(Η πορεία της χώρας μας, από την ευημερία, με την δραχμή, στην απόλυτη καταστροφή, με το ευρώ).
του Τάσου Αναστασόπουλου
Καθώς φέτος, το 2022, κλείνουν 20 χρόνια, από τότε που η ελληνική οικονομία κατάργησε την δραχμή και την αντικατέστησε, ύστερα από κυβερνητική απόφαση, με το ευρώ ο απολογισμός αυτής της τραγικής και μοιραίας ενέργειας της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη είναι πικρός. Πάρα πολύ πικρός. Η ελληνική οικονομία βίωσε και βιώνει μια τεράστια καταστροφή την οποία, τώρα, πολλοί λένε ότι δεν ανέμεναν.
Είναι σίγουρο ότι η ελληνική κοινωνία, προφανώς, δεν περίμενε αυτή την τραγική εξέλιξη. Άλλωστε, δεν την ρώτησαν, καν και φρόντισαν να της περάσουν την αντίληψη ότι η ένταξη, στην ευρωζώνη, θα έλυνε τα όποια οικονομικά προβλήματα της χώρας και ότι αυτή η ένταξη θα αποτελούσε ευλογία, για τον τόπο.
Έτσι, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών αποδέχτηκε το ευρώ και ανέμενε την εκδήλωση των πλεονεκτημάτων του, που η ελίτ του τόπου και η μέγιστη πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, με προεξάρχοντες τον Κώστα Σημίτη και την κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά και την αξιωματική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας του Κώστα Καραμανλή, διαφήμιζαν, προπαγανδιστικά, πάση δυνάμει.
Όμως, όλοι οι επιφανείς παράγοντες της ελληνικής ελίτ, η οποία, ως γνωστόν, έχει μια πολύ άθλια ποιότητα, γνώριζαν το τί επρόκειτο να ακολουθήσει, με προεξάρχοντα τον, τότε, διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκά Παπαδήμο, αλλά και τους υπόλοιπους. Και φυσικά, αυτό, που επρόκειτο να ακολουθήσει, είναι η παρούσα καταστροφή, η οποία ξεκίνησε με την ευρωζωνική κρίση του 2009 και την ελληνική κρατική χρεοκοπία του Απριλίου – Μαΐου 2010.
Δεν θέλω να κάνω τον έξυπνο, αλλά, ήδη, από το 2002, που η χώρα εντάχθηκε στην ευρωζώνη, είχα αντιληφθεί ότι η ελληνική οικονομία, με πρώτο ελληνικό κράτος, είχε υποστεί με την ένταξη της. στην ζώνη του ευρώ, μια αφανή χρεωκοπία, η οποία προέκυψε, απλά και μόνο, από την μετατροπή του ελληνικού δημοσίου χρέους (όπως και του ιδιωτικού χρέους), από δραχμικά – κατά 85% -, που, μέχρι τότε, ήσαν και τα δύο, στο σκληρό ευρώ. Και μπορώ να πω ότι εξεπλάγην, από το γεγονός ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας άργησε να φανεί. Ενώ εγώ την περίμενα, μετά το 2002, αυτή η κρίση καθυστέρησε και εμφανίστηκε το 2009, με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, στη Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο του 2008 και την βαθιά οικονομική κρίση, που ακολούθησε, σε διεθνές επίπεδο, βρίσκοντας την ευρωζώνη άοπλη και ανίκανη να αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο, για το οποίο δεν ήταν, καν, προετοιμασμένη. Αντιθέτως μάλιστα, ήταν δομημένη, έτσι ώστε να διευκολύνει την διεύρυνση της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε, μετά το 2008.
Αλήθεια, πόσο μεγάλο είναι, μέχρι τώρα, το μέγεθος της καταστροφής, που έχει προξενήσει, στην ελληνική κοινωνία, η δωδεκαετής και συνάμα, βαρύτατη οικονομική κρίση, την οποία έφεραν η κρίση του αμερικανικού και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος τον Σεπτέμβριο του 2008 και η εσωτερίκευση της, στην ευρωζώνη, με την μεθοδευμένη εισαγωγή της ελληνικής οικονομίας στο καθεστώς της χρεωκοπίας και των Μνημονίων;
Θα αποπειραθώ, εδώ, στο παρόν δημοσίευμα, να προχωρήσω, σε μια, όσο το δυνατόν, σαφή και συγκεκριμένη καταγραφή αυτής της ζοφερής πραγματικότητας, που ζήσαμε όλα αυτά τα χρόνια, που πέρασαν, στην οποία εξακολουθούμε να ζούμε και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε, επί πολύ.
Το τεράστιο μέγεθος αυτής της καταστροφής σκοπεύω να καταμετρήσω και να καταγράψω, καταδεικνύοντας τα, επί μέρους, μεγέθη της ζημιάς, που υπέστη η ελληνική κοινωνία, αλλά και την συνολική έκταση της καταστροφής, πριν έλθει η εποχή του κορονοϊού, δηλαδή, έως το 2019.
Βέβαια, οι αναγνώστες θα κρίνουν την προσπάθειά μου αυτή, όμως η απόπειρα που, εδώ, επιχειρώ, δεν θα στηριχθεί, σε υποκειμενικά στοιχεία. Προφανώς, θα περιέχει προσωπικές εκτιμήσεις και υποθέσεις, αλλά, θα στηρίζεται, κυρίως, στην αμείλικτη παρουσία και στην λογική των αριθμών.
Ο παραπάνω πίνακας, όπως και ο αμέσως, παρακάτω, που παρουσιάζουν, συνδυαστικά, την εξέλιξη της πορείας των ποσοστών των, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ των χωρών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» και της Ελλάδας, κατά την χρονική περίοδο 2007 – 2019, έχοντας, ως βάση, το 100, το οποίο είναι το, κατ’ έτος, επί τοις εκατό (%), συνολικό ποσοστό του, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ των 28 χωρών της «Ε. Ε.», περιγράφουν, ικανοποιητικά, την κατακρήμνιση του ελληνικού ΑΕΠ, στην διάρκεια αυτού του μεγάλου χρονικού διαστήματος.
Φυσικά, αυτοί οι πίνακες, απέχουν, αρκετά, από την πλήρη καταγραφή της δραματικής συρρίκνωσης του ελληνικού ΑΕΠ και των μυθικών -αλλά και παντελώς, πραγματικών- διαστάσεων των απωλειών, της συνολικής παραγωγής και του συνολικού εισοδήματος, που υπέστη η ελληνική οικονομία και η κοινωνία της χώρας μας. Όμως, ως μέτρα σύγκρισης, διατηρούν, σαφέστατα, την αξία τους και ως εκ τούτου, είναι πολύ χρήσιμο να εμβαθύνουμε και έτσι να αναδείξουμε αυτό, που καταγράφουν.
Δυστυχώς, η καταγραφή αυτών των επίσημων στοιχείων, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των δύο πινάκων, με τους οποίους ξεκινώ το παρόν δημοσίευμα, είναι απελπιστική, για την εξέλιξη της πορείας του, κατά κεφαλήν, ελληνικού ΑΕΠ, μετά από το 2007 – δηλαδή μετά το τελευταίο έτος, πριν από την χρηματοπιστωτική κατάρρευση της Νέας Υόρκης και ενώ η πολιτική τάξη και η οικονομική ελίτ της χώρας, συμπαρασύροντας και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, συμπεριφέρονταν, έως το 2009 και ενεργούσαν, κάνοντας businesses as usual, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι, με την αντικατάσταση της δραχμής, από το ευρώ, το ελληνικό κράτος είχε, χάσει, ουσιαστικά, από το 1999 και τυπικά, από το 2002, κάθε εξουσία, γύρω από την έκδοση του νομίσματος της χώρας-, έως το 2017 (αλλά και έως τώρα, αφού και μέχρι τα σημερινά δεδομένα δεν έχει υπάρξει κάποια σημαντική μεταβολή). Κάπως έτσι το ελληνικό κράτος έπαψε να είναι γάτος με την ουσιαστική έννοια του όρου και μετατράπηκε σε μία ευρωπαϊκή νεοαποικιακή επαρχία, χάνοντας το βασικό στοιχείο της κυριαρχίας του αφού έπαψε να ελέγχει το νόμισμα του.
Έτσι, όπως φαίνεται, στον πρώτο πίνακα, μετρούμενο, σε όρους, αγοραστικής δύναμης, το 2007, το ελληνικό, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ, έφθανε, στο 93% του συνολικού, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ των 28 χωρών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», κατατάσσοντας την Ελλάδα, στην 15η θέση και πάνω, από άλλες 13 χώρες της «Ε.Ε.», εκ των οποίων όλες τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες, αλλά και την Πορτογαλία (81%) και την Μάλτα (79%).
Αυτό το ποσοστό του ελληνικού, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ, σε σχέση, με το μέσο «ευρωενωσιακό», δεν ήταν ένα πολύ κακό ποσοστό, ιδίως, εάν λάβουμε υπόψη μας, το πολύ μεγάλο μέγεθος της ελληνικής παραοικονομίας, το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται, στα επίσημα στοιχεία, τα οποία δεν καταγράφουν το πραγματικό/πραγματοποιούμενο ελληνικό ΑΕΠ.
[Στην προκειμένη περίπτωση, εάν υπολογίσουμε ότι, το 2007, η ελληνική «μαύρη» οικονομία, έφθανε, κάπου, ανάμεσα, στο 25%, έως 45% της επίσημης οικονομίας, το πραγματικό μέγεθος του ελληνικού, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ, κυμαίνονταν, ανάμεσα, στο (93Χ25/100)+93= 116% και στο (93Χ45/100)+93 = 135% του μέσου όρου των 28 χωρών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια, η θέση της Ελλάδας θα ήταν πολύ καλύτερη, εάν, το 1981, δεν είχε εισέλθει, στην, τότε, ΕΟΚ, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, το οποίο, το έχω αναλύσει, σε ένα άλλο δημοσίευμα, σε αυτό εδώ, το μπλοκ, με τίτλο: 1970 – 2008 Ελλάδα – «Ευρωπαϊκή Ένωση» – Ευρωζώνη : Η μαθηματική καταγραφή της καταστροφής, που υπέστη η ελληνική οικονομία, από την ένταξή της στην ΕΟΚ και στην ευρωζώνη, μέσα από την syntheticcounterfactual (SCM) οικονομετρική μελέτη των N. Campos, F. Corricelli και L. Moretti.), το οποίο μπορεί να το διαβάσει όποιος ενδιαφέρεται].
Από εκεί και πέρα, το 2007, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα έχει «εξαφανισθεί», διότι, απλούστατα, το ελληνικό, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ, το 2013 και το 2018, έχει πέσει, κάτω, από το 75% του, κατά κεφαλήν ΑΕΠ, των 28 χωρών της «Ε.Ε.», στο οποίο βρίσκεται η Εσθονία (2013) και κάτω από το 78% του, κατά κεφαλήν ΑΕΠ, των 28 χωρών της «Ε.Ε.», στο οποίο βρίσκεται, το 2018, η Σλοβακία.
Είναι, περισσότερο από προφανές, ότι αυτή η καταγραφή, υποδεικνύει το ιλιγγιώδες μέγεθος της κατακρήμνισης, που υπέστη η ελληνική οικονομία και ως εκ τούτου και το ελληνικό ΑΕΠ, σε όλες του τις εκφάνσεις, αλλά όλα αυτά δεν μας παρέχουν τα απαραίτητα νούμερα αυτής της κατακρήμνισης. Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, ότι αυτή η κατακρήμνιση έχει τεράστιες διαστάσεις, αλλά αυτές, με βάση τον πρώτο πίνακα, μένουν χωρίς πλήρη καταγραφή.
Στο σημείο αυτό, είναι ο δεύτερος, ο παρακάτω, πίνακας, που θα μας βοηθήσει να υπολογίσουμε τους συγκεκριμένους αριθμούς της κατακρήμνισης των ετήσιων ποσοστών του, κατά κεφαλήν, ελληνικού ΑΕΠ, καθ’ όλη την χρονική περίοδο 2012 – 2017, σε σύγκριση με τον μέσο όρο (100) του, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ των 28 χωρών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Σε αυτόν τον δεύτερο πίνακα, βλέπουμε την πορεία, που ακολούθησε, η «μεγαλειώδης» κατακρήμνιση του ποσοστού, του, κατά κεφαλήν, ελληνικού ΑΕΠ, ως ποσοστό του ΑΕΠ των 28 χωρών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» (100), στην περίοδο 2012 – 2017, δηλαδή 4 χρόνια, μετά την βαθιά διεθνή ύφεση του 2008 και 2 χρόνια, μετά την ελληνική κρατική χρεωκοπία του 2010 και την υπαγωγή της χώρας, στο καθεστώς της χρεωδουλείας των Μνημονίων.
Έτσι, το ποσοστό του ελληνικού ΑΕΠ, από το 93% του ΑΕΠ των χωρών της «Ε.Ε», που είδαμε ότι ήταν, το 2007, κατακρημνίστηκε, το 2012, στο 72%, όπου παρέμεινε και το 2013 και φυσικά, συνεχίζει να πέφτει, μέχρι και το 2017 ήτοι το 2014 έπεσε στο 71%, το 2015, στο 69%, το 2016, στο 68% και το 2017, στο 67% (για να πέσει σε κατώτερα επίπεδα, μέχρι σήμερα, λόγω των ανερμάτιστων πολιτικών, που ακολουθούνται, από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, όσον αφορά την αντιμετώπιση του COVID 19), οδηγώντας την, πρώην, πλούσια ελληνική κοινωνία να τοποθετείται, πλέον, κάτω και από τα επίπεδα πολλών, εκ των κοινωνιών των παλαιών «σοσιαλιστικών» χωρών, που προχώρησαν στην «Ευρωπαϊκή Ένωση».
Τέτοιων διαστάσεων όλεθρος (γκρέμισμα του ποσοστού του, κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μιας χώρας, από το 93% του μέσου όρου του συνολικού ΑΕΠ των χωρών μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης -όπως αυτή της «Ευρωπαϊκής Ένωσης»- , στο 67%, μέσα σε μια δεκαετία, χάνοντας 26 ποσοστιαίες μονάδες), δεν έχει υπάρξει, πουθενά, στον πλανήτη, σε καμία παρούσα και παρελθούσα ειρηνική χρονική περίοδο.
Και όμως, συνέβη.
Και συνέβη, ως αποτέλεσμα της ένταξης της Ελλάδας, στην εκτρωματική ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, την ευρωζώνη, με ένα αβάσταχτο δημόσιο χρέος, το οποίο, μετατρεπόμενο, από ένα χρέος, κατά 85%, δραχμικό, σε ένα χρέος, καθ’ ολοκληρίαν, σε ευρώ, το οποίο λειτουργεί, ως ξένο νόμισμα, επειδή δεν εκδίδεται και δεν ελέγχεται, από το ελληνικό κράτος, το χρέος αυτό δεν μπορούσε και δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, από τις δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας των μικρών παραγωγών, των αυτοαπασχολουμένων και των μεγάλων πολυεθνικών και μη, επιχειρήσεων, υπό το καθεστώς της ελεύθερης διακίνησης και μεταφοράς των κεφαλαίων, στο εξωτερικό (αφού, σε όλη την περίοδο της ένταξης της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, κάπου 1 τρισ. €, έφυγαν, από την χώρα μας, με προορισμό ξένους τόπους).
Αυτή είναι η απλή αλήθεια, για την τεράστια καταστροφή, που υπέστησαν, όλα αυτά τα χρόνια η ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Αλλά, πέραν από αυτή την, εξαιρετικά, χρήσιμη καταγραφή της συντριβής των ποσοστών του, κατά κεφαλήν, ελληνικού ΑΕΠ, ως προς τον «ευρωενωσιακό» μέσο όρο, κατά την χρονική περίοδο 2007 – 2018, που καταγράφουν οι πίνακες, υπάρχουν και οι απόλυτοι αριθμοί της εξέλιξης του ελληνικού ΑΕΠ.
Ας δούμε αυτούς τους απόλυτους αριθμούς της εξέλιξης του ελληνικού ΑΕΠ, κατά την χρονική περίοδο 2000 – 2017 και ας τους συνδυάσουμε με τα ποσοστά, που προκύπτουν, από τον αρχικό πίνακα του παρόντος άρθρου.
Αυτός ο πίνακας, που, παραπάνω, παρουσιάζω, είναι, απολύτως, σαφής και χαρακτηριστικός, καταγράφοντας τα επίσημα αριθμητικά -και όχι ποσοστιαία- μεγέθη του ελληνικού, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ, την περίοδο 2000 – 2016. Και είναι πολύ σημαντικός, αφού, με τα αριθμητικά μεγέθη του, μπορούμε, με τους κατάλληλους συνδυασμούς, των ποσοστών, που καταγράφουν και οι δύο πίνακες, να υπολογίσουμε το συνολικό αριθμητικό μέγεθος, της απίστευτης εκτάσεως ζημιάς, που υπέστη η ελληνική οικονομία, από την κρίση της τελευταίας δεκαετίας.
Εννοείται, βέβαια, ότι ο υπολογισμός της ολέθριας ζημιάς, δεν πρόκειται να μείνει, μόνο, στο επίπεδο της επίσημης οικονομίας, που προκύπτουν από τα παρουσιαζόμενα στοιχεία του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτά είναι, εντελώς, ανεπαρκή, αφού, όπως είπαμε, δεν περιλαμβάνουν την παραοικονομία της χώρας, την οποία σκοπεύω να συμπροσμετρήσω, στα στοιχεία της επίσημης οικονομίας, προκειμένου να έχουμε, έστω και προσεγγιστικά, μια σαφή εικόνα και για την πραγματική έκταση της καταστροφής, που υπέστη η ελληνική οικονομία, αλλά και για το πραγματικό/πραγματοποιημένο ΑΕΠ της χώρας μας.
Αλλά, για να μπορέσουμε να έχουμε μια πλήρη προσέγγιση, στο ζήτημα της ελληνικής καταστροφής, στα χρόνια των Μνημονίων και της μεθοδευμένης κρίσης, στην οποία εισήγαγαν την ελληνική οικονομία οι ξένοι δανειστές και το εντόπιο πολιτικό προσωπικό, δεξιάς, κεντρώας και αριστερής προέλευσης, απαραίτητο είναι να γνωρίζουμε και τους πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης του συνολικού ΑΕΠ των 28 χωρών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», κατά την περίοδο 2008 – 2018. Και, ως προς αυτό, ο παραπάνω πίνακας.
Καθώς η μακρά οικονομική και δημοσιονομική κρίση συνεχίζεται, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της «ΕΕ», ως προς τις επενδύσεις, τα εισοδήματα και την κατανάλωση. Οι Έλληνες, μαζί με τους Βούλγαρους, τους Ρουμάνους και τους Κροάτες, είναι οι φτωχότεροι στην «Ευρωπαϊκή Ένωση», με βάση την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος τους.
Η ασθενής εγχώρια καταναλωτική ζήτηση, σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς επενδύσεις ουδόλως επιτρέπουν την προσπάθεια επιτάχυνσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
Με κριτήριο τις, κατά κεφαλήν, επενδύσεις, η Ελλάδα βρίσκεται, στην προτελευταία θέση της Ευρώπης και για να φθάσει στα, προ της κρίσης, επίπεδα πρέπει την επόμενη, τουλάχιστον, δεκαπενταετία να εμφανίσει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης, γύρω, στο 5%. Και αυτό, φυσικά δεν πρόκειται να συμβεί.
Οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είναι αρνητικές, αφού οι νέες επενδύσεις είναι λιγότερες από τις αποσβέσεις και ο, οικονομικά, ενεργός πληθυσμός συρρικνώνεται, ενώ το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχει εκτοξευθεί, σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Από την άλλη πλευρά, ο όγκος της, κατά κεφαλήν, εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας έχει υποχωρήσει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον μέσο όρο των 28 της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», ενώ πολύ σημαντική είναι η συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος, το οποίο υπολογίζεται, όχι σε απόλυτους αριθμούς, αλλά σε αγοραστική δύναμη.
Η συνεχιζόμενη, επί 15 συναπτά έτη, οικονομική κρίση, οι περικοπές μισθών και συντάξεων, όπως και η μείωση των αμοιβών εργασίας, δεν συνοδεύτηκαν από αντίστοιχη πτώση του κόστους ζωής. Οι τιμές των προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) συνεχίζουν να αυξάνονται, ή μειώθηκαν πολύ λιγότερο, από τα εισοδήματα του πληθυσμού της χώρας.
Η κρίση έριξε την Ελλάδα σε πολύ χαμηλή θέση της κατάταξης των ευρωπαϊκών χωρών με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, κοντά στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, εξανεμίζοντας όλη την πρόοδο που είχε σημειώσει την προηγούμενη δεκαετία.
Όπως λένε οι μελετητές της Eurobank, από το 2008, ο σχετικός δείκτης, που αφορά την ατομική κατανάλωση, ήταν, πάνω, από τον μέσο όρο της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», κάπου, στο 104% και στην συνέχεια, έπεσε, το 2018, στο 76,3%. Για να επιστρέψει η χώρα, στα προ κρίσης, επίπεδα και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ να προσεγγίσει πάλι το 94% του μέσου της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», πρέπει να παρουσιάσει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, για πολλά χρόνια.
Για να επιστρέψει η Ελλάδα, σε αυτά τα επίπεδα, το 2030, πρέπει όλη αυτή την περίοδο να πραγματοποιήσει ρυθμούς ετήσιας ανάπτυξης , το λιγότερο, 3,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους από τον μέσο ευρωπαϊκό. Αυτό σημαίνει ότι με αναμενόμενη μέση ανάπτυξη 1,2%, στην «Ευρωπαϊκή Ένωση», η ελληνική οικονομία πρέπει να αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό πάνω, από 4,5%.
Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν πρόκειται να συμβεί.
Συνδυάζοντας τα παρουσιαζόμενα στοιχεία, μπορούμε, με ασφάλεια, να πούμε ότι οι απώλειες του μέσου εισοδήματος και της παραγωγής της ελληνικής οικονομίας πρέπει να φθάνουν, αθροιστικά, γύρω στο 1 τρισεκατομμύριο ευρώ (πόσο, το οποίο είναι πιθανό και να ξεπερνούν), σε όλη αυτή την περίοδο, που πέρασε, από το 2002, με την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, υπολογίζοντας, όχι μόνο τις απώλειες των ετήσιων ΑΕΠ, αλλά και την διαφυγή των κεφαλαίων, στο εξωτερικό, ή, στις θυρίδες των τραπεζών και τα σεντούκια των νοικοκυριών.
Και σε αυτά τα στοιχεία, πρέπει να συνυπολογίσουμε και τον «μαύρο» τομέα της οικονομίας, ήτοι την παραοικονομία και την φοροδιαφυγή, οι οποίες, σύμφωνα μετά μετριοπαθή στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος του Γιάννη Στουρνάρα, φθάνει, στο 45%.
Αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό ΑΕΠ, από τα 176 δισεκατομμύρια ευρώ, που έφτασε, το 2020 ενώ, το 2009, ήταν κάπου στα 245 δισεκατομμύρια ευρώ, υπό κανονικές συνθήκες, θα είχε, τώρα, ξεπεράσει σήμερα τα 650 ίσως και τα 700 δισεκατομμύρια ευρώ.
Φαίνεται απίστευτο, αλλά, δυστυχώς, αυτού του είδους οι υπολογισμοί δεν απέχουν μακριά από την πραγματικότητα, που θα είχε διαμορφωθεί, εάν η Ελλάδα δεν εντάσσονταν στην ευρωζώνη και δεν είχε απαρνηθεί το εθνικό της νόμισμα.
Μάλιστα, εάν δεν είχε μπει, στην τότε ΕΟΚ, το 1981, η αναπτυξιακή πορεία της χώρας και τα αντίστοιχα παραγωγικά και καταναλωτικά επίπεδα, θα ήσαν πολύ μεγαλύτερα, από αυτά που, τώρα, υπολογίζω.
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, για να διαπιστωθεί αυτή η κατάσταση. Ο συνδυασμός των στοιχείων, που παρουσιάζουν οι δύο παραπάνω πίνακες, οδηγεί, αβίαστα, σε αυτό το συμπέρασμα.
Μπορεί να είναι -και όντως, είναι- καταθλιπτικό αυτό που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει, στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, αλλά, δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα. Και αυτά τα πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν όσο η χώρα μας δεν ανακτά την νομισματική της κυριαρχία και όσο δεν προστατεύεται, από τον εξοντωτικό διεθνή ανταγωνισμό, ο οποίος της στερεί μεγάλα μερίδια και από την εσωτερική αγορά, οδηγώντας μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως, τους νέους, στην ανεργία και πρωτ’ απ’ όλα, στην μετανάστευση, στο εξωτερικό.
Φυσικά, τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν, αλλά δεν υπάρχει αυτή η πολιτική και κοινωνική δυναμική, που θα σπρώξει την κατεύθυνση της χώρας σε αυτήν την πορεία. Αυτή είναι μία άλλη δυστυχής αλήθεια, την οποία δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, μετά το ηχηρό χαστούκι, που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία, ύστερα από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 και την απογοήτευση, που κατέλαβε την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, από την αποδοχή των μνημονιακών πολιτικών, επ’ άπειρον και τουλάχιστον, δηλαδή, μέχρι το μακρινό μέλλον που φτάνει και πιθανόν θα ξεπερνάει, την δεκαετία του 2070.
Μακάρι τα πράγματα να εξελιχθούν αλλιώς. Θα ήταν ευχής έργον, αλλά η πραγματικότητα δεν γράφεται, με ευχές. Γράφεται, με πράξεις και αυτές οι πράξεις είναι, που λείπουν και πιθανόν να λείψουν, επί πολύ, ή και για πάντα.
(Και μέσα σε αυτό το ανείπωτο κακό, μπροστά, σε αυτόν τον απίστευτο όλεθρο, εμφανίζεται η θλιβερή και σιχαμερή μούμια του πρώην πρωθυπουργού της καταστροφής, ο Κώστας Σημίτης, αυτοπροσώπως και υπερηφανεύεται, για την εικοσαετία, που πέρασε, από την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη. Δεν φταίει, μόνον, αυτός. Φταίνε και η ελληνική κοινωνία, όπως και το δικαστικό σύστημα του κράτους, που του επιτρέπουν να κυκλοφορεί ελεύθερος, ενώ θα έπρεπε να είναι, εδώ και καιρό, δέσμιος, στις ελληνικές φυλακές).
Δυστυχώς…
από το «https://tassosanastassopoulos.blogspot.com/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.