του Θάνου Καμήλαλη

Λίγες ώρες μετά το νέο μαύρο ρεκόρ των 130 νεκρών σε ένα 24ωρο από την πανδημία και ενώ οι αριθμοί συνεχώς αυξάνονται, δημοσιοποιήθηκε, καθώς πέρασε από έλεγχο (peer review) μία μελέτη για την περίοδο Σεπτεμβρίου 2020 – Μαϊου 2021, που υπογράφεται από τον Θεόδωρο Λύτρα, Επίκουρο Καθηγητή Δημόσιας Υγείας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου και τον Σωτήρη Τσιόδρα, επικεφαλής της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων. Η μελέτη εξετάζει το πώς η αυξημένη πίεση στο ΕΣΥ, ο τόπος και το αν οι διασωληνωμένοι θα νοσηλευτούν εντός ΜΕΘ αυξάνει τη θνητότητα, δηλαδή μειώνει τις πιθανότητες του ασθενούς να επιβιώσει. Όπως σχολίασε ο Θ.Λύτρας στο twitter, «με άλλα λόγια, το αν θα επιβιώσεις της διασωλήνωσης φαίνεται πως εξαρτάται από το που ζεις, και σε ποιά περίοδο (με τι φόρτο στο ΕΣΥ) έτυχε να αρρωστήσεις».

Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης των δύο καθηγητών είναι τρία:

1) Το γεγονός πως όσο περισσότεροι είναι οι διασωληνωμένοι στο ΕΣΥ, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες επιβίωσής τους. Αυτό, όπως σημειώνεται στο κείμενο της μελέτης, αφορά και αριθμούς διασωληνωμένων που δεν υπερβαίνουν τα όρια του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ειδική αναφορά γίνεται στο όριο των 400 – 499 διασωληνωμένων, στο οποίο η θνητότητα αυξάνεται κατά 25%. Οι ερευνητές σημειώνουν στο κείμενό τους πως «αυτό αντιπροσωπεύει ένα αίτιο που μπορεί να αντιμετωπίστεί ώστε να περιοριστούν οι θάνατοι από Covid που μπορούν να αποφευχθούν και υπογραμμίζει την ανάγκη επένδυσης στην Υγεία, πέρα από το μίνιμουμ, ώστε να ανεπεξέρχεται στην αυξημένη ζήτηση εν μέσω της πανδημίας».

Αξίζει να σημειωθεί πως η σύνδεση πληρότητας και θνητότητας στο δεύτερο κύμα της πανδημίας έχει αναλυθεί εκτενώς και από το imed lab, που κατέγραψε και την υποστελέχωση των ΜΕΘ για Covid, τόσο ως προς το ιατρικό, όσο και ως προς το νοσηλευτικό προσωπικό. «Δύο ως τρία άτομα είναι η διάμεση αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού ανά κλίνη ΜΕΘ COVID-19 σε κάθε ΥΠΕ. Τέσσερις νοσηλευτές ανά κλίνη είναι η ελάχιστη προϋπόθεση λειτουργίας για τις ΜΕΘ» αναφέρει για παράδειγμα το imed. Εύλογα, όσο αυξάνονται οι ασθενείς, τόσο δεν επαρκεί το εξαντλημένο στο μεταξύ ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό για την κατάλληλη περίθαλψή τους. «ΜΕΘ» δεν είναι μόνο τα κρεβάτια.

