Γυρίζω το κλειδί στην πόρτα. Σσσς… θα κοιμήθηκε ο γέρος, έχει ησυχία. Μόνο η τηλεόραση τιτιβίζει, έχασε τα κανάλια πάλι με τα παιχνίδια του στο τηλεκοντρόλ. Ησυχία. Να βγάλω τα ρούχα σιωπηλά,να μη ξυπνήσει. Όλα μυρίζουν κάπνα πάνω μου. Ας τα βάλω πάνω στ’ άλλα κι αύριο αρχινάνε όλα.Γυμνός, μόνο με εσώρουχα κοιμάμαι. Δίχως στολή παραδίδομαι στο έλεος των ονείρων. Για να γίνω εκεί,ότι με διατάξουν. Πατέρα ούτε καν σκεπάστηκες. Σε πήρε ο ύπνος άμοιρε. Κουράστηκες να παίζεις με την τρέλα. Όλο τέτοια κάνεις και μ’ αναγκάζεις να πληρώνω γεροντοκόρες νοσοκόμες να σου βάζουνε κομπρέσες. Με τα μάτια μισάνοιχτα κοιμήθηκε.Κοιτάζοντας στην πόρτα. Να του τα κλείσω. Δε σαλεύει. Ρε πατέρα, για θεατράκι έχεις κέφια τέτοια ώρα; Καμιά ζημιά θα σκάρωσες, για να το παίζεις γιος του Άδη. Εε πατέρα! Το τηλεκοντρόλ δεν ξεκολλάει απ’τα χέρια. Σα να γαντζώθηκε μην πέσει στο γκρεμνό.
Το ρολόι χτυπάει 6. Κυκλικά γυρίζουν όλα. Κυκλικά κυλάει ο χρόνος, κυκλικά και η ζωή. Aφετηρία το μηδέν, και τέρμα πάλι το ίδιο. Σαράντα χρόνια μετ’επιστροφής. Δεν έχει σφυγμό. Να τον ταρακουνήσω μπας και συνέλθει. Η γλώσσα του στη θέση της. Να πάρω το ασθενοφόρο. Ποιος είναι ο αριθμός; Γέμισε νούμερα ο νους μου. 166. Ναι, ο πατέρας μου…Περιμένω… Ναι, ελάτε, ο πατέρας μου… Περιμένω,άντε… Ναι, ο πατέρας μου ξεψυχάει… Ναι, ΑνδρέαΠαπανδρέου 11, στον τρίτο. Γρήγορα. Θεσσαλονίκη,ναι… Γρήγορα σας ικετεύω. Γρήγορα! Γιατί δε με κοιτάς ρε Μαστρο-Κώστα; Εσύ δε μου τα ‘μαθες αυτά; Να κοιτάμε τον άλλο μες τα μάτια. Κι αν μας αγαπά θαμεγαλώσει η κόρη του ματιού, και θα γίνει μια σταλιάαν μας σιχαίνεται η ψυχή του, έτσι δε μου πες; Που‘ναι η κόρη του ματιού σου τώρα ρε πατέρα; Που να βολοδέρνει; Σα να μικρύναν τα πνευμόνια μου κι η ανάσα λιγοστεύει. Και γίνεται γοργή.
Σήκω ρε πατέρα,σήκω κι όλες οι τρέλες του κόσμου θα ‘ναι δικές σου στο εξής. Θα σου φέρω και νύφη, φτάνει μόνο να σκιρτήσεις. Την καλύτερη νοικοκυρά που φάνηκε στην πλάση. Και θα σου χαρίσω και αγγόνι. Κώστα θα τονλεν κι αυτόν, θα καταλαβαίνεστε τα δυο σας. Μόνο σήκω, να χαρείς. Δεν έχω άλλο από ‘σένα. Σήκω,είμαι μόνος πατέρα. Που ‘ναι κι αυτοί οι γιατροί; Γαμώ τα νοσοκομεία τους κι όλα. Αν εφευρίσκαν φακελάκι τηλεφωνικό όλα θα τα ‘δινα να ‘ρθουν στην ώρα. Πατέρα, μ’ ακούς; Που πήγε ρε η φωνή σου;
Πάγωσε ο έρμος, χλώμιασε. Δεν έχει χαΐρι πια. Ταξιδεύει.Πατέρα, στάσου… Μόνος μ’ ένα κουπί δε θα την πας μακριά τη βάρκα. Στάσου να πιάσω τ’ άλλο. Όνειρα μονάχος δε θα δω. Το πιστόλι μου. Είναι γεμάτο. Οι σειρήνες. Το ασθενοφόρο. Θα γεμίσει σε λίγο κι αυτό.Πατέρα, βάστα ένα στερνό λεπτό τα κύματα, έρχομαι να τα δαμάσω. Ένα χαρτί. Ένα στυλό. Όλα μου ταυπάρχοντα στο Μαύρο Γάτο. Να μην τον κάνουν μιαμπουκιά τα πολυεθνικά σκυλιά. Στον κρόταφο. Όχι.Στο στόμα από κάτω προς τα πάνω. Τίποτ’ από ‘μένα
εδώ να μην αφήσω. Γέρο, μόνος δεν κάνεις όνειρα,ούτε τ’ αύριο προσμένεις. Οι δυο μας τώρα, ας σαλπάρουμε μαζί. Βάζουμε πλώρη για την Κρήτη."
Ολόκληρο εδώ:
ΠΗΓΗ: Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.