Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Συμμαχώντας με τον Θεό - Της Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα*




16/09/14  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Το ζήτημα του προσδιορισμού μιας θρησκευτικής πολιτικής για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απλό. Οχι μόνο γιατί η αθεϊστική κληρονομιά ενός ιστορικά σημαντικού τμήματος στελεχών έχει σφραγίσει ανεξίτηλα τη ριζοσπαστική Αριστερά, ούτε μόνο γιατί συνιστά την κύρια παράδοση της ευρωπαϊκής Αριστεράς γενικότερα, αλλά και γιατί η διαχρονική πρόσδεση της Εκκλησίας στη Δεξιά αποτελεί ένα μακροχρόνιο βαρίδι, που δεν είναι εύκολο να ξορκιστεί απλώς με καλές προθέσεις.

Με προσεκτικότερη εξέταση διαπιστώνει όμως κανείς ότι αυτό που μοιάζει σαν πάγια πρόσδεση στη Δεξιά, στην πραγματικότητα είναι μάλλον συστημική σύνδεση της εκκλησιαστικής διοίκησης με τους μηχανισμούς της εξουσίας, τουτέστιν με το κράτος. Ενα κράτος πολλαπλά ανάπηρο, όχι μόνο φύσει αλλά και θέσει εκμεταλλευτικό και συνάμα υποτασσόμενο σε αλλότρια συμφέροντα. Η αγαστή αυτή σύμπλευση δεν προάγει ασφαλώς τη διακονία του ελευθερωτικού χαρακτήρα της χριστιανικής πίστης, αλλά συχνά μοιάζει με αλληλέγγυα συνεταιρεία, συναλλαγή σε καθεστώς εκμετάλλευσης. Και οι πιο ειλικρινείς και αγνές προθέσεις εγκλωβίζονται σε παγίδες. Ετσι, τα με κόπο και μόχθο προσφερόμενα ψιχία της εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας τελικώς υποκαθιστούν το κοινωνικό κράτος. Οσο και αν για κάποιους συνανθρώπους μας είναι ένεση ζωής, η παγίωση ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης πλήττει θανάσιμα και τη δημοκρατία και κάθε έννοια δικαιοσύνης. Σήμερα πάλι, ο διάλογος Εκκλησίας και Αριστεράς μοιάζει να γίνεται για άλλη μία φορά με φόντο την εξουσία.
Η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Αγιον Ορος, όντας μια θεσμική επίσκεψη, αυτό ακριβώς σηματοδότησε. Αυτό ήταν και ο κύριος άξονας της κριτικής που δέχτηκε, παρά τη σπουδαιότητα του επικοινωνιακού επιτεύγματος: Πολλαπλές παρανοήσεις, που είχαν σκόπιμα καλλιεργηθεί στο πλαίσιο της γκεμπελικού τύπου προπαγάνδας της Δεξιάς, άρθηκαν σε πρώτο επίπεδο. Στο πλαίσιο μιας επίσκεψης γνωριμίας ζητούμενη είναι η καλοπιστία και φυσική η ανταλλαγή φιλοφρονήσεων σε κλίμα αβροφροσύνης.
Το σπάσιμο της μονοπώλησης της Εκκλησίας από τη Δεξιά και την Ακροδεξιά είναι τεράστιας σημασίας για την κοινωνία. Οι καρποί αυτοί ελπίζουμε να μείνουν, παρά τις κριτικές κραυγές ένθεν και ένθεν που επιχείρησαν να σπιλώσουν ή και να αμαυρώσουν το εγχείρημα.

Αυτό ασφαλώς δεν εξαντλεί το πολιτικό περιεχόμενο μιας θρησκευτικής πολιτικής. Αντί όμως να προτρέχει κανείς και να επιδίδεται σε ερμηνεία προθέσεων, χρήσιμο είναι να τεθούν επί τάπητος τα κατ’ εξοχήν πολιτικά ζητήματα, και μάλιστα κατά το δυνατόν πέρα από συνθηματολογίες και παχυλές, παντελώς αποπροσανατολιστικές αφαιρέσεις.

Η αγωνία που συνδέεται με τη δυναμικά μεταβαλλόμενη πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ είναι νόμιμη και απολύτως θεμιτή. Και εδώ τίθενται σοβαρότατα ερωτήματα: Ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσεγγίσει την Εκκλησία σε επίπεδο συναλλαγής, αποδεχόμενος τη δύναμη της επίδρασής της σε μεγάλη μερίδα του κόσμου; Ακόμα χειρότερα, σε επίπεδο διαπλοκής, όπου υπάρχει τέτοιο περιθώριο; Μήπως τυχόν ο ΣΥΡΙΖΑ προσεγγίζει την Εκκλησία σε κλίμα ειδυλλιακής κατασκευής της πραγματικότητας;

Αυτή την τελευταία εκδοχή μοιάζει να προωθούν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκουν να διαχειριστούν το ζήτημα, επανδρώνοντας όργανα ή παρουσιαζόμενοι ως αυτόκλητοι εκφραστές «της» χριστιανικής τάσης. Δεν υπάρχει όμως μία μονοσήμαντη χριστιανική εκδοχή και οι πιστοί (εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ) δεν είναι πρόβατα. Καιρός να γίνει κατανοητό, τόσο από τους εκκλησιαστικούς ποιμένες όσο ιδίως και από κάποιους επί το πλείστον νεόκοπους κομματικούς ταγούς.

