωνιά του χειμώνα του 1941 σπέρνουν την θανατηφόρα τους ανάσα σε όλες τις περιοχές και προκαλούν επίσης χιλιάδες ακόμη νεκρούς.
Οι κατακτητές σκορπούν τον τρόμο και τον θάνατο σε όλη τη χώρα, ξεκινώντας από την ηρωική Κρήτη, ως αντίποινα για την σθεναρή άμυνα που έδειξε ο λαός κατά την εισβολή. Από το Κοντομαρί και την Κάνδανο αρχίζουν να καίνε χωριά και να εκτελούν τους κατοίκους, σε εφαρμογή του δόγματος της καθολικής ευθύνης που πρεσβεύουν. Στα βόρεια οι Βούλγαροι πρωταγωνιστούν σε σφαγές και καταστροφές. Στη Δράμα και το Δοξάτο οι σκοτωμένοι είναι χιλιάδες όπως χιλιάδες είναι και οι εκτοπισμένοι. Αλλά και οι «πολιτισμένοι» Ιταλοί δεν πάνε πίσω. Στο έδαφος που τους παραχωρήθηκε καταστρέφονται δεκάδες χωριά και εκτελούνται εκατοντάδες αθώοι.
Τότε αρχίζει και η Αντίσταση. «Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει». Αρχίζουν να οργανώνονται ανταρτικά σώματα στα ορεινά μέρη όλης της Ελλάδας και σύντομα αρχίζουν οι μάχες με τους κατακτητές. Όπως είναι φυσικό στα σώματα αυτά συμμετέχουν και οι κληρικοί και οι καλόγεροι των επαρχιών, παίρνοντας σε πολλές περιπτώσεις στο ένα χέρι το ντουφέκι και στο άλλο τη σημαία που πάνω της γράφει ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ, όπως έκαναν και οι παπάδες του 1821. Κάποιοι μένουν ονομαστοί για τη μαχητικότητά τους και το ύψος του παραδείγματός τους, όπως ο «παπά-Ανυπόμονος» Γερμανός Δημάκης, ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος, ο «παπά-Κουμπούρας», ο «παπά-Φλέσσας», που συνοδεύουν τον Άρη Βελουχιώτη σε όλες τις περιστάσεις.
Σύντομα οι παπάδες και οι καλόγεροι που βγαίνουν στο βουνό φτάνουν τους εκατόν πενήντα, αγωνιζόμενοι με όλα τα ελληνικά αντιστασιακά σώματα (ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ κλπ.). Μαζί με αυτούς όμως αγωνίζονται και οι περισσότεροι παπάδες των χωριών, οι οποίοι μένουν στον τόπο τους αλλά κρυφά ενισχύουν την Αντίσταση με κάθε μέσο. Για το λόγο αυτό και υφίστανται την εκδικητικότατα των κατακτητών και πάνω από διακόσιοι σκοτώνονται, πολλές φορές με φρικιαστικό τρόπο. Οι περισσότεροι εκτελούνται πρώτοι για παραδειγματισμό, αφού οι συνεργάτες των Γερμανών γνωρίζουν ότι κεφαλές στα χωριά στέκουν ο Παπάς, ο Δάσκαλος και ο Πρόεδρος. Χτυπώντας τους παπάδες, πιστεύουν ότι χτυπούνε την καρδιά του λαού. Στον Παλαμά, μάλιστα, τον Ιούλιο του ’44 σκοτώνουν μόνο τον ιερέα Σπυρίδωνα Ξαρχά, ως αντίποινα για το σαμποτάζ στον Σταθμό της Ξυνιάδας. Στα μάτια τους ο παπάς αντιπροσωπεύει όλο το χωριό.
