Έχοντας αναφερθεί στο προηγούμενο σημείωμα στο βιβλίο του Σκλαβούνου θα σταθώ, όπως προείπα, στο ακανθώδες ζήτημα των απόψεων της Αριστεράς απέναντι στο φαινόμενο Καποδίστριας. Είναι η έρευνα των πηγών που έσπρωξε τον Σκλαβούνο να αναδείξει στοιχεία της αρνητικής αυτής στάσης. Θεωρώντας ως κεκτημένο τα όσα γράφει, θα προβώ σε έναν εμπλουτισμό και ανάλυση με βάση και τις δικές μου έρευνες την τελευταία 15ετία στο έργο του Γεωργίου Σκληρού, που θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο.

Ας δούμε, λοιπόν, ποιες είναι οι απόψεις που διατυπώνει για τον Καποδίστρια ο Σκληρός, πρώτος εισηγητής του μαρξισμού στην Ελλάδα με το περίφημο βιβλιαράκι του “Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα” και στην συνέχεια με το κύκνειο άσμα του “Τα σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού”. Από το προοίμιο κιόλας τοποθετείται αρνητικά στις όποιες θετικές γνώμες ιστορικών για τον Καποδίστρια τονίζοντας ότι: «Εννοείται όχι μόνον καμιά σημασία δεν πρέπει να δώσουμε στη γνώμη των συντηρητικών ιστορικών μας, αλλά να τόχωμε και κανόνα απαράβατο να ζητούμε την αλήθεια ακριβώς στο αντίθετο μ’ εκείνα που διαβεβαιώνουν αυτοί».

Δεν θεωρώ αναγκαίο να σταθώ αναλυτικά στην παραπάνω λογική, διατυπώνοντας το αυτονόητο, ότι αρχής γενομένης από τον Θουκυδίδη, όλοι οφείλουμε να γνωρίζουμε πια ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται στα πολιτικά φρονήματα του ιστορικού, αλλά στο αν έχει το επιστημονικό ήθος να σεβαστεί τα αυθεντικά στοιχεία, χωρίς να τα αποσιωπήσει, στρεβλώσει ή αλλοιώσει με βάση την ιδεολογία του. Ο αυτοεγκλωβισμός του Σκληρού, είναι, λοιπόν, προφανής.

O Σκληρός για τον Καποδίστρια

Έχοντας ήδη εκ των προτέρων τοποθετηθεί, μας δίνει μιαν αρκετά ουσιαστική περιγραφή της άποψής του: «Το σύστημα του Καποδίστρια είχε περίπου την εξής βάση: Να στηριχθή στη μεγάλη πλειοψηφία του μεσαίου και κατωτέρου λαού φροντίζοντας κυρίως για τις οικονομικές ανάγκες του, και να χτυπήση εν ανάγκη την ως τα τώρα κυριαρχούσα τάξη που θα ήθελε τυχόν να φέρη εμπόδια στη φωτισμένη δικτατορία του. Η κυριαρχούσα αυτή μειονοψηφία αποτελείτο από τις μεγάλες οικογένειες του τόπου και τους αγωνιστάς εν γένει, τους μορφωμένους ευρωπαΐζοντας πολιτικούς και τους λοιπούς ανθρώπους του πνεύματος και των γραμμάτων.

»Όλους αυτούς τους περιφρονούσε και φανερά τους κατηγορούσε ο Καποδίστριας. Τους προύχοντες ως τουρκομαθημένους κοτσαμπάσηδες, εγωϊστάς και εχθρούς του λαού, τους μορφωμένους φαναριώτες πολιτικούς ως φιλοδόξους ραδιούργους και ταραχοποιούς, τους φιλελεύθερους μορφωμένους ανθρώπους και δημοσιογράφους ως κούφους φρασεολόγους και βλαβερούς δημαγωγούς. Δεν καταλάμβανε ότι και σωστά αν ήταν όλα αυτά, πάλιν ήταν μια πραγματικότης, που έπρεπε να τη λάβη υπ’ όψη του και όχι να την πολεμήση άκριτα και αψυχολόγηταΤον γελούσε πολύ το γεγονός ότι οι μεσαίες γεωργικές τάξεις, ιδίως της Πελοποννήσου, και ο κατώτερος λαός είχαν μοναρχικά φρονήματα και πήραν στην αρχή το μέρος του. Αυτό τονίζουν συνήθως και οι συντηρητικοί ιστορικοί μας, ότι ο λαός ζητούσε διαρκώς “αυθέντη” (“Πότε θάλθη ο αφέντης μας;”) και προσκολλήθηκε στον Καποδίστρια.

