Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Η πολιτισμική παρακμή ως μηδενισμός

Το νεωτερικό και το ελληνικό παράδειγμα

από Θεόδωρος Ζιάκας





Αν ο 19ος αιώνας είδε τη γέννηση μιας «ψυχολογίας χωρίς ψυχή» […] εμείς θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη σημερινή εποχή σαν εποχή της ανθρωπολογίας «χωρίς άνθρωπο». Κώστας Παπαϊωάννου.[1]

Τι είναι παρακμή; Ποιοι είναι οι γενικοί τύποι της παρακμής; Πώς γίνονται και απογίνονται; Σκοπός της εισήγησής μου είναι να διαμορφώσει μια βάση συζήτησης των τριών αυτών ερωτημάτων.

Το εμπειρικό πεδίο του θέματος είναι οι μεγάλοι ιστορικοί πολιτισμοί, των οποίων η περιγραφική θεώρηση μας λέει, πριν απ’ όλα, ότι: Όλοι έχουν αρχή και τέλος. Όλοι γνωρίζουν φάσεις ακμής και φάσεις παρακμής. Το δε τέλος τους συνδέεται κατά κανόνα με «βαθιά παρακμή». Η περιγραφική αυτή εικόνα, για την πορεία του πολιτισμού, αποδίδει μια κωδωνόσχημη καμπύλη. Αληθεύει άραγε;




1. Η συνεκδοχή Παρακμής και Μηδενισμού


Σύμφωνα με τις δύο κρατούσες στον σύγχρονο κόσμο αντιλήψεις, η κωδωνόσχημη απεικόνιση είναι παραπλανητική.

Για την πρώτη και κυρίαρχη άποψη, την «τεχνοσυστημική», το πρόβλημα είναι οι «κρίσεις», που βέβαια, αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά, δύνανται να εξελιχθούν σε ολοσχερή καταστροφή. Εκ των προτέρων όμως τίποτα δεν αποκλείει την «ορθή αντιμετώπιση» των κρίσεων. Και τούτο στο διηνεκές. Άρα για ποιά ακμή και παρακμή και ποιο τέλος μπορεί να γίνεται λόγος;

Μπορείτε για καλύτερη ανάγνωση ΕΔΩ


Σύμφωνα με τη δεύτερη και εναλλακτική της πρώτης άποψη, η ιστορία «δεν έχει νόημα». Είναι το θέατρο της τύχης και της ανάγκης, ή πιο κομψά της «ετερογονίας των σκοπών». Οι λέξεις «αρχή» και «τέλος», «ακμή» και «παρακμή», είναι αυθαίρετες αξιολογικές-κανονιστικές προβολές.

Οι απόψεις αυτές, αν μη τι άλλο, απαγορεύουν την περί παρακμής συζήτηση. Σ’ αυτές μπορούμε να προσθέσουμε και ορισμένες εκλεκτικές απόψεις, όπως εκείνες που μιλούν μόνο για ακμή («συνεχή πρόοδο»). Ή μόνο για παρακμή, όπως η άποψη του Βολταίρου και του Γίββωνα για το Βυζάντιο, που «παρήκμαζε συνεχώς» επί χίλια χρόνια.Μένουμε λοιπόν στη κωδωνόσχημη εμπειρική εικόνα.[2]

Έρχομαι τώρα στη συνεκδοχή παρακμής μηδενισμού. Αυτή είναι σύμφυτη με τη διάταξη «αρχή-ακμή-παρακμή-τέλος», διότι: Ηπαρακμή ολοκληρώνεται όταν η καθοδική πλευρά της κωδωνόσχημης καμπύλης συναντήσει το τέλος-μηδέν. Κοιταγμένη ανάδρομα, από το τελικό σημείο-μηδέν, η παρακμή αποκαλύπτεται ως διαδικασία βαθμιαίου μηδενισμού του πολιτισμικού κεκτημένου. Ας το δεχτούμε ως δεδομένο. Αρκεί φυσικά να πιστοποιείται από ιστορικά παραδείγματα, όπως τα δύο που σκοπεύω να χρησιμοποιήσω, το αρχαιοελληνικό και το νεωτερικό.

Φυσικά η χρησιμότητα του κωδωνόσχημου μοντέλου δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι «επιτρέπει τη συζήτηση». Αυτό είναι το λιγότερο. Έγκειται στο γεγονός ότι θέτει το ερώτημα της συμμετρίας: δημιουργία-ακμή, αριστερά, αποσύνθεση-παρακμή, δεξιά.

Είναι «αντιστρεπτή» διαδικασία η παρακμή; Ή είναι «μη αντιστρεπτή», όπως στα βιολογικά και κοσμολογικά φαινόμενα; Το «υποκείμενο» της ακμής (το «πολιτισμογόνο») είναι άραγε το «ίδιο» με το «υποκείμενο» της παρακμής (το «πολιτισμοφθόρο»); Αν δεν είναι το «ίδιο» τι προκαλεί την εμφάνιση του «παρακμιακού» υποκειμένου; Αν είναι το «ίδιο» τι του συνέβη και από δημιουργικό έγινε μη-δημιουργικό, καταστροφικό και αυτοκαταστροφικό;

Η συνεκδοχή παρακμής και μηδενισμού έχει θεωρητική σημασία επειδή ακριβώς θέτει το ερώτημα της συμμετρίας. Στην ουσία το θέμα της διαύγασης του πλέον παραμελημένου ζητήματος της κοινωνικής οντολογίας, που είναι η συλλογική θνητότητα.

