Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Εναντίον της μελαγχολίας των αριστερών - 1. Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Πως θα είναι η Αριστερά του μέλλοντος;

Ο Adam Puchejda (Kultura Liberalna, Βαρσοβία) συζητά με τον Zygmunt Bauman 

Πως θα είναι κατά τη γνώμη σας, η Αριστερά του μέλλοντος; Συντηρητική όσον αφορά τις κοινωνικές νοοτροπίες, με έμφαση στην ανακατανομή του πλούτου και δύσπιστη προς την Ευρώπη; Ή μήπως παράταξη με πρωτοποριακές θέσεις, με ριζοσπαστικές οικολογικές απόψεις και μαχητική υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα χαρακτηριστικά που αναφέρατε δεν περιλαμβάνουν όλη την πολυπλοκότητα που περιέχεται στην έννοια της σύγχρονης Αριστεράς. Επί πολύ καιρό είχαμε δύο προσεγγίσεις για την οικοδόμηση της Αριστεράς, που είναι δυστυχώς και οι δύο λανθασμένες. Ακόμη και τώρα ασκεί μεγαλύτερη επιρροή η ιδέα να δημιουργηθεί η Αριστερά καθ' εικόνα και ομοίωση της Δεξιάς, προσθέτοντας βέβαια την υπόσχεση ότι θα κάνουμε ό,τι κάνει και η Δεξιά, απλώς θα το κάνουμε καλύτερα και πιο αποτελεσματικά. Ας ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι πιο δραστικές κινήσεις για την διάλυση του κοινωνικού κράτους έλαβαν χώρα υπό σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση. Παρά το γεγονός ότι η προφήτισσα και η ιεραπόστολος της νεοφιλελεύθερης θρησκείας ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ, αυτός που έκανε τη θρησκεία αυτή κρατική θρησκεία ήταν ο Τόνι Μπλερ, ένα μέλος του Εργατικού Κόμματος.
Η δεύτερη μέθοδος οικοδόμησης της Αριστεράς βασίστηκε στην ιδέα του λεγόμενου «συνασπισμού - ουράνιο τόξο». Η σύλληψη αυτή προϋποθέτει το εξής: αν όλοι οι δυσαρεστημένοι καταφέρουν να ενωθούν μαζί, κάτω από την ίδια ομπρέλα, ανεξάρτητα από το τι τους δυσαρεστεί, τότε θα προκύψει μια ισχυρή πολιτική δύναμη. Όμως, ανάμεσα στους απογοητευμένους και δυσαρεστημένους αναπτύσσονται έντονες εσωτερικές συγκρούσεις συμφερόντων και αρχών. Για παράδειγμα, το να φαντάζεται κανείς μιαν Αριστερά που θα συμπεριλαμβάνει αφενός τους υποστηρικτές του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, που βλέπουν ως κοινωνική διάκριση την επικράτηση της αντίθετης πεποίθησης, και αφετέρου την Πακιστανική μειονότητα που θεωρεί ότι βρίσκεται υπό διωγμό, αυτό είναι μια λύση που οδηγεί σε αποσύνθεση και σε αδυναμία και όχι σε συμμετοχή και σε ισχύ για αποτελεσματική δράση. Η ιδέα ενός «συνασπισμού - ουράνιο τόξο» οδηγεί κατευθείαν σε διάλυση της αριστερής ταυτότητας, σε νόθευση του προγράμματος και σε αποδυνάμωση της υποτιθέμενης «πολιτικής δύναμης», ήδη από τη στιγμή της γέννησής της.


Σε τι μπορεί να βασίσει το πρόγραμμά της η Αριστερά; Ο Jacques Julliard, ο οποίος στο τελευταίο βιβλίο του Les gauches Françaises 1762-2012 αναλύει κριτικά την κληρονομιά της γαλλικής αριστεράς, ισχυρίζεται ότι η Αριστερά μπορεί να αναφέρεται μόνον στην ιδέα της δικαιοσύνης. Δεν μπορεί να μιλά πια για πρόοδο, γράφει, δεδομένου ότι βλέπει με ανήσυχη ματιά την τεχνολογία με την οποία η πρόοδος ταυτίζεται, ενώ δείχνει φιλική διάθεση προς την οικολογία, η οποία ex definitione στοχεύει στη διατήρηση και όχι στην αλλαγή. 

Ασφαλώς η κατάρρευση του κομμουνισμού είχε σημαντικό αντίκτυπο στο δυναμικό της Αριστεράς. Επί δεκαετίες, την «ημερήσια διάταξη» για τον υπόλοιπο κόσμο την προδιέγραφε το απλό γεγονός της ύπαρξης του κομμουνισμού, ο οποίος προπαγάνδιζε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα για την κοινωνία. Αυτός, καθοδηγούμενος από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του και ανεξάρτητα από το αν το έκανε με επιμονή ή όχι, δραστηριοποιούνταν ή συμμετείχε σε πρωτοβουλίες που περιλαμβάνονταν στο εν λόγω πρόγραμμα, όπως π.χ. για την καταπολέμηση της δυστυχίας, της ταπείνωσης και της ανθρώπινης ανέχειας, για τη δίκαιη αποζημίωση της εργατικής τάξης, την ανάλογη με το ρόλο της στη διαδικασία της συσσώρευσης του πλούτου, για την καταπολέμηση των ανισοτήτων. Δραστηριοποιούνταν σε αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, για παιδεία και υγειονομική περίθαλψη προσβάσιμες από όλους, για εξασφάλιση του γήρατος και για ασφάλεια από τα ατυχήματα της ζωής που βιώνουν τα άτομα. Συνεπώς, η σοσιαλδημοκρατία είχε, κατά παράδοξο τρόπο, ως επικίνδυνο ανταγωνιστή της έναν ισχυρό σύμμαχο και έτσι ήταν πιο εύκολο να διεκδικεί αποτελεσματικά ένα κοινωνικό πρόγραμμα. Πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι «ο υπόλοιπος κόσμος» εκπλήρωνε τα καθήκοντα που του επέβαλλε η κομμουνιστική απειλή, με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από τον ίδιο τον κομμουνισμό! Σήμερα δεν υπάρχει κανένας κομμουνιστικός «μπαμπούλας» και έτσι τα προγράμματα για βελτίωση της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής βρίσκονται σε υποχώρηση...
Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ (Gerhard Schroeder) το είχε θέσει ευθέως και με λακωνικό τρόπο: «Δεν υπάρχει καπιταλιστική οικονομία ούτε σοσιαλιστική οικονομία. Υπάρχει είτε καλή είτε κακή οικονομία». Υπ' αυτή την έννοια, οι κυβερνήσεις της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να κερδίσουν την εύνοια του πιο πιστού εκκλησιάσματος στην Εκκλησία που έχει ως θεό το ΑΕΠ. Και η μία και η άλλη πτέρυγα της πολιτικής βεντάλιας, όταν έχουν στα χέρια τους το κυβερνητικό πηδάλιο, θεωρούν εξίσου την οικονομική ανάπτυξη ως φάρμακο για όλες τις κοινωνικές ασθένειες και την αύξηση της κατανάλωσης ως τον καθοριστικό παράγοντα για μια καλή διακυβέρνηση. Τα υπόλοιπα είναι μόνον προπαγάνδα για τις εκλογές. Με άλλα λόγια, μιλώντας πρακτικά, η Αριστερά δεν έχει άλλο πολιτικό πρόγραμμα, παρά μόνον το να στοιχηματίζει ενάντια στη δεξιά, σ' έναν ανταγωνισμό για το ποια από τις δυό θα επιταχύνει τη διαδικασία απόσυρσης από τα προγράμματα βελτίωσης της ζωής και ποια θα κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές. Δεν αναφέρεται τίποτε για το πως θα συγκροτηθεί μια εναλλακτική λύση, που θα αντικαταστήσει τα κοινωνικά μέσα και εργαλεία που είναι «άρρωστα» και έχουν γίνει εχθρικά προς το λαό.


Ήρθε λοιπόν η λοιπόν η ώρα για τον ενταφιασμό της Αριστεράς; 

Σε καμιά περίπτωση. Η Αριστερά δεν έχει χάσει την ικανότητά της να διατηρεί και να ενισχύει την ταυτότητα της. Ας αναφέρω μόνο δύο κανόνες αδιαχώριστους από την «αριστερή» προσέγγιση της ανθρώπινης συμβίωσης. Το πρώτο είναι η ευθύνη της κοινότητας για το σύνολο των μελών της και συγκεκριμένα για την εξασφάλιση του κάθε μέλους από τις ατυχίες της ζωής, αλλά και για την προστασία του από προσβολές της αξιοπρέπειας του ή από ταπεινώσεις. Το κοινωνικό μοντέλο το οποίο τηρεί αυτόν τον κανόνα, τουλάχιστον στις προθέσεις του και στην αρχική του μορφή, είναι το μοντέλο του «κράτους πρόνοιας». Αυτό δεν είναι μια συνταγή που βασίζεται σε παροχή μεγάλων εισοδημάτων, αλλά κυρίως προβλέπει μια στήριξη τηε κοινωνίας σε σταθερούς πυλώνες: θεσπίζει την αλληλεξάρτηση των μελών της κοινότητας και την καθολικότητα της νομοθεσίας για κοινωνική αναγνώριση και αξιοπρεπή ζωή, ως αποτέλεσμα δε αυτών την κοινωνική αλληλεγγύη. Έτσι, θα ήταν πιο λογικό να το αποκαλούμε «κοινωνικό κράτος». Ο δεύτερος κανόνας είναι η αποτίμηση της ποιότητας μιας κοινωνίας με μέτρο όχι το μέσο εισόδημα, αλλά την ευημερία των πιο αδύναμων μερών της: κάθε κοινωνία μοιάζει με αλυσίδα, της οποίας η αντοχή δεν μετριέται από τον μέσο όρο της αντίστασης του κρίκων της, αλλά από την αντοχή του πιο αδύναμου κρίκου. 

Ποιος θα μπορέσει να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα; Όσα αριστερά κόμματα τα προηγούμενα χρόνια αναφέρονταν στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, έχουν εξαφανιστεί στην πράξη από την πολιτική σκηνή. Από την άλλη πλευρά, τα νέα κόμματα της Αριστεράς αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στον πολιτισμό και στα κοινωνικά ήθη και όχι στην οικονομία και στην αναδιανομή. Μέχρι τώρα, κάθε προσπάθεια να συνδεθεί ένα είδος ηθικού φιλελευθερισμού με την ρύθμιση της οικονομίας απέτυχε. Η παλιά εργατική τάξη φαίνεται στα μάτια της αριστοκρατικής Αριστεράς πολύ συντηρητική και οπισθοδρομική. Από τη δική της πλευρά, η Αριστερά η προσανατολισμένη στα ατομικά δικαιώματα φοβάται τον κολεκτιβισμό της εργατικής τάξης, τον εθνικισμό, την επιφυλακτικότητα προς οτιδήποτε διαφορετικό και έχει και άλλες παρόμοιες ανησυχίες. Πώς μπορεί η Αριστερά να βρει το δρόμο της και να ελευθερωθεί από αυτή την παγίδα;

Το φαινόμενο που περιγράψατε έχει ακόμη πιο βαθιές ρίζες. Αυτό που έχει αλλάξει, δεν είναι οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ της «Αριστεράς» και «της εργατικής τάξης», αλλά τα περιεχόμενα των σχέσεων αυτών. Οι αριθμοί έχουν αλλάξει, η κοινωνική σπουδαιότητα και η «μορφολογία» του βασικού εκλογικού σώματος της Αριστεράς, που ήταν κάποτε η εργατική τάξη. Στον καιρό του Μαρξ, τα πιο λαμπρά μυαλά ανέμεναν ότι ο κόσμος οδεύει προς το διχασμό σε εργάτες και σε αφεντικά τους. Υπέθεταν ότι σ' αυτόν τον κόσμο δεν θα υπάρχει χώρος για την τρίτη κατηγορία ανθρώπων. Όμως, η βιομηχανική εργατική τάξη υφίσταται τώρα την ίδια διαδικασία από την οποία πέρασαν οι εργάτες γης τον 19ο αιώνα: στις αρχές εκείνου του αιώνα αποτελούσαν το 90 % του πληθυσμού και στο τέλος του αιώνα μόνον το 9 %. Σήμερα βλέπουμε ότι η τάξη των βιομηχανικών εργατών είναι μάλλον παρελθόν. Εξακολουθεί να υπάρχει μόνον μακριά από την Ευρώπη, στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες. Ακόμη και εκεί είναι παρούσα μόνον προς το παρόν. Γιατί από τη στιγμή που η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου φτάσει στο τέλος της και η φτηνή εργατική δύναμη παύσει να λειτουργεί αποθαρρυντικά για επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό, η εργατική τάξη θα αρχίσει και εκεί να συρρικνώνεται γρήγορα. Λέγεται σήμερα, μισοσοβαρά μισοαστεία, αλλά ίσως το σοβαρό είναι περισσότερο από το μισό, ότι σε κάθε μελλοντική βιομηχανική εγκατάσταση θα εργάζονται μόνον ένας άνθρωπος και ένας σκύλος. Η δουλειά του ανθρώπου θα είναι να ταΐζει το σκυλί, ενώ του σκυλιού να περιφρουρεί τον άνθρωπο για να μην αγγίζει τίποτε.

Κατά τον Jacques Julliard, ένα από τα πρώτα βήματα για τη διέξοδο από αυτή την κατάσταση είναι η αλλαγή του τρόπου σκέψης για το πως συγκροτείται μια κοινωνία. Αντί να την κατανοούμε ως σύνολο κοινωνικών ομάδων, που έχουν η καθεμιά τα συμφέροντά της, να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία ως σύνολο ατόμων που δεν έχουν μόνον οικονομικές, αλλά επίσης θρησκευτικές και πολιτισμικές ανάγκες. Με άλλα λόγια, υποθέτει πως η Αριστερά θα πρέπει να χτίσει μια γέφυρα για να ενώσει τις κοινοτικές απαιτήσεις και τις προσδοκίες των ατόμων.
Προς το παρόν μια τέτοια κοινωνία φαίνεται να είναι μόνον όνειρο. Οι μορφολογικές προϋποθέσεις για συλλογική, συνεπώς και αλληλέγγυα δράση, εξαφανίστηκαν στην πορεία της διαδικασίας εξατομίκευσης. Κάποτε, οι χώροι εργασίας, ανεξάρτητα από το τι παρήγαγαν, ήταν και εγκαταστάσεις που παρήγαγαν αλληλεγγύη, όπως ήταν οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Ford στη Βρετανία ή τα ναυπηγεία του Γκντάνσκ (Gdańsk) στην Πολωνία. Αντίθετα, τη στιγμή αυτή είναι εργοστάσια που παράγουν ανταγωνισμό και αμοιβαία δυσπιστία. Ορισμένοι παρατηρητές μετέθεσαν πολύ βιαστικά στους δημόσιους χώρους, στις πλατείες, ελπίδες για πολιτικές δραστηριότητες αλληλεγγύης σύμφωνα με τον κανόνα «ένας για όλους και όλοι για έναν». Δηλαδή για δραστηριότητες που κάποτε «είχαν την έδρα τους» σε μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αλλά σήμερα είναι άστεγες. Σ' αυτές τις συγκεντρώσεις σε πλατείες ή σε δημόσια πάρκα [βλ. Πάρκο Γκεζί, Κωνσταντινούπολη] που πρόσφατα συμβαίνουν συχνά, κατασκηνώνοντας μάλιστα για αρκετές ημέρες ή και εβδομάδες, μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος της κινητοποίησης, εκδηλώνονται προσπάθειες για να εξευρεθούν ή για να «πλασθούν εκ του μηδενός» εναλλακτικοί τρόποι αποτελεσματικής δράσης, μέσα σε συνθήκες μαρασμού της εμπιστοσύνης στο κράτος καιαμφισβήτησης της ικανότητάς του «να κάνει καλά τη δουλειά του». Εξαφανίζεται η ελπίδα ότι η σωτηρία θα έλθει από την κορυφή, μπορεί όμως άραγε να έλθει η σωτηρία αν εμείς οι ίδιοι συμβάλλουμε με τις προσπάθειές μας, χωρίς μεσάζοντες;
Πάντως εκείνες οι εκδηλώσεις ήταν εκφράσεις αλληλεγγύης που λειτούργησαν, κυρίως, ως «εκρήξεις» ή ως «κανάλια» εκτόνωσης της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας. Ήταν διαμαρτυρίες εναντίον της ανυπόφορης πορείας των πραγμάτων, όμως το μόνο αποτέλεσμα ήταν η βύθιση και πάλι στην καθημερινή ζωή, σε μια ζωή που παρέμεινε αμετάβλητη και τόσο αφόρητη όπως και πριν.

