Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Το βιβλίο μιλά για κάποιους παράξενους πολεμιστές. Που στον 15ο αιώνα εμφανίζονται στα βενετικά αρχεία με το όνομα «Στρατιώτες». Αργότερα εμφανίζονται με το όνομα «Αρβανίτες». «Αρβανίτες» ήταν για παράδειγμα πολλοί πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Από τα στοιχεία που μας δίνει το βιβλίο συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για στρατιωτική παράδοση, με εκπληκτικές επιδόσεις στον «ανορθόδοξο πόλεμο». Ποια ήταν άραγε η ταυτότητα αυτής της παράδοσης; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι και ο κεντρικός σκοπός του βιβλίου.
Θέμα παράξενο και συνάμα τρομερά ενδιαφέρον. Ιδίως ως προς τα γενικότερα συμπεράσματα στα οποία οδηγεί τον αναγνώστη.
Ξέρουμε ότι πολλοί συμπολίτες μας έχουν «αρβανίτικη καταγωγή». Μεταξύ αυτών και ο συγγραφέας του βιβλίου, καθώς επίσης και ο συν-εισηγητής μου Γιώργος Καραμπελιάς. Θα θέσω εξ αρχής το πολύ προκλητικό ερώτημα: γιατί άραγε δεν είναι «Αλβανοί» οι «Αρβανίτες»; Ξέρω βέβαια ότι θα διαμαρτυρηθούν έντονα, καθώς είναι ακράδαντα πεπεισμένοι ότι είναι Έλληνες. Για ποιον όμως λόγο είναι Έλληνες; Με ποιο κριτήριο;
Όπως αντιλαμβάνεστε τίθεται ουσιαστικά το θέμα της «εθνικής ταυτότητας». Ένα θέμα κυρίαρχο στις μέρες μας, όπου η κρίση-σήψη του κράτους μας απειλεί την ακόμα και την ύπαρξή μας ως έθνους. Τι φταίει; Το ερώτημα αυτό έχει θέσει, εδώ και κάμποσα χρόνια, τον ιστορικό αναθεωρητισμό στην ημερήσια διάταξη. Ο εθνομηδενιστικός αποδομητισμός είναι ήδη κυρίαρχος. Ακολουθεί ασθμαίνοντας πίσω του, ένας αφασικός φουνταμενταλιστικός ψευδοαντίπαλος. Παρά και ενάντια σ’ αυτά κινείται στο περιθώριο η η «μετα-νεωτερική» – «μετα-τεχνοσυστημική» αναζήτηση. Το βιβλίο του Γιώργου Σαλεμή εντάσσεται σ’ αυτό το ρεύμα.
Μιλάει για τους «Αρβανίτες», μιλά για τους «Στρατιώτες» πριν τους «Αρβανίτες», δηλαδή για ένα εκ πρώτης όψεως εξωτικό μεν αλλά πολύ ιδιαίτερο θέμα. Στην πραγματικότητα και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, μας εισάγει στο κεντρικό μας πρόβλημα μαζί με τα ερωτήματα που το συνοδεύουν: Θα διαλύσουμε τα πάντα; Θα γυρίσουμε στο παρελθόν; Ή θα ανα-νοηματοδοτήσουμε την εθνική μας ταυτότητα με νέους όρους;
Ι
Ας αρχίσουμε από τη διαμόρφωση της συνολικής ιστορικής μας εικόνας. Το όραμα των λογίων μας, από τις παραμονές της Επανάσταση του 21 και ως σήμερα, ήταν να γίνουμε ένανεωτερικό έθνος. Και μάλιστα «Πρότυπο για την Ανατολή». Δεν καταλάβαιναν όμως ότι το νεωτερικό "έθνος", που έθεταν ως πρότυπο-στόχο, δεν είχε καμία σχέση με το δικό μας «έθνος».
Μιλώ για το ευρωπαϊκού τύπου έθνος. Για το νεωτερικό μοντέλο έθνους, το οποίο καθιερώθηκε με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, επιστεγάζοντας το τέλος του Τριακονταετούς πολέμου. Το βεστφαλιανό εθνοκράτος αποτέλεσε και εξακολουθεί ακόμη να αποτελεί την θεμελιώδη κοινωνία-κύτταρο του νεωτερικού πολιτισμού. Ορίζεται δηλαδή πρωτίστως ως «κράτος». Σε δεύτερο επίπεδο ορίζεται από το ενιαίο «έδαφος» το ευρισκόμενο κάτω από την εξουσία του κράτους. Εξ ου και «Επικράτεια». Στο τρίτο επίπεδο τοποθετείται το «έθνος», προσδιοριζόμενο απόλυτα εκ των άνω, από το κράτος. Αυτό είναι το μοντέλο, το οποίο θέλαμε να μεταφέρουμε εδώ.
Καλούμασταν λοιπόν, «πάση θυσία», να γίνουμε «Ευρωπαίοι». Νεωτερικό έθνος «εφάμιλλο των ευρωπαϊκών». Με ποιο όμως κριτήριο θα εννοηματώναμε τη νεωτερική μας ταυτότητα; Με το κριτήριο φυσικά των «λελαμπρυσμένων της Εσπερίας εθνών». Συναντήσαμε όμως το εξής πρόβλημα: δεν ήταν ένα το κριτήριο, αλλά τόσα όσα και οι ανταγωνιζόμενες «μεγάλες δυνάμεις». Εξ ου και αντιφατικά μεταξύ τους. Τα αναφέρω επιτροχάδην:
Το «γαλλικό» κριτήριο, το λεγόμενο και «υποκειμενικό», με επίκεντρο τη «συνείδηση». Δηλαδή: εφόσον πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες, είμαστε κιόλας. Με ένα δημοψήφισμα μπορούμε να έχουμε την επαλήθευση. Πολιτική ενσάρκωση της επιλογής αυτής στα καθ’ ημάς ήταν το λεγόμενο «Γαλλικό» κόμμα. Το κόμμα της «Μοσχομάγκας».
Το «γερμανικό» κριτήριο ή «αντικειμενικό»: «αίμα και γλώσσα», φυλετική και γλωσσική συνέχεια. Αν κατ’ εφαρμογήν του «κατάγεσαι» βιολογικά από τους αρχαίους Έλληνες και μιλάς ελληνικά, τότε και μόνο τότε είσαι Έλληνας, δηλαδή «αρχαίος» Έλληνας. Ως πολιτική έκφραση είχαμε εδώ το γερμανικό κόμμα. Δηλαδή όλα τα σχετικά εθνοφυλετιστικά, μιλιταριστικά και φασιστοειδή μορφώματα.
Το «αγγλικό» κριτήριο: η κρατική υπηκοότητα. Το Συλλογικό είναι «Σύμβαση» ανάμεσα σε άτομα, το δε Έθνος «Σύνταγμα». Εξ ού και η σημασία του «συνταγματικού πατριωτισμού» για τους WASP των ΗΠΑ. (White Anglo-Saxon Προτεστάντες). Στο κριτήριο αυτό αντιστοιχεί το «Αγγλικό» κόμμα, οι γνωστοί «Μπαρλαίοι». Όλοι οι κατά καιρούς «εκσυγχρονιστές» ανήκουν στο διαχρονικό αυτό νεοελληνικό κόμμα.
Το «ρωσικό» κριτήριο: Κάθε έθνος ανήκει σε κάποιον ευρύτερο «πολιτιστικό τύπο». Στην Ευρώπη είχαμε τον ελληνορωμαϊκό τύπο, τον γερμανορωμαϊκό και τον σλαβοελληνικό, που είναι και ο «κληρονόμος» του Βυζαντίου. Η Μόσχα είναι η «Τρίτη Ρώμη». Εμείς είμαστε ρωμιοί-βυζαντινοί. Άρα νομιμοποιούνται οι Ρώσοι να μας «σώσουν». Δεν ανήκουμε στη Δύση, αλλά στο «ομόδοξο γένος». Έχουμε έτσι το «Ρωσικό» κόμμα ή το κόμμα των «Ναπαίων». Σ’ αυτό ανήκε π.χ. και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Οι τέσσερις αυτοί μεταπρατικοί εθνο-προσδιορισμοί μας λειτούργησαν σαν Κλίνες του Προκρούστη. Δούλεψαν ασταμάτητα επί δύο αιώνες. Είναι ζήτημα αν έμεινε κάτι από την προνεωτερική μας ταυτότητα.