Είναι συνεπώς σημαντικό η προσέγγιση να γίνεται στο πεδίο του πραγματικού. Μαζί με το θετικό της περιεχόμενο δεν πρέπει να ξορκίζονται, ούτε να αποσιωπώνται τα υπαρκτά προβλήματα. Πολύ περισσότερο, η σχέση με την Εκκλησία δεν μπορεί να πραγματώνεται μόνο σε επίπεδο κορυφής, ούτε με το βλέμμα στραμμένο μόνο στην ψήφο του χριστεπώνυμου πληρώματος, αλλά ως τμήμα μιας ουσιαστικής διαδικασίας ώσμωσης με τις ανάγκες, τις ευαισθησίες και τις προσδοκίες της ευρύτερης κοινωνίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει αυτή την ώσμωση; Είναι άραγε ποτέ δυνατόν να αναστραφούν η βαθύτατη κρίση, η ισοπέδωση μιας κοινωνίας, η παραγωγική ανασυγκρότηση μιας χώρας σε άλλη βάση, δίχως την ενεργοποίηση όλων των θετικών και ριζοσπαστικών κοινωνικών δυνάμεων; Η ανησυχία είναι μεγάλη. Η αποτυχία σύνδεσης με την κοινωνία θα οδηγήσει μοιραία τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια λογική διαχείρισης. Το ζήτημα όμως είναι η αναστροφή και ανατροπή, όχι η διαχείριση του μη διαχειρίσιμου.

Μια προσεκτικότερη ανάγνωση και της θεολογίας θα είχε στο προκείμενο πολλά να προσφέρει. Οσοι είμαστε πιστοί, βλέπουμε την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, δηλαδή ως κοινωνία. Τιμούμε τον κλήρο και τους επισκόπους ως τύπο ορατής ενότητας, «εις τόπον Χριστού», αλλά γνωρίζουμε ότι μια από τα πάνω «κλαδική» εκκλησιολογία που επιβάλλει την εξουσία ενός ιερατείου, εκλαμβανόμενου ως σωματείου και συνασπισμού συμφερόντων, είναι ξένη προς την ορθόδοξη παράδοση, σημάδι έκπτωσης και νοσηρότητας, όπου τυχόν απαντά. Οσοι είμαστε πιστοί, τιμούμε το Αγιον Ορος για την προσφορά και την ησυχαστική του παράδοση. Οχι αναγκαστικά για τον «εκσυγχρονισμό» του, ούτε για ολισθηρά φαινόμενα στην οικονομική διαχείριση, πόσο μάλλον για τη διάθεση μεμονωμένων παραγόντων να επικαθορίζουν τα πολιτικά πράγματα ή και να δίνουν το δαχτυλίδι.

Είναι βέβαιο ότι όλοι πρέπει να ασκηθούμε στον σεβασμό του δημόσιου χώρου. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μέχρι τώρα ενθαρρύνει την καλλιέργεια ενός πολυεπίπεδου διαλόγου χριστιανισμού και Αριστεράς στη βάση της κοινωνίας. Εν τούτοις, αυτός πραγματώνεται ήδη, με πρωτοβουλία των πολιτών, και όχι μόνο στο πεδίο του λόγου αλλά και αναγκαίων πολιτικών δράσεων και διεργασιών, που πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρην οφθαλμού και να μη δηλητηριάζονται από αστόχαστες κραυγές.

Τέτοιες που δίνουν κάποτε την εντύπωση μιας εξωπολιτικής διαμάχης ιδεολογικών χαρακωμάτων υπέρ των ιερών γραφών της αθεϊστικής παράδοσης, φανερώνοντας μια προνεωτερικού τύπου μισαλλοδοξία και έλλειψη ανοχής. Σε όχι πολύ διαφορετικό κλίμα, λιγοστοί ιεράρχες την ίδια στιγμή επιδίδονται σε κηρύγματα μίσους, εκθέτοντας βαθύτατα την Εκκλησία αντί να τη διακονούν. Οι μεν θα χαρακτηρίσουν τους πιστούς συλλήβδην χριστιανοταλιμπάν, κατά πανομοιότυπα ρατσιστικό τρόπο με τον οποίο απαξιώνεται συχνά το σύνολο του ισλαμικού κόσμου. Οι δε, οι υποστηρικτές ενός «Ευαγγελίου της ευημερίας» για τους ίδιους, θα αναφωνήσουν «αθέοι», όπως τόσο υπέροχα τα είχε πει στο Πρωτοχρονιάτικο ποίημά του ο Βάρναλης:

κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι

ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».

Τόσο μια γηπεδική αντιπαράθεση όσο και μια επικοινωνιακή διαχείριση αποκλειστικά στο πεδίο των δημόσιων σχέσεων εξοβελίζουν την πολιτική και φτωχαίνουν τη δημοκρατία.

…………………………………………………………………………………..
* Δρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός, συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.