Όμως, τέτοιες πρωτοβουλίες δεν βοηθούν την οικοδόμηση αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών; Δεν μπορούν να γίνουν ένα προοίμιο για μελλοντικά, καλύτερα οργανωμένα κινήματα; 

Θα ήθελα να προειδοποιήσω να μη βγαίνουν τόσο αισιόδοξα, βιαστικά και πρόωρα συμπεράσματα από τέτοια πειράματα. Μέχρι τώρα, τα εναλλακτικά κινήματα απέδειξαν μόνον, ότι ίσως μπορέσουν (αλλά όχι πάντα!) να καταργήσουν κάθε τι, που όλοι οι συμμετέχοντες, συναινετικά και ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις και συμφέροντα που τους χωρίζουν, θεωρούν ως απαράδεκτο ή ανυπόφορο. Αν το καταφέρουν, το μέγιστο που θα επιτύχουν, μεταφορικά μιλώντας, θα είναι «να καθαρίσουν το οικόπεδο για να είναι έτοιμο να δεχτεί άλλες κατασκευές»...
Αλλά τι άλλες κατασκευές; Κανένα τέτοιο κίνημα δεν έχει γίνει γνωστό επειδή έβαλε κάτι καινούργιο πάνω στο έδαφος που κατάφερε να «αδειάσει». Στην πραγματικότητα, πολύ λίγα από αυτά τα κινήματα κατάφεραν έστω και μόνον «να καθαρίσουν το οικόπεδο». Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, που καταλήφθηκε μόνον μέσα στο μυαλό των καταληψιών, ήταν το πρώτο χρηματιστήριο που έφθασε σε κέρδη μεγαλύτερα από τις τιμές των δεικτών του προ της κρίσης. Η πολιτική που καταδικάστηκε από τους διαδηλωτές δεν άλλαξε καθόλου. Πιθανότατα, σε αντίθεση με τους δημοσιογράφους τους διψασμένους για εντυπωσιακά γεγονότα και τους κοινωνιολόγους τους πεινασμένους για ιστορικές ανακαλύψεις, το ίδιο το Χρηματιστήριο ήταν το μόνο που δεν πρόσεξε ότι ήταν κατειλημμένο.

Επομένως, δεν υπάρχει σήμερα ομάδα ή θεσμός που μπορεί να κινήσει κάποιες σοβαρές αλλαγές. Επιπλέον, αντιμετωπίζουμε μια βαθιά κρίση της ιδέας της αντιπροσώπευσης, στο βαθμό που μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν λαμβάνουν καθόλου μέρος στις διαδικασίες της πολιτικής. 