»Πολύ σωστό αυτό, αλλά ανεπαρκές και ανωφελές. Γιατί στις αμόρφωτες και ασύνταχτες ακόμα κοινωνίες δεν έχει σημασία το τι γνώμη έχει ο κατώτερος λαός, που είναι συνήθως συντηρητικός, χωρίς ξεκαθαρισμένες ιδέες και χωρίς καμιά διοργάνωση, όσον η κυριαρχούσα τάξη, που αποτελείται από τους ισχυρούς και εξέχοντας παράγοντας του τόπου, είτε σε οικογενειακό όνομα, είτε σε πλούτο, είτε σε στρατιωτική και πολεμική αξία, είτε σε μόρφωση και πολιτισμόΚαι βέβαια, η γνώμη ενός Πετρόμπεη, ενός Κουντουριώτη, ενός Μιαούλη και ενός Μαυροκορδάτου την εποχή εκείνη είχε περισσότερη δύναμη, παρά η θέληση χιλιάδων ανθρώπων του λαού. Αναλόγως της εποχής και του τόπου πρέπει να λογαριάζεται και να κρίνεται η αναλογία της πραγματικής αξίας των κοινωνικών δυνάμεων».

Στην ίδια λογική αναπτύσσει και το υπόλοιπο της κριτικής του για τον Καποδίστρια και το έργο του, που το θεωρεί ολέθριο και με εξαιρετικά αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή. «Ο αναγνώστης θα απορήση ίσως γιατί να εκταθούμε τόσον πολύ για την ολιγόχρονο κυβέρνηση του Καποδίστρια. Το κάνομε γιατί δίδομε μεγάλη σημασία στην εμφάνισή του στην ελληνική πολιτική σκηνή και θεωρούμε την επίδρασή του, εν αντιθέσει με τους άλλους ιστορικούς μας, που όλοι σχεδόν τον εκθειάζουν, εξαιρετικώς ολέθριαΠρώτος ο Καποδίστριας έκανε την απόπειρα να στρεβλώση τη φυσική αστική εξέλιξη της νεώτερης ιστορίας μας και να καταστρέψη τη φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση της επαναστάσεως! Το λάθος του εστοίχισε στην Ελλάδα ακριβά και την έκανε να χάση πολύτιμο καιρό για να ξαναύρη πάλιν το φυσικό της δρόμο.

»Υπάρχει και ένας άλλος λόγος, που μας έκανε να σταματήσωμε περισσότερο στο πρόσωπο του Καποδίστρια. Η περίοδος της κυβερνήσεώς του, είναι σχετικώς η πιο δύσκολη να κριθή και απαιτεί την πιο λεπτή ψυχολογική και κοινωνιολογική ανάλυση, γιατί η μεγάλη του φυσιογνωμία, τα πολλά του προτερήματα, και το ενιαίο και συμμετρικό διοικητικό του σύστημα είναι ικανά να σκοτίσουν το μυαλό κάθε κριτικού, και του όχι κοινού ακόμαΕάν ένας Καποδίστριας, άνθρωπος αναμφιβόλως ανώτερος, μυαλό εξαιρετικό και Έλλην επί τέλους στα φρονήματά του και την αντίληψή του, έκανε τέτοια λάθη και παρεγνώρισε τέλεια την ελληνική πραγματικότητα της εποχής του και το πνεύμα της Επαναστάσεως, μπορούμε να φανταστούμε εύκολα τι τερατώδη διαγωγή έδειξε η νέα βαυαρική Δυναστεία του Όθωνος».

Οι συνεχιστές της θεώρησης Σκληρού

Αυτά συνοπτικά διατυπώνει ο Σκληρός, προβάλλοντας μια κατά βάση λαθεμένη, κατά την γνώμη μου, εκτίμηση για τον Καποδίστρια και το έργο του. Την άποψη όμως αυτή που πρωτοδιατύπωσε ο Σκληρός, την αγκάλιασε η υπό διαμόρφωση κομμουνιστική Αριστερά, υιοθετώντας άκριτα, αλλά και στις πλείστες των περιπτώσεων διαμορφώνοντάς την επί το δογματικότερον, απλοϊκότερον και εμπαθώς καταγγελτικό. Πρωτοστάτης και σε αυτό, ο και μαθητής του Σκληρού, Γιάνης Κορδάτος, που διαπνέεται από σφοδρό αντικαποδιστριακό μένος, που διαπέρασε σε σημαντικό βαθμό τις αναλύσεις και την οπτική της κομμουνιστικής, κυρίως Αριστεράς, από τον Γιάννη Ζεύγο, μέχρι και τον Άρη Βελουχιώτη, που στον ιστορικό λόγο του στην Λαμία, επιβεβαιώνει και αυτός τον πόλεμο που μια μερίδα της Αριστεράς είχε ανοίξει κατά του Κυβερνήτη.

Παραθέτω εν συντομία ορισμένα βασικά σημεία της οπτικής τους:

Γιάνης Κορδάτος: «[Ο Καποδίστριας] Εφαντάζετο ότι, εφαρμόζων συγκεντρωτικόν απολυταρχικόν σύστημα διοικήσεως, θα κατόρθωνε να επαναφέρει την διασαλευθείσαν τάξιν εις την ύπαιθρον χώραν, καθώς και την προτέραν οικονομικήν ζωήν εις τον τόπον. Ο Καποδίστριας, τοιαύτα φρονών, ήτο έξω τόπου και χρόνου, εντελώς δε απροσανατόλιστος και προς τους στοιχειώδεις ακόμη κανόνας της οικονομικής επιστήμης. Η υπερπήδησις της τότε μεγάλης εις έκτασιν οικονομικής κρίσεως, κρίσεως η οποία ήτο μοιραίον και αναπόφευκτον αποτέλεσμα των πολέμων, δεν ήτο έργον εύκολον και κατορθωτόν… Βεβαίως, δεν είχε μόνον ελαττώματα ο Καποδίστριας, τουναντίον είχε και προτερήματα, τα οποία τον καθίστων μιαν ξεχωριστήν προσωπικότητα. Διότι και μεγάλος διπλωμάτης υπήρξε και πνεύμα διοργανωτικόν επέδειξε και εργατικότητα μεγάλην.  Αλλ’ όπως ετονίσαμεν ανωτέρω, ο Καποδίστριας ήτο φανατικός μοναρχικός και μονοκόμματος εις τας πολιτικάς του σκέψεις. Με μιαν λέξιν, δεν ήτο ο ενδεδειγμένος αρχηγός της Επαναστάσεως, διότι ψυχικώς ήτο εχθρός της και διότι ουδέποτε ηννόησε την βαθυτέραν σημασίαν της και ουδέποτε ησθάνθη τον κοχλάζοντα τότε φιλελεύθερον παλμόν εις την τάξιν των οργανωσάντων την Επανάστασιν εμπόρων και ναυτικών. Τας δημοκρατικάς ιδέας τας εξελάμβανε ως ανοησίας θερμοκεφάλων και μωρών».

Γιάννης Ζεύγος: «Ο Γιάννης Καποδίστριας, ήταν κερκυραίος από αριστοκρατική οικογένεια, κόντες. Έκανε γενικός γραμματέας στην Ιόνιο Πολιτεία. Τότε γνώρισε τον Κολοκοτρώνη κι άλλους καπεταναίους. Έπειτα πέρασε στην υπηρεσία του τσάρου και έγινε υπουργός των εξωτερικών. Ήταν αντιδραστικός διπλωμάτης, της σχολής Μέτερνιχ, στεγνός και πεισματάρης γραφειοκράτης, φανατικός οπαδός του τσαρισμού στην εσωτερική και εξωτερική του πολιτική. Όταν η εθνοσυνέλευση της Τροιζηνίας τον έβγαλε κυβερνήτη έμενε στην Ελβετία. Πήγε στην Πετρούπολη όπου πήρε καθοδηγητικές γραμμές από τον τσάρο να ξεκάνει με το φιλελευθερισμό στην Ελλάδα».

Άρης Βελουχιώτης: «Ο Γιάννης Καποδίστριας από την ανασύσταση του ελληνικού κράτους άρχισε την καταστροφή της χώρας μας, κι ένας άλλος Γιάννης, ο Μεταξάς, έβαλε σ’ αυτήν το καπάκι».

Το ασφυκτικό ιδεολογικό πλαίσιο

Οι απόψεις και των τριών που παράθεσα είναι, προφανώς, ένα υποδεέστερο αναμάσημα των απόψεων Σκληρού. Στεκόμενος, λοιπόν, αποκλειστικά σε αυτές του Σκληρού θέλω να παρατηρήσω δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ένα μέρος της κριτικής που ασκεί έχει όντως βάση. Δεύτερον, ότι η συγκροτημένη κοσμική-ρεπουμπλικανική-σοσιαλιστική του οπτική, είναι λογικό ως ένα βαθμό να τον φέρνει εξ αντικειμένου απέναντι από τον Καποδίστρια.

Γι’ αυτό θα σταθώ στους κατά την γνώμη κυριότερους λόγους που τον οδηγούν στις αρνητικές του εκτιμήσεις: Ο πρώτος λόγος ανάγεται στον βαθύτατο ρεπουμπλικανισμό του. Ο  Σκληρός κατ’ ουσίαν βρίσκεται απέναντι σε καθετί, κατά την γνώμη του, “φεουδαρχικό-αριστοκρατικό”. Ο δεύτερος λόγος ανάγεται στον σφοδρό αντιτσαρισμό του, ενισχυμένος από την ίδια του την εμπειρία (την όποια του συμμετοχή στην Επανάσταση του 1905) και την προσήλωσή του, στα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Ο τρίτος λόγος είναι ο έντονος αντικληρικαλισμός, και η υφέρπουσα αθεΐα του, που ερχόταν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την βαθιά (ουσιαστικά και τυπικά) ορθόδοξη πίστη του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο τέταρτος και σημαντικότερος –κατά την γνώμη μου– λόγος, είναι ότι αδυνατεί να συλλάβει το φαινόμενο “Καποδίστριας” στις ευρύτερες και βαθύτερες διαστάσεις του, με αποτέλεσμα να υιοθετήσει άκριτα την μεθοδευμένη κατά του Καποδίστρια πολεμική των φορέων της αγγλικής πολιτικής στην Ελλάδα.

Είναι, λοιπόν, τα τέσσερα αυτά (και όχι μόνον) στοιχεία που οδηγούν τον Σκληρό στην οπτική αυτή που θέλει να βλέπει πίσω από την “βιτρίνα του Καποδίστρια”, τον άνθρωπο με την “βεβαρυμένη” αριστοκρατική καταγωγή, αντίληψη και κοσμοθεωρία, τον άνθρωπο που ουσιαστικά αποτέλεσε “το ανώτατο όργανο της τσαρικής εξωτερικής πολιτικής” και τέλος τον άνθρωπο-φορέα μιας συντηρητικής κουλτούρας που εκυριαρχείτο από βαθιά θρησκευτική πίστη, στοιχεία αντίθετα, αντίπαλα ή έξω από το ιδεολογικό περίγραμμα του ίδιου του Σκληρού.

Το όραμα του Καποδίστρια

Όσον αφορά την ουσιαστική πλευρά για το ζήτημα Καποδίστρια (μια κατεξοχήν πολύπλοκη περίπτωση ενός μεγάλου αριστοκράτη ιακωβίνου) αυτό απαιτεί το γράψιμο ολόκληρου βιβλίου. Τέλος, χάριν της ιστορικής αληθείας αξίζει να αναφέρω ότι αυτή δεν ήταν η σύνολη αλλά η κυρίαρχη γνώμη στην Αριστερά. Δεν είναι μόνο ο Δημήτρης Φωτιάδης ή ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος από τον χώρο της ιστορικής Αριστεράς που είχαν μια σαφώς θετική άποψη για τον Καποδίστρια. Η θετική εικόνα για τον ρόλο του στα ιστορικά δρώμενα έχει σε μεγάλο βαθμό σήμερα αποκατασταθεί, αν και απομένει αρκετός δρόμος.

Τελειώνοντας θα ήθελα να συνοψίσω ως εξής: Ο Καποδίστριας δεν εμφανίζεται, όπως αρκετοί ισχυρίζονται ως αστήρ διάττων. Είναι προϊόν και αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας, η οποία εστιάζεται στα Ιόνια Νησιά, όπου συγκεντρώνονται οι ασυμβίβαστοι του μαχόμενου Ελληνισμού κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Είναι οι Έλληνες εκείνοι από την Κύπρο, την Κρήτη και τον Μοριά που δεν επιλέγουν την Δύση, την Βενετία, αλλά ελληνικό έδαφος, καταφεύγοντας στα Ιόνια Νησιά αρχής γενομένης από τον Φραντζή που διέφυγε στην Κέρκυρα.

Ο Σκλαβούνος στην μελέτη του αυτή και με κεντρική φιγούρα τον Καποδίστρια, αποδεικνύει ότι ο Ελληνισμός του 1821 και οι πρωτεργάτες του δεν συγκρούονταν απλά με την Οθωμανική Αυτοκρατορία,  αλλά με όλες τις δυνάμεις που πάσχιζαν να διασώσουν τον “Μεγάλο Ασθενή”, γεγονός που επαναλαμβάνεται και στην Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και στις ημέρες μας αν θέλουμε να ακριβολογούμε.

Τελευταίο και σημαντικότερο σε σχέση με τον συγγραφέα. Ο Σκλαβούνος δεν αγαπά απλώς τον μεγάλο συμπατριώτη του, αλλά συμπάσχει μαζί του, μέτοχος και κοινωνός της κοινής ελληνικής παιδείας, αλλά και του κοινού οράματος. Το όραμα του Καποδίστρια για μιαν Ελλάδα του πολιτισμού από την Κύπρο ως την Κέρκυρα, είναι και όραμα του Σκλαβούνου και αποτυπώνεται με πάθος στο βιβλίο αυτό. Ίσως αυτό να μην φαίνεται πολύ, αλλά δεν είναι λίγο τα στρατηγικά οράματα του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη να επιβιώνουν δυο αιώνες μετά, αποτελώντας όπως θα έλεγε ο Λευκαδίτης Άγγελος Σικελιανός: «Αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα, σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα».