Η κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα –μαζί με την σταθεροποίηση ή και επέκταση της παρουσίας των υπαρχόντων κρατών και την δημιουργία νέων κρατών ή κρατικών μορφωμάτων– την ανάδυση της Νέας Τουρκίας, η οποία σε κάθε περίπτωση αποτέλεσε στην πρώτη της φάση το κίνημα (Νεότουρκοι και Κεμαλισμός) και στην δεύτερη φάση τον κρατικό σχηματισμό που ήταν ο σημαντικότερος κληρονόμος της.
Στην νέα κατάσταση, που οι ρίζες της ξεκινούν από τους Νεότουρκους για να καταλήξουν στον Κεμάλ, υποστηρικτής και αρωγός στάθηκαν Ευρωπαίοι που θεωρούσαν –στα πλαίσια της αναγκαστικής ανάδυσης των εθνικών κινημάτων– την ύπαρξη του αντίστοιχου τουρκικού (νεοτουρκικού και κεμαλικού) ως τον κατάλληλο φορέα για την πραγμάτωση του εθνικού και αστικού εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Προφανώς η επιλογή δεν ήταν τυχαία, ούτε τυχαίο ήταν το γεγονός ότι οι πλείστοι των υποστηρικτών της εν λόγω άποψης κατ’ ουσίαν ετάσσοντο υπέρ της διατήρησης εν ζωή του “Μεγάλου Ασθενούς”, ακόμα και υπό την νέα τουρκική ηγεσία, που ορθά διέβλεπαν ότι θα αποτελούσε συνέχεια της οθωμανικής. Την αλήθεια της διαπίστωσης μαρτυρεί η δράση και η στάση Ιταλίας και Γαλλίας, αλλά ιδιαιτέρως την επιβεβαιώνει η στάση της νεαρής τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Πράγματι, η για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικό περιεχόμενο, επίθεση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στους μπολσεβίκους, αλλά ως ένα βαθμό επιλεκτικά και στους κεμαλικούς, (η Ελλάδα ήταν και στα δύο μέτωπα παρούσα) διαμόρφωσε μια κοινή βάση ανάμεσα σε μπολσεβίκους και κεμαλικούς, με συγκολλητικά στοιχεία τον φόβο και την καχυποψία απέναντι στην Δύση.
Η Συνθήκη του 1921 ΕΣΣΔ-Τουρκίας
Ασφαλώς η ελληνική περίπτωση αποτελούσε παράμετρο της όλης συγκλίσεως, το βάθος της οποίας κατ’ αρχήν αποτυπώθηκε στο Α’ Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού που οργάνωσε τον Σεπτέμβριο 1920 η Τρίτη Διεθνής. Η οριστική όμως αποτύπωση της στρατηγικής αυτής σύγκλισης αποτυπώθηκε οριστικά τον Μάρτιο 1921 στην ιστορική Συνθήκη Ειρήνης και Αδελφοσύνης ανάμεσα σε Σοβιετική Ένωση και Τουρκία. Συνθήκη για την οποία ουσιαστικά είχαν εργαστεί και συνεισφέρει τα δίδυμα Ράντεκ-Ενβέρ Πασά και Λένιν-Κεμάλ.
Σε παράλληλο επίπεδο κινούνται και οι σχέσεις Ιταλίας-Τουρκίας. Πρωταγωνιστής ο αποτελεσματικός Ιταλός υπουργός Εξωτερικών (1920-21) κόμης Κάρολος Σφόρτσα. Διόλου, λοιπόν, τυχαίος ο φόρος τιμής των κεμαλικών στους Σοβιετικούς, περιλαμβάνοντας στο γλυπτό της Νίκης στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους δικούς τους και τους Φρούντζε και Βοροσίλοφ, ως και τις τιμές που αποδίδουν στον κόμη Σφόρτσα.
