Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

Η εξοργιστική γερμανική υποκρισία


Ενώ η Γερμανία συνεχίζει να ληστεύει τους εταίρους της στην ΕΕ, με τα παράνομα υπερπλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, μέσω του μισθολογικού dumping που εφαρμόζει, παραπονιέται για τα πολύ χαμηλότερα πλεονάσματα της Κίνας! Από την άλλη πλευρά, οι κανόνες που ισχύουν προτάθηκαν και επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ τα τελευταία 70 χρόνια, εξυπηρετώντας πάντα τα δικά τους συμφέροντα – κάτι που όμως έχει ημερομηνία λήξης, αφού η συσχέτιση δυνάμεων έχει αλλάξει πια στον πλανήτη. Στο πλαίσιο αυτό, η ελεγχόμενη από τη Γερμανία ΕΕ, πρέπει να αλλάξει τακτική – εάν δεν θέλει να απομονωθεί από τις άλλες χώρες της υφηλίου, παραμένοντας προτεκτοράτο των ΗΠΑ και επιταχύνοντας την πορεία παρακμής της.

.

Ανάλυση

Είναι ενδιαφέρον να ακούμε πως η γερμανική οικονομία υποφέρει – επίσης από Γερμανούς να κατηγορούν την Κίνα, για τα δήθεν τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της. Γιατί; Επειδή τα πλεονάσματα της Γερμανίας έφτασαν το 2023 ξανά στα ύψη, στο 6,3% του ΑΕΠ της, ενώ το 2024 θα πλησιάσουν το 7% – γεγονός που σημαίνει ότι, τα γερμανικά ιδιωτικά νοικοκυριά δημιούργησαν νέα καθαρά περιουσιακά στοιχεία (=αφαιρουμένου του σχηματισμού κεφαλαίου και του δανεισμού), ύψους σχεδόν 250 δις € μόνο το περασμένο έτος.

Αντίθετα, η Ελλάδα είχε έλλειμμα ύψους 6,3% του ΑΕΠ της ή 14,1 δις € (γράφημα) – ενώ το 2022 ήταν 10,3% του ΑΕΠ ή 21,2 δις €. Επομένως, μειώθηκαν ακόμη περισσότερο τα περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών – όταν των γερμανικών αυξήθηκαν ξανά. Δεν φτάνει δηλαδή που οι Έλληνες δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες αλλά, ακόμη χειρότερα, χρεώνονται συνεχώς στο εξωτερικό – ενώ οι Γερμανοί πλουτίζουν μεν, αλλά παραπονιούνται πως όχι αρκετά.

Εξέλιξη ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας

Με άλλα λόγια, τα καθαρά έσοδα των νοικοκυριών της Γερμανίας ήταν κατά πολύ μεγαλύτερα των εξόδων τους – ενώ κάποιοι άλλοι έχουν αναλάβει το χρέος των 250 δις € που είναι απολύτως απαραίτητο για να καλύψει το κενό ζήτησης (αντίστοιχα στην Ελλάδα, κάποιοι άλλοι έχουν αναλάβει το δανεισμό των 14,1 δις € του 2023, για να καλύψουν το κενό προσφοράς). Εύλογα, αφού το πλεόνασμα του ενός είναι έλλειμμα του άλλου – επειδή το σύνολο πλεονασμάτων και ελλειμμάτων διεθνώς, είναι πάντα μηδέν.

Εν προκειμένω, τα στοιχεία της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, της Bundesbank, δίνουν απαντήσεις – ερμηνεύουν δηλαδή τα παραπάνω. Όπως λοιπόν μπορεί να δει κανείς στα στατιστικά που δημοσιεύονται εκεί, το βασικό αντίστοιχο των πλεονασμάτων των γερμανικών ιδιωτικών νοικοκυριών, είναι τα εισοδηματικά ελλείμματα των ξένων κρατών – δηλαδή, τα πρόσθετα χρέη τους προς τη Γερμανία.