2) Το στοιχείο που προκαλεί εντύπωση στη μελέτη και ίσως καταγράφεται για πρώητ φορά, είναι η κραυγαλέα ανισότητα στο επίπεδο περίθαλψης, μεταξύ Αττικής και υπόλοιπης Ελλάδας. Στη Θεσσαλονίκη, μολονότι η ηλικία των θυμάτων που εξετάστηκαν ήταν μικρότερη από της Αθήνας, η θνητότητα ήταν κατά 35% μεγαλύτερη. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός Αττικής, η θνητότητα ήταν κατά 40% αυξημένη. «Αυτό καταδεικνύει τη διαχρονική ανισότητα στον διαμοιρασμό των υποδομών Υγείας στην Ελλάδα, με τα κρεβάτια, τον εξοπλισμό και το εκπαιδευμένο προσωπικό να βρίσκεται στις μεγάλες πόλεις» διαπιστώνουν οι ερευνητές. Αναφορά γίνεται μάλιστα και σε διαφορά μεταξύ αγροτικών περιοχών και πόλεων, αλλά σε ταξικό κριτήριο, με φτωχότερες περιοχές να έχουν μεγαλύτερη θνησιμότητα, παρά το γεγονός ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα η διασπορά ήταν μεγαλύτερη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πάντως, έχει δηλώσει πως θα πρέπει να κείσουν περιφερειακά νοσοκομεία: «Έχουμε περιφερειακά νοσοκομεία, μερικές φορές, περισσότερα από όσα θα πρέπει να έχουμε. Δεν γίνεται να έχουμε τρία νοσοκομεία μέσα σε ακτίνα 20-30 χιλιομέτρων, γιατί όλοι ήθελαν ένα νοσοκομείο στην πόλη τους, και να περιμένουμε ότι θα έχουμε τρία καλά νοσοκομεία» είχε αναφέρει ο Πρωθυπουργός.

3) Όσον αφορά τους θανάτους εκτός ΜΕΘ, οι καθηγητές διαπιστώνουν ότι διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ σημαίνει ποσοστό θνητότητας 87% καταρρίπτοντας και αυτοί όσα υποστήριξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή, ότι «δεν έχει ενδείξεις» πως η διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ σημαίνει μεγαλύτερο κίνδυνο. Σημειώνουν πάντως πως αυτό το σημείο πρέπει να ερμηνευθεί με προσοχή, καθώς το δείγμα είναι μικρό και «εν μέρει ίσως αφορά διαλογή των πιο βαριά πασχόντων ασθενών» όπως σημείωσε ο κ.Λύτρας. Δεν διευκρινίζεται ωστόσο το τι συμβαίνει με ασθενέις που περιμένουν για μέρες διασωληνωμένοι να νοσηλευτούν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, παράγοντας που και αυτός έχει αποδειχθεί αρκετά επιβαρυντικός.

Με βάση τα παραπάνω, Τσιόδρας και Λύτρας καταλήγουν πως από τους 3.988 θανάτους που εξετάστηκαν, οι 1535 αφορούν εναν από τους παραπάνω τρεις παράγοντες. «Δηλαδή εκτιμάται «πως τόσοι θα γλίτωναν αν όλοι νοσηλεύονταν με χαμηλό φόρτο στο ΕΣΥ (<200 διασωληνωμένους)ε νοσοκομεία Αττικής, και εντός ΜΕΘ» σημείωσε σε ανάρτησή του ο .ΘΛύτρας. Στο κείμενο της μελέτης αναφέρεται πως 947 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους λόγω της αυξημένης πίεσης στο ΕΣΥ, 133 γιατί δεν βρήκαν κρεβάτι σε ΜΕΘ και παρέμειναν διασωληνωμένοι εκτός και 656 γιατί νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομείο εκτός Αττικής.

Σε διάφορα σημεία της μελέτης μάλιστα, γίνεται διακριτικά λόγος για μη επαρκή ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, με σαφείς όμως αιχμές στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. «Αυτά τα ευρήματα δείχνουν την ανάγκη για ενίσχυση του συστήματος Υγείας, στο πλαίσιο της ετοιμότητας για την πανδημία, καθώς η δυνατότητα για αύξηση των δυνατοτήτων του συστήματος εν μέσω της πανδημίας προσκρούει σε παράγοντες όπως η διαθεσιμότητα εκπαιδευμένου προσωπικού» αναφέρουν. «Στην Ελλάδα η αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών λόγω της πανδημίας έγινε με μετακινήσεις προσωπικού, βραχύβιες προσλήψεις (συμβασιούχοι) και επίταξη ιδιωτικών μονάδων. Αυτά ίσως είναι ανεπαρκη΄για να αντιμετωπίσουν τη διαχρονική υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση του δημοσίου συστήματος Υγείας, ως συνέπεια της μακράς οικονομικής κρίσης. Eίναι επομένως ζωτικής σημασίας να γίνουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην Υγεία για τη μετά τον Covid περίοδο, ώστε να είναι εγγυημένη η ισότιμη πρόσβαση σε περίθαλψη υψηλής ποιότητας για όλους.».

