Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης
Tο 1961 κυκλοφορεί με την ευκαιρία των 30 χρόνων από την έκδοση της “Στροφής” τιμητικός τόμος αφιερωμένος στον Γ.Σεφέρη που περιλαμβάνει το δοκίμιο του Ζ. Λορεντζάτου “Το χαμένο κέντρο“.Ο Σεφέρης γράφει μια επιστολή την οποία δεν στέλνει τελικά ίσως γιατί διατυπώνει κάποιες ουσιώδεις επιφυλάξεις στον Ζ.Λορεντζάτο. Συνοψίζει κατ’ αρχήν τις σκέψεις του τελευταίου προσπαθώντας να τις φωτίσει. Ο Λορεντζάτος συμπεραίνει ότι
«α.πήγε στράφι η Ευρώπη από το Δάντη και πέρα γιατί με την Αναγέννηση έχασε το κέντρο της ή τη μεταφυσική της παράδοση.
β. Εμείς, από το ’21 και πέρα, μόλις λευτερωθήκαμε από τον Τούρκο αγκαλιάσαμε την Ευρώπη κι από αυτή προσδιοριζόμαστε’ έτσι η χαλασμένη Ευρώπη μας κόλλησε την αρρώστια της’ χάσαμε κι εμείς το Κέντρο μας ή τη μεταφυσική μας παράδοση για το χατήρι της.
γ. Άν δεν ξαναβρεθεί το χαμένο κέντρο , σ’ εμάς ή και στους έξω από εμάς, πάμε κι εμείς κι αυτοί κατά διαβόλου.
δ. Κέντρο (το χαμένο)= “το εν ου εστι χρεία”= μεταφυσική παράδοση= παράδοση της Χριστιανικής Ανατολής= παράδοση του Ορθόδοξου Χριστιανού (δεν ξέρω αν πρέπει να προσθέσω του Έλληνα Χριστιανού, ούτε αν το έν ου εστι χρεία είναι ακριβώς η χριστιανική πίστη)» .
Με αυτό τον τρόπο ο Σεφέρης συνοψίζει τις σκέψεις του Ζ.Λ. Όμως στην συνέχεια ξεκινούν κάποιες αντιρρήσεις του:
«οι παραδόσεις των λαών είναι εγκόσμιο πράγμα’ η πίστη είναι του Θεού, είναι μεταφυσική, είναι οικουμενική, είναι το αιώνιο. Της είναι αδιάφορο αν ανήκω στην παράδοση του Αι-Βασίλη ή στην παράδοση του Αγ. Αυγουστίνου ή του Θωμά του Ακουινάτου. Εδώ είναι που δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω τη σκέψη μου πάνω στη σκέψη σου –και στεναχωριούμαι» . Για να συνεχίσει: «ας έρθουμε στην παράδοση που μ’ ενδιαφέρει τώρα με πιο επείγοντα τρόπο γιατί κινδυνεύει περισσότερο». Πρόκειται για ότι έζησε ως παιδί στα Βουρλά:
«μικρός γνώρισα τον κόσμο της παράδοσης που λες, αυτόν τον κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν δεσμούς (αλληλεγγύη) μεταξύ τους (ήταν μια μεγάλη φαμίλια), και την ευσέβεια ριζωμένη μέσα τους σαν την ελιά και σαν τ’ αμπέλι, φυσικά, χωρίς ξάφνισμα. Ήταν στο χωριό μου, σε μια μικρασιατική αχτή’ εκατό τόσες ψυχές, όλοι άνθρωποι λίγο-πολύ του πατέρα της μάνας μου, που δεν έφτασα. Εκείνη (την έχασα νωρίς, στα ‘ 26 , μου τη θύμισαν οι καθυστερημένες γριές που διηγείσαι) κρατούσε την παράδοση, αν την κράτησε ποτέ κανείς. Θυμάμαι μια εποχή στα πολύ μικρά μου χρόνια που είχε τάξει να νηστέψει εφτά Μεγάλες Σαρακοστές’ και το είχε κρατήσει το τάξιμό της. Το Δεκαπενταύγουστο που ήταν η γιορτή της, θα’ ρχουνταν μια μικρή συνοδεία για να πάρει την εικόνα της Παναγίας από το σπίτι μας για να την πάει στη μικρή εκκλησία. Ήταν ο κόσμος που αγαπούσα’ όπου ένιωθα ελεύθερος, εν-αντιθέσει προς τον κόσμο της πολιτείας που με έπληττε (εκεί ήταν και το σχολειό)’ ο Ευρωπαίος (ο Φράγκος, όπως έλεγαν) ήταν ο ξένος, συχνά ο αντίπαλος για τον κόσμο του χωριού μου. Όλα αυτά, όλη εκείνη η μαγεία, είναι μέσα ακόμη φυσική, δεν τη συζητώ, άνετη. Έπειτα ξενιτιά: Αθήνα, Ευρώπη- μαθητεία-δεν ξέρω κανέναν που να μαθήτεψε -γυρισμός στην Αθήνα με ό,τι μάζεψα από δω κι απο κεί, όχι πολύ συστηματικά, αλλά εκείνα τα παλιά, τα πρώτα, δεν άλλαξαν, όπως και τώρα, πολλές φορές το διαπιστώνω, δεν άλλαξαν τόσο που το πρώτο συναπάντημα μου με τον Μακρυγιάννη 1926(νομίζω) έπιασε κι από τότε δεν τον άφησα’ πολύ κοινωνικά, πολύ φυσιολογικά, καλοδεχούμενος, ήρθε και βολεύτηκε σ’ εκείνον τον κόσμο» .
Τι τελικά σώζει την παράδοσή μας ; «χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό, και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία, και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια’ χρειαζόμαστε καλούς υπηρέτες του Θεού και έχουμε τους τρισχειρότερους. Χρειαζόμαστε αγάπη και γλεντάμε κάθε τόσο φορώντας το πετσί του λύκου. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, αναρωτιέμαι, μη δε θα να ‘ ταν καλύτερο να οικονομάμε τις σαίτές μας εναντίον στην λογοτεχνία, όπως την παρασταίνεις, για να τις έχουμε διαθέσιμες για εκείνα τα χάλια μας; Έπειτα, στο κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί αυτοί οι αιρετικοί της λογοτεχνίας να τύχει και να ρίξουν καμιά φορά ένα λόγο σπερματικό, χρήσιμο για τα ανώτατα του πνεύματος. Ενώ αλλιώς υπνοβασία και αυτοματισμός» .
Με συγκατάβαση γράφει στον Ζ.Λορεντζάτο: «Δεν έχω αντίρρηση –είναι βοήθεια η προσευχή και το παράδειγμα της αγιοσύνης, είναι βοήθεια να βλέπεις ακόμη τους λιγοστούς ανθρώπους που απομένουν ατόφιοι προσηλωμένους στα πράγματα που κάνουν τον άνθρωπο κάτι διαφορετικό από τον πίθηκο. Κι εδώ απάνω με συγκινείς και σε θαυμάζω – όπως δεν απαρνούμαι κι αυτούς τους άλλους ανθρώπους, είτε τους απασχολεί το χαμένο κέντρο είτε όχι –Χριστιανοί μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι φίλοι μου- αυτούς που μπορούν λίγο ακόμη να κρατάν τη σκέψη και τα αισθήματα των ανθρώπων ζωντανά (συμπάθα μου την αναγεννησιακή έκφραση) και μπορούμε ακόμη και γράφουμε και διαφωνούμε και συζητούμε. Αυτό μπορεί να δείχνει ακόμη ότι αν ήμουν στη θέση σου δε θ’ απαρνιόμουν τα περασμένα μου έργα ένας στρατοκόπος είναι ο άνθρωπος –προχωρεί και αλλάζει- και δεν φοβάται το αντιφατικό, αν αυτό που έδωσε ήταν το καλύτερο που είχε να δώσει τη στιγμή που το έδωσε».
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/27108?fbclid=IwY2xjawEdPTRleHRuA2FlbQIxMQABHY-Ldse9cj9LEzB3ptIqKiLTCaQIXe_uLRgFJhNlK6WYP3dRX33_o52WyA_aem_mWAcnlpltXHmmirHtiWOnA
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
«μικρός γνώρισα τον κόσμο της παράδοσης που λες, αυτόν τον κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν δεσμούς (αλληλεγγύη) μεταξύ τους (ήταν μια μεγάλη φαμίλια), και την ευσέβεια ριζωμένη μέσα τους σαν την ελιά και σαν τ’ αμπέλι, φυσικά, χωρίς ξάφνισμα. Ήταν στο χωριό μου, σε μια μικρασιατική αχτή’ εκατό τόσες ψυχές, όλοι άνθρωποι λίγο-πολύ του πατέρα της μάνας μου, που δεν έφτασα. Εκείνη (την έχασα νωρίς, στα ‘ 26 , μου τη θύμισαν οι καθυστερημένες γριές που διηγείσαι) κρατούσε την παράδοση, αν την κράτησε ποτέ κανείς. Θυμάμαι μια εποχή στα πολύ μικρά μου χρόνια που είχε τάξει να νηστέψει εφτά Μεγάλες Σαρακοστές’ και το είχε κρατήσει το τάξιμό της. Το Δεκαπενταύγουστο που ήταν η γιορτή της, θα’ ρχουνταν μια μικρή συνοδεία για να πάρει την εικόνα της Παναγίας από το σπίτι μας για να την πάει στη μικρή εκκλησία. Ήταν ο κόσμος που αγαπούσα’ όπου ένιωθα ελεύθερος, εν-αντιθέσει προς τον κόσμο της πολιτείας που με έπληττε (εκεί ήταν και το σχολειό)’ ο Ευρωπαίος (ο Φράγκος, όπως έλεγαν) ήταν ο ξένος, συχνά ο αντίπαλος για τον κόσμο του χωριού μου. Όλα αυτά, όλη εκείνη η μαγεία, είναι μέσα ακόμη φυσική, δεν τη συζητώ, άνετη. Έπειτα ξενιτιά: Αθήνα, Ευρώπη- μαθητεία-δεν ξέρω κανέναν που να μαθήτεψε -γυρισμός στην Αθήνα με ό,τι μάζεψα από δω κι απο κεί, όχι πολύ συστηματικά, αλλά εκείνα τα παλιά, τα πρώτα, δεν άλλαξαν, όπως και τώρα, πολλές φορές το διαπιστώνω, δεν άλλαξαν τόσο που το πρώτο συναπάντημα μου με τον Μακρυγιάννη 1926(νομίζω) έπιασε κι από τότε δεν τον άφησα’ πολύ κοινωνικά, πολύ φυσιολογικά, καλοδεχούμενος, ήρθε και βολεύτηκε σ’ εκείνον τον κόσμο» .
Τι τελικά σώζει την παράδοσή μας ; «χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό, και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία, και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια’ χρειαζόμαστε καλούς υπηρέτες του Θεού και έχουμε τους τρισχειρότερους. Χρειαζόμαστε αγάπη και γλεντάμε κάθε τόσο φορώντας το πετσί του λύκου. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, αναρωτιέμαι, μη δε θα να ‘ ταν καλύτερο να οικονομάμε τις σαίτές μας εναντίον στην λογοτεχνία, όπως την παρασταίνεις, για να τις έχουμε διαθέσιμες για εκείνα τα χάλια μας; Έπειτα, στο κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί αυτοί οι αιρετικοί της λογοτεχνίας να τύχει και να ρίξουν καμιά φορά ένα λόγο σπερματικό, χρήσιμο για τα ανώτατα του πνεύματος. Ενώ αλλιώς υπνοβασία και αυτοματισμός» .
Με συγκατάβαση γράφει στον Ζ.Λορεντζάτο: «Δεν έχω αντίρρηση –είναι βοήθεια η προσευχή και το παράδειγμα της αγιοσύνης, είναι βοήθεια να βλέπεις ακόμη τους λιγοστούς ανθρώπους που απομένουν ατόφιοι προσηλωμένους στα πράγματα που κάνουν τον άνθρωπο κάτι διαφορετικό από τον πίθηκο. Κι εδώ απάνω με συγκινείς και σε θαυμάζω – όπως δεν απαρνούμαι κι αυτούς τους άλλους ανθρώπους, είτε τους απασχολεί το χαμένο κέντρο είτε όχι –Χριστιανοί μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι φίλοι μου- αυτούς που μπορούν λίγο ακόμη να κρατάν τη σκέψη και τα αισθήματα των ανθρώπων ζωντανά (συμπάθα μου την αναγεννησιακή έκφραση) και μπορούμε ακόμη και γράφουμε και διαφωνούμε και συζητούμε. Αυτό μπορεί να δείχνει ακόμη ότι αν ήμουν στη θέση σου δε θ’ απαρνιόμουν τα περασμένα μου έργα ένας στρατοκόπος είναι ο άνθρωπος –προχωρεί και αλλάζει- και δεν φοβάται το αντιφατικό, αν αυτό που έδωσε ήταν το καλύτερο που είχε να δώσει τη στιγμή που το έδωσε».
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/27108?fbclid=IwY2xjawEdPTRleHRuA2FlbQIxMQABHY-Ldse9cj9LEzB3ptIqKiLTCaQIXe_uLRgFJhNlK6WYP3dRX33_o52WyA_aem_mWAcnlpltXHmmirHtiWOnA
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.