2. Η παρακμή ως αποσύνθεση της συλλογικής ταυτότητας


Όσοι έχετε διαβάσει την «Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού», θα θυμάστε ότι προσεγγίζει τη φάση της ακμής σαν διαδικασία κατίσχυσης ενός «συνθετικού σχήματος σκέψης», οπότε και καταγράφει τη φάση της παρακμής, ως διαδικασία όπου το συνθετικό αστικό «σχήμα» «αποσυντίθεται».

Αν θέλει κανείς να «περιγράψει» το φαινόμενο από κάποια «αξιολογική απόσταση», όπως ο Κονδύλης, η προσέγγισή του ενδείκνυται. Αν όμως θέλει να συλλάβει την ποιοτική δομή του ιστορικού διακυβεύματος, του υπονοούμενου από το «συνθετικό σχήμα σκέψης», χρειάζεται να συμπεριλάβει και την «αξιολογική» διάσταση. Τις «αξίες», που ενώ «ελκύουν» συνθετικά τις συνδημιουργικές δυνάμεις του αστικού πολιτισμού, κατά τη φάση της ακμής του, χάνουν την «ελκυστικότητά» τους στη φάση της παρακμής. Ή, με μια αξιολογικώς ουδέτερη έννοια, τον «παράξενο ελκυστή», περί τον οποίο πραγματοποιείται η σύνθεση των πολιτισμικών δυνάμεων. Την έννοια δηλαδή, την απεικονίζουσα τη δομική αρχή της χαρακτηριστικής διαχρονικής αυτο-ομοιότητας των μορφολογικά διακεκριμένων φυσικών γίγνεσθαι. Οι πολιτισμοί εμφανίζονται ως τέτοια ακριβώς γίγνεσθαι, διακεκριμένα και αυτοομοιοτικά, οπότε η έννοια «ελκυστής» δύναται να χρησιμοποιηθεί και επ’ αυτών.

Ανακύπτει, λοιπόν, εύλογο το ερώτημα, αν υπάρχει εντός των πολιτισμών μια τέτοιου τύπου διαχρονική δομική αρχή. Αν υπάρχει, τότε η ακμή – παρακμή σχετίζεται με την «ελκυστικότητα»του «ελκυστή» και η έρευνα αποκτά συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Με τη βοήθεια του εννοιολογικού αυτού χειρισμού μπορούμε να φτάσουμε σε έναν προσωρινό ορισμό της παρακμής σε τρία βήματα: Πρώτο βήμα:Η διάκριση «ακμή-παρακμή» παραπέμπει στη διάκριση «δόμηση-αποδόμηση» της διαχρονικής πολιτισμικής αυτοομοιότητας. Δεύτερο βήμα:Επειδή η αυτοομοιότητα-ταυτότητα των πολιτισμικών δημιουργημάτων παραπέμπει στην ταυτότητα του πολιτισμικού δημιουργού, μιλάμε ουσιαστικά για την δόμηση-αποδόμηση της ταυτότητας του πολιτισμογόνου συλλογικού υποκειμένου. [Του «συστήματος πατρίδος»: της Πόλεως για τον αρχαιοελληνικό ελληνικό πολιτισμό, του Έθνους (Εθνοκράτους) για τον νεωτερικό.[3]] Τρίτο βήμα: Επειδή χωρίς ταυτότητα δεν νοείται «συλλογικό υποκείμενο», έπεται ότι η ακμή-παρακμή αναφέρεται τη συλλογικότητα καθεαυτή.

Άρα: όταν η ταυτότητα του πολιτισμογόνου συλλογικού υποκειμένου αναπαράγεται, έχουμε «ακμή». Ενώ όταν αποσυντίθεται έχουμε «παρακμή».

Ο προσωρινός αυτός ορισμός συνοψίζει το πρόβλημα στον πιθανό «ελκυστή» της συλλογικής ταυτότητας, τον οποίο και πρέπει να εντοπίσουμε.

Αλλά εδώ πρέπει να σταθούμε, προκειμένου να «γειώσουμε» την προβληματική μας.

3. Υπάρχει «αρχιμήδειο στήριγμα»;


Ανασκοπώντας την ιστορία των πολιτισμών, διαβλέπουμε μια αενάως σοβούσα πόλωση: την αντίθεση Δεσποτισμού-Αντιδεσποτισμού. Τόσο στο πεδίο των διασυλλογικών σχέσεων, όσο και στο εσωτερικό των πολιτισμικών υποκειμένων.[4]

Συχνά το Δεσποτικό συλλογικό καταρρέει και πάλι αναγεννάται, όπως π.χ. με τις αλλαγές Δυναστειών στη φαραωνική Αίγυπτο και την Κίνα. Η «κατάρρευση» αναγνωρίζεται από καταστάσεις αναρχίας, ανομίας, διάλυσης των θεσμών, ενδοσυλλογικούς και διασυλλογικούς πολέμους. Μέσα από τέτοιες καταστάσεις ξεπήδησε το Αντιδεσποτικό συλλογικό σε δύο στιγμές: στην Ελλάδα του 8ου π.Χ. αιώνα και στη Δυτική Ευρώπη του 18ου μ.Χ. αιώνα.

Ενώ στο Δεσποτικό συλλογικό κυρίαρχο ανθρωπολογικό πρότυπο είναι ο Δούλος, στο Αντιδεσποτικό είναι ο Απελεύθερος. Και στις δύο εκδοχές του, την ελληνική και τη νεωτερική, το Αντιδεσποτικό συλλογικό γνώρισε επίσης καταστάσεις ανομίας, διάλυσης, εσωτερικών και εξωτερικών πολέμων. Για λόγους συνάφειας με το διερευνώμενο σχήμα τις ονομάζω «καταστάσεις μηδέν».

Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι στο εσωτερικό των δύο τύπων και ιδίως στις «καταστάσεις μηδέν», αναπτύσσεται και η αναζήτηση ενός τρίτου τύπου συλλογικού, στο εσωτερικό του οποίου θα έχει υπερβαθεί το δίπολο Δεσποτισμού-Αντιδεσποτισμού. Αναζήτηση προσγραφόμενη εν γένει ως ουτοπική.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, εντός του διαπολιτισμικού γίγνεσθαι, την ύπαρξη και λειτουργία μιας δομής με τέσσερις «εστίες»: τρεις «ελκυστικές» και μία «απωθητική» (καταστάσεις μηδέν). Από τις τρεις «ελκυστικές» οι δύο ορίζουν την υφιστάμενη πραγματικότητα (δεσποτική-αντιδεσποτική), ενώ η τρίτη λειτουργεί σαν «έλξη» προς μια δυνητική τρίτη κατάσταση. Η τετραδιάστατη αυτή δομή καλύπτει, πράγματι, όλη την ποικιλία των πολιτισμών. Καλύπτει επίσης και τις παρατηρούμενες μεταλλάξεις τους, νοούμενων ως «κινήσεων» από τη μια «εστία» στην άλλη.

Ως παράδειγμα «εστιακής μετατόπισης» δύναται να ληφθεί η εμφάνιση της Νεωτερικότητας, η οποία προέκυψε χάρη στη «μετακίνηση» της Εσπερίας από τη μεσαιωνική-δεσποτική «εστία» στην νεωτερική-αντιδεσποτική «εστία», μέσω της διέλευσής της από την «κατάσταση μηδέν» του Εκατονταετούς πολέμου (1337-1453) και του Τριακονταετούς πολέμου (1618-1648). Σημειωτέον, ότι το συλλογικό υποκείμενο της Νεωτερικότητας, το Εθνοκράτος, γεννήθηκε το 1648, με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (τερματισμού του Τριακονταετούς πολέμου). Το νεωτερικό σύστημα Παγκόσμιας Τάξης βασίζεται έκτοτε στο βεστφαλιανό εθνοκρατικό σύστημα πατρίδας.

Έχουμε, λοιπόν, ένα εμπειρικό μοντέλο ικανό να προσφέρει τη «γείωση», που έχει ανάγκη η εισαχθείσα προβληματική.

4. Η ανθρωπολογική κλίμακα


Toσχήμα με τις τέσσερις εστίες, θυμίζει τον αλγόριθμο του Εμπεδοκλή, για τα «τέσσερα ριζώματα» του κόσμου, η κίνηση των οποίων διέπεται από τη «Φιλότητα» και το «Νείκος». Ώστε, όταν πλεονάζει η φιλότητα, τα «στοιχεία» να ενοποιούνται, βαδίζοντας προς την κατάσταση «Σφαίρος». Ενώ όταν πλεονάζει το νείκος, να αποσυντίθενται, για να πέσουν στην κατάσταση «Δίνος».

«Σφαίρος» είναι το άνω όριο της ακμάζουσας κοινωνικότητας και «δίνος» (δίνη – στρόβιλος) είναι το κάτω όριο της αποσυντιθέμενης κοινωνικότητας: η «κατάσταση μηδέν».

Ο Ηράκλειτος μας έχει ήδη πει ότι η όποια κοινωνική φιλότητα γεννάται από το νείκος: «πόλεμος πάντων πατήρ». Θεμελιώνεται δε στη διάκριση θείου και ανθρωπίνου, ελεύθερου και δούλου (ελευθερίας και καταναγκασμού). Οπότε –κατά εύλογο συμπερασμό- η κατάρρευση τω δύο αυτών θεμελιακών διακρίσεων συμπίπτει με την «κατάσταση μηδέν».

Αν τώρα πάμε στη χριστιανική μετάλλαξη της αρχαιοελληνικής ανθρωπολογίας,[5] θα συναντήσουμε δύο επίπεδα, τον Παράδεισο και την Κόλαση και ανάμεσά τους μια τρίβαθμη Κλίμακα. Ο Παράδεισος προτυπώνει την ιδανική Πολιτεία. Η Κόλαση προτυπώνει την αντι-ιδανική Πολιτεία: την απόλυτη Τυραννία, το μηδέν της συλλογικότητας. Η τρίβαθμη Κλίμακα αναφέρεται σ’ αυτούς που «σώζονται». Δηλαδή σ’ αυτούς που α) δεν πέφτουν στην Κόλαση και β) αναβαίνουν προς τον Παράδεισο. «Σώζονται» δε, επειδή κάνουν το καλό, πράγμα που είναι και η κεντρική έννοια όλης της εικόνας. Το καλό, ωςτρίβαθμη καλοσύνη, αντιστοιχεί στην ιστορική κοινωνιο-συστατική φιλότητα.

Στην πρώτη «τάξη» της Καλοσύνης φοιτούν οι Δούλοι (του Θεού). Αυτοί κάνουν το καλό, επειδή φοβούνται την Κόλαση («κόλαση» = κολασμός, τιμωρία). Γι’ αυτούς ο Θεός είναι Δεσπότης. Στη δεύτερη «τάξη» φοιτούν οι Μισθωτοί (εργάτες του Θεού), οι οποίοι κάνουν το καλό σχετικά ελεύθερα. Επειδή ελπίζουν ότι θα αμειφθούν με «μια θέση στον παράδεισο». Τον Θεό τον βλέπουν σαν Κεφαλαιοκράτη. Στην τρίτη και τελευταία «τάξη» της Καλοσύνης, φοιτούν οι Φίλοι (ή παιδιά του Θεού). Αυτοί κάνουν το καλό απολύτως ελεύθερα, από αγάπη για τον Θεό-Φίλο.[6]

Παρατήρηση 1. Ο ζητούμενος Ελκυστής της πολιτισμικής ταυτότηταςείναι οΘεός. (Δεσπότης, Άτομο, Τριάδα – ανάλογα με τη βαθμίδα.)

Παρατήρηση 2. Οι «τρεις τάξεις των σωζομένων» αντιστοιχούν επακριβώς στις εμπειρικά εντοπισμένες τρεις «ελκυστικές εστίες» της κοινωνικής φιλότητας: Δεσποτεία – Αντιδεσποτεία –Κοινωνία των Φίλων.

Παρατήρηση 3. Η Κόλαση προτυπώνει το συλλογικό μηδέν, ως αμιγές κακό και ο Παράδεισος προτυπώνει τη συλλογικότητα ως αμιγές καλό. Επομένως: Στον Δεσποτικό πολιτισμό του Δούλου και στον Αντιδεσποτικό πολιτισμό του Μισθωτού, δεν υπάρχει αμιγές καλό και αμιγές κακό, όπως θα ήθελε το «φρόνημα των μανιχαίων». Η ιστορική φιλότητα είναι αδιαχώριστη από το νείκος. Αμιγώς καλός είναι μόνον ο Θεός.

Παρατήρηση 4. Ο Θεός είναι Τριαδικός, οπότε η αμιγής Καλοσύνη ταυτίζεται με την αμιγή (δίχως νείκος) Φιλότητα-Αγάπη. Η οντολογική αυτή εξίσωση Καλού και Συλλογικότητας και η συμμετρική εξίσωση Κακού και «κενού συλλογικότητας», εξηγεί γιατί οι ιστορικές μορφές συλλογικότητας καταχωρούνται –εδώ- σε μια Κλίμακα ατελών διαβαθμίσεων μετοχής στο συλλογικό καλό. Και με την ελευθερία ως μέτρο!

Παρατήρηση 5. Η τριτοβάθμια συλλογικότητα, η εδραζόμενη στη σταυρική αυτοθυσία του Θεού-Φίλου, έχει ως σκοπό την ανάσχεση της μηδενιστικής αποσύνθεσης. Εξ ου και η Εκκλησία, το ενδοκοσμικό Συλλογικό του Θεού-Φίλου, προδιαγράφεται ως «άλας της γης». Κοινωνικό αντισηπτικό. Αντιμηδενιστικό «εμβόλιο».

Η εμπειρική δομή με τις τέσσερις εστίες απεικονίζεται στον ακόλουθο πίνακα, ο οποίος δύναται να ληφθεί σαν «φράκταλ» του πολιτισμικού πεδίου γενικά.






Ανακεφαλαιώνω: Παρακμή είναι η διαδικασία αποδόμησης της κεκτημένης (Δεσποτικής, Αντιδεσποτικής και Φιλικής) συλλογικής ταυτότητας. Διαφοροποιείται δε, αφ’ ενός, ως πτώση στο συλλογικό μηδέν και αφ’ ετέρου ως οπισθοβατική μετάλλαξη-υποστροφή του Μισθωτού σε Δούλο και του Φίλου σε Μισθωτό.