Το γεγονός αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως η Γερμανία πλημμυρίζει τον πλανήτη με αγαθά αξίας 250 δις € σχεδόν κάθε χρόνο, τα οποία δεν μπορούν να πουληθούν στην εγχώρια αγορά της – ενώ σε κράτη όπως η Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, δεν φτάνουν τα αγαθά που παράγουν, μαζί με τον τουρισμό, για να καλύψουν τις ανάγκες τους – οπότε χρεώνονται συνεχώς.

Από την άλλη πλευρά, προφανώς μία χώρα που τα εισοδήματα των Πολιτών της υπερβαίνουν κατά πολύ τα έξοδα τους, όπως η Γερμανία, μπορεί να τους φορολογήσει περισσότερο, παρέχοντας τους καλύτερες υπηρεσίες και μειώνοντας το δημόσιο χρέος της – ενώ το αντίθετο συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών της έχει εξαντληθεί εντελώς.

Η γερμανική υποκρισία

Περαιτέρω, πώς είναι δυνατόν να κατηγορούν οι Γερμανοί τους Κινέζους και να θέλουν να τους επιβάλλουν δασμούς; Όταν δεν κάνουν τίποτα άλλο, από αυτό που κάνει η Γερμανία πάνω από 20 χρόνια, μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη; Όταν για αυτόν ακριβώς το λόγο δρομολόγησέ την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση), αντιγράφοντας την από την Ολλανδία;

Πόσο μάλλον όταν η υιοθέτηση του ευρώ στήριξε αυτήν την πολιτική της, αφού εμπόδιζε την ανατίμηση του νομίσματος της, όπως συμβαίνει πάντοτε σε χώρες που έχουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τους; Με αποτέλεσμα τα πλεονάσματα της μεταξύ 2010 και 2023 να είναι κατά μέσον όρο 180 δις € ετήσια, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της πανδημίας, ενώ σήμερα είναι ξανά 250 δις €;

Πώς παραπονιούνται και πώς κατηγορούν τους Κινέζους, όταν το γερμανικό πλεόνασμα το 2024 θα φτάσει στο 7% του ΑΕΠ, ενώ της Κίνας στο 1,3%, χαμηλότερο από το 2023 (γράφημα); Όταν το μέσο ετήσιο πλεόνασμα τους των 180 δις € σημαίνει επί πλέον κατά κεφαλήν πλεόνασμα άνω των 2.200 € ετησίως, σε έναν πληθυσμό 80 εκατομμυρίων, ενώ για τον κινεζικό πληθυσμό των 1,4 δισεκατομμυρίων είναι μόλις 685 € ανά άτομο ετησίως, με αξίες Αυγούστου 2024;

Πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως προς το ΑΕΠ της Γερμανίας (επάνω) και της Κίνας (κάτω).

Η προπαγάνδα πρέπει να έχει κάποια όρια – αν και δυστυχώς πείθει, κρίνοντας από τις δεκάδες αναφορές των ΜΜΕ στα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας, χωρίς καν να κοιτάζουν τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου της.

Συμπερασματικά λοιπόν, η Γερμανία συνεχίζει να ληστεύει τους εταίρους της και όχι μόνο – με τα παράνομα υπερπλεονάσματα του  ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, μέσω του μισθολογικού dumping που εφαρμόζει. Μπορούν να ευημερήσουν ποτέ τα κράτη της ΕΕ, πόσο μάλλον της Ευρωζώνης, με τη Γερμανία εταίρο τους; Σε καμία περίπτωση – ενώ μόνο ένας οικονομικά αναλφάβητος δεν το καταλαβαίνει.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στην Κίνα

Συνεχίζοντας, το περασμένο έτος ο J. Borell, σύμφωνα με τους Financial Times (πηγή), είχε δηλώσει πως το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας με την Ευρώπη έφτασε στα 396 δις € το 2022 – κάτι που, όπως είπε, «δεν μπορεί να εξηγηθεί από θέματα παραγωγικότητας ή από ένα μεγαλύτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας». Κατά τον ισχυρισμό του, το πλεόνασμα οφείλεται κυρίως στην ανεπαρκή πρόσβαση των χωρών του ευρωπαϊκού μπλοκ, στην αγορά της Κίνας – ισχυρισμός που όμως τεκμηριώνει την άγνοια του.