Το ίδιο γίνεται και στα μοναστήρια. Όπως κατά την Τουρκοκρατία έτσι και κατά την Κατοχή τα μοναστήρια σε όλη την Ελλάδα γίνονται τα κρησφύγετα των αγωνιστών, οι μπαρουταποθήκες και τα νοσοκομεία τους, η απαντοχή και οι ενίσχυσή τους. Οι καλόγεροι δίνουν τα πάντα στην Αντίσταση γι’ αυτό και υφίστανται τα αντίποινα των κατακτητών και των συνεργατών τους. Το αποδεικνύει το κάψιμο του Μεγάλου Σπηλαίου, η εκτέλεση των Μοναχών της Αγίας Λαύρας, η καταστροφή της Εικοσιφοίνισσας, ο βομβαρδισμός της μονής Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο. Και πάλι οι Βούλγαροι είναι πρωταθλητές στην αρπαγή και τη λεηλασία, με όσα κάνουν στο Άγιο Όρος, όπου αρπάζουν ότι πολύτιμο βρουν και βεβηλώνουν λείψανα και ιερά κειμήλια.
Μαζί με τους παπάδες και τους καλογέρους λίγοι Ιεράρχες εντάσσονται ενεργά στην Αντίσταση. Από αυτούς τους λίγους δύο μένουν ονομαστοί ως εμψυχωτές των ανταρτών. Είναι ο Ιωακείμ Κοζάνης, ο οποίος αναδεικνύεται σε αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης του Βουνού, και ο Αντώνιος Ηλείας κι αυτός πρωτοκορυφαίος της πολιτικής οργάνωσης της Αντίστασης. Και οι δυο μετά από την απελευθέρωση και τον εθνικό διχασμό που ακολουθεί, καταδικάζονται από τη Σύνοδο επειδή εντάχθηκαν στις τάξεις των Εαμιτών, που θεωρούνται τότε σύσσωμοι κομμουνιστές και εχθροί της Πατρίδας. Οι δυο τους, όμως, έπραξαν σύμφωνα με τη συνείδησή τους και ο αγώνας τους είναι παράδειγμα εθνικής ανάτασης. Άλλοι αρχιερείς συντάσσονται με τους αντάρτες του ΕΔΕΣ, όπως ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, και δίνουν από το δικό τους μετερίζι τον ίδιο εθνικό αγώνα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε και τη στάση των δύο Αρχιεπισκόπων της Κατοχής, του Χρύσανθου και του Δαμασκηνού. Ο πρώτος αρνήθηκε να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου λέγοντας ότι «οι κυβερνήσεις εκλέγονται από το λαό και εγκρίνονται από τον βασιλιά. Γι’ αυτό δεν αναγνωρίζω καμιά κυβέρνηση που επιβάλλουν οι κατακτητές της πατρίδας μου». Αμέσως συλλαμβάνεται και απομακρύνεται από τον θρόνο, στον οποίο κάθεται ο Δαμασκηνός. Αλλά και αυτός, παρόλο που θεωρείται εκλεκτός των κατοχικών στέκει στο ύψος των περιστάσεων. Αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις για να εξασφαλίσει τρόφιμα για τον λαό, με πιστώσεις από την Τουρκία, και ιδρύει την Χριστιανική Αλληλεγγύη, που προσφέρει φαγητό στους πεινασμένους.
Το 1942 υποθάλπει υπόγεια την γενική απεργία εναντίον της στράτευσης Ελλήνων από τους Γερμανούς και το 1943 διαμαρτύρεται συνεχώς για την αποστολή των Εβραίων στα στρατόπεδα του θανάτου. Σε συνεργασία με κατοχικούς υπουργούς κατασκευάζει ταυτότητες για όσους Εβραίους μπορεί, στις οποίες αναγράφονται ως Χριστιανοί για να γλυτώσουν. Όταν ο Γερμανός διοικητής τον απειλεί με τουφεκισμό για τη στάση του, απαντάει: «Πείτε του διοικητή πως τους ορθόδοξους ιεράρχες δεν τους τουφεκίζουν αλλά τους απαγχονίζουν. Τον παρακαλώ να τηρήσει αυτή την παράδοση!». Μετά την απελευθέρωση ορίζεται Αντιβασιλέας, ως ο μόνος κατάλληλος να ενώσει τους Έλληνες. Η πραγματικότητα, βεβαίως, διαψεύδει αυτή την ελπίδα, αφού τα Δεκεμβριανά φέρνουν τον εμφύλιο και τον εθνικό διχασμό.