Σημείωση. Η πλήρης διαύγαση της παρακμής προϋποθέτει την εννοιολόγηση της ακμής ως αντίστροφης κίνησης-ανόδου στην Κλίμακα, όπου και τα ενδεχόμενα των ανοδικών μεταλλάξεων της συλλογικής ταυτότητας, οι οποίες συμπίπτουν με το εν γένει πυροδοτούμενο, προ του μηδενισμού και των υποστροφών, φαινόμενο της προς τα άνω «μεταστροφής». Παράδειγμα: η μετάλλαξη της αρχαιοελληνικής ταυτότητας σε «βυζαντινή», αλλά και της μεσαιωνικής σε «νεωτερική».[7]

5. Το νεωτερικό παράδειγμα


Ο σύγχρονος πολιτισμός γεννήθηκε στην Εσπερία με τον Διαφωτισμό και τις αστικές επαναστάσεις. Ανθρωπολογικός φορέας του ήταν το νεωτερικό«άτομο»: ο Αστός.

Η καμπύλη της εξελίξεως του νεωτερικού πολιτισμού αρχίζει τον 18ο αιώνα με τον Διαφωτισμό. Συνεχίζεται με τον Μοντερνισμό, ως τη δεκαετία του ’60 του εικοστού αιώνα. Και συνεχίζεται έκτοτε ως Μεταμοντερνισμός. (Τα ονόματα και τα χρονικά όρια είναι συμβατικά.)

Η απεικόνιση αυτή διαφέρει, ως προς την κωδωνόσχημη «κανονικότητα», διότι στη φάση του Μοντερνισμού η καμπύλη διακόπτεται από το σκαμπανέβασμα των παγκοσμίων πολέμων και των επαναστάσεων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Σκαμπανέβασμα που αντιστοιχεί σε παρακμή και με τις δύο τυπολογικές έννοιές της: α) πτώση στην κατάσταση μηδέν και β) υποστροφή στον δεσποτισμό, με αποτέλεσμα την ολική έκλειψη του «προμηθεϊκού» υποκειμένου της Νεωτερικότητας: του Αστού (και του αντι-Αστού). Επίσης: στη μεταμοντέρνα φάση έχουμε μια πρωτοφανήανάπτυξη-ακμή του Τεχνοσυστήματος, αλλά και των παραμέτρων της παρακμής, ως ακάθεκτης αποσύνθεσης της ατομικότητας, μαζί επίσης με τάσεις «νεοφεουδαρχικού»υποστροφικού δεσποτισμού.


Αν λάβουμε υπόψη τη μετάθεση του ηγετικού κέντρου της Νεωτερικότητας από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, η «ανωμαλία» αίρεται. Η καμπύλη της ευρωπαϊκής Νεωτερικότητας τελειώνει με την κατάρρευσή της στον μοντέρνο μηδενισμό και δεσποτισμό, ενώ της βορειοαμερικανικής Νεωτερικότητας ανεβαίνει απερίσπαστη. Έτσι ενώ η Ευρώπη γνώρισε την κατάρρευση του αστικού πολιτισμού στην βαρβαρότητα του «ολοκληρωτισμού», στις ΗΠΑ η μεταμοντέρνα κατάρρευση υπήρξε λίαν «ευφρόσυνη», καθώς έλαβε χώρα μέσω της μετάβασης στη μαζική καταναλωτική κουλτούρα και στη συναφή «δικτατορία της Κοινής Γνώμης». Από το σκληροτράχηλο «ενδο-κατευθυνόμενο» Άτομο του αμερικανικού Μοντερνισμού, περάσαμε «ανεπαισθήτως» στον «εξω-κατευθυνόμενο» Καταναλωτή, ο οποίος αγωνιώντας να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των «άλλων», γίνεται έρμαιο της πιο αποτελεσματικής χειραγώγησης, καθώς αναγνωρίζει ως μύχιες «δικές» του επιθυμίες, τις ανάγκες των εταιρικών υποκειμένων, που συνεχώς τον βομβαρδίζουν με τις προτιμητέες ελκυστικές «επιλογές» -τις «δικές του».

Το «αμερικανικό μοντέλο», αποδεικνύοντας την ικανότητά του να απορροφήσει την παρακμή του αστικού πολιτισμού, κατέστη ευλόγως «οικουμενικό πρότυπο». Το πρόβλημά του, ωστόσο, είναι η αντίφαση ανάμεσα στην τεχνοσυστημική ακμή και στην ανθρωπολογική παρακμή.

Ολοφάνερα: Ο βίος του «ατόμου» υπόκειται εδώ σε ολοκληρωτική πολυδιάσπαση.Διάσπαση εσωτερική, καθώς κατέρρευσε το αυτορρυθμιστικό κοινωνικό «υπερεγώ» (το αστικό και αντιαστικό) και η εσωτερική «εξουσία» πέρασε στον «όχλο» των στοιχειωδών «ψυχορμήτων». Διάσπαση εξωτερική, καθώς ο δημόσιος βίος του «ατόμου» πραγματώνεται ως άθροισμα συστημικών χρονοανταλλακτικών –χρήσιμων ή άχρηστων (δηλαδή «σκουπιδιών»).

Αποτέλεσμα:Στο μέτρο που ο χρόνος των ψυχορμήτων είναι –φύσει- παροντικός και των συστημικών χρονοανταλλακτικών –φύσει- απρόσωπος, ο άνθρωπος διατηρεί μεν τη φυσική του ατομικότητα, αλλά η ζωή του «αδειάζει από νόημα». Ο άνθρωπος γίνεται «κούφιος».[8] Συν τω χρόνω ο ψυχισμός του μοιραία βυθίζεται στην αυτοπαραίτηση και την παθητικότητα.