Ειδικότερα, τα διμερή ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, όπως εδώ μεταξύ της Κίνας και της ΕΕ, δεν έχουν καθόλου νόημα – αφού ταυτόχρονα η Κίνα έχει ελλείμματα στις εμπορικές σχέσεις της με τις αναπτυσσόμενες χώρες που την προμηθεύουν με ημικατεργασμένα προϊόντα και πρώτες ύλες για τις εξαγωγές της στην ΕΕ, οπότε δεν μπορεί κανένας να την κατηγορήσει.

Αυτό που μετράει είναι μόνο το πλεόνασμα μίας χώρας, σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πλανήτη – όπου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το κινεζικό πλεόνασμα είναι χαμηλότερο από το ευρωπαϊκό (γράφημα, οι ΗΠΑ είναι σταθερά ελλειμματικές, μεταξύ άλλων για να είναι σε θέση να στηρίζουν το δολάριο, ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν).

Το πιο σημαντικό είναι όμως το ότι, οι κινεζικές εξαγωγές εξακολουθούν να μην είναι συγκρίσιμες με αυτές καμίας ευρωπαϊκής χώρας – αφού για αρκετές δεκαετίες, η Κίνα ήταν και εξακολουθεί να είναι ο προορισμός των δυτικών επενδυτών που εγκατέστησαν εκεί τα υπερσύγχρονα συστήματα τους, λειτουργώντας τα με φθηνό κινέζικο εργατικό δυναμικό.

Οι επενδυτές αυτοί, είτε έχουν εξαιρετικά υψηλά κέρδη λόγω του συνδυασμού της υψηλής παραγωγικότητας της Δύσης με τους χαμηλούς κινεζικούς μισθούς, είτε κατάφεραν να κερδίσουν επί πλέον μερίδιο στην παγκόσμια αγορά – επειδή, με δεδομένο το χαμηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, κατάφεραν να προσφέρουν σημαντικά φθηνότερες τιμές, συγκριτικά με εκείνες τις εταιρείες που παράγουν μόνο σε βιομηχανικές χώρες.

Στο αποκορύφωμα αυτής της διενέργειας των άμεσων ξένων επενδύσεων, περισσότερο από το 50% των «κινεζικών εξαγωγών», προέρχονταν απευθείας από εργοστάσια δυτικών εταιρειών – γεγονός που σημαίνει ότι, οι δυτικές εξαγωγές απλά παραδίδονταν από την Κίνα. Φυσικά βέβαια, η κινεζική κυβέρνηση έκανε τότε ότι μπορούσε για να ιδρύσει τις δικές της κινεζικές εταιρείες και να τις εδραιώσει στην παγκόσμια αγορά –  προωθώντας τη χρήση της δυτικής τεχνολογίας, σε αμιγώς κινεζικές εταιρείες.

Επομένως, οι επιτυχίες της Κίνας στην παγκόσμια αγορά έχουν πάντα αυτές τις δύο πλευρές – οπότε, όποιος ισχυρίζεται πως δεν έχουν καμία σχέση με «θέματα παραγωγικότητας ή με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα», όπως ο J. Borell, τεκμηριώνει μόνο ότι δεν έχει κατανοήσει ή δεν θέλει να κατανοήσει αυτήν την κρίσιμη σύνδεση, παίζοντας το παιχνίδι της Γερμανίας.