Το βλέπετε και μόνος σας, ότι περιγράφετε μια κοινωνία και μια πολιτική που αποτελούν την απόλυτη αντίθεση αυτών που υπήρχαν πριν. Σήμερα η κοινωνία βαδίζει μάλλον προς την εξατομίκευση, προς την εσωτερική διχόνοια και διαφωνία, παρά προς την αλληλεγγύη. Αποσυντίθεται κάτι, για το οποίο οι παππούδες μας και οι προ-παππούδες αγωνίστηκαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Αγωνίστηκαν επί δεκαετίες για να ολοκληρωθεί και εξαπλωθεί το έργο της κοινωνικής ένταξης και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή η συνεργασία που αρχίζει στην τοπική κοινότητα, την ενορία ή από τον προγονικό πλούτο, να εξαπλωθεί μέχρι και στα πολύ ευρύτερα πεδία «του φαντασιακού όλου», δηλαδή του κράτους / έθνους. Για να το κάνουν αυτό, οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Συγκρούσεις που δεν ήταν λιγότερο φρικτές και επώδυνες για τις γενιές εκείνες, που εκτέθηκαν σ' αυτές, συγκρινόμενες με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Το αντίθετο ισχύει. Χρειάστηκε να περάσει ολόκληρος ο 19ος αιώνα για να αυξηθεί αρκετά η δύναμη και οι ικανότητες του σύγχρονου κράτους, ώστε να περιοριστεί η ανεξέλεγκτη ελευθερία των επιχειρήσεων, οι οποίες είχαν διαφύγει από τον έλεγχο των οικογενειών και των τοπικών κοινοτήτων και είχαν γίνει τότε πραγματικοί κύριοι ολόκληρων περιοχών, πολιτικά και θεσμικά υπανάπτυκτων.
Σήμερα ζούμε στην εποχή της «απορρύθμισης». Αυτή η εκ πρώτης όψεως ουδέτερη λέξη, της οποίας πιο εκφραστικό (και δικαιότερο) ισοδύναμο θα ήταν η «αποδιοργάνωση», συγκαλύπτει τη διασπορά της ευθύνης και την αντικατάσταση των σχετικά προβλέψιμων και συνεπώς διαρθρωμένων καταστάσεων, με καταστάσεις απρόβλεπτες, γεμάτες αβεβαιότητα, φόβο για το άγνωστο αύριο και άλλα παρόμοια. Η «απορρύθμιση» προωθείται μέσα σε μια διαφημιστική συσκευασία που δηλώνει ότι κάνει, δήθεν, κάθε άτομο ή ομάδα ατόμων κύριο της μοίρας το. Όμως, στην πράξη, έκανε κύριους της μοίρας τους μόνον λίγα επιλεγμένα άτομα (κάνοντάς τους ταυτόχρονα αφέντες της μοίρας άλλων ανθρώπων) και εγκατέλειψε τους υπόλοιπους στα καπρίτσια της τύχης που κανείς δεν ξέρει πώς να τα αντιμετωπίσει. Αφήνοντας τα άτομα να έχουν την αποκλειστική ευθύνη του εαυτού τους, τα μετατρέπει σε ανταγωνιστές αλλήλων. Αντί να προωθεί την αλληλεγγύη, η θέση τους δημιουργεί αμοιβαία δυσπιστία και ανταγωνισμό. Σε μια τέτοια κατάσταση, «το να συσπειρώνεσαι», το να στέκει ο ένας στο πλευρό του άλλου, παύει να έχει εμφανές νόημα. Δεν μπορείς πια να διακρίνεις ότι με την σύμπραξη των επιμέρους συμφερόντων μπορούν να προκύψουν καλύτερες ευκαιρίες και για την εκπλήρωση των συμφερόντων του καθενός ατομικά.




Ποιο δίδαγμα πρέπει να αντλήσει η Αριστερά;

Σε περιβάλλον δυσμενές για συλλογική εργασία, που δεν εμπνέει ελπίδα, η Αριστερά αντιμετωπίζει μια μεγάλη πρόκληση: να αναγάγει και αναβαθμίσει τις πολιτικές που έχουν μέχρι στιγμής μόνον μια τοπική διάσταση, σε επίπεδο παγκόσμιων ζητημάτων, εκεί που είναι το πεδίο του αγώνα για τους συγχρόνους μας. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός, ότι η Αριστερά δεν τολμά να πει ανοιχτά στους συμπολίτες της, συμπεριλαμβανομένων και των δικών της ψηφοφόρων, ότι αντιμετωπίζουν, όπως και το υπόλοιπο της ανθρωπότητας, την πρόκληση να ανακατασκευάσουν το μεγάλο επίτευγμα των προγόνων μας, της εποχής που δομήθηκαν τα εθνικά κράτη. Όμως με την εξής μεγάλη διαφορά: θα πρέπει να το κάνουν σε ασύγκριτα μεγαλύτερη κλίμακα, στην οικουμενική κλίμακα της ανθρωπότητας. Όμως, αυτό το μέγεθος και η δυσκολία δεν σημαίνει ότι η Αριστερά θα πρέπει να απαλλαγεί από την κατηγορία ότι της λείπει το θάρρος (και το αίσθημα της ευθύνης!): Στερείται των αρετών του θάρρους, της επιμονής και της ακαταπόνητης ελπίδας. Οι πρόγονοί της, ευτυχώς γι' αυτούς και για το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος, αυτές τις αρετές τις είχαν σε αφθονία.