Απέναντι στο υπέρ Τουρκίας ρεύμα, το οποίο, όπως φάνηκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδηλώθηκε ενεργά κυρίως από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό (το αποκρουστικό πρόσωπό του έχει με απαράμιλλο τρόπο καταγγείλει η στην συνέχεια δολοφονηθείσα Ρόζα Λούξεμπουργκ), ορθωνόταν το αντίπαλο ρεύμα. Το αποτελούσαν τα διαχρονικά θύματα της οθωμανικής και νεοτουρκικής-κεμαλικής καταστολής και οι ποικίλοι, πλην περιορισμένης εμβέλειας υποστηρικτές τους στην Ευρώπη και τον κόσμο. Σε αυτό το ρευστό κλίμα βρίσκονταν τα πράγματα καθ’ όλη την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, παίρνοντας ιδιαίτερα οξυμένη τροπή μετά την Συνθήκη των Σεβρών, την Μικρασιατική Εκστρατεία και τον νικηφόρο αγώνα των κεμαλικών, που είχε απόληξη την Μικρασιατική Καταστροφή και την αναδίπλωση στην Συνθήκη της Λωζάννης (1923).
Επειδή θα σταθώ στην στάση της ελληνικής Αριστεράς, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω την άποψη του Δημήτρη Γληνού από το 1909. Άποψη που με μεγάλη σαφήνεια αποτυπώνει την τότε πραγματικότητα και που υπήρχε διάχυτη στην ελληνική Αριστερά μέχρι περίπου το 1920. Στη συνέχεια, όμως, αγνοήθηκε και παραμερίστηκε, αν κρίνουμε από την στάση του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ στα χρόνια της εκστρατείας αλλά και ειδικά απέναντι στην Τουρκία του Κεμάλ.
Η άποψη του Γληνού για την Τουρκία
Γράφει ο Γληνός: «Η τουρκική μεταπολίτευσις εκηρύχθη εν ονόματι της ισότητος και αδελφότητος πάντων των εν Τουρκία οικούντων λαών, Τούρκων, Ελλήνων, Αρμενίων, Αράβων, Αλβανών, Βουλγάρων, Σέρβων, Εβραίων. Οι Τούρκοι οι κατέχοντες πάσας απολύτως τας εξουσίας εν Τουρκία, ου μόνον ουδέν έπραξαν προς επιτυχίαν της ισότητος και αδελφότητος, αλλ’ ευθύς μεν από των πρώτων ημερών προσεπάθησαν να καταπνίξωσι δια των μάλλον αυθαιρέτων εκλογικών παρανομιών πάσαν εκδήλωσιν της αληθούς καταστάσεως των πραγμάτων, δηλαδή της αριθμητικής σχέσεως των λαών, επεβουλεύθησαν δε τα αστικά δίκαια των εθνικοτήτων, μεταχειρισθέντες παν μέσον προς ταπείνωσιν του φρονήματος ιδία των Ελλήνων, προς εξαφάνισιν της εθνικής των συνειδήσεως, απειλούντες επισήμως και ανεπισήμως, υβρίζοντες, εκβιάζοντες, κηρύσσοντες άνευ σοβαρών λόγων τον στρατιωτικόν νόμον, φονεύοντες τέλος και τρομοκρατούντες.
»Μετά δυσκολίας και υπεκφυγών ανεγνώρισαν το στοιχειώδες δικαίωμα των λαών τούτων, το δικαίωμα του φέρειν όπλα και ασκείσθαι στρατιωτικώς. Εις παν παράπονον Ελλήνων ή άλλων Χριστιανών απαντώσι στερεοτύπως, ότι αυτοί ουδεμίαν πλέον ποιούνται διάκρισιν, ότι δεν υπάρχουν πλέον Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι κ.λ.π., αλλά πάντες αποτελούσιν εν Έθνος, είνε Οθωμανοί, άρα ίσοι. Συγχρόνως δε κηρύττουσιν εις την Ευρώπην, ότι ο μόνος σκοπός των είνε να δημιουργήσωσιν έθνος μέγα, ενιαίον και ισχυρόν κατά το παράδειγμα των δυτικών λαών. Ούτως ώστε αυτοί οι Τούρκοι θέτουν σαφώς το ζήτημα, και τα γεγονότα μόνα των μας δίδουν τον αληθή χαρακτηρισμόν των.
»Δεν πρόκειται ούτε περί προσωπικών παθών και εξάψεων, ούτε περί τοπικών συγκρούσεων, ούτε περί γνωμών υπουργικών, ούτε περί παροδικού φανατισμού, ούτε περί εξερεθισμού προελθόντος εκ του Κρητικού ζητήματος. Τουναντίον πρόκειται περί συστηματικής και ωργανωμένης εκτελέσεως ενός προγράμματος. Ο διωγμός των μη Τούρκων και ιδία των Ελλήνων είνε φαινόμενον ουσιαστικόν της νέας θέσεως των πραγμάτων, είνε η διαγώνιος της νέας εσωτερικής πολιτικής εν Τουρκία, η δε σωβινιστική παραφορά κατά της ελευθέρας Ελλάδος, ην κατέλαβον ως μωράν παρθένον, αδύνατον και απαράσκευον, και ο φανατισμός των εν τω Κρητικώ ζητήματι και η καθ’ όλου διαγωγή των κατά των ελευθέρων Ελλήνων, δεν είνε αφορμή του εσωτερικού διωγμού των Οθωμανών Ελλήνων αλλά φαινόμενον παράλληλον και συναφές προς εκείνον εν τη εξωτερική πολιτική και μάλλον αντίκτυπος εσωτερικών σχέσεων και υπολογισμών…
»Η κρατούσα λοιπόν σήμερον εν Τουρκία τάξις θα καταπολεμήση επιμόνως, αμειλίκτως, λυσσωδώς πάσαν αποκεντρωτικήν τάσιν. Κατέχουσα πάσας τας εξουσίας, διαθέτουσα ως όργανον στρατόν ισχυρόν και όχλον σφαγέα, αντλούσα τέχνας και πλεκτάνας εκ του ακενώτου ταμείου της τουρκικής υποκρισίας και κρυψινοίας, εκμεταλλευομένη τας ανοήτους αμοιβαίας έριδας των εθνοτήτων, κολακεύουσα προς το παρόν τον ένα δια να πατάξη τον άλλον, θα θελήση να εκμηδενίση με την σειράν πάντας. Όστις κατανοήση καλώς την σημασίαν του τεθέντος σκοπού, δηλαδή την δημιουργίαν έθνους ενιαίου, έθνους οθωμανικού, δεν είνε δύσκολον να εννοήση τα μέσα, άτινα θα τεθώσιν εις ενέργειαν.
»Θα παρεμποδίζωσι δια πάσης εκλογικής παρανομίας και αυθαιρεσίας την εκδήλωσιν του αληθούς φρονήματος των εθνικοτήτων, θα άρωσι την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι, θα απαγορεύσωσι την συγκρότησιν πολιτικών συλλόγων, θα περιορίσωσι την ελευθερίαν του τύπου, θα καταπατάξωσι τους πνευματικούς αρχηγούς, θα καταργήσωσι την διοικητικήν και εκπαιδευτικήν αποκέντρωσιν των κοινοτήτων, θα επιβάλωσι την τουρκικήν γλώσσαν και ιδεολογίαν, θα επιβουλευθώσιν εν γένει πάντα τα πνευματικά φυλετικά αγαθά, θα εξουδετερώσωσι τους Χριστιανούς στρατιώτας, διασκορπίζοντες αυτούς εντός πλήθους Μωαμεθανών, θα παρακωλύσωσι δια πλαγίων μέσων πάντας τους Χριστιανούς τους τείνοντας να καταλάβωσιν ανώτερα και εμπιστευτικά αξιώματα εν τη πολιτεία, θα αποκλείωσι δια πλαγίων μέσων τους Χριστιανούς από των στρατιωτικών σχολών, δια να μη γίνουν πολλοί Χριστιανοί αξιωματικοί, τέλος δεν θα διστάσουν να βάλουν το μαχαίρι εις τον λαιμόν παντός ατόμου, ή πόλεως, ή χώρας, ήτις θα θελήση να σώση ανθισταμένη το φρόνημά της και τον εθνισμόν της».
Η οπτική των μπολσεβίκων για την Τουρκία
Έχω ήδη αναφερθεί στην θετική στάση που το κόμμα των μπολσεβίκων διαμόρφωσε απέναντι στον κεμαλισμό, όπως και στην αρνητική απέναντι στον Βενιζέλο. Η ουκρανική εκστρατεία κατά του υπό συγκρότηση σοβιετικού κράτους γέννησε εχθρότητα στους μπολσεβίκους που θεώρησαν ότι η Ελλάδα λειτουργούσα ως “δυτική εμπροσθοφυλακή”, στόχευε όχι μόνο στην κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και του δικού τους κράτους.
Στον αντίποδα διαμορφωνόταν και η αμφιλεγόμενη, πλην υπαρκτή και εκτινασσόμενη στο μέλλον σχέση ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους αντιιμπεριαλιστές μουσουλμάνους της Ανατολής, δεσπόζουσα θέση στους οποίους κατείχαν οι Νεότουρκοι και οι κεμαλιστές. Απόρροια των παραπάνω τόσο η αντίθεση των μπολσεβίκων στην αρπαγή από τους δυτικούς κάθε μουσουλμανικής περιοχής και φυσικά η αντίθεση στον διαμελισμό της Τουρκίας και ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης, όσο και η κοινή δράση εναντίον των «δυτικών ληστρικών ιμπεριαλιστών».
Σ’ αυτό το κλίμα και υπό την πίεση του διεθνούς αριστερού παράγοντα διαμορφώνονται τα πράγματα στο ελληνικό αριστερό-κομμουνιστικό κίνημα, που όμως –ταυτόχρονα– βρίσκεται κάτω από την δίνη της δικής του εθνικής εμπειρίας. Εμπειρίας 400 χρόνων Τουρκοκρατίας, που σε αφετηριακό επίπεδο θέσεων αρχής το ανάγκαζε να δει και από την “άλλη πλευρά”, το ζήτημα του αλυτρωτισμού σε όλα τα εδάφη που υπήρχαν σκλάβοι ελληνικοί πληθυσμοί και προφανώς, λοιπόν, και σε αυτά που αφορούσαν τον Πόντο και την δυτική Μικρά Ασία με κέντρο την Σμύρνη.
Η θέση του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ για τον κεμαλισμό
Η στάση του ΣΕΚΕ στο ιδρυτικό του Συνέδριο το 1918 αποτυπώνει εν μέρει την κατάσταση αυτή (πλήρης ελευθερία σε Κύπρο, Ίμβρο, Δωδεκάνησα, Καστελόριζο, Βόρειο Ήπειρο, κ.λπ.), εμφανώς επηρεασμένη από τις απόψεις Γληνού-Σκληρού. Η συνέχεια όμως ήταν διαφορετική, τα πράγματα άλλαξαν. Γεγονός παραμένει ότι η τότε κομμουνιστική Αριστερά δευτερευόντως εστιάζει στο μείζον εθνικό ζήτημα, εστιάζοντας σε υπερδιεθνική και αντιπολεμική λογική, από τον χώρο της οποίας απουσιάζει η οπτική των καταπιεζομένων-καταπιεστικών εθνών και η σθεναρή υπεράσπιση στο δίκαιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Με δεδομένη την απουσία συστηματικής ανάλυσης από πλευράς ΣΕΚΕ/ΚΚΕ αναφορικά με το κεμαλικό κίνημα, την συνολικότερη στάση απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετά στην Τουρκική Δημοκρατία, την υποβάθμιση ή και αποσιώπηση της Γενοκτονίας των Ποντίων και Αρμενίων, θα σταθώ ενδεικτικά στην περιορισμένου χαρακτήρα πλην ουσιαστική ανάλυση του Μάξιμου.
Αναφερόμενος στο κεμαλικό κίνημα στο βιβλίο του “Κοινοβούλιο ή Δικτατορία;“, εστιάζει κυρίως, στις απόψεις του Ιταλού πρωθυπουργού Φραντσέσκο-Σαβέριο Νίττι και του Ισπανού συγγραφέα Φρανσίσκο Κάμπο, συγγραφέα του βιβλίου “Δικτατορίες”. Στέκεται στους τρεις τύπους δικτατοριών (ιταλική, ρωσική και τουρκική), χαρακτηρίζοντας την τουρκική ως «ιδιαίτερη περίπτωσι αστικής δημοκρατικής δικτατορίας» για να συμπληρώσει παρακάτω ότι η «τρίτη (η κεμαλική) είναι μια μικροαστική επανάστασι, που επιδιώκει την οργάνωσι μιας αστικής κοινωνίας σε μια χώρα καθυστερημένη, με μεσαιωνική, πολιτική και κρατική, συγκρότησι».
Η ανάλυσή του, δυστυχώς, επί της ουσίας σταματάει στο σημείο αυτό, χωρίς προεκτάσεις και επιχειρήματα, ενώ σε ένα άλλο σημείο θα προχωρήσει την ευνοϊκή υπέρ του κεμαλισμού άποψή του σημειώνοντας: «Το κεμαλικό κίνημα ήτανε από την άποψι αυτή, το βαθύτερο απ’ όλα τα εθνικά κινήματα της Βαλκανικής, η πιο συνεπέστερη εξωτερίκευσι μιας αστικής συγκροτήσεως, ενός λαού στο σημερινό αιώνα μας».
Τα ερωτήματα και οι νέες προσεγγίσεις
Αναφερόμενος στο παραπάνω ιστορικό ερώτημα, ο Πέρσης ιστορικός Εναγιοταλά Ρεζά διερωτάται: «Στη χώρα που γεννήθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν υπήρχαν κάτοικοι, δεν υπήρχε πληθυσμός; Αν δεχθούμε ότι το Βυζάντιο είχε τον πληθυσμό του, τότε γεννάται ένα άλλο ερώτημα: Τί απέγινε ο λαός ο οποίος πριν από χίλια εξακόσια χρόνια ίδρυσε ένα από τα μεγαλύτερα κράτη της παγκόσμιας ιστορίας; Ποιος ήταν αυτός ο λαός; Ποια ήταν η γλώσσα του και ποιος ο πολιτισμός του; Μήπως οι επιγραφές αυτής και παλαιότερων εποχών ψεύδονται; Μπορεί κανείς να αγνοήσει τις επιγραφές σε ελληνική γραφή που συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι σήμερα ως αδιάψευστες αποδείξεις του παρελθόντος της Μικράς Ασίας παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές τους από τους αναρίθμητους εχθρούς και εισβολείς; Τέλος, πού πήγαν αυτοί οι άνθρωποι αυτός ο λαός που δημιούργησε ένα τόσο λαμπρό πολιτισμό;».
Η απάντηση είναι σαφής και απόλυτα ιστορικά τεκμηριωμένη. Οι ιστορικοί αυτοί λαοί της περιοχής εκδιώχθηκαν, εκτοπίστηκαν και εξοντώθηκαν συστηματικά από τους Νεότουρκους και τους κεμαλιστές. Το δεύτερο ζήτημα αφορά τον χαρακτήρα και την φύση του κεμαλισμού. Ήταν ο κεμαλισμός ένα αυθεντικά προοδευτικό, δημοκρατικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, όπως ισχυρίζονται θαυμαστές του; Χωρίς να καλύψω το θέμα θα σταθώ σε τρεις χαρακτηριστικές διατυπώσεις.
Η πρώτη έχει διατυπωθεί το 1964 από τον Νίκο Ψυρούκη αρχικά θετικά διακείμενο, απέναντι στην “Τουρκική Εθνικοαστική Επανάσταση”, αλλά και αναθεωρήσαντα, σε μεγάλο βαθμό, τις πρωταρχικές του θέσεις – όπως και προσωπικά, λόγω της στενής μας σχέσης στην δεκαετία 1972-1982, μπορώ να βεβαιώσω. Στο βιβλίο του “Η Μικρασιατική Καταστροφή” επισημαίνει: «Η προσεκτικότερη μελέτη των ιδεολογικών-πολιτικών διακηρύξεων του Κεμαλισμού, μας πείθει ότι πρόκειται για ιδεολογία απολογητική με βαθειά αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα. Ο φιλοναζισμός, ο μεντερισμός και οι διάφορες αντιδραστικές δοξασίες των σύγχρονων Τούρκων κυβερνητών δεν είναι άρνηση του Κεμαλισμού, αλλά νομοτελειακή του εξέλιξη».