Πού είμαστε τώρα; Είμαστε «ξένοι στον τόπο μας». Μαζί με τους τόσους ξένους που ξεβράζει καθημερινά η ισλαμική έρημος. Απέκτησε ένα καινούργιο τραγικό νόημα ο δημοτικός στίχος: «ξένος εκεί, ξένος εδώ, όπου κι αν πάω ξένος». Για να γίνουμε, απ’ ό,τι φαίνεται, ένα «έθνος» ανέστιων αφασικών μειονοτήτων δίχως στον ήλιο μοίρα. Στο μέτρο που ολοκληρωθεί εδώ αυτό το μοντέλο, θα επιβληθεί και στα λοιπά ευρωπαϊκά έθνη. Είμαστε, δηλαδή, σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή του αμερικανικού μοντέλου έθνους, που αποτελείται από μειονότητες. Υπό την σιδηρά εννοείται παντεποπτεία μιας υπερκρατικής τεχνοσυστημικής ολιγαρχίας.
ΙΙ
Αλλά τι ακριβώς ήμασταν «εμείς» πριν στραφούμε στα εκτυφλωτικά φώτα της Εσπερίας; Ποιο ήταν το «δικό μας» μοντέλο εθνικής ταυτότητας; Είναι παράδοξο, αλλά πρέπει να ψάχνεις σήμερα με το φανάρι για να βρεις άνθρωπο που να ξέρει την απάντηση.
Το θέμα βέβαια είναι μεγάλο και θα περιοριστώ σε μερικά μόνο λόγια. Οι θεμελιώδεις κοινωνίες-κύτταρα του ελληνικού πολιτισμού ήταν οι Πόλεις-Κοινά. Τελευταία «τροπολογία» τους ήταν τα προεπαναστατικά “Κοινά” (οι «κοινότητες») που καταργήθηκαν το 1833. Σημασία έχει ότι το ανάλογο αυτού που στην νεωτερική εποχή είναι το βεστφαλιανό εθνοκράτος, στον προνεωτερικό μας πολιτισμό ήταν η Πόλις-Κοινό. Η πόλις-κράτος, στην αρχαιότητα και το ίδιο Κοινό, χωρίς κράτος στη συνέχεια, την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή εποχή. Η κρατική λειτουργία μετατοπίστηκε στην Κοσμόπολη: την Ρώμη αρχικά και την Κωνσταντινούπολη – Νέα Ρώμη - στη συνέχεια. Συγκρότησαν την Οικουμένη-κράτος, τη μοναδική στην Ιστορία των πολιτισμών.
Μιλάμε για την εποχή των μετακρατικών Κοινών ως «Οικουμένη», διότι τα Κοινά δεν ήταν ταυτόσημα. Πρώτα πρώτα ήταν αυτόνομα. Αυτόνομα με την πλήρη σημασία της λέξης. Με όλες τις κοινωνικο-οικονομικές, εκπαιδευτικές και διακιοπολιτικές αρμοδιότητες δικές τους. Η αυτονομία συμβαδίζει, βέβαια, με την ιδιοπροσωπία-αυτοομοιότητα και την δημιουργική ετερότητα έναντι των ομολόγων άλλων. Έπειτα πρέπει να λάβουμε υπόψη και την ετερότητα που προκύπτει από την άνιση ανάπτυξη ενός εκάστου στην κλίμακα της δυνατής κοινωνικής τους εξέλιξης. Και τα δυο συνθέτουν την «βιοποικιλότητα» των υποστάσεων του ελληνογενούς οικουμενικού πολιτισμού. Το νεωτερικό ανάλογο ήταν και εξακολουθεί να είναι ακόμη, η όποια «βιοποικιλότητα» των ευρωπαϊκών εθνών-υποστάσεων του νεωτερικού πολιτισμού, τουλάχιστον με τα τέσσερα κριτήρια αυτοπροσδιορισμού στα οποία αναφερθήκαμε.
Μιλάμε λοιπόν για Οικουμένη. Όπου τα Κοινά εισφέρουν την «εθνική» πολιτειότητα των θεμελιωδών κοινωνιών της Οικουμένης-κράτους. Η Ρώμη, παλιά και νέα, εισφέρει την «οικουμενική» κρατική πολιτειότητα, εξ ου και Ρωμανία το όνομα της Οικουμένης-κράτους και Ρωμαίοι οι πολίτες του. Τέλος έχουμε τον χριστιανισμό, να συνεισφέρει την μεταφυσική πολιτειότητα. Η χριστιανική Εκκλησία, «ενδημοποιημένη», δηλαδή ταυτισμένη με την Εκκλησία του Δήμου, ενσάρκωνε στο επίπεδο του Κοινού την κοινή συλλογική αναγωγή στο Πολίτευμα της Άνω Πόλεως. Κι αυτό χάρις στον σοφό λειτουργικό-εορτολογικό ρυθμό της, μέσω του οποίου εξασφάλιζε τόσο την ψυχική ομοτροπία των πολεοτικών κυττάρων της Οικουμένης, όσο και την αναγκαία οικουμενική ιδεολογία, την οποία είχε ανάγκη η Κοσμόπολη για να υφίσταται προς τα έξω ως «κεφαλή» της Οικουμένης.
Ας σημειώσουμε, τέλος, αυτό στο οποίο εφάπτεται άμεσα το αντικείμενο του βιβλίου: Τα Κοινά κατά τη μετάβασή τους από την πολεοκρατική στην μετακρατική περίοδο της ανάπτυξής τους, απέβαλαν και την οικονομία της εξαρτημένης εργασίας για να μεταβούν στην κοινωνία της «εταιρικής» εργασίας. Πρόκειται για την οικονομία των λεγόμενων «συστημάτων» που αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές. Τα «συστήματα» επινοήθηκαν κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή φάση των πόλεων-κοινών, και ολοκληρώθηκαν στο Βυζάντιο. Βασίζονταν στην ισότιμη συμμετοχή εργασίας - κεφαλαίου και τα καταστατικά τους διήκε η δημοκρατική αρχή και οι χριστιανικές αξίες. Σημειωτέον ότι κι ο χριστιανισμός λειτουργεί σε επίπεδο Οικουμένης επίσης ως «σύστημα». Για την ακρίβεια ως «συνοδικό σύστημα».
Στην έννοια του «συστήματος» εντάσσονται και οι «στρατιωτικές συσσωματώσεις», οι «θεματικές» παλιότερα και οι «προνοιακές» στη συνέχεια. Αυτές είναι ομάδες («φάρες» αργότερα) επαγγελματιών πολεμιστών με τις εγκαταστάσεις τους (τα «άρβανα»). Για παράδειγμα τους τοποθετεί - «προνοιάζει» σε μια περιοχή ο Αυτοκράτωρ με βασική υποχρέωση την τοπική στρατιωτική ασφάλεια και την ετοιμότητα να τον συνδράμουν όποτε το καλούν οι γενικότερες αμυντικές ανάγκες. Ήταν δηλαδή μισθωμένοι στην υπηρεσία των Κοινών και υπόλογοι στην οικουμενική Αρχή.
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το τριών επιπέδων πολιτισμικό περιβάλλον, εντός του οποίου λειτουργούσε ο συλλογικός αυτοπροσδιορισμός μας στην προνεωτερική εποχή. Σα να λέμε ότι ο κόσμος των εκατοντάδων «εθνών»-Κοινών της μετακλασικής εποχής είναι νοηματικά ισόμορφος με τον κόσμο των εκατοντάδων εθνοκρατών της εποχής μας. Με την υποσημείωση ότι αυτός ο τελευταίος, θεωρούμενος με κριτήριο την εντός των εθνοκρατών κοινωνική εμβέλεια της ατομικής ελευθερίας, βρίσκεται ακόμη στην αρχαϊκή φάση του ελληνικού πολιτισμού. «Μεταξύ Δράκοντα και Σόλωνα», κατά τον Κοντογιώργη.
Σ’ αυτό λοιπόν το ιθαγενές ταυτοτικό περιβάλλον, το γνωσιολογικώς απροσπέλαστο για τον νεωτερικό άνθρωπο, έχουμε τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις που ανακεφαλαιώθηκαν με την Επανάσταση του 1821. Σκεφθείτε τώρα τι απύθμενη σύγχυση θα προέκυπτε από την προσπάθεια της διανόησής μας να ταξινομήσει την Επανάσταση αυτή με τα νεωτερικά – κριτήρια:
Με το γαλλικό «υποκειμενικό» κριτήριο (που «είσαι ό,τι δηλώσεις»): Ποιοι επαναστάτησαν; Μα οι «αρχαίοι Έλληνες»!
Με το γερμανικό «αντικειμενικό» κριτήριο («αίμα» και γλώσσα) προφανώς και δεν ήταν οι επαναστάτες «αρχαίοι Έλληνες». Η Επανάσταση δεν ήταν παρά ένας «ενδοαλβανικός εμφύλιος πόλεμος»! Δεν βλέπετε που ο Κολοκοτρώνης και ο Ιμπραήμ ήταν Αρβανίτες;... Για να αποδείξουμε –μ’ αυτό το κριτήριο- ότι είμαστε όντως «απόγονοι» των αρχαίων Ελλήνων θα έπρεπε, αφ’ ενός, να εξαλείψουμε διά ροπάλου κάθε μη καθαρώς ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα –όπως και κάναμε- και αφ’ ετέρου, ο Κ. Σάθας να βγάλει το σκασμό.
Με το αγγλοσαξωνικό κριτήριο: Δεν υπάρχει λόγος να τσακώνεστε. «Το κράτος είναι που φτιάχνει το έθνος». Τους μεν τους έφτιαξε «έλληνες», -εμάς. Τους δε τους έφτιαξε «αλβανούς». Θα το επικυρώσει τελικά και ο πολύς Χοσμπάουμ. Τώρα βέβαια πώς οι «αλβανοί» ήταν «αλβανοί» και πριν υπάρξει το αλβανικό κράτος -που θα τους «φτιάσει»-, μόνο οι ίδιοι φυσικά το ξέρουν. Χώρια που οι λεγόμενοι «αλβανοί» αυτοπροσδιορίζονται ως «Σκιπιτάροι» και όχι ως «αλβανοί».
Με το ρωσικό κριτήριο τα πράγματα ήταν πιο απλά: είμαστε ρωμιοί, δηλαδή βυζαντινοί-ορθόδοξοι. Το θέμα είναι «να έρθει ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι».
Μιλάμε, λοιπόν, για τον απόλυτο πνευματικό «εμφύλιο» μέσα το νεωτερικό μας κεφάλι. Πράγματα βέβαια γνωστά. Που ποτέ όμως δεν θελήσαμε να τα σκεφτούμε. Για να μη τεθεί υπό συζήτηση ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» μας!
Καθώς το Βυζάντιο είχε αποπεμφθεί στο εξώτερο μεσαιωνικό σκότος, κάθε επί της ουσίας συζήτηση ήταν αδιανόητη. Ήταν απλώς «εθνικώς επικίνδυνη».
ΙΙΙ
Το βιβλίο του Γιώργου Σαλεμή φωτίζει πλήρως τον διανοητικό αυτό τραγέλαφο με έναν έμμεσο αλλά πολύ ευφυή τρόπο. Προβάλλοντας αυτό που ήμασταν πριν, μέσα από τον τρόπο, τα πρότυπα και τις μαστορικές της προνεωτερικής στρατιωτικής μας παράδοσης. Αναστρέφω την προσέγγισή του πηγαίνοντας από το συνολικό στο επιμέρους. Και την ανασυνθέτω στα ακόλουθα τρία βήματα:
Η βυζαντινή οικουμενική πολιτειότητα, περιλαμβάνει τους «Στρατιώτες», τους εν συνεχεία «Αρβανίτες», ως «οικουμενικής» εμβέλειας στρατιωτική παράδοση.
Με την ισλαμική-κολεκτιβιστική-δεσποτική υποστροφή-μετάλλαξη της Οικουμένης, η στρατιωτική αυτή παράδοση διασπάστηκε σε χριστιανική και σε ισλαμική. Οι εξισλαμισμένοι έγιναν δούλοι του Σουλτάνου, στρατηγοί και στρατο-χωροφύλακες της οθωμανικής Δεσποτείας. Οι άλλοι έμειναν αυτό που ήσαν και πριν. Όπως ακριβώς το είπε ο Κολοκοτρώνης στον Άμιλτον, όταν του ζητούσε να κάνουμε συμβιβασμό με τους Τούρκους: «Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”. “Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”».
Με τη νεωτερική δορυφοροποίηση και αποσύνθεση της οθωμανικής Δεσποτείας, η ιστορική διάσπαση ανάμεσα στα «οτζάκια της αρβανιτιάς» απέδωσε (με διαφορά φάσης ενός αιώνα) δύο βεστφαλιανά ψευδο-εθνοκράτη: το «ελληνικό» και το «αλβανικό».
Αποδεικνύει λοιπόν ο συγγραφέας μας, με θαυμαστή καθαρότητα, ότι ο τύπος του «Στρατιώτη» / «Αρβανίτη» έχει ταυτότητα, η οποία δεν καλύπτεται από κανένα νεωτερικό κριτήριο και καταγίνεται με την αποδελτίωσή της.
Εδώ ήταν και η δική μου μεγάλη έκπληξη: μα αυτά τα χαρακτηριστικά, που βλέπω να αποδελτιώνει ο Σαλεμής, αποδίδουν ψυχές που το αρχέτυπό τους βρίσκεται αυτούσιο στην Ιλιάδα! –Έκπληξη, γιατί δεν πιστεύω να ήταν οι Αρβανίτες-Στρατιώτες πιο εγγράμματοι από τον επίσης ιλιαδικό Στρατηγό Μακρυγιάννη και να είχαν την Ιλιάδα για προσκέφαλο. Απαριθμώ μερικές από τις ουσιώδεις παραμέτρους της ιλιαδικής ταυτότητας:
Οι Αχαιοί «Στρατιώτες» είναι «έθνος εταίρων». Δηλαδή ισοτίμων. Αν η ισοτιμία παραβιαστεί από τον αρχηγό, το άτομο νομιμοποιείται να αποχωρήσει από την ομάδα.
Ασέβεια απέναντι στην οποιαδήποτε άδικη εξουσία. Ο Αχιλλέας προς τον παμβασιλέα Αγαμέμνονα: «κυνώπα» και «κερδαλεόφρων» - σκυλομούρη και παραδόπιστε!
Φιλοτιμία. Πάνω απ’ όλα η προσωπική τιμή. Στόχος η δόξα επί αρετή-ανδρεία.
«Θνητά φρονείν» –όλοι θα πεθάνουμε. «Κάτθανε και Πάτροκλος». Το θέμα δεν είναι να μην πεθάνουμε, αλλά να έχουμε ένδοξο-έντιμο θάνατο - ανόητε.
Ο εχθρός δεν είναι χειρότερος από μας. Ό,τι κι αν λέμε.
Ο φονιάς μπορεί να «φάει ψωμί» με τον πατέρα του σκοτωμένου και να κλάψουν μαζί.
Η Φιλία υπερβαίνει τη σχέση ατόμου-ομάδας. Μπαίνει πάνω από τη συλλογική ταυτότητα. (Ο Αχιλλέας επιστρέφει στη μάχη επειδή σκοτώθηκε ο φίλος του.)
Τι γίνεται εδώ πέρα; Ό,τι ξεχωρίζει τους ομηρικούς Στρατιώτες και τους μεσαιωνικούς κεφαλοτόμους ομολόγους τους, είναι μόνο η «θρησκεία». Η οποία, θα σας φανεί παράξενο - αλλά δεν έχω το χρόνο να το εξηγήσω εδώ - κατοχυρώνει μεταφυσικά την ιλιαδική ταυτότητα, διανοίγοντάς την στην προοπτική της Ανάστασης.
Η ιλιαδική ταυτότητα εστιάζεται στην ελευθερία-ισότητα-φιλία. Αλλά ελληνική και ιλιαδική ταυτότητα είναι ένα και το αυτό. «Την Ελλάδα πεπαίδευκεν ούτος ο ποιητής», θα ομολογήσει δύσθυμος ο Πλάτων στην «Πολιτεία». -Δύσθυμος γιατί έβλεπε ότι η ταυτότητα αυτή είχε ήδη εξαντληθεί στον καιρό του, και ο σοφιστικός μηδενισμός κάλπαζε. Δεν υποψιαζόταν βέβαια την πρόσω αναστάσιμη μεταφυσική διάνοιξη που επέπρωτο να της παράσχει ο Σταυρός. Είναι τυχαίο που στο Βυζάντιο ο Όμηρος διδάσκεται από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο;
Ο Στρατιώτης-Αρβανίτης, που στη θέση του Σταυρού θα βάλει την Ημισέληνο, θα χάσει όχι μόνο τη χριστιανική και την ρωμαϊκή ταυτότητα, αλλά και την ιλιαδική. Θα χάσει δηλαδή τον πυρήνα της ψυχής του: την απροϋπόθετη ταύτιση ελευθερίας-ισότητας-φιλίας. Με τον εξισλαμισμό η ελευθερία αυτή θα έχει αναιρεθεί. Σκοπός της ιλιαδικής ομάδας είναι τοελεύθερο άτομο. Σε αντίθεση με όλους τους τότε «άλλους», όπου η ομάδα είναι το Παν και το άτομο Τίποτα. Πρόκειται ουσιαστικά για τη διαφορά με το «βαρβαρικό» συλλογικό άλλο, όπως την όρισε και πάλι ο ίδιος ο Όμηρος: «δεν έχουν βουληφόρο αγορά και στις γυναίκες φέρονται σαν κτήνη».
Στη βουλη-φόρο αγορά δεν στέκεσαι αν έχεις ψυχή δούλου. Είναι το θέμα που συζητά ο Λογγίνος στο «Περί ύψους» περίφημο: Μπορεί άραγε ο δούλος να σταθεί ως ρήτορας στην Εκκλησία του Δήμου; Όχι βέβαια. Στερείται την αναγκαία παρρησία. Την προσιδιάζουσα μόνο στον ελεύθερο άνθρωπο!
Μιλώντας, λοιπόν, για την «ελληνική ταυτότητα» στην προνεωτερική εποχή εννοούμε την ιλιαδική ταυτότητα. Είχε μήπως κανείς «άλλος» την ταυτότητα αυτή πλην των Ελλήνων; Όχι, διότι εστιαζόμενη στην προσωπική ελευθερία καθιστούσε τον ελληνικό πολιτισμό μοναδικό. Όπου αν είσαι κοινωνικά ελεύθερο άτομο και έχεις λόγο τιμής («μπέσα» δηλαδή!), δεν μπορούσε παρά να είσαι Έλληνας. Καθαρό δεν είναι;
Να λοιπόν γιατί οι Αρβανίτες ήταν Έλληνες! Και η ταυτότητα της στρατιωτικής τους παράδοσης ακραιφνώς ελληνική.
(Kείμενο ομιλίας του Θ. Ζιάκα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Σαλεμή, Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες, στις 9-5-2015.)
πηγή: αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.