Ο Zygmunt Bauman γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας το 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον ανταρτικόΕλεύθερο Πολωνικό Στρατό, πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή και τιμήθηκε με στρατιωτικές διακρίσεις. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου - τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας αντισημιτικής εκκαθάρισης το 1953. Oλοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες, το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 ήταν καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Leeds. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας (Πανεπιστήμια Λιντς και Βαρσοβίας). Η σκέψη του έχει δεχτεί επιρροές από πολλές και διαφορετικές πηγές του 19ου αιώνα, όπως τους Κάρολο Μαρξ και Μαξ Βέμπερ, αλλά και από νεότερες του 20ού αιώνα, π.χ. Τέοντορ Αντόρνο, Γκέοργκ Ζίμμελ, Αντόνιο Γκράμσι, Κορνήλιο Καστοριάδη, Εμμανουέλ Λεβινάς. 

Ο Μπάουμαν πιστεύει ότι η κοινωνιολογία είναι υπόθεση ηθική: «Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους». Έχει τιμηθεί με το βραβείοEuropean Amalfi Prize for Sociology & Social Sciences (1990) για το έργο του Νεοτερικότητα και ολοκαύτωμα (1989), με το Βραβείο Theodor Adorno της Πόλης της Φρανκφούρτης (1998) ενώ το 2000 έλαβε τοΒραβείο Πρίγκιπας των Αστούριας, το λεγόμενο και «Ισπανικό Βραβείο Νόμπελ». Το Πανεπιστήμιο του Λίντς ίδρυσε προς τιμήν του το Ινστιτούτο Bauman.


Ποτέ άλλοτε δεν γινόταν τόσος λόγος για ανθρώπινες σχέσεις ή απλώς για σχέση(εννοώντας στην περίπτωση αυτή τη σχέση άντρα και γυναίκας), και ποτέ άλλοτε όσο σήμερα οι σχέσεις αυτές δεν ήταν τόσο ασταθείς και εύθραυστες. Ο άνθρωπος της ρευστής νεωτερικότητας (Liquid Modernity) - όπως αποκαλεί ο Ζ. Μπάουμαν τη μετανεωτερικότητα, την κοινωνία δηλαδή των τελευταίων δεκαετιών, με τους ραγδαίους ρυθμούς αλλαγής, διακρίνοντάς την από την καθαυτό νεωτερικότητα (Solid Modernity) - δημιουργεί δεσμούς εξαρχής χαλαρούς, ώστε να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα, δίχως πόνο, κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις. Η κεντρική μορφή της ρευστής μοντέρνας εποχής μας είναι ακριβώς ο άνθρωπος χωρίς μόνιμους, σταθερούς, διαρκείς, ανθεκτικούς δεσμούς. Γεγονός που αφενός τον οδηγεί σε απελπισμένη αναζήτηση ταυτότητας, αυτοπροσδιορισμού και αυτοκατάφασης, αφετέρου του προκαλεί βαθύ αίσθημα ανασφάλειας. 

Ο θρίαμβος του ατομικισμού κατά τη μετανεωτερικότητα οδήγησε τελικά στο θάνατο το αυτόνομο άτομο της νεωτερικότητας και έβαλε στη θέση του ένα άλλο, ανίκανο να εμπιστεύεται και να δεσμεύεται, βουτηγμένο στον κομφορμισμό και το φόβο.Άννα Λυδάκη, Ρευστοί καιροί, ρευστή αγάπη, www.protagon.gr



ΠΗΓΗ:aftercrisisblog.blogspot.g

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.