Η δεύτερη είναι γραμμένη από έναν από τους οξυδερκέστερους αναλυτές της οθωμανικής και σύγχρονης Τουρκίας τον Νεοκλή Σαρρή που επιμένει στην άποψη ότι η μεταοθωμανική Τουρκία και οι πρωτεργάτες της κεμαλικοί ηγέτες, αναγνωρίζουν ξεκάθαρα ότι «Δεν υπάρχει αντίσταση (εννοεί των κεμαλιστών) κατέναντι των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, μόνον κατέναντι των Ρωμιών και των Αρμενίων». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι «ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας, ο κεμαλικός αγώνας και η συγκρότηση του Τουρκικού κράτους οφείλουν την έμπνευσή τους όχι στην απεμπόληση των ξένων κατακτητών αλλά στην αντίκρουση της πιθανότητας για πολιτική ανεξαρτησία των Ελλήνων και των Αρμενίων».
Τέλος, τρίτη επισήμανση είναι μια ενδεικτική αναφορά του Βλάση Αγτζίδη, σχετικά με την τοποθέτηση του Τούρκου διανοούμενου Αττίλα Τουϊγκάν στο βιβλίο του “Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος κράτος”: «Ο ισχυρισμός ότι ο τουρκικός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δεν θεμελιώνεται από πουθενά. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Taner Akcam, ο απελευθερωτικός πόλεμος “δεν δόθηκε κατά των εισβολέων, αλλά κατά των μειονοτήτων”. Τα Σωματεία Άμυνας Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του “εθνικού αγώνα”, ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων».
Ο κεμαλισμός και οι γενοκτονίες
Πριν πολλά χρόνια ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε διατυπώσει την μεγάλη κατ’ εμέ αλήθεια: «Λογοτεχνίες ολάκερες / μ’ εκλεκτά λόγια γραμμένες / θ’ ανασκαφτούν για την έρευνα μιας μικρής ένδειξης». Ακολουθώντας, πιστά τα λόγια του σε έναν ατέλειωτο κύκλο διαβασμάτων και ερευνών, διατύπωσα πως ο κεμαλισμός, όπως ιστορικά αποδείχθηκε, δεν αποτέλεσε ποτέ αυθεντικό κίνημα εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Και μόνο το γεγονός ότι τον βαραίνουν, μαζί με τους δασκάλους του Νεότουρκους, οι γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ποντίων, των Ελλήνων της Ιωνίας, αλλά και των λοιπών λαών και εθνοτήτων της Μικράς Ασίας, είναι αρκετό για να αποκλείσει κάθε συζήτηση για τον οιονδήποτε υποτιθέμενο δημοκρατικό του χαρακτήρα.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο κεμαλισμός δεν υπήρξε ένα ξεχωριστά σημαντικό πολιτικό κίνημα, όπως, άλλωστε, και ο φασισμός, υπό μίαν άλλη έννοια. Είναι προφανές ότι η κατ’ αρχήν ρήξη του με το οθωμανικό status είναι πραγματική. Είναι, επίσης, προφανές ότι το πρόγραμμά του περιελάμβανε ευρεία δέσμη μέτρων κοσμικού-θετικού, ρεπουμπλικανικού θα λέγαμε χαρακτήρα. Εκείνο όμως που είναι αμφιλεγόμενο είναι το βάθος της ρήξης του με το παλιό σύστημα.
Το να δίνεις την πρωτοκαθεδρία στον παντουρκισμό, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή και στον παντουρανισμό και τον πανισλαμισμό, όχι μόνο δεν αποτελεί προοδευτική θέση, αλλά είναι η μήτρα που συγκρότησε την ιδιότυπη τουρκική “δημοκρατική-δικτατορία”, πρωταγωνίστρια και πρωτοστάτισσα της εξόντωσης των λαών της περιοχής, αλλά και μεγάλη δασκάλα επιφανών μαθητών, με πρώτους από όλους τους ναζί, που ξεπέρασαν το έργο της με το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.