Θα πρέπει αν σημειωθεί ωστόσο ότι η μελέτη ασχολείται με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, πολλούς μήνες μετά την εμφάνιση του κορονοϊου και μετά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης, το καλοκαίρι του 2020, ενώ όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν ότι η πανδημία θα επανέλθει. Το στοιχείο της έκτακτης κατάστασης και του αιφνιδιασμού είχε παρέλθει σε μεγάλο βαθμό.

Ο Μητσοτάκης γνώριζε «άμεσα και επανειλημμένα» από τα τέλη Μαϊου

Σε μία άλλη ανάρτησή του, σχετικά με τη μελέτη, ο Θεόδωρος Λύτρας αναφέρει πως «η ανάλυση αυτή έγινε τέλος Μαϊου, κι ως οφείλαμε σαν λειτουργοί της Δημόσιας Υγείας τη γνωστοποιήσαμε άμεσα κ επανειλημμένα σε όλους όσους λαμβάνουν τις αποφάσεις στο **ανώτατο** επίπεδο. Τώρα, μετά από το peer review, έφτασε η ώρα της δημοσίευσης για να τη διαβάσουν όλοι.»

Επομένως, τα στοιχεία για το πώς συνδέεται η αύξηση των θανάτων με την πίεση στο ΕΣΥ, την περιοχή αλλά και τη διαθεσιμότητα των ΜΕΘ ήταν στη διάθεση του Πρωθυπουργού εδώ και πάρα πολλούς μήνες, με μεγάλο περιθώριο προετοιμασίας, για ακόμα μία χρονιά, μέσα στο καλοκαίρι και γνωρίζοντας επίσης πως, ανεξάρτητα από το αν θα επιτύχει η εκστρατεία εμβολιασμού, θα υπάρχουν εκατομμύρια πολίτες ευάλωτοι στην πανδημία. Για ακόμα μία χρονιά λοιπόν, όπως έγινε και το καλοκαίρι του 2020, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίμησε να μην πάρει κανένα μέτρο και να ρίχνει την ευθύνη στους πολίτες που αρνούνται ή φοβούνται να εμβολιαστούν. Ακόμα χειρότερα, ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε πριν μερικές εβδομάδες στη Βουλή, ενώ οι διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ ξεπερνούσαν τους 150, για να υποστηρίξει πως «έχουμε ενδείξεις ότι έχουν μεγαλύτερη θνησιμότητα στους ασθενείς αυτούς σε σχέση με εκείνους που είναι σε ΜΕΘ;  Δεν έχω τέτοια ένδειξη».

Παράλληλα, παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα το αν το ίδιο «άμεσες και επανειλημμένες» ήταν και οι συμβουλές της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων προς την κυβέρνηση, σε σχέση με την ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ και τα στοιχεία, εγχώρια και διεθνή, που δείχνουν αύξηση της θνητότητας λόγω παραγόντων που θα μπορούσαν και γίνεται να αντιμετωπιστούν. Γεγονός είναι πάντως, ότι δημόσια, τόσο από τον κ.Τσιόδρα όσο και από συναδέρφους του στην Επιτροπή, δεν έχουμε ποτέ καμία τέτοια δήλωση, ή διάθεση σύγκρουσης με τις κυβερνητικές πολιτικές.

Διαβάζοντας όλα αυτά τα ευρήματα, δεν γίνεται να μη συνδεσθεί η κατάσταση του περασμένου χρόνου με το σήμερα, είδικα σε μία περίοδο που παρακολουθούμε τους αριθμούς των νεκρών να θεριεύουν. 130 νεκροί ήταν ο απολογισμός της Τρίτης. Πόσοι, με βάση τα στοιχεία στα οποία έβαλε την υπογραφή του και ο Σωτήρης Τσιόδρας, θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Έναν ολόκληρο χρόνο πάλι μετά, και δύο πλεόν από την εμφάνιση του Covid, με το επιχείρημα «δεν ξέραμε» ή «δεν μπορούμε» πεπερασμένο, τι έχει γίνει ώστε να αποφεύγονται θάνατοι που είναι δυνατόν να αποφευχθούν; Ζωές που θα μπορούσαν να σωθούν; Μάλλον ελάχιστα. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.

 

 

To πλήρες άρθρο της μελέτης, από το ιδρυματικό αποθετήριο του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου