Ένας χρήστης του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λαμβάνει ένα τεράστιο πλήθος μηνυμάτων από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το Twitter, το Facebook κ.α. Όλες αυτές οι πληροφορίες απασχολούν τον εγκέφαλο και ο χρήστης στην ουσία γίνεται σκλάβος μιας «συνεχούς απόσπασης της προσοχής του». Σύμφωνα με μελέτη το 84% των χρηστών του Facebook λαμβάνει τουλάχιστον ένα μήνυμα την ώρα, 19% λαμβάνουν τουλάχιστον έξι μηνύματα και ένα 12% δηλώνει πως τα μηνύματα είναι τόσο συχνά μέσα σε μια ώρα που ο λογαριασμός έχει χαθεί.
Ένα αμφιλεγόμενο δημοσίευμα στο Atlantic το 2008 με τίτλο«To Google μας κάνει ηλίθιους;» ανέφερε πως η συχνή απόσπαση της προσοχής αποτελεί κακό οιωνό για τον εγκέφαλό μας.
«Με την προσοχή μας θρυμματισμένη, το μυαλό σταδιακά στις νεότερες γενιές θα γίνεται όλο και λιγότερο ικανό για να κάνει βαθύτερες σκέψεις. Στην ουσία μέσω του διαδικτύου η στοχαστική σκέψη μετατρέπεται σε καθαρά χρηστική». «Το κόστος των bit είναι η απώλεια του στοχασμού», είχε τονίσει ο δημοσιογράφος Nicholas Carr σε μια συζήτηση με αφορμή το άρθρο του στην Atlantic που διοργανώθηκε από το Pew Research Center’s Internet και το American Life Project.
Οι υποστηρικτές του Google υποστηρίζουν από την πλευρά τους πως του διαδικτύου και της μηχανής αναζήτησης απελευθερώνεται η ανθρώπινη σκέψη καθώς δίνεται η δυνατότητα πρόσβασης σε σημαντικά δεδομένα και πληροφορίες, ενώ γίνεται ευκολότερη και η ανάκτηση τους. «Το να κρατάς στο κεφάλι σου πληροφορίες που εύκολα μπορείς να εντοπίσεις μέσω Google δεν είναι δείγμα εξυπνάδας, αλλά περισσότερο μια περιττή πράξη», τονίζει ο Alex Halavais του Συλλόγου Ερευνητών του Διαδικτύου απαντώντας στον Carr στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης.
Όπως αναφέρεται σε άρθρο του Scientific American, τo Googling αναμφισβήτητα έχει επηρρεάσει την ικανότητα των τελευταίων γενεών να διατηρούν πληροφορίες στο μυαλό τους. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως το Google χρησιμοποιείται ως ένα είδος βοηθητικής μνήμης.
Το 2011 μια ομάδα ψυχολόγων με επικεφαλής την Betsy Sparrow του Columbia πραγματοποίησε ένα πείραμα δίνοντας σε 60 φοιτητές ένα πλήθος παράξενων αλλά φαινομενικά περιττών πληροφοριών, όπως για παράδειγμα πως το μάτι μιας στρουθοκαμήλου είναι μεγαλύτερο από τον εγκέφαλό της. Στη συνέχεια τους ζήτησαν να καταγράψουν αυτές τις πληροφορίες στον υπολογιστή.
Οι μισοί από αυτούς είχαν πληροφορηθεί πως το αρχείο με τις πληροφορίες θα είναι προσβάσιμο αργότερα, ενώ οι άλλοι μισοί είχαν ενημερωθεί πως το αρχείο θα διαγραφεί. Αργότερα οι φοιτητές ρωτήθηκαν αν έχουν απομνημονεύσει τις πληροφορίες. Όσοι πίστευαν πως το αρχείο θα διαγραφόταν θυμόντουσαν πολλές περισσότερες σε σχέση με αυτούς που πίστευαν πως οι πληροφορίες θα αποθηκευτούν. Οι φοιτητές αυτοί δεν μπήκαν στη διαδικασία να κρατήσουν τις πληροφορίες στο μυαλό τους καθώς πίστευαν πως ανά πάσα στιγμή θα είχαν πρόσβαση σε αυτές και θα μπορούσαν να τις ανακτήσουν.
Δεν είναι μόνο το Googling που επηρεάζει τη μνήμη μας αλλά η εξάρτηση των σύγχρονων ανθρώπων από τον υπολογιστή, ακόμα και από το πληκτρολόγιο. Ορισμένες μελέτες δείχνουν πως η πληροφορία που θα καταγραφεί χειρόγραφα απομνημονεύεται καλύτερα σε σχέση με αυτή που καταγράφεται σε κάποιο κειμενογράφο μέσω του πληκτρολογίου. Όπως αναφέρεται η χειρόγραφη καταγραφή ενεργοποιεί μια «αίσθηση αφής» μεταξύ των λέξεων και του εγκεφάλου, κάτι που δεν συμβαίνει με το πληκτρολόγιο.
Πέρα όμως από τη μείωση της ικανότητας για απομνημόνευση υπάρχει όπως τόνισε ο Nicholas Carr ένα ακόμα ζήτημα και αυτό βασίζεται περισσότερο σε μια διαίσθηση παρά σε δεδομένα. Ο Carr εξέφρασε την ανησυχία του για τηνκλιμακούμενη αδυναμία να επικεντρωθεί το άτομο σε ένα μακροσκελές κείμενο λαμβάνοντας τις «πνευματικές δονήσεις» στις λέξεις. «Η διαρκής, απερίσπαστη ανάγνωση ενός βιβλίου ή οποιουδήποτε άλλου κειμένου μας βοηθάει να κάνουμε τους δικούς μας συνειρμούς, να εξάγουμε τα δικά μας συμπεράσματα και να προωθήσουμε τη σκέψη και τις ιδέες μας. Αυτή η δυνατότητα, ευκαιρία, για μια πνευματική βελτίωση και εξέλιξη διαλύεται».
Το άρθρο του Carr δημοσιεύτηκε το 2008 και προκάλεσε πλήθος συζητήσεων. Δημοσιεύτηκε πολύ πριν σημειωθεί η έκρηξη του Twitter, των smartphones και πριν το googling εξελιχθεί σε μια καθημερινότητα. Μέσα σε λίγα χρόνια περάσαμε από το υπολογιστή γραφείου στον φορητό υπολογιστή, σε κινητά-υπολογιστές, που χρησιμοποιούνται παντού και πάντα, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο μπάνιο, ακόμα και στα μέρη που ποτέ κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. «Μέχρι στο μπάνιο, όπου κάνω μερικές από τις καλύτερες σκέψεις μου, έχουν εισβάλλει τα αδιάβροχα Ipods και smartphones», αναφέρεται στο δημοσίευμα του Scientific American, στο οποίο εμπεριέχονται αποσπάσματα από το βιβλίο «Είκοσικάτι: Γιατί οι νέοι ενήλικες μοιάζουν κολλημένοι;»των Robin Marantz Henig και Samantha Henig.
Ένα χρόνο αργότερα μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Carr, το 2009 και πάλι στο Atlantic δημοσιεύεται ένα άρθρο απάντηση από τον Jamais Cascio, του Ινστιτούτου Ηθικής και Αναδυόμενων Τεχνολογιών. «Με το διαδίκτυο όχι μόνο δεν γινόμαστε πιο χαζοί, αλλά αντίθετοι γινόμαστε εξυπνότεροι, καθώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος εξελίσσεται και επωφελείται από τη συλλογική νοημοσύνη του διαδικτύου. Η συγκέντρωση και η προσοχή μπορεί να θυσιάζεται, αλλά την ίδια στιγμή αυτή έχει αντικατασταθεί από μια διάχυτη ευφυΐα, την εξέλιξη της ικανότητας να βρίσκουμε την άκρη του νήματος μέσα σε ένα πλήθος πληροφοριών και την επίλυση νέων προβλημάτων από τις γνώσεις που αποκτήθηκαν», έγραφε στο κείμενό του.
Είναι λίγοι όμως οι νευροεπιστήμονες που έχουν μελετήσει τον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια «διαδικτυακών περιπλανήσεων» ώστε να μάθουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Μεταξύ αυτών είναι μια ομάδα από το Πανεπιστήμιο της California που με τη χρήση μαγνητικού τομογράφου κατέγραψαν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου μιας ομάδας ατόμων σε δύο διαφορετικές καταστάσεις: Την ώρα που διάβαζαν ένα βιβλίο και την ώρα που σέρφαραν στο διαδίκτυο.
Η επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον Gary Small, χώρισε τα 24 άτομα, ηλικίας 55-76 ετών, σε δύο ομάδες. Σε αυτούς που είχαν εμπειρία από το Google (12) και σε αυτούς που δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά το Google (12). Και στις δύο ομάδες η μαγνητική τομογραφία έδειξε πως η ανάγνωση ενός βιβλίου ενεργοποιεί το βρεγματικό, ινιακό και κροταφικό λοβό, που συνδέονται με την γλώσσα, την ανάγνωση, τη μνήμη και την όραση. Τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα και λογικά.
Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να κάνουν μια αναζήτηση στο Google για ένα θέμα που δήλωσαν πως τους ενδιέφερε: «Η σοκολάτα κάνει καλό στην υγεία μας;». Την ώρα της αναζήτησης η μαγνητική τομογραφία κατέγραψε ενεργοποίηση των ίδιων περιοχών του εγκεφάλου, όπως κατά τη διάρκεια ανάγνωσης ενός βιβλίου. Όμως σε ορισμένες στιγμές καταγράφηκε δραστηριότητα και του μετωπιαίου λοβού (πρόσθια κροταφική περιοχή, έλικα του προσαγωγίου και ιππόκαμπο, περιοχές που σχετίζονται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, το σύνθετο συλλογισμό, τη μνήμη και το όραμα).
Εντυπωσιακό είναι επίσης πως μεγαλύτερη δραστηριότητα καταγράφεται στην ομάδα που ήταν εξοικειωμένοι με το Google. Αντίθετα στη δεύτερη ομάδα που δεν είχε γνώση του διαδικτύου και δεν μπορούσε να ακολουθήσει μια αντίστοιχη διαδικασία αναζήτησης δεν καταγράφηκε τόσο έντονη δραστηριότητα του εγκεφάλου.
«Μια απλή καθημερινή πράξη όπως είναι η αναζήτηση στο διαδίκτυο φαίνεται πως αυξάνει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου», δήλωσε ο Gary Small. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο American Journal of Geriatric Psychiatry. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν ηλικιωμένοι, ωστόσο, όπως σημειώνεται, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να αφορούν και τους νεότερους.
Σίγουρα πρόκειται για μια μικρή μελέτη με λίγους συμμετέχοντες και δεν είναι καθολική. Ωστόσο θα μπορούσε σίγουρα να αποτελέσει ένα χρήσιμο αντίβαρο στην κυρίαρχη άποψη πως οι νέες γενιές έχουν χάσει την ικανότητα της πολύπλοκης και βαθύτερης σκέψης λόγω της χρήσης των υπολογιστών και του διαδικτύου.
* Άρθρο από το Scientific American με αποσπάσματα από το βιβλίο «Είκοσικάτι: Γιατί οι νέοι ενήλικες μοιάζουν κολλημένοι;» των Robin Marantz Henig και Samantha Henig.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.