Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ “ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ” ΓΛΩΣΣΑ : η επικίνδυνα μονοδιάστατη σκέψη στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας



του Παντελή Σαββίδη

Το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ημερίδα με επίκεντρο την μακεδονική γλώσσα. (Δεν θα βάζω εισαγωγικά ούτε στο μακεδονική γλώσσα, ούτε στο Μακεδόνες διότι η κυβέρνηση των Αθηνών αποδέχθηκε και τους δύο όρους).

 Την ημερίδα οργάνωσε το Εργαστήριο «Σύνορα-Πολιτισμός-Φύλο» σε συνεργασία με το εργαστήριο Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου των Σκοπίων. Το γεγονός έτυχε της υποστήριξης ορισμένων καθηγητών του Πανεπιστημίου και της αντίδρασης άλλων. (Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία που, απλώς, διαβάζει). Στους υποστηριχτές της ημερίδας ανήκουν και οι καθηγητές Νίκος Μαραντζίδης και Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης οι οποίοι έγραψαν ένα άρθρο στην εφημερίδα τα ΝΕΑ το Σάββατο 21 Δεκεμβρίου το οποίο μπορείτε να το δείτε παρακάτω.

Διάβασα το άρθρο των δύο καθηγητών και θα ήθελα να κάνω ορισμένες επισημάνσεις. Να διευκρινίσω ότι τους γνωρίζω και τους δύο προσωπικά και τους εκτιμώ. Πιστεύω, δε, πως έχουν και ακαδημαϊκό εκτόπισμα. Είμαι, όμως, σε εντελώς διαφορετικό κλίμα και δεν θα ήθελα να πάρουν προσωπικά την διαφοροποίησή μου. Θα σχολιάσω κυρίως τάσεις στην κοινωνία και θα τους θέσω ορισμένα ερωτήματα. Άλλωστε αυτά που γράφουν στα ΝΕΑ έχουν καταχωρηθεί ως η κυρίαρχη πολιτική αντίληψη όχι στην κοινωνία αλλά στο πολιτικό και ακαδημαϊκό σύστημα. Πως γίνεται θα μου πείτε αυτό;

Γίνεται όπως και στην Κύπρο. Μια συντριπτική πλειοψηφία απέρριψε το Σχέδιο Ανάν αλλά τα δύο κόμματα που το υποστήριξαν έχουν το συντριπτικό εκλογικό ποσοστό στην κυπριακή κοινωνία.

Να βάλουμε στην αρχή το πλαίσιο. Μετά από πολλά χρόνια Αθήνα και Σκόπια συμφώνησαν σε ένα πλαίσιο το οποίο ηρνείτο η Αθήνα από την αρχή της έντασης μεταξύ των δύο χωρών.

Το όνομα θα ήταν σύνθετη ονομασία. Αυτό είχε τεθεί από την αρχή. Εκεί που διαφωνούσαν ήταν η εθνικότητα και η γλώσσα της γειτονικής χώρας. Η λογική λέει ότι η εθνικότητα και η γλώσσα παράγονται από την ονομασία της χώρας. Εδώ επιδιώχθηκε εξ αρχής διαφορετική ονομασία της χώρας από την εθνικότητα.

Όταν η Αθήνα υποχώρησε σε αυτό, βρέθηκε λύση. Αν η Αθήνα υποχωρούσε νωρίτερα λύση θα βρισκόταν νωρίτερα.

Πήρε, λοιπόν, η Ελλάδα την ονομασία Βόρεια Μακεδονία και τα Σκόπια μακεδονική εθνικότητα και γλώσσα.

Η Ελλάδα πήρε και κάτι άλλο. Στην Συμφωνία διευκρινίζεται ότι ο Μακεδόνας της γειτονικής χώρας δεν έχει σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες και ότι η μακεδονική γλώσσα ανήκει στην οικογένεια των σλαβικών γλωσσών.

Τα πήρε, αλλά στα χαρτιά. Το πολιτικό παιχνίδι, όμως, και οι κοινωνικές δυναμικές δεν διαμορφώνονται στα χαρτιά.

Σε επίπεδο ονομασίας ενώ η Συμφωνία είναι σαφέστατη ότι το Βόρεια Μακεδονία θα χρησιμοποιείται για όλες τις χρήσεις (erga omnes) η ηγεσία, και όχι απλώς ο λαός, αρνείται να το τηρήσει. Η συνταγματολόγος πρόεδρος και ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας επικαλούνται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού τους.

Εάν τα κρατικά όργανα της χώρας με το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού καταπατούν την συμφωνία τότε προς τι η συμφωνία;


Τώρα, επι της ουσίας.

Υπάρχει ένα ακαδημαϊκό επίπεδο με το οποίο προσεγγίζεται από τους δύο καθηγητές το θέμα, ένα πολιτικό και ένα κοινωνικό.

Για το ακαδημαϊκό θα μιλήσω εκτενέστερα παρακάτω.


Σε πολιτικό επίπεδο υπάρχει μια υποκρισία. Ενώ η πολιτική ουσία δεν τηρείται από τη γειτονική χώρα η Αθήνα αδιαφορεί.

 Το επισημαίνουν και οι δύο καθηγητές στο άρθρο τους. Κανένας πολιτικός, και δη της Βόρειας Ελλάδας, δεν αντέδρασε στην ημερίδα. Ο κ. Μητσοτάκης όταν ρωτήθηκε γιατί δεν αντέδρασε όταν ο κ. Μίτσοσκι μίλησε για Μακεδονία στην τελευταία συνάντηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είπε ότι δεν το δήλωσε μπροστά του. Αυτό είναι το θέμα; Η Συμφωνία αναφέρει ότι η ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας δεν μπορεί να αποκαλεί την χώρα της Μακεδονία μπροστά στον ¨Ελληνα πρωθυπουργό ή οπουδήποτε; Τι λένε, επ αυτού, ως επιστήμονες οι δύο καθηγητές; Ο ένας, μάλιστα, ο κ. Τσιτσελίκης είναι καθηγητής διεθνούς δικαίου.

Σε κοινωνικό επίπεδο υπάρχει ένα βαρύ φορτίο σε ό,τι αφορά τις διάφορες ονομασίες της γειτονικής χώρας. Ο κ. Μαραντζίδης έχει γράψει εξαιρετικά ενδιαφέροντα βιβλία που καταδεικνύουν αδρά το πρόβλημα. Το γνωρίζει καλύτερα από όλους. Γνωρίζει επίσης, πόσο όλο αυτό το ιστορικό ιδεολογικό φορτίο επηρεάζει, ακόμη, ορισμένους θύλακες στο εσωτερικό της Ελλάδας που το ασπάζονται και που επιδιώκουν την ρεβάνς. Ναι την ρεβάνς. Άλλωστε αυτά που απασχόλησαν την ημερίδα σε εκείνη την δύσκολη εμφυλιοπολεμική περίοδο αναφέρθηκαν. Θα μου πείτε, γιατί να ενδιαφέρει τους ακαδημαϊκούς αυτό; Την δουλειά τους κάνουν.

Την δουλειά τους κάνουν αλλά οι κοινωνίες δεν είναι ένα σύνολο αυτονομημένων χώρων και δεν αποτελούν το άθροισμά τους. Οι κοινωνίες είναι σύνθεση των χώρων που τις αποτελούν. Και η σύνθεση είναι διαφορετική από το άθροισμα.

Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε την δεδηλωμένη πρόθεση αυτών των, ελάχιστων αριθμητικά, πυρήνων να επιδιώξουν την διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας στα πανεπιστήμια και να αναγνωρίσει η Ελλάδα μακεδονική μειονότητα. Εάν οι καθηγητές δηλώνουν ότι δεν τα γνωρίζουν αυτά (το αποκλείω να μην τα γνωρίζουν) τότε διακατέχονται από μια επικίνδυνη άγνοια. Αν τα γνωρίζουν γιατί δεν ανησυχούν;

Ο κ. Τσιτσελίκης διδάσκει, αν δεν κάνω λάθος, κάτι σαν το δίκαιο των μειονοτήτων. Δεν γνωρίζω, ακριβώς, τον ορισμό του μαθήματος αλλά έχει να κάνει μεταξύ δικαίου και μειονοτήτων.

Το ότι οι μειονότητες πρέπει να απολαμβάνουν δικαιωμάτων, σεβασμού και προστασίας είναι μια βασική ανθρωπιστική και δημοκρατική αρχή. Αυτό σε ακαδημαϊκό επίπεδο.

Σε κοινωνικό και πολιτικό, αν από την λειτουργία μιας μειονότητας επιδιώκεται η υπονόμευση της συνοχής και της ακεραιότητας μιας χώρας τότε τι γίνεται;

Νομίζω είναι ένα ερώτημα που εύλογα θα το έθετε ένας φοιτητής τους.

Υπάρχουν και δύο άλλα ζητήματα: το ένα είναι η σαφής συνεργασία των πολιτικών μορφωμάτων που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι θύλακες που προανέφερα στη Δυτική Μακεδονία και η συνεργασία τους με τα ακραία στοιχεία της μειονότητας στη Θράκη. Κινήσεις τέτοιου είδους δεν νομίζω να έχουν την αφέλεια οι δύο καθηγητές να πιστεύουν ότι γίνονται σε κοινωνικό, απλώς, επίπεδο και να μην καθοδηγούνται από την Άγκυρα.



Ούτε και εδώ έχουν κάποια ανησυχία;

Αλλά υπάρχει και κάτι βαθύτερο. Είναι γνωστό ότι για να φθάσει η Ελλάδα στα σημερινά της σύνορα δόθηκαν σκληρές μάχες. Και στις αρχές του 20ου αιώνα στις περιοχές της Μακεδονίας οι μάχες αυτές ήταν και πολύ άγριες.

Παραστατικά, στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο υπήρξαν τρείς ζώνες. Η νότια ζώνη ήταν ελληνόφωνη και με ελληνική συνείδηση κατά κύριο λόγο. Στην βόρεια μιλούσαν, κυρίως, βουλγαρικά και η συνείδησή τους ήταν σλαβική κατά πλειοψηφία. Ο σκληρός αγώνας δόθηκε στην μεσαία ζώνη. Όπου οι πληθυσμοί ήταν μικτοί. Εκεί έγινε ο σκληρός αγώνας. Και δίγλωσσοι ή σλαβόφωνοι, μόνο, πληθυσμοί που ακολουθούσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο πέρασαν με τους Έλληνες και την Ελλάδα.

Οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων υπάρχουν στον ελληνικό χώρο, αποτελούν την πλειοψηφία των δίγλωσσων συμπατριωτών μας και νοιώθουν εγκατάλειψη από το ελληνικό κράτος όταν αναγνωρίζεται μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα.

Το γιατί το αντιλαμβάνεστε. Ένας εξ αυτών σε σχετική ανάρτηση που έκανα στην ιστοσελίδα Ανιχνεύσεις έγραψε: εμάς γιατί δεν μας ρωτάνε (οι καθηγητές και οι «μακεδόνες») πως αισθανόμαστε;

Η ιστορία έχει γυρίσματα. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτε.

Αν η Ελλάδα βρεθεί στην ανάγκη να διεκδικήσει ό,τι και στις αρχές του 20ου αιώνα, ποιος θα της έχει εμπιστοσύνη;

Ο κ. Τσιτσελίκης θα πει εμάς δεν μας ενδιαφέρουν αυτά, εμείς είμαστε ακαδημαϊκοί δάσκαλοι. Ε, λοιπόν, για τον φερετζέ του ακαδημαϊσμού είχα γράψει το ακόλουθο σχόλιο.

Το πρώτο ερώτημα που αναδεικνύεται, από την ημερίδα, είναι αν πρόκειται για ακαδημαϊκή έρευνα, όπως δείχνουν τα εξωτερικά στοιχεία ή για κεκαλυμμένη προπαγάνδα και προσπάθεια ένταξης της διδασκαλίας της γλώσσας αυτής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Όταν πρωτοτέθηκε το θέμα της δημιουργίας σχολείων διδασκαλίας της «μακεδονικής» γλώσσας στη Φλώρινα από την φιλοσκοπιανή οργάνωση «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας», στην σχετική δήλωση υπονοήθηκε ότι θα επιδιωχθεί η διδασκαλία της γλώσσας αυτής εκτός από τα φροντιστήρια και από πανεπιστημιακά ιδρύματα.


Βρήκε πρόσφορο έδαφος στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας αυτή η ΜΚΟ η οποία είναι η δημόσια έκφραση εθνικιστικών οργανώσεων των Σκοπίων και της διασποράς της γειτονικής χώρας; Αν ναι. Γιατί; Και πώς; Πως ήταν τόσο σίγουρη ότι το αίτημά της για διδασκαλία της γλώσσας σε πανεπιστημιακά ιδρύματα θα γινόταν δεκτό; Υπέβαλε, μάλιστα, και σχετικό αίτημα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Άρα, υπάρχει ένας πυρήνας στο Πανεπιστήμιο αυτό που υποθάλπει την καλλιέργεια της ιδέας; Φαίνεται πως ναι.

Σημειωτέων ότι μέρος του τμήματος Βαλκανικών Σπουδών λειτουργούσε στη Φλώρινα μέχρι την ενσωμάτωσή του στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και στόχος συνολικά του τμήματος είναι η μελέτη της ιστορίας, του πολιτισμού και της γλώσσας των βαλκανικών λαών. Τυπικά και επιστημονικά οι οργανωτές είναι καλυμμένοι. Ουσιαστικά είναι;

Η ουσία, όμως, είναι βαθύτερη. Χωρίς να έχει αλλάξει τους θεσμούς της και να διασφαλίσει την ασφάλεια και την ακεραιότητά της η ελληνική κοινωνία έχει περάσει σε μετανεωτερικές αναζητήσεις.

Οι θεσμοί της, δηλαδή, είναι στην καλύτερη περίπτωση νεωτερικοί (μερικοί είναι και προνεωτερικοί) αλλά η νοοτροπία που επιχειρείται να επιβληθεί στην κοινωνία είναι μετανεωτερική.

Ποιο είναι το μέλλον της σε ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό από την καλή, μετανεωτερική, βούληση της ίδιας; Ένα περιβάλλον που επιδιώκει την αναδιαμόρφωση των συνόρων στα πριν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου δεδομένα;

Η επιστημονική έρευνα είναι ξεκομμένη από τις κοινωνικές αγωνίες; Μπορεί και να τις υπονομεύει;

Σε κοινωνικό επίπεδο ανάλογες προσπάθειες σύγκλισης της κοινής γνώμης των δύο χωρών έγιναν και κατά την διάρκεια της κορύφωσης του προβλήματος της ονομασίας την δεκαετία του 90 τις οποίες παρακολούθησα. Η προσπάθεια της σκοπιανής πλευράς ήταν να περάσει τις θέσεις της. Η προσπάθεια της ελληνικής αντιπροσωπείας να καταγγείλει τον ελληνικό εθνικισμό. Και σήμερα αυτό επιχειρείται.

Υπάρχει ένας ελληνικός εθνικισμός ο οποίος δεν επιτρέπει ούτε την έρευνα, ούτε την αναγνώριση της μακεδονικής μειονότητας, ούτε την διακίνηση χαρτών με την Μακεδονία ως τα Τέμπη και τη Χαλκιδική που είναι ο αλυτρωτικός στόχος της γειτονικής χώρας.

Είναι επιστημονική διαπίστωση την οποία συμμερίζονται οι καθηγητές ότι έχουμε να κάνουμε με έναν μακεδονικό λαό, απόγονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο οποίος μιλά την μακεδονική γλώσσα (προφανώς των αρχαίων Μακεδόνων) τον οποίο λαό προσπαθεί να καταπνίξει και να εξαφανίσει ο ελληνικός εθνικισμός;



Ποια θέση έχουν; Διότι οι επιστήμονες της γειτονικής χώρας, κατά πλειοψηφία, αυτό υποστηρίζουν. Σχέση με την αρχαία Μακεδονία. Ανεξαρτήτως της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η Συμφωνία των Πρεσπών αφήνει αδιάφορους τους περισσότερους ακαδημαϊκούς στα Σκόπια. Στην Ελλάδα;

Εν τέλει, το Εργαστήριο που πραγματοποίησε την ημερίδα σε τι αποσκοπεί; Να θέσει ερωτήματα, όπως κάνει η επιστημονική έρευνα ή να αιτιολογήσει με την ακαδημαϊκή κάλυψη ένα πολιτικό αφήγημα; Απο την επιστημονική έρευνα προέκυψε κάποια αμφισβήτηση της παραδοχής περί “μακεδονικής” γλώσσας;

Πίσω από την επιστημονική κάλυψη έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια ενταγμένη στο πλαίσιο μιας μετανεωτερικής αποδόμησης κάθε είδους ταυτότητας.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρείται να αποδομηθεί η ελληνική ταυτότητα, όχι η ταυτότητα του λαού της γειτονικής χώρας στον οποίο αποδίδεται αβρόχοις ποσί ο τίτλος της μακεδονικής εθνότητας και της μακεδονικής γλώσσας. Και επισήμως, πλέον.

Όσοι έχουν παρακολουθήσει την ιστορική εξέλιξη αυτού του λαού και της γλώσσας του δεν έχουν αμφιβολία ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο αντιεπιστημονικό από τον ισχυρισμό του περί μακεδονικής καταγωγής.

Το Εργαστήριο το οποίο είναι προσανατολισμένο σε μετανεωτερικές αντιλήψεις όπως αποκαλύπτει ο τίτλος του ( «Σύνορα-Πολιτισμός-Φύλο”) τι ακριβώς επιδιώκει;

Η ελληνική κοινωνία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι μονοδιάστατη. Αλλά θέλει να γνωρίζει τι υπηρετούν και τι εξυπηρετούν οι θεσμοί που δημιουργούνται και τους στηρίζει. Την βοηθούν στην εξέλιξή της ή στην αποδόμησή της και, τελικά, στην διάλυση και την παράδοσή της;

Όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι δημόσιοι ακαδημαϊκοί θεσμοί στην χώρα έχουν ενταχθεί, προσαρμοζόμενοι στις επιθυμίες της κυρίαρχης ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης, σε ένα αποδομητικό ρεύμα που δημιουργεί υπαρξιακές κοινωνικές αγωνίες.

Γι αυτό το θέμα που θίγει το Εργαστήριο δεν είναι ακαδημαϊκό. Είναι προ πολλού πολιτικό. Και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται από την κοινωνία. Οπότε ο ακαδημαϊσμός είναι απλώς ο φερετζές του.

Κατά τα άλλα στα πανεπιστήμια πρέπει να αναπτύσσονται οι κάθε είδους ιδέες, αρκεί να γνωρίζουμε τι επιδιώκουν οι φορείς τους. Αλλά όταν επιδιώχθηκε για λόγους συναισθηματικούς να παρουσιαστεί στο ΑΠΘ ένα ανώδυνο βιβλίο της κ. Δελιβάνη, η αριστερά (μπαχαλάκηδες και άλλοι) επέδραμαν και απείλησαν το πάνελ και τον κόσμο με βία αν δεν εγκατέλειπαν την αίθουσα.



Το ίδιο συνέβη όταν ένα εργαστήριο στην Πολυτεχνική Σχολή εφήρμοζε προγράμματα κατασκευής drones για να βοηθήσει την χώρα να αποκτήσει δική της παραγωγή για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που την απειλούν.

Και κατά την διάρκεια της επίμαχης ημερίδας, οι αντιεξουσιαστές λειτούργησαν ως τα ΜΑΤ της.

Υπάρχει γι αυτούς μια αλήθεια. Η δική τους. Οι άλλες απόψεις είναι γραφικές, εθνικιστικές και εξοβελιστέες από τα πανεπιστήμια. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί περι γραφικών και ακραίων εθνικιστών όσων διαφωνούν με τις απόψεις τους ήταν ατυχείς για το κύρος των δύο καθηγητών. Στο λαρθρο τους κατείχαν το 1/3 της έκτασής του. Δεν θέλουν αντίλογο; Είναι επιστήμη η μοναδική αλήθεια πο αυτοί κατέχουν;

Εντάξει, έχετε τα πανεπιστήμια, τα Μέσα Ενημέρωσης και όποιους άλλους κυρίαρχους θεσμούς με το μέρος σας.

Απολαύστε τον κυρίαρχο μονόλογό σας. Μέχρι να πέσετε θύμα του. Δεν το εύχομαι αλλά εκεί οδηγούνται οι εξελίξεις. Μετά;

Οι θέσεις που περιέγραψα δεν στρέφονται κατά των λίγων συμπολιτών μας που δείχνουν ενδιαφέρον για τις σχέσεις τους με την γειτονική χώρα. Οι πρόγονοί τους υπέστησαν πολλά απο το ελληνικό κράτος. Ένα κράτος το οποίο δεν γνωρίζει την Αριστοτελική μεσότητα. Και τότε ήταν ακραίο απο τη μια πλευρά και σήμερα είναι ακραίο απο την άλλη. Εκείνη που υφίσταται τις συνέπειες της κρατικής αβελτηρίας είναι η κοινωνία. Και τότε και τώρα.

Ούτε με τη μειονότητα της Θράκης θα υπήρχε πρόβλημα αν ένα μικρό, ακραίο μέρος της δεν αλλοιθώριζε προς την ¨Αγκυρα, ούτε με τους λίγους που αισθάνονται μακεδόνες στην Δυτική Μακεδονία. Με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπήρχαν δεύτερες σκέψεις στις επιδιώξεις τους. Δυστυχώς υπάρχουν και αυτές είναι που προκαλούν ανησυχίες.

Οι κκ. καθηγητές τι λένε;

ΠΗΓΗ: https://www.anixneuseis.gr/%ce%b7-%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%b4%ce%b9%ce%ac%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%84%ce%b7-%cf%83%ce%ba%ce%ad%cf%88%ce%b7-%cf%83%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%ae%ce%bc%ce%b9/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.