Περαιτέρω, αν και οι κινεζικοί μισθοί έχουν αυξηθεί απότομα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το επίπεδό τους εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό της Δύσης – κάτι που οφείλεται στο ότι, παρά την ταχεία εξέλιξη, η μέση παραγωγικότητα της κινεζικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερη από ότι στη Δύση (οι μισθοί είναι πάντοτε συνάρτηση της παραγωγικότητας της εργασίας, όπου η Ελλάδα είναι δυστυχώς τελευταία στην ΕΕ).

Το γεγονός αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα στις κινεζικές εταιρείες που δεν έχουν ακόμη το πλεονέκτημα της χρήσης της δυτικής τεχνολογίας – με την έννοια ότι, οι υψηλής παραγωγικότητας δυτικές εταιρείες παράγουν επίσης για την κινεζική εγχώρια αγορά, οπότε οι εγχώριες εταιρείες υφίστανται τεράστια πίεση ή ακόμη και εξαφανίζονται από την αγορά.

Από την άλλη πλευρά, είναι σχεδόν αυτονόητο το ότι οι αμιγώς δυτικές εταιρείες, δηλαδή όσες έχουν παραμείνει στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, δύσκολα είναι σε θέση να αποκτήσουν ερείσματα στην κινεζική αγορά με τις εξαγωγές τους – αφού δεν μπορούν ποτέ να είναι τόσο ανταγωνιστικές, όσο μια δυτική εταιρεία που παράγει στην Κίνα.

Αυτό συμβάλλει επίσης στο γεγονός ότι, η Κίνα έχει πλεονάσματα εξαγωγών, σε σύγκριση με τις πολύ ανεπτυγμένες περιοχές – χωρίς η κινεζική κυβέρνηση να μπορεί να κατηγορηθεί για αυτό.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, την εποχή που η Κίνα είχε πολύ υψηλά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ως ποσοστό του ΑΕΠ, η αμερικανική κυβέρνηση άσκησε τεράστια πίεση στην κινεζική – με στόχο τη μείωση των πλεονασμάτων της χώρας. Οι πιέσεις δε πέτυχαν το στόχο τους, όπως στο παρελθόν στην Ιαπωνία, επειδή η κινεζική κυβέρνηση επέτρεψε μια σημαντική πραγματική ανατίμηση του νομίσματός της – επομένως, μια σοβαρή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της. Κάτι ανάλογο βέβαια δεν μπόρεσαν να επιβάλλουν στη Γερμανία μετά το 2000 – λόγω του ευρώ που δεν ανήκει μόνο στη χώρα.

Το γεγονός αυτό δε, η ανατίμηση του νομίσματος, ήταν κατά κύριο λόγο εις βάρος των κινεζικών εταιρειών – επειδή οι δυτικές εταιρείες στην Κίνα μπόρεσαν να το αντιμετωπίσουν πολύ πιο εύκολα, λόγω των πολύ μεγάλων περιθωρίων κέρδους τους. Σήμερα λοιπόν, το να κατηγορεί κάποιος την Κίνα για διμερή πλεονάσματα και να παραπονιέται για τα δικά της προστατευτικά μέτρα, αποτελεί μία κατάφωρη παραβίαση της κοινής λογικής – επίσης των κανόνων του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου.

Βέβαια, οι κανόνες που ισχύουν προτάθηκαν και επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ τα τελευταία 70 χρόνια, εξυπηρετώντας πάντα τα δικά τους συμφέροντα – κάτι που όμως έχει ημερομηνία λήξης, αφού η συσχέτιση δυνάμεων έχει διαφοροποιηθεί πια στον πλανήτη. Στο πλαίσιο αυτό, η ελεγχόμενη από τη Γερμανία ΕΕ, πρέπει να αλλάξει τακτική – εάν δεν θέλει να απομονωθεί από τις άλλες χώρες, παραμένοντας προτεκτοράτο των ΗΠΑ και επιταχύνοντας την πορεία παρακμής της.


ΠΗΓΗ: https://analyst.gr/2024/09/28/i-exorgistiki-germaniki-ipokrisia/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.