Την τρομερή αυτή αλλοίωση της ανθρώπινης «φύσης» την κατέστησε δυνατή η γενικευμένη επίτευξη του καταστατικού προτάγματος-οράματος της Νεωτερικότητας: η διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων με αυτονομημένα τεχνοσυστήματα εξ ορισμού απρόσωπα. (Εδώ βρίσκεται και η ειδοποιός διαφορά της νεωτερικής από την αρχαιοελληνική εξατομικευτική κοινωνικότητα.)

Είναι φανερό, πως αν η μεταμοντέρνα ανθρωπολογική αποσύνθεση περιλάβει και την άρχουσα κοινωνική ελίτ, το Σύστημα θα καταρρεύσει. Η αυτονομημένη πλέον ανάπτυξη της τεχνοσυστημικής πολυπλοκότητας χρειάζεται τις «κρίσεις», ως αυτόματο μηχανισμό αυτορρύθμισης της Τεχνόσφαιρας, μέσω των ποικίλλων καταστροφικών εκφορτίσεων του συσσωρευόμενου στις διασυνδέσεις των συστημάτων χαοτικού δυναμικού. Κι αυτό τη στιγμή που οι «κρίσεις» αυτές δεν δύνανται να προληφθούν-ελεγχθούν, επειδή δεν υπάρχει το αναγκαίο «υπερσύστημα» που θα διασφάλιζε τη δυνατότητα ύπαρξης «συστήματος διαχείρισης κρίσεων».

Το πρόβλημα έχει μετατεθεί στις ελληνικές καλένδες. Προφανέστεροι λόγοι: Ο υποτιθέμενος εφελκυσμός του ασιατικού κολεκτιβισμού στη νεωτερική εξατομίκευση, ο υποσχόμενος επάρκεια φτηνού και φρέσκου δυναμικού «εγκεφάλων» και «χεριών». Και η καλά κρατούσα (ακόμη!) πίστη στις μαγικές ικανότητες του τεχνολογικού Ιερατείου να ξορκίζει τον δεύτερο νόμο της Θερμοδυναμικής. Που ισχύει για τα κλειστά συστήματα, όπως είναι πλέον το παγκοσμιοποιημένο νεωτερικό Τεχνικό Σύστημα.

Οπότε: η αύξουσα ανθρωπολογική αποσάθρωση και η σύνδεση «κρίσεων», ανισότητας και εξαθλίωσης, μαζί με τα «περιβαλλοντικά προβλήματα», θα αντιμετωπίζονται με την αύξουσα υποστροφή στον Δεσποτισμό και την επίταση των αποσυνθετικών-κεντρόφυγων δυνάμεων.

6. Το αρχαιοελληνικό παράδειγμα


Η Κλίμακα υπονοεί, ως πεπρωμένο του δεσποτισμού τη μετάβαση στο αντιδεσποτικό σύστημα. Δεν προβλέπει όμως κάτι ανάλογο για το αντιδεσποτικό σύστημα. Κι αυτό διότι το συλλογικό της τρίτης βαθμίδας, νοείται ως το συλλογικό της δεύτερης αντιμηδενιστικώς «εμβολιασμένο». Υπάρχει βέβαια ο Παράδεισος, η τέλεια Πολιτεία, αλλά τίθεται ως «μεταϊστορικό» και όχι ιστορικό επίτευγμα.

Ο αντιμηδενιστικώς «εμβολιασμένος» αντιδεσποτικός πολιτισμός έχει –παραταύτα- διαφορετική τυπολογική ταυτότητα, από τον «ανεμβολίαστο». Ο μεν «εμβολιασμένος» έχει ως ελκυστικό πρότυπο τον άνθρωπο της σταυρικής αυτοθυσίας, τον Άγιο, ο δε «ανεμβολίαστος» τον Εγωκράτη. Εξ ου και θεωρητικά νόμιμη η εννοιολόγησή του ως «τρίτης βαθμίδας». Το ερώτημα, επομένως, είναι τούτο: γιατί το αντιδεσποτικό σύστημα δεν μπορεί να αποφύγει τον συλλογικό θάνατο, όσο το πρότυπό του δεν μεταλλάσσεται από Μισθωτό σε Φίλο;

Την απάντηση την υποδεικνύει το προοίμιο των αποφάσεων της αρχαίας αθηναϊκής Εκκλησίας: «Θύσαντες και ομώσαντες τοις θεοίς και τοις ήρωσι τοις κατέχουσι την πόλιν έδοξε τη βουλή και τω δήμω ...». Που σημαίνει: αναγνωρίζουμε προκαταβολικά ότι η Πόλις είναι ιδιοκτησία των θεών και των ηρώων και όχι των πολιτών της. Εμείς είμαστε περαστικοί – ενοικιαστές. Πρέπει να πληρώνουμε το «νοίκι» μας στον διαχρονικό ιδιοκτήτη του συλλογικού Οίκου. Ήτοι αυτοθυσιαστική κατάθεση, που αν δεν προσαυξάνει, τουλάχιστο να διατηρεί το θυσιαστικό κεφάλαιο, επί του οποίου εδράζεται η Πόλις.

Όσο το προοίμιο δονείται από «ιερό δέος» η Πόλις τελεί εν ακμή, ενώ όταν ξεπέσει σε γραφειοκρατικό μάντρα, η παρακμή θα έχει εγκατασταθεί. Ο εκάστοτε περαστικός και τυχάρπαστος Δήμος, θα γίνει ιδιοκτήτης-σφετεριστής του διαχρονικού συλλογικού Οίκου. Είναι η εποχή που οι σοφοί του θα διερωτώνται: γιατί η Δημοκρατία αδυνατεί να σταθεροποιηθεί και ρέπει ακάθεκτα στην οχλοκρατία και την τυραννία;

Στον νεωτερικό πολιτισμό ο μεσαιωνικός Θεός-Ιδιοκτήτης εκτοπίστηκε εξ αρχής από τον δημόσιο χώρο, βάσει της εμπειρίας των ευρωκαταστροφικών θρησκευτικών πολέμων. Η υποκατάσταση της societascivilisαπό τον τεχνοσυστημικό Λεβιάθαν, ήταν εξ ορισμού ασύμβατη με το «ιερό δέος». Αποτέλεσμα: μη υπάρχοντος Δήμου, το Εθνοκράτος (το αντίστοιχο της Πόλεως) μετατράπηκε σε ιδιοκτησία της αστικής ελίτ. Και ήρθε γρήγορα η ώρα να επαναληφθεί το ερώτημα: γιατί το Σύστημα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί στον πανίσχυρο μοντέρνο τύπο υποκειμένου και κατέληξε, ανθρωπολογικά αποσαθρωμένο, να μετεωρίζεται στο χείλος του Αρμαγεδώνα (πυρηνικού, οικολογικού, χρηματοπιστωτικού);

Συνθέτοντας τα δύο παραδείγματα μπορούμε να πούμε, ότι ο αντιδεσποτικός πολιτισμός κληρονομεί από το κολεκτιβιστικό παρελθόν του κάποιους θεούς, ως μεταφυσικές κεφαλές της θεμελιώδους κοινωνίας του, αλλά μοιραία, καθώς αναπτύσσεται η ατομικότητα, έρχεται ώρα που ο θεός της θα εξατομικευθεί ως «υπερεγώ», για να «απομυθοποιηθεί» συν τω χρόνω και να υποκατασταθεί από το Εγώ: «Θεός μου είναι το Εγώ μου. Το τι είναι καλό για μένα μόνο Εγώ είμαι αρμόδιος να το ορίσω.» Όχι οι Ελκυστές της συλλογικής ταυτότητας, οι υπερατομικοί και διαχρονικοί νοηματοδότες του καλού (οι θεοί και οι ήρωες στους αρχαίους, ο μεσαιωνικός θεός-δεσπότης στους νεωτέρους).

Κοντολογίς: Η συλλογική-διαχρονική ταυτότητα παύει να λειτουργεί και το Συλλογικό αποσαθρώνεται. Μαζί με το Συλλογικό καταστρέφεται και το ίδιο το Ατομικό, καθώς υποκύπτει στην εσωτερική «οχλοκρατία» των απελεύθερων «ψυχορμήτων».

7. Η «μώρανση» του «άλατος»


Το Συλλογικό της τρίτης βαθμίδας είναι, κατά τη θεωρία της Κλίμακας, όργανο ήδη εμφυτευμένο στη δεύτερη βαθμίδα της ανθρωπότητας, με ιστορικό προορισμό να λειτουργεί σαν αντίδοτο στον μηδενισμό.

Σαν τέτοιο «όργανο» το εκκλησιαστικό Συλλογικό μοιάζει σήμερα εξουδετερωμένο. Η πρόγνωση του Δημιουργού του, πως αν «μωρανθεί» θα πεταχτεί έξω από τον συλλογικό Οίκο και θα «ποδοπατηθεί υπό των ανθρώπων»,[9] φαίνεται να επιβεβαιώνεται εκ των πραγμάτων.

Αν η «μώρανση» είναι οριστική, τότε το τέλος του αντιδεσποτικού πολιτισμού προοιωνίζεται αναπόφευκτο. Και επειδή ως τεχνοσυστημικός είναι κυρίαρχος στον πλανήτη, το τέλος του ενδέχεται να συνεπιφέρει το τέλος του ανθρωπίνου είδους. Η «ανθρωπολογία δίχως άνθρωπο» απειλεί να εξαφανίσει τον άνθρωπο!

Μήπως όμως είναι δυνατή η «απο-μώρανση» του «άλατος»; Και άρα ο σωτήριος αντιμηδενιστικός «εμβολιασμός»; Για να καταστεί συζητήσιμο το ερώτημα πρέπει πρώτα να διαυγασθεί η έννοια της «μώρανσης» – παρακμής της τρίτης βαθμίδας. Τυπολογικά σημαίνει πτώση στο συλλογικό μηδέν και εγωκρατική υποστροφή, με εμπειρικό πεδίο αναφοράς τον «βυζαντινό» πολιτισμό. Μια τέτοια διερεύνηση εξακολουθεί να βρίσκεται σε εκκρεμότητα –παρότι πέρασαν αρκετοί αιώνες από την Άλωση. Κάποιες νύξεις είναι ωστόσο δυνατές και μ’ αυτές θα κλείσω την εισήγησή μου.

Σε μια ικανοποιητική πρώτη προσέγγιση το νόημα της τριτοβάθμιας παρακμής-«μώρανσης» δίδεται από τη διάκριση «χριστιανών εκ γενετής» και «χριστιανών εκ μεταστροφής». Σε βάθος αναδεικνύεται από τη θεωρία των «τεσσάρων γεννήσεων»: Στην πρώτη με γεννά το οικογενειακό Συλλογικό. Στη δεύτερη με γεννά το εκκλησιαστικό Συλλογικό, διά του βαπτίσματος. Στην τρίτη εγώ ο ίδιος γεννώ τον εαυτό μου. Στην τέταρτη θα μας αναγεννήσει όλους το Τριαδικό Συλλογικό, κατά τη γενική Ανάσταση.

Το κλειδί είναι η «τρίτη γέννηση». Διότι, ενώ μέσω της «δεύτερης» αναπαράγονται οι εκάστοτε πιστοί εργάτες του συλλογικού καλού («δούλοι» και «μισθωτοί») και αναπληρώνεται έτσι το κενό συλλογικότητας (που προκαλεί η μηδενιστική διάβρωση), μέσω της «τρίτης γέννησης»αναπαράγεται η συλλογική τους μήτρα. Και τούτο, διότι ο «αυτογέννητος» είναι ελεύθερος από τον εαυτό του. Και άρα ικανός να κάνει τη ζωή του «παρανάλωμα» για την Εκκλησία, όπως ο «πρωτότοκος αδελφός» και «φίλος» του: ο Χριστός. Είναι επομένως ικανός να γεννά – αναγεννά την Εκκλησία. Εξ ου και η έκφραση «Πατέρες της Εκκλησίας».

Πόρισμα: Αν εκλείψει ο «αυτογέννητος» (ο χριστιανός Άγιος) τότε το αντιμηδενιστικό συλλογικό αντίδοτο παύει να αναπαράγεται. Η μηδενιστική νόσος, μη βρίσκοντας αντισώματα, προσβάλλει όλο το κοινωνικό σώμα και η καταστροφή του καθίσταται αναπόφευκτη.

Παρουσίασα, όσο πιο συνοπτικά γίνεται, το περίγραμμα μιας ιθαγενούς θεωρίας για την ακμή-παρακμή των πολιτισμών. Αναλυτική ανάπτυξή του μπορεί να βρει κανείς στα βιβλία που ανέφερα. Αλλά από το «περίγραμμα» (συνοπτικό ή αναλυτικό), μέχρι την αποκρυπτογράφηση του προκείμενου «βυζαντινού» πολιτισμικού αινίγματος, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη.

Σημειώσεις


[1] Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του, σ. 11. Εναλλακτικές Εκδόσεις. Αθήνα 1995.


[2] Η νεωτερική σκέψη προσέγγισε με σοβαρότητα το θέμα στην εποχή της μεγάλης κρίσης του Μοντερνισμού. Σημειώνω τις θεωρίες των Όσβαλντ Σπέγκλερ, Άρνολντ Τόϋμπη και Πίτριμ Σορόκιν. –Θεωρίες που στη μεταπολεμική εποχή αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία και ξεχάστηκαν. Δεν θα υπεισέλθω εδώ στο περιεχόμενό τους, επειδή θέλω να αναδείξω μια άγνωστη «βυζαντινή» προσέγγιση.


[3] Θ. Ζιάκας, Πατριδεγωφάγος. Η νόσος της πόλεως. (εκδ. Αρμός 2012)


[4] Η διάκριση Δεσποτισμός/Αντιδεσποτισμός είναι περιγραφική. Μια αυστηρή θεωρητική ανάλυση θα την απέδιδε ως διάκριση Κολεκτιβισμού/Ατομοκεντρισμού. (Βλ. Πέρα από το Άτομο σ. 83 «Οι τέσσερις τύποι».)


[5] Εδώ αναπτύσσεται η προσημειωθείσα «βυζαντινή» προσέγγιση.


[6] Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία σ. 240. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος 1989. ( -«Παιδιά» του Θεού-Πατέρα. –«Φίλοι» του Θεού-Υιού.)


[7] Για την εν λόγω εννοιολόγηση έχει κατατεθεί σχετική γενική και ειδική θεωρία. Είναι τα βιβλία Πέρα από το Άτομο και Αυτοείδωλον εγενόμην… (Αρμός).


[8] T. S. Eliot : The Hollow Men (Οι Κούφιοι Άνθρωποι).


[9] Ματθ. ε’ 13, 14. «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων.»

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“America today”, 1930) είναι έργο του, αμερικανού, Thomas Hart Bento
n.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.