Ένας ακόμη Μητροπολίτης, ο οποίος αξίζει να αναφερθεί, είναι ο Χρυσόστομος Ζακύνθου. Όταν το 1943 οι Γερμανοί του ζητούν κατάσταση με τους Εβραίους του νησιού, αυτός γράφει στο χαρτί μόνο ένα όνομα, το δικό του! Στέλνει επιστολή στον Χίτλερ και πετυχαίνει να εξαιρεθούν από τον εκτοπισμό οι 257 Εβραίοι της Ζακύνθου, τους οποίους αναλαμβάνει υπό την προστασία του.
Δυστυχώς, δεν είναι όλοι που κρατούν ψηλά τη σημαία της πατρίδας. Κάποιοι παπάδες και δεσποτάδες, κινούμενοι από αντικομμουνιστικούς φόβους, ανέχονται ή ακόμη και συνεργάζονται με τους κατακτητές και τα Τάγματα Ασφαλείας. Αναφέρεται, μάλιστα, και ένας λόχος παπάδων που συμμετέχει με τους ταγματασφαλίτες στις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στην Πελοπόννησο. Η παραδοξότητα εξηγείται εύκολα για όποιον γνωρίζει την ιστορία αυτής της φυλής. Οι Έλληνες παπάδες δεν ξεχωρίζουν σε τίποτε από τον λαό. Προέρχονται από τα σπλάχνα του και είναι σάρκα από τη σάρκα του. Δεν ισχύει στην Ορθοδοξία αυτό που συνέβη στη Δύση, όπου οι κληρικοί απάρτιζαν ξεχωριστή τάξη και ήταν «από πάνω» στην ταξική διαστρωμάτωση. Εδώ λαός και κλήρος είναι ένα και το αυτό, κυρίως οι κληρικοί των επαρχιών. Αυτοί συμμετέχουν σε όλη την ιστορία στην κοινή μοίρα του λαού, αφού έχουν τα ίδια βιώματα και τις ίδιες αγωνίες. Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο, από τη στιγμή που ένα τμήμα του λαού υποστήριξε τα Τάγματα Ασφαλείας και εντάχθηκε στην υπηρεσία των Γερμανών, και κάποιοι κληρικοί να κάνουν το ίδιο. Επαναλαμβάνω ότι ο εκπεφρασμένος λόγος γι’ αυτήν την επιλογή είναι ο φόβος του ερχομού μιας κομμουνιστικής κυβέρνησης και της ολομέτωπης επίθεσης εναντίον της Εκκλησίας που αυτό θα σημαίνει, σύμφωνα με το πρότυπο της Σοβιετικής Ένωσης.
Το δυστύχημα είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος που ακολουθεί δεν επιτρέπει στο λαό μας να γευτεί τη δικαίωση της αντίστασης σε όλο της το μεγαλείο. Ο διχασμός, του οποίου τα σημάδια φαίνονται ακόμη και σήμερα, στερεί από τη χώρα το αίσθημα της νίκης και αφήνει να αναδυθούν τα χειρότερα χαρακτηριστικά της καταστρεπτικής διχόνοιας. Χρειάστηκε να περάσουν κάποιες δεκαετίες για να αποκατασταθούν από την επίσημη Εκκλησία οι παπάδες και οι δεσποτάδες που συμμετείχαν στην Αντίσταση με το ΕΑΜ. Μόλις το 2000 δικαιώνονται μετά θάνατον ο Αντώνιος και ο Ιωακείμ, αλλά με το πρόσχημα της «συγχωρήσεως» και όχι ως αποκατάσταση. Ας ελπίσουμε ότι με τον καιρό θα περάσει στην ιστορία ο διχασμός και όλοι μαζί θα συμφιλιωθούμε με τα σωστά και τα λάθη μας και θα επέλθει έτσι η απαραίτητη αναγνώριση του έργου των κληρικών στην Αντίσταση κατά των κατακτητών. Ας ελπίσουμε ακόμη ότι το θετικό παράδειγμά τους, την ανυποταξία τους και την αγωνιστικότητά τους, θα υιοθετήσουν και οι σημερινοί κληρικοί και θα αισθανθούν τη βαριά κληρονομιά που κουβαλούνε για την προστασία του λαού από κάθε εχθρό, εσωτερικό και εξωτερικό.
Γεώργιος Β. Τσούπρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.